Του Κωνσταντίνου Πουλή
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει το νομικό πλαίσιο για την ανάσχεση του φασισμού της Χρυσής Αυγής, με τον νόμο για την καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας. Μπορεί η απαγόρευση κόμματος να μην προβλέπεται από το Σύνταγμά μας, όπως δήλωσαν στα Νέα οι συνταγματολόγοι Μαντζούφας και Φουντεδάκη («Να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή;» 10/5/12), αλλά το νομικό πλαίσιο για τις εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας υπάρχει. Βεβαίως, με δεδομένο ότι αυτός ο νόμος ψηφιζόταν υπερηφάνως από τη βουλή την ίδια ώρα που το πολιτικό μας σύστημα είχε λυσσάξει εναντίον των απεργών πείνας της Υπατίας, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για παρεξηγήσεις. Μια νομική διάταξη δεν υφίσταται εκτός του πραγματικού πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο λαμβάνει σάρκα και οστά. Το ερώτημα που τίθεται ευλόγως είναι πού βρέθηκε ξαφνικά τόσος πόνος για τους μετανάστες, και πώς δεν έτυχε τίποτα από αυτά να μεταφραστεί σε κάποια πράξη πραγματικής υπεράσπισης των μεταναστών από το ΠΑΣΟΚ του Χρυσοχοΐδη και του Λοβέρδου. Το ευρωπαϊκό κείμενο στο οποίο βασίζεται ο νόμος (η θέσπισή του στοχεύει στη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας προς τη σχετική απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), μιλώντας για εκδηλώσεις ρατσισμού, αντισημιτισμού και ξενοφοβίας, θυμίζει πως το πρόβλημα θα είναι και πάλι να οριστεί πολιτικά το περιεχόμενο του νόμου. Ο Φώτης Τερζάκης, σε ένα διεξοδικό και καλογραμμένο κείμενο για το θέμα («Οι υποτροπές της εχθροπάθειας», περ. σημειώσεις, τ.74, Δεκ. 2011), αναφέρει πως ο νόμος προβλέπει ποινή για την αμφισβήτηση ή υποβάθμιση εγκλημάτων πολέμου και ρωτά: και ποια είναι αυτά τα εγκλήματα πολέμου που δεν δικαιούται να αμφισβητήσει κανείς; Είναι π.χ. το Βιετνάμ, το Ιράκ, το Αφγανιστάν; Και αν αύριο αποφασιστεί ότι τέτοιο είναι και η Κομμούνα του Παρισιού, θα ποινικοποιηθεί και η εγκωμιαστική αναφορά στην Κομμούνα; Η ρητή αναφορά στον αντισημιτισμό υπονοεί ότι στη σημερινή συνθήκη προέχει η υπεράσπιση των διωκόμενων Εβραίων; Πάντα θα υπάρχει ένα ζήτημα πολιτικής στάθμισης. Αν διαβάσει κανείς τα σχόλια που ακολούθησαν τη δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο νόμου κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στη σελίδα της βουλής, θα δει και εκφράσεις χαράς διότι, με την απαγόρευση αμφισβήτησης εγκλημάτων πολέμου, «η Ρεπούση δεν θα μπορεί πια να αμφισβητεί τη σφαγή της Σμύρνης»! Το άρθρο του Τερζάκη εξηγεί πως αυτό που εισάγει το εν λόγω νομοθέτημα είναι η θέσπιση των εγκλημάτων γνώμης, καθώς το καθεστώς θωρακίζεται με τα εργαλεία που θα του είναι χρήσιμα την κρίσιμη ώρα. Κανείς δεν διανοείται προς το παρόν να υπερασπιστεί τον Πλεύρη στο δικαστήριο, συνεχίζει ο αρθρογράφος, όταν δικάζεται για την άρνηση του ολοκαυτώματος με το βιβλίο «Οι Εβραίοι, όλη η αλήθεια». Όμως πολύ σύντομα μπορεί να μην πρόκειται για τον Πλεύρη.
Πιστεύω ωστόσο ότι η απάντηση στον φασισμό θα πρέπει να είναι και θεσμική, όχι μόνο κινηματική. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα, που να μην προϋποθέτει πως η δημοκρατία μας, αυτή και τέτοια που είναι, θα μπορεί κάπως να διακρίνει τα περιεχόμενα. Θυμίζω την ειρωνική φράση που είχε ειπωθεί εναντίον του Τρότσκι, πως «η εκτέλεση των ομήρων αποκτά μια εντελώς διαφορετική σημασία ανάλογα με το ποιος δίνει τη διαταγή: ο Στάλιν ή ο Τρότσκι». Όσο και αν η φράση αυτή είναι ειρωνική, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για τη βία που να μην τολμά να αντιμετωπίσει το ζήτημα πως θα πρέπει να διακρίνουμε περιεχόμενα. Στο επιχείρημα που λέει πως κάθε απαγόρευση ενάντια στους φασίστες προετοιμάζει μια μελλοντική απαγόρευση ενάντια στο ριζοσπαστικό κίνημα, θα πρέπει να μπορούμε να αντιτείνουμε πως είναι δυνατόν να καταδείξουμε τη διαφορά ανάμεσα στον αντισυστημικό λόγο του φασίστα και του ριζοσπάστη αριστερού. Όσο και αν σέβομαι τους ακτιβιστές αντιφασίστες που αναλαμβάνουν να σηκώσουν το βάρος να αναχαιτίσουν τη δράση των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής, αυτή η στάση είναι η ενδεδειγμένη πυρόσβεση την ώρα του μακελειού. Όμως μόνο την ώρα του μακελειού. Όταν περάσουμε στο «φασίστες, δεν σας περιμένουμε, σας ψάχνουμε» και οι φασίστες έχουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους, το πράγμα περιπλέκεται. Η απάντηση δεν μπορεί να σταματά στο «έρχονται κρεμάλες», την ώρα που ο φασισμός οργανώνεται σε μαζική κλίμακα. Ξέρουμε ότι η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στα εγκλήματα των φασιστών, στις εκλογές φάνηκε και το γιατί. Ωστόσο η ελπίδα για να μην κυκλοφορούμε όλοι με καδρόνια στο χέρι, είναι μαζί με τη μαζική αντίδραση στους νεοναζί της ΧΑ, να επιδιώξουμε και μια θεσμική απάντηση, ζητώντας από την δολίως αμέτοχη αστυνομία να κάνει τη δουλειά της και ενεργοποιώντας διατάξεις που προβλέπουν κυρώσεις σε βάρος νομικών προσώπων που εμπλέκονται σε αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, όπως ο «αποκλεισμός από δημόσιες παροχές». Εννοώ ότι η επιθυμία μου θα ήταν πριν τα καδρόνια, να επιδιώξουμε να αναστυλώσουμε τις άμυνες της διεφθαρμένης δημοκρατίας μας, απέναντι στον φασισμό.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει το νομικό πλαίσιο για την ανάσχεση του φασισμού της Χρυσής Αυγής, με τον νόμο για την καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας. Μπορεί η απαγόρευση κόμματος να μην προβλέπεται από το Σύνταγμά μας, όπως δήλωσαν στα Νέα οι συνταγματολόγοι Μαντζούφας και Φουντεδάκη («Να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή;» 10/5/12), αλλά το νομικό πλαίσιο για τις εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας υπάρχει. Βεβαίως, με δεδομένο ότι αυτός ο νόμος ψηφιζόταν υπερηφάνως από τη βουλή την ίδια ώρα που το πολιτικό μας σύστημα είχε λυσσάξει εναντίον των απεργών πείνας της Υπατίας, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για παρεξηγήσεις. Μια νομική διάταξη δεν υφίσταται εκτός του πραγματικού πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο λαμβάνει σάρκα και οστά. Το ερώτημα που τίθεται ευλόγως είναι πού βρέθηκε ξαφνικά τόσος πόνος για τους μετανάστες, και πώς δεν έτυχε τίποτα από αυτά να μεταφραστεί σε κάποια πράξη πραγματικής υπεράσπισης των μεταναστών από το ΠΑΣΟΚ του Χρυσοχοΐδη και του Λοβέρδου. Το ευρωπαϊκό κείμενο στο οποίο βασίζεται ο νόμος (η θέσπισή του στοχεύει στη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας προς τη σχετική απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης), μιλώντας για εκδηλώσεις ρατσισμού, αντισημιτισμού και ξενοφοβίας, θυμίζει πως το πρόβλημα θα είναι και πάλι να οριστεί πολιτικά το περιεχόμενο του νόμου. Ο Φώτης Τερζάκης, σε ένα διεξοδικό και καλογραμμένο κείμενο για το θέμα («Οι υποτροπές της εχθροπάθειας», περ. σημειώσεις, τ.74, Δεκ. 2011), αναφέρει πως ο νόμος προβλέπει ποινή για την αμφισβήτηση ή υποβάθμιση εγκλημάτων πολέμου και ρωτά: και ποια είναι αυτά τα εγκλήματα πολέμου που δεν δικαιούται να αμφισβητήσει κανείς; Είναι π.χ. το Βιετνάμ, το Ιράκ, το Αφγανιστάν; Και αν αύριο αποφασιστεί ότι τέτοιο είναι και η Κομμούνα του Παρισιού, θα ποινικοποιηθεί και η εγκωμιαστική αναφορά στην Κομμούνα; Η ρητή αναφορά στον αντισημιτισμό υπονοεί ότι στη σημερινή συνθήκη προέχει η υπεράσπιση των διωκόμενων Εβραίων; Πάντα θα υπάρχει ένα ζήτημα πολιτικής στάθμισης. Αν διαβάσει κανείς τα σχόλια που ακολούθησαν τη δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο νόμου κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στη σελίδα της βουλής, θα δει και εκφράσεις χαράς διότι, με την απαγόρευση αμφισβήτησης εγκλημάτων πολέμου, «η Ρεπούση δεν θα μπορεί πια να αμφισβητεί τη σφαγή της Σμύρνης»! Το άρθρο του Τερζάκη εξηγεί πως αυτό που εισάγει το εν λόγω νομοθέτημα είναι η θέσπιση των εγκλημάτων γνώμης, καθώς το καθεστώς θωρακίζεται με τα εργαλεία που θα του είναι χρήσιμα την κρίσιμη ώρα. Κανείς δεν διανοείται προς το παρόν να υπερασπιστεί τον Πλεύρη στο δικαστήριο, συνεχίζει ο αρθρογράφος, όταν δικάζεται για την άρνηση του ολοκαυτώματος με το βιβλίο «Οι Εβραίοι, όλη η αλήθεια». Όμως πολύ σύντομα μπορεί να μην πρόκειται για τον Πλεύρη.
Πιστεύω ωστόσο ότι η απάντηση στον φασισμό θα πρέπει να είναι και θεσμική, όχι μόνο κινηματική. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα, που να μην προϋποθέτει πως η δημοκρατία μας, αυτή και τέτοια που είναι, θα μπορεί κάπως να διακρίνει τα περιεχόμενα. Θυμίζω την ειρωνική φράση που είχε ειπωθεί εναντίον του Τρότσκι, πως «η εκτέλεση των ομήρων αποκτά μια εντελώς διαφορετική σημασία ανάλογα με το ποιος δίνει τη διαταγή: ο Στάλιν ή ο Τρότσκι». Όσο και αν η φράση αυτή είναι ειρωνική, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για τη βία που να μην τολμά να αντιμετωπίσει το ζήτημα πως θα πρέπει να διακρίνουμε περιεχόμενα. Στο επιχείρημα που λέει πως κάθε απαγόρευση ενάντια στους φασίστες προετοιμάζει μια μελλοντική απαγόρευση ενάντια στο ριζοσπαστικό κίνημα, θα πρέπει να μπορούμε να αντιτείνουμε πως είναι δυνατόν να καταδείξουμε τη διαφορά ανάμεσα στον αντισυστημικό λόγο του φασίστα και του ριζοσπάστη αριστερού. Όσο και αν σέβομαι τους ακτιβιστές αντιφασίστες που αναλαμβάνουν να σηκώσουν το βάρος να αναχαιτίσουν τη δράση των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής, αυτή η στάση είναι η ενδεδειγμένη πυρόσβεση την ώρα του μακελειού. Όμως μόνο την ώρα του μακελειού. Όταν περάσουμε στο «φασίστες, δεν σας περιμένουμε, σας ψάχνουμε» και οι φασίστες έχουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους, το πράγμα περιπλέκεται. Η απάντηση δεν μπορεί να σταματά στο «έρχονται κρεμάλες», την ώρα που ο φασισμός οργανώνεται σε μαζική κλίμακα. Ξέρουμε ότι η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στα εγκλήματα των φασιστών, στις εκλογές φάνηκε και το γιατί. Ωστόσο η ελπίδα για να μην κυκλοφορούμε όλοι με καδρόνια στο χέρι, είναι μαζί με τη μαζική αντίδραση στους νεοναζί της ΧΑ, να επιδιώξουμε και μια θεσμική απάντηση, ζητώντας από την δολίως αμέτοχη αστυνομία να κάνει τη δουλειά της και ενεργοποιώντας διατάξεις που προβλέπουν κυρώσεις σε βάρος νομικών προσώπων που εμπλέκονται σε αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας, όπως ο «αποκλεισμός από δημόσιες παροχές». Εννοώ ότι η επιθυμία μου θα ήταν πριν τα καδρόνια, να επιδιώξουμε να αναστυλώσουμε τις άμυνες της διεφθαρμένης δημοκρατίας μας, απέναντι στον φασισμό.