
Το ερώτημα που καλούμαστε να διερευνήσουμε – «Υπάρχει προοπτική επανάληψης των φαινομένων του Μεσοπολέμου;» – είναι πράγματι σημαντικό, και θέλω να ξεκινήσω αναφέροντας τον γνωστό σε όλες και όλους μύθο του Αισώπου περί του «Ψεύτη Βοσκού»: για το νεαρό που, για να διασκεδάσει την πλήξη του, σκέφτηκε να φωνάξει «Λύκος!» ενώ λύκος δεν υπήρχε. Οι χωρικοί που τον άκουσαν έτρεξαν βέβαια να τον βοηθήσουν, αλλά διαπίστωσαν ότι έλεγε ψέματα. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές, ώσπου μια μέρα λύκος πράγματι εμφανίστηκε. Όταν όμως ξαναφώναξε ο βοσκός δεν πήγε κανείς, κι έτσι ο λύκος εύκολα κατέστρεψε το κοπάδι.
του Σεραφείμ Σεφεριάδη
Επικαλούμαι αυτόν το μύθο ξεκινώντας, διότι νομίζω απηχεί και τη βασική επιδίωξη της συζήτησης που κάνουμε. Είναι γνωστό ότι η ακροδεξιά ανεβαίνει, κι αυτό εύλογα προκαλεί συνειρμούς μεσοπολεμικού φασισμού. Είναι όμως αυτή η ενδυνάμωση κάτι όπως ο μεσοπολεμικός φασισμός; Ποιες οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές και, βέβαια, πώς απαντάμε (που είναι και το κυριότερο –διότι τη συζήτηση γι’ αυτό την κάνουμε, για να μας δώσει συμπεράσματα παρέμβασης και δράσης).
Να πω κάτι, καταρχάς, για το νόημα της παραβολής που, παρότι προφανές, καθόλου δεν βλάπτει να επισημανθεί ρητά. Είναι διττό: συνίσταται
- αφενός στο γεγονός ότι αν εξοικειωθούμε να αποκαλούμε κάθε αντιδραστική πολιτική κατάσταση, κάθε αντιδραστικό πολιτικό καθεστώς «φασισμό» (και τονίζω ότι αναφέρομαι σε καθεστώς, και όχι σε ιδεολογικές θέσεις), τότε η απαραίτητη εγρήγορσή μας ενάντια στον πραγματικό φασισμό θα τείνει κι αυτή να φθίνει (ακριβώς όπως και η αντίδραση των χωρικών στο κάλεσμα του βοσκού όταν είπε κάποτε την αλήθεια),
και
- αφετέρου στο ότι οι εσφαλμένες εκτιμήσεις προδιαθέτουν και για λανθασμένες συμπεριφορές, όπως η προώθηση της λογικής του μικρότερου κακού (όπου «μικρότερο κακό» ήταν στο Μεσοπόλεμο οι φιλελεύθεροι, και σήμερα είναι το ακραίο Κέντρο: οι δυνάμεις δηλαδή που με τις πολιτικές τους εκθρέφουν και ενισχύουν την αντίδραση).
Στην προέκταση όλων αυτών, έχει λοιπόν σημασία να ορίσουμε με ακρίβεια το φαινόμενο, να οριοθετήσουμε τον φασισμό εντός της ευρύτερης κατηγορίας των αντιδραστικών πολιτικών καθεστώτων.
Σε ό,τι ακολουθεί θα επιχειρήσω τρία πράγματα: θα αναφερθώ καταρχάς στο μείζον φαινόμενο της αντιδραστικής πολιτικής –αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ακροδεξιά– με στόχο την ανάδειξη των αιτιών που το προκαλούν –κάτι που, γενικά μιλώντας, ισχύει τόσο για το Μεσοπόλεμο όσο και για το σήμερα (Ι). Θα σταθώ στη συνέχεια στα ειδικά χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων (στις ειδοποιούς τους διαφορές όπως λέμε στη Λογική), στον ορισμό που οφείλουμε να έχουμε κατά νου –και που, αν δεν τον έχουμε, η τάση θα είναι, όπως οι χωρικοί του μύθου, και να σκεφτόμαστε, αλλά και να πράττουμε λάθος (ΙΙ). Και θα τελειώσω, προσπαθώντας τα αναδείξω αυτό που, όπως ήδη ανέφερα, έχει τη μεγαλύτερη σημασία: τα συμπεράσματα για τα τωρινά μας καθήκοντα (ΙΙΙ).
Ι
Δεν είμαστε βέβαια οι μόνοι που συζητούμε για την άνοδο της αντιδραστικής πολιτικής και της ακροδεξιάς. Είναι από τα αγαπημένα θέματα των εν γένει δημοσιολογούντων, όμως συχνά –αν όχι κατά κανόνα– από τις περισσότερες συζητήσεις όλων αυτών των επιφανών και μη λείπει η ουσία. Είναι, δηλαδή, αναλύσεις που παγιδεύονται σε μιαν ανώδυνη περιγραφικότητα, χωρίς να αναδεικνύουν τις αιτίες του φαινομένου, λες και δεν έχουμε την εμπειρία του Μεσοπολέμου, λες και δεν ξέρουμε σε τι πραγματικά στοχεύει η αντιδραστική πολιτική στις πολλές –είναι αλήθεια– μορφές που παίρνει. Όλες λοιπόν αυτές οι περισπούδαστες αναλύσεις που μιλούν για την Ακροδεξιά και δείχνουν να ανησυχούν, αλλά δε μας λένε ποτέ ούτε τι πραγματικά φταίει ούτε και τι πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, όχι μόνο λύσεις δεν προσφέρουν, είναι κομμάτι του προβλήματος και μάλιστα οργανικό!
Θέλω λοιπόν εν τάχει να αναφερθώ στη βασική καταβολή, στην πηγή του προβλήματος που είναι μεν γνωστή (διότι ίσχυε απαρέγκλιτα και στο Μεσοπόλεμο), αν όμως δεν την αναδείξουμε, κινδυνεύουμε μέσα στην πολυπραγμοσύνη μας να τη χάσουμε. Η ακροδεξιά και η φασιστική οπτική λοιπόν δεν αναδύονται (όπως συχνά λέγεται) λόγω της μετανάστευσης, ή λόγω του αντιεμβολιαστικού λόγου, ή λόγω κάποιων ειδικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών που έχουν οι κοινωνίες, αλλά εξαιτίας της αξεπέραστης συστημικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού· μιας κρίσης που ολοένα μετασχηματίζεται, αλλά όχι μόνο δεν επιλύεται, αλλά και δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί χωρίς ρήξη, χωρίς συστημική υπέρβαση.
Σε τέτοιες περιστάσεις (στις μέρες μας όπως και στο Μεσοπόλεμο), καθώς η απελπισία και η οργή των ανθρώπων εντείνονται, όλο και μεγαλύτερες μερίδες του πληθυσμού αναζητούν εναγώνια διέξοδο από τις επιπτώσεις των πολιτικών της ανασφάλειας, της φτωχοποίησης και του ζόφου. Συνεπικουρούμενη από το συντακτικό σκέψης που διαχέουν τα ΜΜΕ και οι πολιτικές του ακραίου Κέντρου, τέτοια διέξοδο διατείνεται ότι προσφέρει η αντιδραστική πολιτική και η ακροδεξιά. Και πρέπει σε κάθε τόνο, με όσο πιο δυνατή φωνή έχουμε, όχι μόνο να διακηρύσσουμε αλλά και να τεκμηριώνουμε πώς και γιατί αυτή η δήθεν αντι-συστημική επαγγελία είναι ψευδής: πως η ακροδεξιά, όχι μόνο αντι-συστημική δεν είναι αλλά, το ακριβώς αντίθετο, είναι μια δύναμη βαθιά και απόλυτα συστημική που κανενός είδους λύση στα λαϊκά προβλήματα δεν επιδιώκει, αλλά –λειτουργώντας ως κυματοθραύστης της λαϊκής αγανάκτησης– στοχεύει στην αυταρχική εξισορρόπηση του συστήματος.
Προκύπτει όμως εδώ ένα κομβικό ερώτημα: καλά, όλα αυτά δεν τα καταλαβαίνει ο κόσμος; Πώς και αποδέχεται την ακροδεξιά ως διέξοδο στα προβλήματά του; Μήπως λοιπόν πράγματι έχουμε αυτήν την διαβόητη συντηρητικοποίηση (ή, ακόμα χειρότερα, τον εκφασισμό) των μαζών όπως έχει υποστηριχθεί;
Όπως μόλις έλεγα, Κράτος, παρατρεχάμενοι δημοσιολογούντες, και χειραγωγούμενα ΜΜΕ, συστηματικά εξοικειώνουν τον κόσμο με τις ακροδεξιές αναλυτικές κατηγορίες. Όμως για εξηγήσουμε την ακροδεξιά άνοδο (τόσο στο Μεσοπόλεμο όσο και σήμερα), πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και μια διάσταση, εξόχως πολιτική που διόλου δεν έχει να κάνει με τα λαϊκά στρώματα και την κοινωνία, αλλά με την πολιτική ανεπάρκεια της θεσμικής, της κατ’ όνομα όπως λέω Αριστεράς που έχει πάψει να οραματίζεται –συνεπώς και να προτείνει– έναν άλλο κόσμο πέρα από τον καπιταλισμό, να προτείνει δηλαδή τη δική της απελευθερωτική οδό διαφυγής από τις φρίκες του παρόντος.
Αντιθέτως, αυτή η κατ’ όνομα αυτή Αριστερά είτε έχει ολότελα υποστείλει το όραμα της κοινωνικής ιδιοκτησίας των βασικών μέσων παραγωγής και του έλλογου σχεδιασμού τους, είτε το έχει μεταθέσει σε ένα απροσδιόριστο μέλλον χωρίς σύνδεση και επαφή με το παρόν. Δεν είναι έτσι διόλου υπερβολή να πούμε ότι, σε τελική ανάλυση, για την άνοδο της ακροδεξιάς σήμερα και του φασισμού στο Μεσοπόλεμο ευθύνονται οι ανεπάρκειες της Αριστεράς.
Και καθώς αναφέρομαι σε αιτίες, επιτρέψτε μου να επικαλεστώ την αναλογία που έκανε ένας μεγάλος ιστορικός του 20ού αιώνα (ο Robin George Collingwood) αναφορικά με το ποιος είναι κάθε φορά ο κρίσιμος αιτιώδης παράγοντας ενός φαινομένου από επιστημονική οπτική (από την οπτική δηλαδή του ενεργού δρώντα). Υποστήριζε λοιπόν ο Collinwood ότι αν αφήσουμε ένα σώμα να πέσει, κρίσιμος αιτιώδης παράγοντας δεν είναι ο νόμος της βαρύτητας (που ισχύει ό,τι κι αν εμείς κάνουμε), αλλά το ότι το αφήσαμε από το χέρι μας!
Τέτοιος αιτιωδώς κρίσιμος είναι και ο ρόλος της ανεπαρκούς Αριστεράς των ημερών μας, τέτοιος ήταν και στο Μεσοπόλεμο. Αυτή η ανεπαρκής Αριστερά είναι το χέρι που αφήνει τη συστημική κρίση (το νόμο της βαρύτητας) να προκαλέσει την πτώση των κοινωνιών (δηλαδή την άνοδο της αντιδραστικής ακροδεξιάς και στο Μεσοπόλεμο του φασισμού).
Αλλά πρέπει να πάω στο βασικό ερώτημα της συζήτησης: Υπάρχει προοπτική επανάληψης των φαινομένων του Μεσοπολέμου;
ΙΙ
Κανείς βέβαια δε μπορεί να μαντέψει το μέλλον. Αυτό όμως που μπορούμε –αλλά και μας επιβάλλεται– να κάνουμε είναι να ξεκαθαρίσουμε την ορολογία μας: όπως και πριν έλεγα, να οριοθετήσουμε το φασισμό εντός του αντιδραστικού πολιτικού σύμπαντος. Διότι ενώ ο φασισμός είναι μορφή αντιδραστικής πολιτικής, δεν είναι όλες οι αντιδραστικές πολιτικές φασισμός.
Ο φασισμός ως καθεστώς –που, και πάλι να επαναλάβω πρέπει να διαχωρίζεται από τις ιδεολογικές θέσεις (διότι καθόλου δεν αποκλείεται ιδεολογικοί φασίστες να βρίσκονται και σε υπουργικά έδρανα)– προϋποθέτει μια σειρά πράγματα. Προϋποθέτει
ένα μαζικό αντι-κίνημα (σκεφτείτε τα Ναζιστικά Τάγματα Εφόδου, που λίγο πριν τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών του 1934 είχαν 2 εκατομμύρια μέλη),
το οποίο
- με κοινωνική βάση απελπισμένους μικροαστούς, αλλά και λούμπεν εργατικά στρώματα,
- χρηματοδοτείται από το μεγάλο κεφάλαιο
- με στόχο την ολοκληρωτική –κι όταν λέω «ολοκληρωτική» εννοώ πραγματικά ολοκληρωτική– συντριβή των εργατικών οργανώσεων στο πλαίσιο ενός συναφώς ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Έχουμε λοιπόν εδώ δυο βασικούς παράγοντες (τη διαθεσιμότητα της κοινωνικής εφεδρείας και τον πανικό του μεγάλου κεφαλαίου που επιλέγει να στηρίξει το φασιστικό εγχείρημα) που, ενώ υπήρχαν στο Μεσοπόλεμο, σήμερα δεν υφίστανται.
Ως προς το πρώτο (την μη ύπαρξη ευρείας κοινωνικής διαθεσιμότητας για τον φασισμό), αναλογιστείτε το γενικό χαρακτήρα που πήραν οι πρόσφατες κινητοποιήσεις «οξυγόνο» –όπου η τάση ήταν σαφώς προς τα αριστερά, με όλα βέβαια τα κενά και τις αμφιβολίες, που όμως δεν εξηγούνται από κάποια δήθεν οντολογική αντιδραστικότητα της κοινωνίας αλλά από τη γενικευμένη ανεπάρκεια της πολιτικής Αριστεράς που έλεγα πριν.
Και ως προς τον δεύτερο παράγοντα (τον πανικό των κυρίαρχων που τους κάνει να προσφεύγουν στη στήριξη του φασισμού), πρέπει καταρχάς να θυμηθούμε τις περιστάσεις τους μετά το επαναστατικό κύμα που ακολούθησε την Οκτωβριανή επανάσταση. Πανικός βέβαια, και κατασταλτική προδιάθεση υπάρχουν και σήμερα (το είδαμε, το ξέρουμε). Όσο όμως και αν οι κινητοποιήσεις πανικόβαλαν τις συστημικές δυνάμεις, φανταστείτε το τεράστιο ρίσκο που θα ενείχε από την πλευρά τους η επιλογή μιας κατά μέτωπον επίθεσης. Και σκεφτείτε επ’ αυτού την εμπειρία από το τις δράσεις του αντιφασιστικού κινήματος μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα: το γεγονός ότι υποχρέωσαν το Κράτος να συλλάβει την ηγεσία της Χρυσής Αυγής (και πάλι με όλα τα όρια που αυτό έχει –ότι δηλαδή δεν συνεπάγεται και την πλήρη εξάλειψη του κινδύνου).
Τούτων όλων δοθέντων, η απάντηση λοιπόν είναι όχι! Παρότι ιδεολογικοί φασίστες ασφαλώς υπάρχουν (και πρέπει πάντα να τους αντιμετωπίζουμε –ακριβώς με τους τρόπους που τόσα χρόνια κάνει ο υποδειγματικός Αντιφασιστικός Συντονισμός που διοργανώνει τη συζήτησή μας), σήμερα δεν έχουμε φασισμό όπως στο Μεσοπόλεμο –και ο βασικός λόγος, για να το πω ρητά, είναι διττός:
- είναι πρώτα απ’ όλα τα ταξικά ισοζύγια (το γεγονός ότι, με όλες τις ήττες που έχει τελευταία υποστεί, η εργατική τάξη έχει και οργανώσεις και κοινωνική υπόσταση),
- είναι όμως και ότι τα πάλαι ποτέ μεσοαστικά στρώματα –στο βαθμό που δεν έχουν ήδη προλεταριοποιηθεί– δεν εμπνέονται από την προοπτική της ολομέτωπης σύγκρουσης με τον κόσμο της εργασίας.
Έχοντάς το πει όμως, πρέπει αμέσως να προσθέσω ότι, αφενός, αυτό δεν αλλάζει το ζόφο της ακροδεξιάς ανόδου και, αφετέρου, ότι η μη πιθανότητα φασισμού που ισχύει σήμερα, μπορεί να αλλάξει αύριο αν η αφλογιστία της Αριστεράς συνεχίσει να οδηγεί το εργατικό κίνημα σε ήττες. Διότι, όπως έχει υποστηριχθεί ήδη από το Μεσοπόλεμο, αν η επανάσταση είναι η προοπτική της ελπίδας (που έλκει τα μεσαία στρώματα), τότε ο φασισμός, ως μαζικό αντι-κίνημα, είναι το κόμμα της αντεπαναστατικής απελπισίας. Αυτό βέβαια παραπέμπει και στα καθήκοντα του παρόντος χρόνου –τις προϋποθέσεις που υπάρχουν ώστε να μην κυριαρχήσει η αντεπαναστατική απελπισία.
Πριν όμως από αυτό (με το οποίο και θα ολοκληρώσω την τοποθέτησή μου) μια σύντομη κουβέντα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τείνει να κυριαρχεί η άποψη ότι, σε αντίθεση με ό,τι υποστήριξα, ο φασισμός είτε είναι προ των πυλών, είτε –ακόμα χειρότερα– έχει ήδη φτάσει. Είναι μια δύσκολη ερμηνεία, όμως νομίζω ότι υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι, ένας πολιτικά ανιδιοτελής, ένας λιγότερο ανιδιοτελής, και ένας απόλυτα υποβολιμαίος.
Ο πρώτος δεν είναι άλλος από την –κατά βάση αγνή– πρόθεση της έντονης ανάδειξης και του καυτηριασμού των κινδύνων που ενέχει η αντιδραστική πολιτική. Όμως, πρώτον, με το να αποκαλούμε κάθε αντιδραστική πολιτική κατάσταση «φασισμό» δεν την αντιμετωπίζουμε και, δεύτερον, δημιουργούμε μιαν ακούσια αποκαρδίωση: αφού έχουμε ήδη φασισμό –θέλουμε-δε θέλουμε– προκαλείται η σκέψη ότι έχουμε ήδη ηττηθεί· κι αυτό βαραίνει στη συνείδηση και την αποδυναμώνει.
Ο δεύτερος λόγος είναι λίγο πιο γκρίζος: λέγοντας, δηλαδή, πως έχουμε ήδη φασισμό, αποδίδουμε τις ευθύνες για την εξέλιξη στην κοινωνία –κάτι που τείνει να λειτουργεί απαλλακτικά για την ανεπαρκή Αριστερά, δίνοντας την εντύπωση πως το πρόβλημα είναι κοινωνικό: ότι δεν φταίει η Αριστερά που δεν δίνει διέξοδο, αλλά η κοινωνία που ρέπει οντολογικά προς το φασισμό. Είναι ο δρόμος για να μην συζητήσουμε ποτέ πολιτικά, είναι η οπτική της πολιτικής απάθειας.
Υπάρχει τέλος και η οπτική του ακραίου κέντρου, η οπτική των Αμερικάνων Δημοκρατών, των Μακρόν και των σοσιαλδημοκρατών –που διατείνονται ότι οι φαινομενικοί τους αντίπαλοι θα εγκαθιδρύσουν φασισμό, μόνο και μόνο για να συντηρήσουν το πλοίο τους που ολοένα και βυθίζεται, και να αποτρέψουν την ανάδυση μιας πραγματικής Αριστεράς.
Οι τρεις στάσεις είναι διαφορετικές, είναι όμως όλες λάθος –και πρέπει να τις αποφύγουμε. Αυτό με πάει στα καταλυτικά μου σχόλια.
ΙΙΙ
Θα ξέρετε ίσως πως η πρώτη διασταλτική ερμηνεία του φασισμού ήρθε από τη σταλινοποιημένη Κομιντέρν το διάστημα 1928-1934, στα χρόνια της ούτω αποκαλούμενης Τρίτης Περιόδου ή του «σοσιαλφασισμού». Ήταν μια άκρως σεχταριστική πολιτική σύμφωνα με την οποία όποιος δεν ήταν Σταλινικός θεωρούνταν από τα Κομμουνιστικά Κόμματα φασίστας –και αυτός ήταν ο κύριος παράγοντας που, πράγματι αποδιοργανώνοντας και συγχύζοντας το Μεσοπολεμικό εργατικό κίνημα, οδήγησε στη σχετικά εύκολη άνοδο του φασισμού, την επικράτηση ακριβώς της αντεπαναστατικής απελπισίας. Είναι ένα πρώτο, κρίσιμο συμπέρασμα και για το σήμερα που, αν δεν το εμπεδώσουμε, ο κίνδυνος του πραγματικού φασισμού μπορεί να επέλθει μετά από μια σειρά ήττες του εργατικού κινήματος. Όχι λοιπόν στο σεχταρισμό!
Όμως η απάντηση δεν ήταν –ούτε στο Μεσοπόλεμο, ούτε βέβαια (κατά μείζονα λόγο) και σήμερα– αυτή που έδωσε η Κομμουνιστική Διεθνής το 1934 με την υιοθέτηση των Λαϊκών Μετώπων, σύμφωνα με τα οποία όποιος δεν ήταν φασίστας ήταν και «προοδευτικός». Αυτή η λογική του ταξικού συνεργατισμού ήταν που αποτελείωσε ό,τι είχε αφήσει όρθιο ο προηγούμενος σεχταρισμός –κι αυτό είναι το δεύτερο βασικό συμπέρασμα που πρέπει να κρατήσουμε για τους σημερινούς αγώνες:
- καμιά εμπιστοσύνη στο Κράτος και το ακραίο κέντρο
- καμιά εμπιστοσύνη και στην κατ’ όνομα Αριστερά (νέα ή παλιά) που αρνείται να ξεκόψει με τη λογική του ταξικού συνεργατισμού, τη λογική δηλαδή που ευθύνεται για την επανεμφάνιση της αντιδραστικής πολιτικής.
Η απάντηση είναι το Ενιαίο Μέτωπο δυνάμεων και οργανώσεων που, με όλες τις διαφορές που μπορεί να έχουν, πρέπει να συνεργαστούν στο μεγάλο στόχο της δημιουργίας μιας πραγματικής Αριστεράς που, μέσα από μεταβατικές δράσεις, θα προωθεί το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση. Αυτή είναι και η μόνη πραγματικά ρεαλιστική απάντηση στους σημερινούς κινδύνους, εκεί πρέπει να στρέψουμε όλες μας τις δυνάμεις για να μην έχουμε μια μεταμοντέρνα αναβίωση του Μεσοπολέμου.
*Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/), μέλος της ΠΓ της Ενωτικής Πρωτοβουλίας ΜέΡΑ25
Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 23 Μαρτίου 2025 στην Τεχνόπολις Γκάζι του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο του διημέρου «Αντιφασιστική Συνάντηση AntifaCon 2025» που διοργάνωσε ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Αθήνας-Πειραιά.