Το κείμενο προέρχεται από το αφιέρωμα του ΤΡΡ «Τέλος και αρχή των μνημονίων»
του Κωνσταντίνου Πουλή
- Πάνω από 95% των χρημάτων επέστρεφαν στις τράπεζες, για χάρη των οποίων σχεδιάστηκε το υποτιθέμενο πρόγραμμα διάσωσης. Το επιχείρημα με το οποίο απαντούσε σταθερά στην κριτική η μνημονιακή ενημέρωση των πρώτων ετών ήταν πως αν δεν παίρναμε αυτά τα χρήματα, δεν θα μπορούσαμε να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις. Η αποκάλυψη πως το ποσό που επέστρεφε στις τράπεζες έφτανε το 95% αποτελεί συντριπτική επιβεβαίωση της άποψης ότι το μνημόνιο δεν ήταν «ένας πρωτόγνωρος μηχανισμός στήριξης», όπως έλεγε ο Γιώργος Παπανδρέου στο Καστελόριζο, αλλά η μεγαλύτερη απόπειρα συλλογικής εξαπάτησης ενός λαού, προκειμένου να παίρνουμε χρήματα που θα επιστρέφαμε στο ακέραιο από την άλλη τσέπη. Τώρα έχουμε τη δήλωση του Ντάισελμπλουμ, την παραδοχή του ΔΝΤ για τον πολλαπλασιαστή, τις μελέτες που δείχνουν τα οφέλη της Γερμανίας κλπ., μικρές ψηφίδες που αμφισβητούν την εικόνα των ευεργετημένων τεμπέληδων. Αυτά λέγονταν, και από ανθρώπους που ξέρουν τι λένε και από ανθρώπους που δεν ξέρουν τι λένε, αλλά δεν ήταν ένα εδραιωμένο στοιχείο του δημόσιου διαλόγου. Τώρα είναι.
- Η ενημέρωση ήταν παραπλανητική. Πώς μπόρεσε να υπάρξει μια τέτοια αναντιστοιχία μεταξύ πραγματικότητας και δημόσιου διαλόγου; Ο Γιάννης Πρετεντέρης δεν ήταν απλώς ο αγαπημένος μου δημοσιογράφος. Ηταν επίσης η κεντρική φωνή της ναυαρχίδας της μνημονιακής ενημέρωσης. Έχει δηλώσει πια πως ήξεραν ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, αλλά δεν το έλεγαν (τα έχει πει εκτενέστερα στο σχετικό βιβλίο που έχει εκδώσει), αντιθέτως έλεγαν ότι αυτή είναι η μοναδική λύση για να επανέλθει η Ελλάδα στην κανονικότητα. Τώρα ξέρουμε τι συνέβαινε. Τώρα γνωρίζουμε από τους διαλόγους που δημοσιοποιούνταν κάθε φορά που μια δημοσιογραφική συναλλαγή στράβωνε, ότι οι ιδιοκτήτες ΜΜΕ έπαιρναν θαλασσοδάνεια και δημόσια έργα με πολιτική παρέμβαση, για να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και να κατηγορούν τον κοσμάκη. Όπως συνέβη με τη Μαρία Σπυράκη, που ανταμείφθηκε για την κατάφωρη παραβίαση κάθε δημοσιογραφικής δεοντολογίας με το να γίνει εκπρόσωπος τύπου της ΝΔ, η δημοσιογραφία γινόταν κρύβοντας στο μαξιλάρι αυτά που δεν έπρεπε το κοινό να γνωρίζει. Και αν αυτό ήταν γνωστό από την αρχή, τώρα διαθέτουμε τα απτά τεκμήρια, με τις δηλώσεις που προέκυψαν κατά τη διαμάχη Παπανδρέου και αργότερα Τσίπρα/ Ψυχάρη.
- Η μνημονιακή πολιτική είναι επιτυχημένη και αποτελεσματική. Πρόκειται για ζήτημα που απαιτεί διευκρίνιση. Αν εννοούμε τους δηλωμένους στόχους του προγράμματος, είναι προφανώς αποτυχημένο, καθώς το δημόσιο χρέος δεν τιθασεύτηκε ούτε και διαφαίνεται κάτι τέτοιο ακόμη και στο μακρινό μέλλον (Διαβάστε τον Mark Blyth στο αφιέρωμά μας, σχετικά). Αν εννοούμε όμως τους άρρητους στόχους του προγράμματος, δηλαδή την εδραίωση της πολιτικής λιτότητας ως μονοδρόμου, έχει στεφθεί από απόλυτη επιτυχία. Οι ιδωτικοποιήσεις προωθούνται πια από δύο κόμματα που καυγαδίζουν γιατί το ένα είναι εντελώς πρόθυμο ενώ το άλλο λιγότερο, το ίδιο και η διάλυση της αγοράς εργασίας και των εργατικών κεκτημένων. Η αφασία με την οποία η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί τη διάλυση των κεκτημένων της έχει δύο σκέλη. Αν κρίνουμε τα μνημόνια ως προς τους δηλωμένους στόχους τους, έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτυχημένα. Αν τα κρίνουμε με βάση τους στόχους που τους προσάπτουμε εμείς, είναι απολύτως επιτυχημένα. Πρόκειται για πόλεμο εναντίον των συμφερόντων των αδυνάτων, με υποδειγματική αποτελεσματικότητα.
- Η ψήφος στη Χρυσή Αυγή δεν είναι ψήφος διαμαρτυρίας. Δεν συμμερίστικα ποτέ αυτή την αυταπάτη. Η υποβάθμιση του φαινομένου ήταν τόσο γενικευμένη που ελάχιστοι διανοούνταν ότι το κόμμα αυτό θα διατηρούσε τα ποσοστά του ακόμα και μετά τη δολοφονία Φύσσα. Είχαμε υποτιμήσει δύο στοιχεία: το πρώτο είναι τα ειλικρινώς αιμοδιψή αισθήματα μεγάλου μέρους των συμπολιτών μας και το δεύτερο η άνεση με την οποία η αστική τάξη μας θα μας παρέδιδε να μας ψήσουν οι νεοναζί στους φούρνους προκειμένου να μη γίνει στροφή προς τα αριστερά.
- «Από Σεπτέμβριο θα δεις τι θα γίνει». Δεν έγινε τίποτα. Θυμάμαι να μας κοροϊδεύουν οι φιλελέδες της Καθημερινής για το ότι πιστεύαμε πως αργά ή γρήγορα ο λαός θα αντιδράσει, γιατί «αυτά δεν μπορεί να περάσουν έτσι». Αποδείχτηκε ότι μπορούν και παραμπορούν, και αυτά και άλλα, ες αεί. Η απουσία πειστικής εναλλακτικής λειτούργησε απολύτως διαβρωτικά για οποιαδήποτε πρόταση αλλαγής, με αποτέλεσμα να φανεί ότι τα περιθώρια ανοχής του κόσμου στην αδικία και τη στέρηση είναι απρόσμενα μεγάλα. Τώρα ξέρουμε ότι δεν υπάρχει κάποιο όριο αδικίας, παραλογισμού ή καταστρατήγησης δικαιωμάτων που να εγγυάται κάποια πολιτική εξέγερση. Χρειάζεται μια πειστική ανταπάντηση και μαζί θάρρος, που δεν υπήρξε ποτέ. Οι δύο διαδοχικές κινήσεις των πολιτών ήταν οι Αγανακτισμένοι και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ. Εξ των υστέρων μπορούμε να κρίνουμε πώς αυτό αποδείχτηκε μία τρύπα στο νερό. (Η εκτενέστερη εξήγηση της πολιτικής παθητικότητας τον καιρό των μνημονίων είναι το σχετικό αφιέρωμα που είχαμε κάνει στο ThePressProject)
- Είναι γλυκό το ποτό της εξουσίας. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο την πάτησα. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον Τσακαλώτο και τον Δρίτσα (τα παραδείγματα στην τύχη) να υπογράφουν αυτά που υπογράφουν. Όσοι είχαν στενότερη σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να το έβλεπαν πιο καθαρά αυτό. Εγώ μπορούσα να προβλέψω ότι το σχέδιο διαπραγμάτευσης δεν θα στεφόταν με επιτυχία, αλλά δεν θα μπορούσα να διανοηθώ ότι οι ίδιοι άνθρωποι θα συμβιβάζονταν με την ιδέα ότι απλώς λες ότι είχες ψευδαισθήσεις, τώρα σου πέρασαν, οπότε δεν πειράζει να λες αυτά που λέγαν οι άλλοι τόσα χρόνια και τους έβριζες. Αποδείχτηκε ότι η λατρεία της εξουσίας υπήρχε και σε εκείνους που είχαν περάσει χρόνια σε μικρά κόμματα ή εκτός πολιτικής. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
- Κανείς δεν μπορούσε να συζητήσει για τα οικονομικά. Μία από τις δυσκολίες της ανάλυσης ήταν η ίδια η τεχνική πολυπλοκότητα του ζητήματος, που άφηνε ένα τεράστιο πεδίο ανοιχτό στην προπαγάνδα. Όταν λέγεται από αξιοπρεπείς συνομιλητές των δύο πλευρών ότι η έξοδος από το ευρώ θα σηματοδοτήσει είτε μια δυσκολία 18 μηνών είτε ολική καταστροφή, είναι φανερό πως αυτό δεν συνιστά συζήτηση. Επρόκειτο για το κρισιμότερο ζήτημα της περιόδου, όπως αποδείχτηκε, το οποίο όμως δεν μπόρεσε να συζητηθεί ουσιαστικά ποτέ. Έτσι ξεκίνησε το ThePressProject, ως μια απόπειρα να μεταφερθεί στην Ελλάδα ο διάλογος που γινόταν μεταξύ διακεκριμένων οικονομολόγων, που δεν έφτανε ποτέ στην εγχώρια συζήτηση. Το ThePressProject υπάρχει ακόμα, αλλά αυτή η συζήτηση δεν έγινε. Υπήρξαν δύο οικονομολόγοι που είχαν τη δυνατότητα να μιλήσουν με επάρκεια για το θέμα και που επηρέασαν τον δημόσιο διάλογο: ο Γιάνης Βαρουφάκης και ο Κώστας Λαπαβίτσας (προφανώς σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί τους θα μπορούν να μιλήσουν με επάρκεια για το θέμα, αλλά δεν επηρέασαν εξίσου τον δημόσιο διάλογο). Ο μεν Βαρουφάκης υποστήριξε λυσσαλέα και εντέλει μοιραία μια αδιέξοδη στρατηγική. Ο δε Λαπαβίτσας δεν θα μπορούσε να αναχαιτίσει όλο το τεράστιο ρεύμα της υστερίας στη συζήτηση για το νόμισμα και, την κρίσιμη στιγμή, μετά το δημοψήφισμα, το κόμμα του εμφανίστηκε φοβισμένο. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο δημόσιος διάλογος για το ευρώ έγινε στο γήπεδο του αντιπάλου, φοβισμένα και δειλά. Όταν η αντιμνημονιακή αριστερά αποφάσισε ότι η ρήξη με την ευρωζώνη είναι προϋπόθεση κάθε συζήτησης για τη λιτότητα (σήμερα πια αυτή την παραδοχή τη συμμερίζονται το ΜΕΡΑ25, η Πλεύση Ελευθερίας και η ΛΑΕ), το ζήτημα κοινωνικά είχε κριθεί και είχε ολοκληρωθεί ο όλεθρος. Τα υπόλοιπα είναι συζητήσεις ακαδημαϊκές.
- Στη βράση κολλάει το σίδερο. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή μικρά κόμματα της αριστεράς στα οποία ηγούνται πολιτικοί που δεν ακολούθησαν την μνημονιακή εξαχρείωση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι αναλύσεις τους θυμίζουν πολύ έντονα τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015, με τη διαφορά ότι τώρα πια όλοι είναι πεπεισμένοι ότι η ρήξη με το ευρώ είναι προϋπόθεση κάθε κριτικής στα μνημόνια. Το κακό είναι ότι η ιστορική ευκαιρία κατά την οποίαν αυτές οι απόψεις ενδιέφεραν τον κόσμο, χάθηκε.
- Οι δανειστές τελικά δεν υποχώρησαν. Ακούγεται ανόητο εκ των υστέρων, αλλά η διαπραγματευτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε στην πεποίθηση ότι αποκλείεται να μην υποχωρήσουν οι δανειστές. Κάποιοι θεωρούσαν από την αρχή ότι πρόκειται για απρόσφορη μέθοδο, άλλοι ομολόγησαν κατόπιν εορτής ότι είχαν ψευδαισθήσεις κοκ., αλλά ως μάθημα μπορούμε να κρατήσουμε ότι είναι αδιανόητο να μην υπάρχει στρατηγική διεξόδου για το ενδεχόμενο αποτυχίας του αρχικού σχεδίου. Η πιο χαρακτηριστική στιγμή ήταν η αδυναμία του Krugman να πιστέψει ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν η ελληνική πλευρά να μη διαθέτει το διαβόητο Plan B. Με άλλα λόγια, γιατί να σε αφήσουν να νικήσεις σε μια διαπραγμάτευση, αν δεν διαθέτεις σχέδιο εξόδου; Περσινά ξινά σταφύλια, αλλά το συμπέρασμα είναι ότι η αισιοδοξία ήταν αδικαιολόγητη και μοιραία.
Με άλλα λόγια, τι θα χρειαζόμασταν για να χαράξουμε μια προοπτική που να μην είναι εντελώς καταδικασμένη; Επεξεργασμένο σχέδιο που θα διατυπώνεται με την παρρησία που δίνει το σθένος του απελπισμένου, χωρίς την ψηφοθηρία του ψοφοδεούς. Μας έλειψαν και οι απαντήσεις και το θάρρος.
Επανέρχεται σε όλα αυτά το ερώτημα τι σημαίνει να είσαι Αριστερός. Να πω μια ιδέα: Αριστερός είναι αυτός που θεωρεί ότι ο κόσμος μπορεί, με κόπο, ρίσκο και αγώνες, να αλλάξει. Όταν κανείς θέλει να αλλάξει τον κόσμο αλλά φοβάται μην του κλείσουν τις τράπεζες, είναι καταγέλαστος, δεν είναι ούτε Αριστερός ούτε Δεξιός.
Η ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε πολιτική διέξοδος που όμως να μην απαιτεί την ρήξη, συνιστά νανούρισμα, εκεί που θα είχαμε ανάγκη ένα σάλπισμα μάχης. Και πάλι με το προνόμιο της αναδρομικής ανάγνωσης μπορούμε να πούμε με σιγουριά ένα πράγμα: Δυστυχώς όλο το ρεύμα της εναντίωσης στα μνημόνια, που εκφράστηκε κυρίως με τους Αγανακτισμένους, εκτονώθηκε ποντάροντας στο κουτσό άλογο που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν βολικό για τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως για τους δανειστές μας να λέγεται ότι μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς σύγκρουση. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δείχνει ότι ο κόσμος θα ήταν υπό προϋποθέσεις διατεθειμένος ακόμη και να συγκρουστεί. Τώρα ξέρουμε ότι την επόμενη φορά που κάποιος συστημικός δημοσιογράφος θα λέει «αυτά που μας ζητάτε έχουν ρίσκο» η απάντηση πρέπει να είναι «φωτιά στα τόπια», όχι δηλώσεις συμμόρφωσης για να μην ανησυχήσει ο κόσμος, οι ψηφοφόροι, οι αγορές και δεν ξέρω ποιος άλλος. Μόνο που αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται καμία «άλλη φορά», παρά μόνο ένα τοπίο τόσο έρημης και σιωπηρής συμμόρφωσης, που προκαλεί ανατριχίλα.