του Κωνσταντίνου Πουλή

Στη φωτογραφία αυτή

βλέπουμε τον Νίκο Μιχαλολιάκο στον περίφημο αρχαιοελληνικό, ενεργειακό χαιρετισμό. Εδώ

τον βλέπουμε να χαιρετάει πάλι αρχαιοελληνικά, μπροστά από το παμπάλαιο ελληνικό σύμβολο του μαιάνδρου. Ο χαιρετισμός αυτός διαβάζουμε στο περιοδικό Χρυσή Αυγή ότι υιοθετήθηκε και από τους εθνικοσοσιαλιστές και έκτοτε δαιμονοποιήθηκε, εξ αιτίας αυτής της ταύτισης.

Για να είμαστε κάπως πιο δίκαιοι σε σχέση με αυτή την ταύτιση, θα πρέπει να πούμε ότι δεν υιοθετήθηκε απλώς από τους ναζί. Αυτή η ενεργειακή σχέση με τον ήλιο ήταν ο καθημερινός υποχρεωτικός χαιρετισμός των πάντων, ακόμη και των δασκάλων μέσα στην τάξη, τόσο καθημερινός και τόσο υποχρεωτικός ώστε κάποιοι περιέγραφαν το τέλος της ναζιστικής εποχής ως την εποχή που δεν θα χρειαζόταν πια να χαιρετούν έτσι. (Πήτερ Φρίτσε, Ζωή και θάνατος στο Τρίτο Ράιχ)

Αυτή η πλευρά του Νίκου Μιχαλολιάκου είναι γνωστή. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό όμως είναι το ποιητικό του ταλέντο. Το πρώτο βιβλίο που δημοσίευσε είναι μια συλλογή ποιημάτων για τους αρχαίους θεούς. (Έχω την τιμή να την έχω αναδείξει θεατρικά εδώ στα σεμινάριά μου.) Όταν ερωτήθηκε πώς και γράφει για τους αρχαίους Έλληνες, απάντησε ότι το ίδιο έκανε π.χ. και ο Άγγελος Σικελιανός, λοιπόν δεν βλέπει πού είναι το περίεργο. Η ειλικρινής απάντηση θα ήταν ότι πολλοί από τους σημερινούς χρυσαυγίτες είναι παγανιστές, ακριβώς όπως ήταν και αρκετοί ναζί, τα πρότυπά τους. Για τους χρυσαυγίτες ο χριστιανισμός είναι παρακλάδι του ιουδαϊσμού, ο μαρξισμός και ο φιλελευθερισμός είναι οι ιδεολογικοί φορείς του, ενώ η ιδεολογία του παγανισμού είναι ο εθνικοσοσιαλισμός. (Δημήτρης Ψαρράς, Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής). Το 1992 ο Νίκος Μιχαλολιάκος κάνει μια κίνηση αναγνώρισης της πραγματικότητας της επικράτησης του χριστιανισμού, μπροστά στην οποία θα πρέπει να συμβιβαστούν και να κρατήσουν μια πιο διακριτική δημόσια στάση ως προς την πίστη τους στο δωδεκάθεο. Συνεργάστηκαν με παλαιοημερολογίτες, ενωμένοι από το κοινό τους μίσος για τους Εβραίους και έφτασαν, ως γνωστόν, όχι μόνο να αποκρύπτουν από το κοινό τις παγανιστικές ρίζες τους, αλλά να συμμετέχουν και στις διαδηλώσεις εναντίον του Corpus Christi, με το αλησμόνητο ντοκουμέντο του Παναγιώταρου να φωνάζει σκανδαλισμένος για τις «γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες» που θέλουν να προσβάλουν τις θρησκευτικές μας ευαισθησίες.  

Το δεύτερο μέλος της Χρυσής Αυγής που διακρίνεται για την αγάπη του για την αρχαία τέχνη είναι ο Ηλίας Κασιδιάρης. Όταν βγήκε στη δημοσιότητα το τατουάζ

με έναν μαίανδρο που μοιάζει πολύ με σβάστικα, δήλωσε τα ακόλουθα: «Μείζον πολιτικό θέμα προέκυψε για ένα σύμβολο που έχω χαραγμένο εδώ και μία και πλέον δεκαετία στον αριστερό μου ώμο. Κάποιοι ανόητοι και ανθέλληνες αμφισβήτησαν την ελληνικότητα αυτού του συμβόλου. Επειδή τα λόγια συνθλίβονται από την Αλήθεια που εμπεριέχουν οι εικόνες, θα παραθέσω ως απάντηση μία σειρά έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης. 

»Έτσι απλά, για να καταρρεύσει η γελοία προπαγάνδα δεκαετιών, που μοναδικό σκοπό έχει να αμαυρώσει τη μοναδική Ιδέα που οδηγεί τα έργα, τις πράξεις και τις ζωές μας. Η Ιδέα αυτή είναι η Ελλάδα.»

Και πάλι, αυτή είναι η διαχείριση του ζητήματος προς τα έξω, την ίδια στιγμή που το περιοδικό της οργάνωσης γράφει για τη σβάστικα, ότι η παρουσία της στη Βεργίνα είναι απόδειξη του «υψηλού επιπέδου φυλετικής συνείδησης ενός μέρους του ελληνικού πληθυσμού, που γνωρίζει και τιμά την άρια καταγωγή του».

Ο Κασιδιάρης έχει δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα για την αρχαία Σπάρτη και έχει βεβαίως αναφερθεί και στο αρχαίο έθιμο της κρυπτείας. Ο μιλιταρισμός της Σπάρτης έχει παίξει τόσο σημαντικό ρόλο στο γερμανικό φαντασιακό, ώστε ήδη από τον 19ο αιώνα υπήρχαν φωνές φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών αντιμιλιταριστών διανοούμενων, που έκριναν ότι αυτό συνιστά πληγή για τη Γερμανία. (βλ. το μελέτημα της Helen Roche)

Κατά την ετήσια γιορτή της μάχης των Θερμοπυλών,

ο Ηλίας Κασιδιάρης αναφέρει μεταξύ άλλων ποιητικών τα εξής:

«Και αναμένουμε τη στιγμή της μεγάλης αντεπίθεσης, βαδίζοντας στα χνάρια της αρχαίας Κρυπτείας, που έπληττε αθόρυβα, μέσα στο απόλυτο σκότος και τη σιωπή, τους εσωτερικούς εχθρούς της πόλεως.»

Έχοντας κατ’ ελάχιστον τις δολοφονίες του Λουκμάν και του Φύσσα κατά νου, αντιλαμβανόμαστε ότι θα πρέπει να πάρουμε αυτή την περιγραφή τοις μετρητοίς, λέξη προς λέξη. Εφιστώ την προσοχή στη λέξη «αντεπίθεση». Υπάρχει μια προπαγανδιστική ταινία με τίτλο «Θάνατος στην Πολωνία», του 1940, όπου εμφανίζονται Γερμανοί να εκτοπίζονται και να βασανίζονται από Πολωνούς. Το περιεχόμενο της ταινίας είναι προϊόν καθαρής μυθοπλασίας, αλλά αποτελούσε το κεντρικό προπαγανδιστικό υλικό που χρησιμοποιούσαν οι ναζί προκειμένου να παρουσιάζουν τις φρικαλεότητες που είχαν υποτίθεται υποστεί από τους Πολωνούς και να δικαιολογούν τις δικές τους.

Πώς φτάσαμε ως εδώ;

Η εκτενής χρήση αρχαίων αναφορών είναι οργανικό κομμάτι του ελληνικού εθνικιστικού φαντασιακού, πολύ πριν από τη Χρυσή Αυγή. Δεν σοκάρεται κανείς αν ακούσει τον δάσκαλο να λέει ότι οι Γερμανοί τρώγαν βελανίδια όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες (Αυτό ακριβώς πίστευε ο Χίτλερ, παρεμπιπτόντως, προς μεγάλη απογοήτευση του Χίμλερ, που επεδίωκε να αναδείξει τα γερμανικά ιστορικά επιτεύγματα, και ο Χίτλερ απαντούσε ότι είναι ντροπή να υπερηφανεύονται για κάθε κιούπι που ξεθάβουν οι αρχαιολόγοι τους, όταν οι Έλληνες έχουν τον Παρθενώνα! J. Chapoutot,  O εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότητα).

Η πιο κραυγαλέα περίπτωση εθνικιστικής αρχαιολατρείας που φλέρταρε με τον ναζισμό είναι αυτή του Άδωνη Γεωργιάδη.

Από το να τσιρίζει «τα λιγουρεύεστε;» κρατώντας στα χέρια του βιβλία με πλατωνικούς διαλόγους μέχρι το να εξηγεί ανερυθρίαστα ότι το «Ας μιλήσουμε για Εβραίους» του πατριάρχη του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού Κώστα Πλεύρη είναι το αγαπημένο του βιβλίο, η πορεία του μέχρι την αντιπροεδρία της ΝΔ δείχνει τη δυναμική αυτού του ρεύματος. (Έχει πρόσφατα αποκηρύξει τις αντισημητικές απόψεις του, για να είμαστε ακριβείς, αλλά αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία, για να είμαστε δίκαιοι).

Αυτή η εθνική περηφάνια προέρχεται από τον αυτοθαυμασμό για όσα κατορθώσαμε «εμείς οι Έλληνες», όπου αυτή η μικρή αντωνυμία είναι το σαθρό θεμέλιο του όλου οικοδομήματος, καθώς υποθέτει πως ο Σοφοκλής κι εγώ είμαστε πολύ καλοί στη συγγραφή τραγωδιών. Η ιδέα ωστόσο ότι τα αρχαία αριστουργήματα συνιστούν κοινό επίτευγμα δικό μας και των αρχαίων, πεδίο για να καμαρώνουμε λες και «τα γράψαμε όλοι μαζί», συνιστά την παράλογη βάση κάθε τέτοιας αυτοεικόνας.

Αυτό βεβαίως δεν περιορίζεται στη Χρυσή Αυγή. Δηλητηριάζει όλη την ελληνική αυτογνωσία. Αυτός είναι ο Πάνος Καμμένος

την ώρα που γιορτάζει τη ναυμαχία της Σαλαμίνας λέγοντας πως «Γιορτάζουμε σήμερα τη ναυμαχία  όχι μόνο ως ιστορικό γεγονός, αλλά και για να τιμήσουμε την τεράστια προσφορά στην Παγκόσμια Ιστορία της νίκης των ενωμένων Ελληνικών Δυνάμεων κατά του Πέρση εισβολέα. Μιας νίκης που κατά γενική ομολογία υπήρξε καθοριστική για τη διάσωση του Δυτικού Πολιτισμού».

Υποθέτω πως αυτό το σχήμα που αντιπαραθέτει τον Δυτικό Πολιτισμό με την ασιατική βαρβαρότητα δεν χρειάζεται πολλές επεξηγήσεις για να αντιληφθούμε τις ρατσιστικές προεκτάσεις του στην πλάτη των σημερινών μεταναστών και προσφύγων. Το μπεστ σέλλερ Ποιος σκότωσε τον Όμηρο είναι ταυτοχρόνως ένας ύμνος στο κλασικό μεγαλείο και μια ρατσιστική εξύμνηση της λευκής ανωτερότητας. Το ίδιο όταν η Σώτη Τριανταφύλλου στο διαβόητο κείμενό της γράφει πως «η εναλλακτική πρόταση [στον δυτικό πολιτισμό] ήταν και παραμένει η βαρβαρότητα». Σε αυτό το σχήμα, ο δυτικός πολιτισμός δεν διαπράττει βαρβαρότητες, δεν γνώρισε αποικιοκρατία και ναζισμό. Ομοίως, η Ανατολή δεν γνώρισε πολιτισμό. Η βαρβαρότητα έρχεται πάντοτε απ’ έξω. Η ιδέα ότι ο Λεωνίδας και οι 300 του υπερασπίζονταν τον «δυτικό πολιτισμό» εναντίον της ασιατικής βαρβαρότητας εμφανιζόταν επίσης σε προπαγανδιστικό φυλλάδιο των Waffen SS το 1941.

Όταν κανείς βλέπει τον υπουργό Άμυνας να στήνει μια τέτοια γιορτή, η αρχαιοελληνική αθλητική κατασκήνωση της Χρυσής Αυγής




είναι μόνο μια φυσική προέκταση.

Ο J. Chapoutot έγραψε ένα βιβλίο για τις σχέσεις του εθνικοσοσιαλισμού με την αρχαιότητα, θεωρώντας ότι καθήκον του ιστορικού είναι να ρίχνει τις μάσκες. Οι αισιόδοξοι πίστευαν ότι αυτό θα έχει κάποια αποτελέσματα και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Θυμίζω ότι μετά την πρώτη εκλογική επιτυχία της οι περισσότεροι αναλυτές έλεγαν ότι ο κόσμος θα της γυρίσει την πλάτη μόλις αντιληφθεί ότι η αντισυστημική του ψήφος πήγε σε νοσταλγούς του Χίτλερ. Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη. Η βία είναι θελκτική, για εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, απ’ ό,τι φαίνεται. Η απήχηση της Χρυσής Αυγής δεν υποχώρησε αποφασιστικά ούτε καν μετά την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Ακόμη και όταν βλέπουμε με ευκολία ότι κάποιες από τις απόψεις που εκφράζονται είναι απλώς εσφαλμένες ή εξόφθαλμα υποκριτικές, η αποκάλυψη ενός ψεύδους δεν είναι δυστυχώς τόσο αποτελεσματική πολιτικά όσο θα θέλαμε. Αυτό η Αμερική το ανακαλύπτει έντονα με τον Τραμ-π: μερικές φορές χρειάζεται να συντονιστούμε σε έναν πολύ διαφορετικό τρόπο σκέψης.

Σου λέει κάποιος ότι είναι κότσυφας. Του απαντάς «όχι, θα έλεγα ότι μοιάζεις περισσότερο με άνθρωπο, παρά με κότσυφα». Σου απαντά «τσίου τσίου». Όσο κι αν επιμείνεις στη συνέχεια ότι αυτά είναι χέρια και όχι φτερά κοκ, η συζήτηση δεν έχει νόημα. Βρισκόμαστε στο σύμπαν των συναισθημάτων, όχι της επιχειρηματολογίας. Η Susan Sontag εφιστούσε την προσοχή στο ότι όταν ο Γκαίμπελς απαγόρευσε επισήμως την κριτική της τέχνης το 1933, το έκανε με το σκεπτικό ότι η κριτική «βάζει το κεφάλι πάνω από την καρδιά, το άτομο πάνω από την κοινότητα, τον νου πάνω από το συναίσθημα». (Η γοητεία του φασισμού, Μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Ύψιλον) Η Νικόλ Λορώ είχε επιχειρήσει να ανασκευάσει κάποιους από τους ισχυρισμούς του Εθνικού Μετώπου, τη δεκαετία του ’90, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα ήταν προτιμότερο να είσαι μέτοικος στην κλασική Αθήνα παρά μετανάστης στο Παρίσι του ’90. Ομοίως, κάποιοι ένιωσαν την ανάγκη να επισημάνουν ότι η ονομασία «Ξένιος Ζευς» για να περιγράψει τις επιχειρήσεις-σκούπα εναντίον των μεταναστών ήταν μάλλον αταίριαστη. Όσο ευγενή κι αν είναι τα κίνητρα κάθε εγχειρήματος ανασκευής ή αποδόμησης, θεωρώ πως πολιτικά είναι περιορισμένα τα αποτελέσματα που μπορεί να αποφέρει μια τέτοια προσπάθεια. Ο πειρασμός να σνομπάρουμε και να διορθώνουμε με κάθε ευκαιρία, γεμάτοι υπεροψία για τις κραυγαλέες αντιφάσεις και αστοχίες, είναι μεγάλος. Είναι όμως επίσης αποδεδειγμένο ότι δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική αυτή η στρατηγική. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε;

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;

Αρχικά, πρέπει να θέσουμε το ερώτημα τι συνέβη. Πώς έφτασε η Χρυσή Αυγή από τους 19.000 ψηφοφόρους το 2009 στους 440.000 το 2012; Έχει ενδιαφέρον ότι αυτό δεν εξηγείται με βάση το μεταναστευτικό. Η συσχέτιση της ανόδου της ακροδεξιάς με την εισδοχή μεταναστών και προσφύγων έχει δειχθεί με έρευνες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ότι δεν είναι τόσο ευθύγραμμη όσο φανταζόμαστε. Η Χρυσή Αυγή διέπρεψε εκλογικά και σε περιοχές που δεν είχαν δει μετανάστη ούτε ζωγραφιστό (τον είχαν δει μόνο τηλεοπτικό). Οι Αλβανοί μετανάστες της δεκαετίας του ’90 δεν ωφέλησαν εκλογικά τη Χρυσή Αυγή, η οποία μάλιστα περισσότερο ανησυχούσε για το όνομα της Μακεδονίας τότε, παρά για τους “λάθρο”. Επίσης δεν έχει ωφεληθεί τώρα από το προσφυγικό, χάρη και στη συνεχή πίεση που της ασκείται από τη δίκη. Πώς εξηγείται η άνοδός της; Είναι δύσκολο να παραβλέψει κανείς τη χρονική σύμπτωση με την εποχή των μνημονίων.

ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

Τα αρχαία ελληνικά επιτεύγματα αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού από τους σημερινούς Έλληνες, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως τεμπέληδες, ανάξιοι κληρονόμοι του υψηλού παρελθόντος τους. (Ενδελεχώς εξετάζεται αυτή η πλευρά στο βιβλίο της Johanna Hanink εδώ)

Αυτή η κατάσταση της ταπείνωσης, όταν π.χ. ο Γιώργος Παπανδρέου παραπονείται γιατί αναγκάζεται να κυβερνά έναν διεφθαρμένο λαό, τον οποίο εξευτελίζει ζητώντας την κατανόηση των εταίρων του, αναπληρώνεται με τις πιο παράλογες φαντασιώσεις εθνικής υπεροχής: Τα ελληνικά ως κατεξοχήν μαθηματική γλώσσα, ως γλώσσα των προγραμματιστών στους υπολογιστές, η Ελλάς ως προνομιούχα κάτοχος προηγμένης εξωγήινης επιστημονικής γνώσης. Το έδαφος είναι πρόσφορο για οποιαδήποτε παλαβομάρα θα μπορέσει να αποτελέσει αντίβαρο στην πληγωμένη τιμή αυτού του «ανάδελφου έθνους» που είναι περίγελως της προηγμένης Δύσης. Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι τα ίδια αισθήματα πληγωμένης περηφάνιας ήταν το αποτέλεσμα μιας ταπεινωτικής γερμανικής ήττας και συνθηκολόγησης το 1918, με τις γνωστές συνέπειες.

Πώς μπορεί κανείς να αντιδράσει σε αυτά; Μια πρώτη σκέψη θα ήταν να τραβήξει κανείς το χαλί κάτω από τα πόδια αυτής της ιδεολογίας. Αν όντως βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ταπείνωση, να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους να μη ζουν σαν απόκληροι. Αυτή είναι μία αμιγώς πολιτική λύση, που θα μας έλυνε τα χέρια για να αντιμετωπίσουμε με μεγαλύτερη ελευθερία μετά την ειδική σχέση των αρχαίων με την ακροδεξιά.

Εξηγούμαι: Μπορούμε ως προς αυτό πρώτα να σκεφτούμε τι δεν πρέπει να κάνουμε. Έχει περάσει ένας χρόνος από την περίοδο που η ελληνική κοινωνία συζητούσε για τη διδασκαλία των αρχαίων στα σχολεία. Η ελληνική Αριστερά, όσο και όταν θεώρησε ότι αξίζει να ασχοληθεί με το θέμα, απάντησε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι μόνο εθνικιστικοί λόγοι μπορεί να οδηγήσουν στην επιθυμία διδασκαλίας των αρχαίων, καθώς αυτή δεν παρέχει καν πρόσβαση στα αρχαία κείμενα! Ένα ακόμη παράδειγμα, που δεν έχει αποτελέσει σημαντικό κομμάτι της εγχώριας συζήτησης αλλά είναι σημαντικό στα ευρωπαϊκά και ιδίως τα αμερικανικά πανεπιστήμια, είναι αυτό που σχετίζεται με την (υποτιμητικά ονομαζόμενη) πολιτική ορθότητα, δηλαδή την προειδοποίηση ότι η ενασχόληση με νεκρούς, λευκούς, ευρωπαίους άντρες, η ενασχόληση με άλλα λόγια με τα έργα των ελίτ, είναι ένα πρώτο βήμα προς την υιοθέτηση των επιχειρημάτων φυλετικής ανωτερότητας των λευκών. Ακόμη και άθελά μας, υποστηρίζεται, συνιστά συμμετοχή στο σύμπαν αυτό της ακροδεξιάς υπερηφάνειας για τον «σημαντικότερο πολιτισμό που υπήρξε ποτέ» (βλ. τη συζήτηση στο περιοδικό Eidolon, π.χ. εδώ, εδώ και εδώ). Όπως και στη διαμάχη για τη διδασκαλία των αρχαίων, εκτιμώ ότι και στις δύο περιπτώσεις είναι πολύ κακή ιδέα να κάνουμε απλώς το αντίθετο από αυτό που μας ζητά η άκρα δεξιά: μας αφήνει όχι μόνο να ετεροπροσδιοριζόμαστε, αλλά τελικά να εγκαταλείπουμε στα χέρια τους τους θησαυρούς του πολιτισμού που αγαπάμε.

Κατανοώ πλήρως την επιθυμία μιας μερίδας κλασσικών φιλολόγων να αναφωνήσουν προς τους κάθε λογής ρατσιστές ότι δεν θέλουμε τα κλασσικά γράμματα να ταυτιστούν στη συνείδηση των φοιτητών ή των ερασιτεχνών αρχαιολατρών με τις ρατσιστικές απόψεις ή με τον εθνικισμό. Όσο και αν το επιθυμώ όμως αυτό, αντιλαμβάνομαι επίσης ότι από την πλευρά της ακροδεξιάς αυτή είναι μία εντελώς εύλογη κίνηση: γνωρίζουμε καλά ότι υπάρχει μπόλικο υλικό στη μελέτη της κλασσικής αρχαιότητας που πολύ εύκολα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει την υποτίμηση των ξένων και των γυναικών. Δεν ξέρω αν μελετούν τα βιβλία της Edith Hall, υποψιάζομαι πως όχι, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι εύλογο ότι οι ρατσιστές θα ταυτίζονται με τις πιο αποκρουστικές όψεις της αρχαιότητας και θα ενθουσιάζονται εκεί που εμείς φρίττουμε. Θα είναι πάντως αναμενόμενο να θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις αναφορές.

Υπάρχει μία σκηνή στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», όπου υποχρεώνουν τον ήρωα να μελετήσει την Καινή Διαθήκη, ως μέρος της αναμόρφωσής του. Καθώς τη μελετά λοιπόν εκείνος φαντασιώνεται ότι είναι ο λεγεωνάριος που μαστιγώνει τον Ιησού. Έτσι είναι αυτά, από τους αναγνώστες της Αντιγόνης κάποιοι θα ταυτιστούν με την Αντιγόνη και κάποιοι με τον Κρέοντα. Κάποιοι θα ταυτίζονται με τον Ιησού και κάποιοι με τον λεγεωνάριο που τον μαστιγώνει. Αυτός είναι ένας ισχυρός λόγος για να αποφεύγουμε τις ηθικολογίες για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να διαβάζει κανείς προκειμένου να διαμορφώσει τις απόψεις που τυχαίνει να μας βρίσκουν σύμφωνους. Επίσης είναι ένας ισχυρός λόγος για να αποφύγουμε τις απλουστεύσεις για την ανθρωπιστική παιδεία και την κοινοτοπία που προκύπτει σαν επιχειρηματολογικό τικ στις συζητήσεις, ότι «είναι θέμα παιδείας».

Ο Θησέας στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» λέει πως κι αυτός μεγάλωσε στην εξορία, όπως ο Οιδίποδας, και πάλεψε ενάντια σε τρομερούς κινδύνους, λοιπόν δεν θα γύρναγε ποτέ την πλάτη του σε κάποιον που βρίσκεται σε παρόμοια θέση, γιατί συμμετέχει στην κοινή ανθρώπινη μοίρα, λοιπόν το αύριο δεν του ανήκει περισσότερο απ’ όσο ανήκει στον Οιδίποδα. Τυχαίνει να βρίσκω τους στίχους αυτούς συγκινητικούς. Όμως, αυτό οφείλεται στο ότι έτσι είναι εμένα η φτιαξιά και οι απόψεις μου. Δεν είναι ούτε η ουσία του κλασικού πολιτισμού ούτε η ουσία της τραγωδίας.

Κατά βάθος, παραμένει μπροστά μας ένας αυστηρά πολιτικός αγώνας, η προσπάθεια να προστατεύσουμε και να βοηθήσουμε όσο μπορούμε πρόσφυγες και μετανάστες, να πολεμήσουμε τον ρατσισμό και τον μισογυνισμό σε όλες τους τις εκφάνσεις και να πολεμήσουμε το πολιτικό τους υπόστρωμα, την ανισότητα. Αυτός είναι αγώνας κοινός με κάθε άνθρωπο που συμμερίζεται τις αγωνίες μας. Μαζί, να προτείνουμε μια εκδοχή της αρχαιότητας που ταιριάζει καλύτερα στο δικό μας κοσμοείδωλο. Δεν θα είναι η «αληθινή αρχαιότητα», θα είναι απλώς η δική μας. Μένει ως τότε να γράφουμε καλά βιβλία και να πολεμήσουμε με όλα τα πολιτικά μέσα που διαθέτουμε, και εις ό,τι αφορά το ειδικό θέμα μας, να μην αφήσουμε την άκρα δεξιά να προσδιορίζει την πορεία της συζήτησης, διότι αυτό σημαίνει ότι θα απαντούμε στις εμμονές τους, περιορίζοντας τον δικό μας ορίζοντα της ευαισθησίας και φαντασίας, και αυτό θα ήταν κρίμα.

Υ.Γ. Αυτό το άρθρο βασίζεται στην παρουσίαση που έκανα στο συνέδριο με θέμα τη Φιλολογία και τον πολιτικό εξτρεμισμό, στο Καίμπριτζ, στις 20 Μαΐου 2017.