Με πρακτικές που θυμίζουν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η Γερμανία προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νομικό προηγούμενο μέσω του οποίου θα ανοίξει διάπλατος ο δρόμος για την ποινικοποίηση της οποιασδήποτε αριστερής και προοδευτικής αντίστασης λαμβάνει χώρα εντός των γερμανικών κρατιδίων. Τα τελευταία δύο χρόνια ο προοδευτικός κόσμος της Γερμανίας έχει συγκλονιστεί με την πολύκροτη υπόθεση «Antifa Ost» που διεξάγεται στο κρατίδιο της Σαξονίας, όπου η 28χρονη αντιφασίστρια φοιτήτρια Lina E. και άλλοι τρεις ακροαριστεροί σύντροφοί της κατηγορούνται για συμπλοκές, επιθέσεις και ξυλοδαρμούς εναντίον μελών νεοναζιστικών και ακροδεξιών οργανώσεων, κάτι που αποτελεί και την αρχική αιτία σύλληψης των εν λόγω ατόμων.
Πρόσφατα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Δρέσδης, έπειτα από εκατό δικάσιμες ημέρες, και δύο έτη που η Lina E. βρίσκεται μέσα στη φυλακή από την ημέρα της σύλληψής της, εξέδωσε την τελική ετυμηγορία για τους τέσσερις κατηγορούμενους, με το κεντρικό πρόσωπο πάνω στο οποίο στήθηκε όλη η υπόθεση, τη Lina E., να καταδικάζεται σε πέντε έτη και τρεις μήνες κάθειρξης, ενώ οι ποινές στους υπόλοιπους κατηγορούμενους κυμαίνονται από τρία με δύο έτη κάθειρξης. Ο βασικός άξονας, όμως, της συγκεκριμένης απόφασης αποτελεί το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για «σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση», κάτι που αποτελεί πρωτόγνωρη δικαστική απόφαση στα σύγχρονα νομικά χρονικά στη Γερμανία για τέτοιου είδους αδικήματα, και κυρίως, για μια υποτιθέμενη «οργάνωση» που ποτέ δεν αυτοαποκαλέστηκε με αυτό τον όρο.
Ταυτόχρονα, η γερμανική αστυνομία έχει εξαπολύσει μια τεράστια επίθεση εναντίον τόσο των αλληλέγγυων που συσπειρώθηκαν γύρω από τη Lina E. και τους συντρόφους της, όσο και γενικότερα σε οργανωμένα μέλη αριστερών και αναρχικών συλλογικοτήτων, ενώ ένα κύμα συκοφάντησης από τον γερμανικό Τύπο έχει σηκωθεί εναντίον και των μελών του αριστερού κόμματος Die Linke που συμμετείχαν στις εκδηλώσεις αλληλεγγύης υπέρ των φυλακισμένων αντιφασιστών.
Την ίδια στιγμή οι νεοναζιστικές οργανώσεις διαδηλώνουν ελεύθερες στους δρόμους, μέλη ακροδεξιών οργανώσεων σπανίως διώκονται από την αστυνομία, ενώ το εθνικιστικό-ακροδεξιό -και συγκαλυμμένα φασιστικό- κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) κατέλαβε τη δεύτερη θέση μαζί με το SPD στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις για την πρόθεση ψήφου στις επικείμενες γερμανικές εκλογές.
Έχοντας παρακολουθήσει τη δικαστική πορεία της υπόθεσης Antifa-Ost, όπως και τις πολιτικές ενέργειες και συζητήσεις που εκφράστηκαν στους προοδευτικούς πολιτικούς χώρους της Λειψίας, θα προσπαθήσουμε παρακάτω να κάνουμε μια αναλυτική περιγραφή της υπόθεσης και να παρουσιάσουμε τα βασικά στοιχεία που τη συναρθρώνουν σε συνδυασμό με το γενικότερο πολιτικό κλίμα που επικρατεί στη Γερμανία αυτή τη στιγμή.
Το χρονικό της υπόθεσης «Antifa-Ost»
Στις 5 Νοεμβρίου 2020, η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία βάσει εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από τον ανακριτή του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου στις 4 Νοεμβρίου 2020, συνέλαβε τη Γερμανίδα υπήκοο Lina E. στο διαμέρισμά της στη Λειψία ως βασική ύποπτη για συμμετοχή σε υποτιθέμενη ακροαριστερή εγκληματική οργάνωση, ενώ προέβη σε συλλήψεις και άλλων δύο ατόμων με την ίδια κατηγορία. H Lina E. συνελήφθη από αστυνομικούς του Γραφείου Κρατικής Εγκληματολογικής Αστυνομίας της Σαξονίας (Landeskriminalamtes Sachsen-LKA), και συγκεκριμένα από τη σχετικά καινούρια αστυνομική μονάδα Soko-LinΧ η οποία συστάθηκε από τις γερμανικές αρχές για την καταπολέμηση της ακροαριστερής βίας.
Στο ένταλμα σύλληψης εναντίον της Lina E. και των συντρόφων της πρωτοστατεί το Άρθρο 129 του γερμανικού ποινικού κώδικα περί «Σύστασης Εγκληματικών Οργανώσεων», το οποίο αποτελεί τον αντίστοιχο αντί-τρομοκρατικό νόμο της Γερμανίας. Επιπλέον κατηγορείται για πρόκληση επικίνδυνης σωματικής βλάβης (Άρθρο 223, παράγραφος 1, Άρθρο 224, παράγραφος 1, αριθ. 2 και αριθ. 4 του Ποινικού Κώδικα), για ιδιαίτερα σοβαρή διατάραξη της ειρήνης (άρθρο 125, παράγραφος 1, αριθ. 1, άρθρο 125α του Ποινικού Κώδικα), για ληστεία (Άρθρο 252), για κλοπή (Άρθρο 242 παρ. 1), φθορά περιουσίας (Άρθρο 303) και πλαστογραφία εγγράφων (Άρθρο 267 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα), και αντίστοιχες κατηγορίες αναφέρονται και στα εντάλματα συλλήψεως των υπολοίπων. Η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης αποτελεί και τη νομικά βαρύτερη κατηγορία, όπως και την καθοριστική βάση για τη διεξαγωγή ολόκληρης τη δίκης. Αυτό συμβαίνει διότι ορισμένες από τις άλλες κατηγορίες δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν ή να διωχθούν χωρίς προκαταρκτική έρευνα βάσει του τρομονόμου §129.
-Το ένταλμα σύλληψης ανέφερε ουσιαστικά τα ακόλουθα γεγονότα:
«Η Lina E. εντάχθηκε σε αριστερή εξτρεμιστική οργάνωση στη Λειψία το αργότερο τον Σεπτέμβριο του 2019. Καθοριστικός παράγοντας για την ίδρυση της εν λόγω ομάδας ήταν η μαχητική αριστερή εξτρεμιστική ιδεολογία που μοιράζονται όλα τα μέλη, η οποία περιλαμβάνει την απόρριψη του υφιστάμενου δημοκρατικού πολιτεύματος, του θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και του μονοπωλίου του κράτους στη χρήση βίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ένωση πραγματοποιούσε επιθέσεις εναντίον προσώπων που, κατά την άποψη της ένωσης, ανήκαν στη “δεξιά σκηνή”.
Από την αρχή της συμμετοχής της, η Λίνα Ε. κατείχε εξέχουσα θέση στην ομάδα. Μεταξύ άλλων, ανέλαβε την ενορχήστρωση των επιθέσεων, προετοίμαζε την εκτέλεσή τους και διέθετε το αυτοκίνητό της ως μέσο διαφυγής».
-Η Lina E. και το «κατώφλι της τρομοκρατίας»
Από τη σύλληψή της τον Νοέμβριο του 2020, η Γερμανία γοητεύτηκε από τη φωτογραφία μιας εικοσιπεντάχρονης ψηλής γυναίκας με θολό πρόσωπο να βγαίνει από ένα ελικόπτερο της αστυνομίας. Χωρίς προηγούμενο ποινικό μητρώο, η μεταπτυχιακή φοιτήτρια από το Κάσελ, γνωστή ως «Lina E.» κατηγορείται ότι δημιούργησε ένα μαχητικό αυτονομιστικό πυρήνα μέσα όπου τα μέλη του κατασκόπευαν και έστηναν βίαιες ενέδρες σε μέλη της ακροδεξιάς σκηνής -κοινώς, των νεοναζί- της Γερμανίας, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό 13 ατόμων σε ορισμένες περιπτώσεις. Για την ακρίβεια, οι εισαγγελικές αρχές ανέφεραν ότι η ομάδα βρίσκεται «στο κατώφλι της τρομοκρατίας».
Το γεγονός ότι η ομάδα της στόχευε τεκμηριωμένα μέλη της ακροδεξιάς, σε συνδυασμό με τον ευρύτερο πόλεμο που έχουν κηρύξει οι γερμανικές αρχές στα εξωκοινοβουλευτικά αριστερά πολιτικά κινήματα τα τελευταία χρόνια, έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο κύμα υποστήριξης για τη Lina E. και τους συγκατηγορούμενούς της από τη Γερμανική αριστερά.
Από τη στιγμή της σύλληψής της Lina E. και των υπολοίπων -στη συνέχεια η αστυνομία προέβη σε περισσότερες συλλήψεις ατόμων που υποτίθεται ότι σχετίζονται με την υπόθεση-, ο γερμανικός Τύπος έχει υφάνει έναν αδιανόητο ιστό προπαγάνδας και παραπληροφόρησης ώστε να ενισχύσει τις γερμανικές αρχές στην προσπάθειά τους να παρουσιαστεί μεθοδικά η υπόθεση των Antifa-Ost ως μια τρομοκρατική οργάνωση που έχει σκοπό να πλήξει τη γερμανική κοινωνία. Τα γερμανικά συστημικά ΜΜΕ, αλλά και τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά μέσα παγκοσμίως ανέπτυξαν τη στρατηγική της παρομοίωσης της Lina E. και της υποτιθέμενης ομάδας της με την πολιτική δράση της ακροαριστερής ομάδας των Μπάαντερ-Μάινχοφ, Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF), που έδρασαν στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970. Πρόκειται για μια αδιανόητα παραπλανητική σύγκριση από τη στιγμή που η RAF υπήρξε εισηγήτρια της ένοπλης πάλης και του αντάρτικου πόλης, μεταξύ άλλων δράσεων, είχε καταστατικό και καθορισμένα μέλη, ενώ πάντα λάμβανε την ευθύνη για οποιαδήποτε ενέργεια ενορχηστρωνόταν από τα μέλη της, στέλνοντας ανακοινώσεις στα ΜΜΕ και την αστυνομία. Με άλλα λόγια, η RAF υπήρξε μια ομάδα που οποιαδήποτε δράση της γινόταν επώνυμα, ενώ οι πολιτικές της και οι προθέσεις της απέναντι στο σύστημα ήταν γνωστές από ένα πλήθος κειμένων που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Αυτό δεν συνέβη σε καμία περίπτωση για τη Lina E. και την «ομάδα» της, για την οποία κανένας δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα εκτός από τις συμπλοκές που είχε με μέλη νεοναζιστικών οργανώσεων.
Τα Νεοναζί θύματα των επιθέσεων
τα περισσότερα ΜΜΕ αποκρύπτεται συστηματικά το πολιτικό υπόβαθρο των θυμάτων, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι γίνονταν επιθέσεις εναντίων απλών πολιτών και άρα να δικαιολογείται η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης στο κοινωνικό συνειδητό. Όμως τα θύματα των επιθέσεων είναι νεοναζί με δράση ετών, ενώ το ανταγωνιστικό κίνημα στη Γερμανία αφήνει αιχμές ότι και η ίδια η αστυνομία γνωρίζει τόσο τη δράση των συγκεκριμένων θυμάτων, όσο και την πολιτική τους τοποθέτηση.
Παρακάτω αναγράφονται όλα τα θύματα που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς στη δίκη, για τις επιθέσεις εναντίον τους κατηγορούνται οι αντιφασίστες.
Άιζεναχ:
- Leon “Antidemokrat” Ringl
- Ιδιοκτήτης της ναζιστικής παμπ «Bull’s Eye». Η παμπ χρησίμευσε ως μακροχρόνιος χώρος συνάντησης και δικτύωσης για τους Ναζί από τη Θουριγγία. Διοργάνωνε συναυλίες σε συνεργασία με τη νεοναζιστική αδελφότητα «Hammerskins».
- Προσπάθησε να δημιουργήσει ένα γερμανικό παράρτημα της δεξιάς τρομοκρατικής «Μεραρχίας Ατομικών Όπλων» (ΗΠΑ). Ήταν σε επαφή με φασίστες της Εθνικής Δράσης (Μ. Βρετανία) και του φασιστικού τάγματος Αζόφ (Ουκρανία).
- Βοήθησε στη δημιουργία του “Knockout 51“. Αυτή η μικρή μαχητική ομάδα είναι υπεύθυνη για έναν μεγάλο αριθμό επιθέσεων. Είναι δικτυωμένοι σε εθνικό επίπεδο, μεταξύ άλλων με τις νεοναζιστικές αδελφότητες «Hammerskins» και «Turonen» και τη συμμορία τραμπούκων «Jungsturm Erfurt».
- Πρώην μέλος της «Εθνικής Ανάπτυξης Eisenach», της «Bürgerwehr Untersuhl, Gerstungen und Umgebung» και της «Αντικαπιταλιστικής Συλλογικότητας».
- Ενεργός υποστηρικτής του NPD Προσέφερε την παμπ του “Bull’s Eye” για κομματικούς σκοπούς και διατήρησε επαφή με τον αρχηγό του NPD Patrick Wieschke. Φέρεται να είχε επαφή μεταξύ άλλων και με το NSU.
- Maximilian Andreas
- Μέλος της οργάνωσης “Knockout 51“
- Στενές σχέσεις με τον νεοναζί Kevin Noeske από το Άιζεναχ και με την οργάνωση «Jungsturm Erfurt».
- Πρώην μέλος της «Εθνικής Ανάπτυξης Eisenach» και της «Bürgerwehr Untersuhl, Gerstungen und Umgebung».
- Συμμετοχή σε φασιστικές εκδηλώσεις πολεμικών τεχνών, συμπεριλαμβανομένου και του “Tiwaz”.
- Nils Ackermann
- Στενές επαφές με τον νεοναζί Kevin Noeske.
- Πρώην μέλος της «Εθνικής Ανάπτυξης Eisenach» και τακτικός συμμετέχων σε ναζιστικές πορείες.
- Robert Schwaab
- Μέλος της οργάνωσης «Knockout 51».
- Πρώην μέλος της «Εθνικής Ανάπτυξης Eisenach».
Λειψία-Wurzen:
- Enrico Böhm
- Διαχειρίζεται νεοναζιστικές επιχειρήσεις ταχυδρομικών παραγγελιών όπως το «Der Schelm» και το «Lokis Truhe». Επί 4 χρόνια η αστυνομία δεν μπορούσε να τον εντοπίσει, ενώ ένας δημοσιογράφος της NDR τον εντόπισε μέσα σε μερικές μέρες, μάλιστα την ώρα που παρέδιδε δέματα σε κατάστημα courier στην Λειψία.
- Πριν την διαγραφή του από το κόμμα του NPD, εργάστηκε ως περιφερειάρχης του NPD στη Λειψία. Είναι βαθιά συνδεδεμένος με την ναζιστική σκηνή της Λειψίας.
- Βρέθηκε δύο φορές στο δικαστήριο για υποκίνηση μίσους και οκτώ φορές για βίαια εγκλήματα που συμπεριλαμβάνουν επίθεση σε αντιφασίστα.
- Ήταν/είναι ακτιβιστής του “Junge Nationaldemokraten”, που αποτελεί την οργάνωση νεολαίας του NPD.
- Συμμετείχε στην επίθεση στο Connewitzστις 11 Ιανουαρίου 2016.
- Συμμετείχε στην επίθεση στο κτίριο του «Δικτύου για τον Δημοκρατικό Πολιτισμό» στο Wurzen στις 3 Αυγούστου 2019.
- Συνδεδεμένος με την δεξιά σκηνή των πολεμικών τεχνών. Πρώην μέλος της “Imperium Fight Teams” και μελος του “Bushido Gym”.
- Συμμετείχε στην επίθεση στο Connewitz.
- Επαφές με δεξιούς αστυνομικούς που υποθάλπουν νεοναζί.
- Νομικός υπάλληλος στο επαρχιακό δικαστήριο του Chemnitz.
- Lucas Wolfgang Zahner
- Τακτικός συμμετέχων σε νεοναζιστικές πορείες στη Δρέσδη.
- Μέλος του “Junge Nationaldemokraten”.
- Σε βάρος του γίναν έρευνες για ναζιστικά γκράφιτι στον σιδηροδρομικό σταθμό του Wurtzen
- Ben Heller
- Μέλοςτων “Jungen Nationalisten Sachsen”. Όπως και οι Cedric Scholz, Lucas Zahner και Benjamin Schwelnus, ο Χέλερ συμμετείχε στην επίθεση στο κτίριο του “Δικτύου για τον Δημοκρατικό Πολιτισμό” στο Wurzen στις 3 Αυγούστου 2019.
- Συμμετείχε σε νεοναζιστικές πορείες:
- 1 Μαΐου 2021 σε διαδήλωση του JN στο Βερολίνο.
- 2 Απριλίου 2021 στο Corona Walk στο Grimma, με πουλόβερ που γράφει «National Socialist Action».
- 24 Ιουλίου 2020 σε συγκέντρωση με θέμα «III. Way» μεπουκάμισο «Weg III»: «German Socialism»
- 15 Φεβρουαρίου 2020, σε μια από τις μεγαλύτερες νεοναζιστικές εκδηλώσεις, τη λεγόμενη «νεκρική πορεία» στη Δρέσδη.
Ακροδεξιά vs Ακροαριστερή βία
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ομοσπονδιακής αστυνομίας (ΒΚΑ), οι αριθμοί των εγκλημάτων που μπόρεσαν να συνδεθούν με ακροαριστερά κίνητρα έχουν μειωθεί. Η ΒΚΑ αναφέρει συνολική μείωση 31%, όπου τα κύρια εγκλήματα ήταν η γλώσσα μίσους και φθορές περιουσίας, ενώ ο καταγεγραμμένος αριθμός επιθέσεων έπεσε κάτω από 9% για την περίοδο 2021-2022 (απο 438 επιθεσεις σε 399). Όμως στην αντίπερα όχθη φαίνεται να ισχύει το αντίθετο. Η ΒΚΑ αναφέρει συνολική αύξηση 16% από το 2022 για τα ακροδεξιά εγκλήματα (από 869 σε 1013).
Η διαφορά που δεν αναφέρει η DW στο παρπάνω άρθρο της είναι ότι η ακροδεξιά βία στο σύνολο της κατευθύνεται προς ανθρώπους και μάλιστα προς πρόσφυγες, δημοσιογράφους και γενικά προς ότι δεν ανήκει στην ιδεολογία τους.
Για να γίνει αντιληπτή η γιγάντια διαφορά ανάμεσα στην υποτιθέμενη θεωρία των δύο άκρων που μετά μανίας προσπαθεί να επιβάλλει η Γερμανία ώστε να εξισωθούν οι δολοφονικές επιθέσεις των Γερμανών νεοναζί με τα περιστατικά βίας και τις συμπλοκές του αριστερού και ανταγωνιστικού κινήματος, θα φέρουμε κάποια σχετικά πρόσφατα παραδείγματα. Το 2019 ο δεξιός εξτρεμιστής Stephen Ernst πλησίασε το μέλος του κυβερνώντος κόμματος Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Γερμανίας και πρόεδρο της περιφέρειας του Κάσελ, Walter Lübcke, και τον πυροβόλησε στο κεφάλι με ένα παράνομο ειδικό περίστροφο Rossi .38. Ο Lübcke πέθανε στα μπροστινά σκαλιά του σπιτιού του. Αργότερα την ίδια χρονιά, ένας ακροδεξιός τρομοκράτης πυροβόλησε και σκότωσε έναν περαστικό που βρέθηκε μπροστά του, την ώρα που ο ίδιος προσπαθούσε να επιτεθεί σε μια συναγωγή με εκρηκτικά και αυτοσχέδια πυροβόλα όπλα στην πόλη Χάλε. Αν και η επίθεσή του στη Συναγωγή τελικά απέτυχε, ο νεοναζί τρομοκράτης, εκτός από τον περαστικό, σκότωσε και έναν Τούρκο που δούλευε σε ένα κατάστημα με κεμπάπ και στη συνέχεια αντάλλαξε πυροβολισμούς με τις αστυνομικές δυνάμεις πριν συλληφθεί από αυτές λίγο αργότερα.
(Περισσότερες πληροφορίες για τις δραστηριότητες της ακροδεξιάς στην περιοχή της Σαξονίας μπορείτε να δείτε στο παρατηρητήριο ακροδεξιάς βίας chronik.LE.)
Η «Soko-LinX»
Σημαντικό ρόλο στην δίκη εναντίων των αντιφασιστών έπαιξε η ειδική αστυνομική μονάδα «Soko-LinX», όπου το LinX παραπέμπει στο «Links eXtremismus» (ακροαριστερά). Είναι μια ειδική ομάδα ερευνητών που ανήκουν στην Κρατική Εγκληματολογική Αστυνομία (Landeskriminalamt -LKA) της Σαξονίας, η οποία ερευνά για λογαριασμό του Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα.
Η Soko-LinX ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 2019 κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των δημοτικών εκλογών στην Λειψία από τον Υπουργό δικαιοσύνης Sebastian Gemkow (CDU-Χριστιανοδημοκράτες) και τον Υπουργό εσωτερικών Roland Wöller. Η κίνηση αυτή αποτελούσε έναν πολιτικό ελιγμό σε μια προσπάθεια να κλέψουν ακροδεξιές ψήφους από το αμιγώς ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) που φαίνεται να ενισχύει τα ποσοστά του με γοργούς και σταθερούς ρυθμούς. Χαρακτηριστικά, στις εκλογές του 2019 είχε αύξηση 8.5% ενώ στις ευρωεκλογές βγήκε δεύτερο με ποσοστό 25.2% (1.4% πίσω από το CDU), συνεπώς ήταν επιτακτική ανάγκη για το CDU να φανεί ως το κόμμα της τάξης και της ασφάλειας στα μάτια του ακροδεξιού ψηφοφόρου.
Πολλά ερωτηματικά προκαλεί η σχέση αυτής της αστυνομικής μονάδας με την τοπική ακροδεξιά σκηνή, με επιπτώσεις και στην έκβαση της δίκης.
Το 2018, 17 αστυνομικοί που υπάγονται στο σώμα LKA της Σαξονίας, έκλεψαν 7.000 σφαίρες και πήγαν σε πεδίο βολής (shooting range) που είχε στενές σχέσεις με την ακροδεξιά οργάνωση Nordkreutz. Εικάζεται ότι θα έδιναν τις σφαίρες στην ακροδεξιά οργάνωση καθώς είχε δραστηριότητες με όπλα. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα εάν αυτοί οι αστυνομικοί ήταν μέρος της μονάδας παρακολούθησης της Lina E. και των υπολοίπων κατηγορούμενων.
Πληροφορίες για έρευνες σπιτιών στην περιοχή του Κόνεβιτς, υπό την αιγίδα της Soko-LinX, διέρρεαν μέσα σε λίγες ώρες σε ακροδεξιά site όπως αυτό του Compact.
Το 2021, τοπικό περιοδικό της Λειψίας αποκαλύπτει βαθύτερες σχέσεις συνεργασίας της Soko-LinX με την τοπική ακροδεξιά σκηνή. Το ακροδεξιό περιοδικό Compact είχε δικαστική διαμάχη με έναν αριστερό βουλευτή της Λειψίας και ο Enrico Böhm (ένα από τα «θύματα» της Lina E. και των υπολοίπων αντιφασιστών) ζήτησε από την LKA Sachsen να του επιβεβαιώσουν κάποιες πληροφορίες που είχε σε βάρος του βουλευτή. Η συναλλαγή όμως ήταν αμοιβαία καθώς τον Οκτώβριο του 2018, συνεργάτιδα του Böhm κατέθεσε μια 14-σέλιδη έκθεση που περιείχε ονόματα, προσωπικές περιγραφές και φωτογραφίες από άτομα που δραστηριοποιούνταν στην αντιφασιστική σκηνή στην Λειψία. O Kerstin Köditz, βουλευτής της Σαξονίας, δήλωσε τότε: «απολύτως ανησυχητική ιδέα ότι το Γραφείο Εγκληματικής Αστυνομίας του Κράτους βασίζει τις έρευνές του σε αμφίβολο υλικό από νεοναζιστικούς κύκλους».
Το υλικό αυτό φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί στην υπόθεση των Antifa–Ost και της Lina E.
Εφόσον η σύσταση της Soko-LinX είχε πολιτικά κίνητρα, όσο ο καιρός περνούσε οι πολιτικοί προϊστάμενοι της έπρεπε να ανακοινώσουν κάποια νίκη, μια σύλληψη που να δικαιολογεί την ύπαρξή και την χρηματοδότησή της. Αυτό οδήγησε σε πολλές «επιτυχίες» της μονάδας, μία εξ αυτών είναι η σύλληψη δύο νεαρών στην Δρέσδη, μετά από εμπρηστική επίθεση εναντίων κατασκευαστικής εταιρείας της οποίας ο ιδιοκτήτης έχει κάνει δωρεές μεγάλα ποσά προς το AfD. Οι δύο νεαροί στοχοποιήθηκαν λόγω αναρτήσεων τους στο Facebook και ένας αστυνομικός σκύλος μύρισε ίχνος από τον τόπο του εμπρησμού έξω από το σπίτι των νεαρών. Οι κατηγορίες ήταν αβάσιμες και το μόνο αποτέλεσμα ήταν οι νεαροί να περάσουν αρκετές εβδομάδες στη φυλακή.
Ο συνήγορος υπεράσπισης των νεαρων σχολίασε: “Η Soko-LinX και ο Υπουργός Εσωτερικών Wöller ήθελαν μια επιτυχία […]. Αλλά τα στοιχεία ήταν αβάσιμα από την αρχή, τώρα όλα καταρρέουν»”.
Οι ενέργειες της Soko-LinX έχουν σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Ενώ η δεξιά βία ανάγεται συστηματικά σε μεμονωμένα περιστατικά, δίνοντας έμφαση στον δράστη και πάντα αποπολιτικοποιώντας τις επιθέσεις, αντίθετα όταν πρόκειται για τον αντιφασισμό αναζητούν δομή και δίκτυα, ποινικοποιώντας ολόκληρα κοινωνικά περιβάλλοντα. Για παράδειγμα, στη δικογραφία των Antifa-Ost, το φοιητικό σπίτι της Lina E. στη Λειψία χαρακτηρίζεται ως «γιάφκα».
Η Δίκη
Το γεγονός και μόνο ότι η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου αποτελεί σαφή πολιτική επιλογή των γερμανικών αρχών. Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι Antifa-Ost θα μπορούσαν να είχαν δικαστεί σε ένα κανονικό περιφερειακό δικαστήριο. Η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία είναι υπεύθυνη για τις βαρύτερες κατηγορίες: εσχάτη προδοσία, προδοσία κατά του κράτους και για την περίπτωση τρομοκρατικών οργανώσεων ή τρομοκρατικών οργανώσεων στο εξωτερικό ή ποινικών αδικημάτων βάσει του Διεθνούς Ποινικού Κώδικα. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί επίσης να αναλάβει τη δίωξη άλλων ποινικών αδικημάτων που σχετίζονται με την κρατική ασφάλεια. Αυτό περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την προετοιμασία μιας σοβαρής πράξης βίας που είναι επικίνδυνη για το κράτος ή τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης υπό τον νόμο §129.
Οι γερμανικές αρχές πάτησαν πάνω στον -προσφάτως ανανεωμένο- τρομονόμο ώστε να δικάσουν την υπόθεση στο ανώτατο περιφερειακό δικαστήριο. Το γεγονός αυτό τους επέτρεψε να εφαρμόσουν μεθόδους που κανονικά δεν θα είχαν πρόσβαση, όπως η παρακολούθηση συνομιλιών, σπιτιών και αυτοκινήτων.
Ταυτόχρονα, η μεταφορά της διαδικασίας σε ομοσπονδιακό επίπεδο είχε ως αποτέλεσμα να είναι υπεύθυνη για την έκδοση απόφασης η Σύγκλητος Προστασίας του Κράτους του Ανώτατου Περιφερειακού Δικαστηρίου της Δρέσδης. Αυτό, με τη σειρά του, επηρέασε άμεσα την πορεία της δίκης, για παράδειγμα μέσω της αρμοδιότητας πέντε επαγγελματιών δικαστών αντί της συμμετοχής ανεξάρτητων λαϊκών δικαστών (όπως συνηθίζεται στο τοπικό ή περιφερειακό δικαστήριο).
Η Lina E. είναι η μόνη κατηγορούμενη που βρίσκεται προφυλακισμένη στο Κέμνιτς από την ημέρα της σύλληψής της στις 5 Νοεμβρίου 2020, δηλαδή βρίσκεται υπό κράτηση για πάνω από δύο χρόνια. Αν και προηγουμένως είχε συμμορφωθεί με όλους τους όρους που της είχαν επιβληθεί, αυτή, σε αντίθεση με τους άλλους κατηγορούμενους, κρατείται. Επισήμως, η προφυλάκιση δικαιολογήθηκε, μεταξύ άλλων, από την αναμενόμενη διάρκεια της ποινής φυλάκισης. H ομοσπονδιακή εισαγγελία προσπαθεί να παρουσιάσει τη Lina E. ως αρχηγό, διοικητή και ηγετική φυσιογνωμία της οργάνωσης, κάτι που πρόκειται για ένα σκόπιμο στρατηγικό μέσο για να υποδηλώσει την ύπαρξη τέτοιας οργάνωσης. Με τις αλλαγές που έγιναν στον τρομονόμο §129 το 2017, μια σταθερή ιεραρχική δομή δεν είναι πλέον απαραίτητη για μια δίωξη βάσει της νομοθεσίας, αν και δεν υπήρχε κανένα άμεσο αποδεικτικό στοιχείο που να αποδίδει στη Lina E. έναν τέτοιο ηγετικό ρόλο στην ομάδα.
Χρησιμοποιώντας τον νόμο §129, περί σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, η πολιτεία είχε πρόσβαση σε παρακολουθήσεις των επικοινωνιών των κατηγορουμένων. Στις 2 από τις 3 υποκλαπείσες επικοινωνίες, ο εισαγγελέας ήθελε να είχε ακούσει ότι οι δύο κατηγορούμενοι Jannis R. και ο Phillip M. ήταν μπλεγμένοι στην επίθεση κατά της ναζιστικής παμπ “Bull’s eye” του Ringl το 2019 στο Eisenach. Όμως η υπεράσπιση κατάφερε να προσκομίσει άλλοθι και για τους δύο, αποκλείοντας κάθε ανάμειξη με την επίθεση. Η τρίτη επικοινωνία που αποτελεί και ένα από τα κύρια στοιχεία ενοχής της Lina E. αφορά τη συμμετοχή της σε επίθεση εναντίον εργάτη αποχετεύσεων στη Λειψία. Ο σύντροφος της Lina E., Johann G., ακούγεται να λέει πως «Ένας εργάτης αποχέτευσης ξυλοκοπήθηκε στην Bornaische Straße μπροστά από το Zorro» και λίγο αργότερα «Αυτοί ήμασταν εμείς».
Το πρόβλημα που προκύπτει είναι, ποιοι είναι αυτοί οι «εμείς»; Η πολιτεία υπέθετε με σιγουριά πως σε οποιαδήποτε πράξη αναφερόταν ο Johann G. θα έπρεπε να είναι μπλεγμένη και η Lina E., όμως μέχρι στιγμής αδιάσειστα στοιχεία που να στοιχειοθετούν συμμετοχή της Lina E. στην επίθεση, και πόσο μάλλον ότι αποτελεί τον εγκέφαλο της εγκληματικής οργάνωσης, απουσιάζουν.
Ένας λόγος για αυτήν την εμμονή της πολιτείας έρχεται από τις καταθέσεις ενός μάρτυρα-κλειδιού στην υπόθεση, του Johannes Domhöver, ο οποίος δήλωσε ότι ο Johann G. και η Lina E. έπρατταν τα πάντα μαζί σε μια ημί-συμβιωτική σχέση. Κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς ο Johann G. έλειπε για αρκετούς μήνες στην Ταϊλάνδη.
Όσο προχωρούσε η υπόθεση, συμπαγή στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης απουσίαζαν μέχρι που τον Φεβρουάριο του 2021 όταν η LKA Σαξονίας πέτυχε το λαχείο που περίμενε. Ο Domhöver ήταν ένας από τους 4 κατηγορούμενους, κατηγορούνταν για την επίθεση εναντίον του Ringl για βαριά σωματική βλάβη και φθορά περιουσίας, όπως και για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Κατά την διάρκεια των ερευνών της αστυνομίας, βρέθηκε ένα email από το 2017 με κατηγορίες για βιασμό από την πρώην σύντροφο του. Άμεσα σχηματίστηκε δικογραφία χωρίς την γνώση του θύματος, το οποίο και καλέσανε ως μάρτυρα στη δίκη. Μετά την γνωστοποίηση των κατηγοριών για βιασμό εναντίων του Domhöver, το κίνημα αλληλεγγύης αποστασιοποιήθηκε από αυτόν. Ο Domhöver απάντησε στη στάση του κινήματος επιλέγοντας να γίνει ο κύριος μάρτυρας (ρουφιάνος) στη δίκη της Antifa-Ost. Με την κίνηση αυτή, είδε τις κατηγορίες βιασμού και σύστασης εγκληματικής οργάνωσης να εξαφανίζονται και καταδικάστηκε μόνο σε 1 χρόνο και 6 μήνες με αναστολή για βαριά σωματική βλάβη από το δικαστήριο του Meiningen.
Ο Domhöver είναι πλέον στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
Οι καταθέσεις που έδωσε στον ανακριτή ο Domhöver αποτελούνται από γενικολογίες και εικασίες, αλλά επειδή έπρεπε να κερδίσει την θέση του στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, άλλαζε συνεχώς τις καταθέσεις του προσθέτοντας υποτιθέμενα νέα στοιχεία. Για παράδειγμα, σε μια κατάθεσή του ο Domhöver δήλωσε πως η Lina E. και η ομάδα της «εκπαιδεύονταν ειδικά για την εξόντωση νεοναζί», δήλωση που όμως γρήγορα αναγκάστηκε να ανακαλέσει και να πει ότι εν τέλει «[…]ασκούνταν στις πολεμικές τέχνες».
Εάν οι αρχές δεν ήθελαν εσκεμμένα να κατασκευάσουν εξολοκλήρου μια υπόθεση ώστε να χτυπήσουν το αντιφασιστικό κίνημα, θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Lina E. ήταν αρχηγός ή διοικητής εγκληματικής οργάνωσης. Μέχρι και η ομοσπονδιακή εισαγγελέας Geilhorn είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι: «Δεν μπορούσες να βρεις κανένα καταστατικό, κανένα βιβλίο μετρητών ή ομαδική συνομιλία».
Όμως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από το 2017 για να στοιχειοθετηθεί η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης με την χρήση του §129, δεν χρειάζεται η απόδειξη ιεραρχικής δομής για μια ομάδα. Ως εκ τούτου, η ομοσπονδιακή εισαγγελία αρκέστηκε στα «κοινά πολιτικά αισθήματα» και στις αμφιλεγόμενες δηλώσεις του Domhöver.
Οι κατηγορίες και οι ποινές
Η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία απήγγειλε κατηγορίες ενάντια στους τέσσερις κατηγορούμενους για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, έξι επιθέσεις σε νεοναζί και ύποπτους νεοναζί, επικίνδυνη σωματική βλάβη, παραβίαση της ειρήνης, φθορά περιουσίας και κλοπή/ληστεία. Η Lina E. αθωώθηκε για τις επιθέσεις στον Enrico B. και τον Cedric S. Ωστόσο, το Ανώτερο Περιφερειακό Δικαστήριο της Δρέσδης τους έκρινε ενόχους τόσο για τις επιθέσεις σε νεοναζί στο Άιζεναχ, όσο και για την επίθεση σε έναν εργάτη αποχετεύσεων στη Λειψία. Το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο επιδίκασε επίσης τη συνενοχή της Lina E. σε επίθεση εναντίον νεοναζί στο Wurzen.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο της Δρέσδης επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε ετών και τριών μηνών στην 28χρονη Lina E. ενώ στους συγκατηγορούμενούς της επιβλήθηκαν ελαφρώς μικρότερες ποινές φυλάκισης μεταξύ δύο και τριών ετών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Εισαγγελία είχε προτείνει για την Λίνα Ε. οκταετή κάθειρξη, ενώ η βασική γραμμή της υπεράσπισης υποστήριζε ότι πρόκειται για «πολιτική δίκη».
Το χρονικό των γεγονότων στη Λειψία
Την ημέρα της καταδίκης της υπόθεσης Antifa-Ost, η πόλη της Λειψίας θύμιζε συνέδριο αστυνομικών, σε όποια κατεύθυνση και να κοιτούσε κανείς θα έβλεπε τουλάχιστον 2-3 μεταγωγικά σταθμευμένα. Στο κέντρο η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη, 20 μεταγωγικά σε κάθε πλευρά του κέντρου. Αστυνομικοί από όλη την Γερμανία (12 κρατίδια) μετακινήθηκαν προς την Λειψία για να αντιμετωπίσουν τους αλληλέγγυους. Η ζώνη ελέγχου στην Λειψία ενεργοποιήθηκε από τις 18:00 της Παρασκευής (2 Ιουνίου), όπου η αστυνομία μπορούσε να σταματήσει οποιονδήποτε για εξακρίβωση στοιχείων χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος.
Η πορεία με όνομα «Ημέρα Χ: Ενωμένοι στεκόμαστε – υπερασπιστείτε τον αυτόνομο αντιφασισμό» κρίθηκε παράνομη από το δικαστήριο, λόγω φόβων μη ειρηνικής διαδήλωσης, αλλά παρά την απαγόρευση ο κόσμος συγκεντρώθηκε στο κέντρο της Λειψίας για να διαδηλώσει. Η αστυνομία επιτέθηκε στην πορεία για να την διαλύσει με αποτέλεσμα η πορεία να σπάσει στα δύο. Το ένα κομμάτι κατευθύνθηκε προς την περιοχή του Κόνεβιτς, ενώ οι υπόλοιποι παγιδεύτηκαν από την αστυνομία που σχημάτισε ασφυκτικό κλοιό γύρω από περίπου 1000 διαδηλωτές. Η πολιορκία των διαδηλωτών έληξε στις 5:00 τα χαράματα όπου όλοι έπρεπε να παρέχουν τις προσωπικές πληροφορίες τους στην αστυνομία, ενώ τους αφαιρέθηκαν και τα κινητά τηλέφωνα. Από τους 1000 πολιορκημένους, περίπου 50 άτομα οδηγήθηκαν σε κρατητήρια, από τους οποίους 30 κρατήθηκαν μέχρι το πρωί της Δευτέρας. Οι κατηγορίες που τους απαγγέλθηκαν ήταν με τρόπο τυχαίο, οι κύριες κατηγορίες ήταν αυτή της βαριάς σωματικής βλάβης, αντίσταση κατά της αρχής και διατάραξη της ειρήνης.
Το βράδυ της επόμενης μέρας, κόσμος μαζεύτηκε στην περιοχή του Κόνεβιτς και έπιναν μπύρες στα σοκάκια της περιοχής, κάτι σύνηθες. Η παρουσία της αστυνομίας πυροδότησε τον θυμό του κόσμου με αποτέλεσμα να στηθούν οδοφράγματα. Ο απολογισμός ήταν 23 ελαφρώς τραυματισμένοι αστυνομικοί, 17 κατεστραμμένα οχήματα και ένα κατεστραμμένο κατάστημα της Sparkasse Bank.
Η κλιμάκωση της αστυνομικής βίας έχει στόχο την καταστολή κάθε είδους κοινωνικής και πολιτικής αντίστασης. Λίγες μέρες πριν από τα γεγονότα στην Λειψία, η αστυνομία πραγματοποίησε επιδρομές κατά ηγετικών μελών της οργάνωσης «Last Generation» σε όλη την Γερμανία. Έκλεισαν την ιστοσελίδα τους και μπλόκαραν τους λογαριασμούς τους, παρόλο που πρόκειται για μια μη βίαιη οργάνωση που δραστηριοποιείται με τον περιβαλλοντικό ακτιβισμό.
Η υπέρμετρη βία που ασκεί το γερμανικό κράτος σε πορείες της αριστεράς και ειδικά στις αντιφασιστικές, είναι σε αντιδιαστολή με τις πορείες των νεοναζί που διαδηλώνουν ελεύθεροι, με ελάχιστη αστυνομική παρουσία στα συλλαλητήριά τους. Οι αύρες και τα άλογα είναι το σημείο εκκίνησης για την αστυνομία όταν πρόκειται για αντιφασιστική πορεία. Αντίστοιχα σε μεγάλες πορείες φασιστών όπως αυτή της «Νεκρικής πορείας» στην Δρέσδη, η παρουσία της αστυνομίας ήταν πενιχρή. Σε συνδυασμό με τη διείσδυση των νεοναζί στους κόλπους της αστυνομίας, έχουμε ένα κράτος που κυνηγάει την αριστερά και υποθάλπτει τους ναζιστές.
Ο γερμανικός λαός στρέφεται προς την ακροδεξιά
Σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις για τις επόμενες γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές η ακροδεξιά παράταξη της AfD φαίνεται να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση μαζί με το σοσιαλδημοκρατικό SPD στα 19%. Η βάση στην οποία χτίζεται η ναζιστική ρητορική του AfD είναι κυρίως οι μετανάστες και οι πράσινες πολιτικές που ακολουθεί η Γερμανία.
Σαν αντίδραση στο Pride Month της LGBTQ κοινότητας, η γερμανική δεξιά αποφάσισε να γιορτάσει τον δικό της μήνα υπερηφάνειας, όχι όμως της σεξουαλικής της ταυτότητας αλλά της εθνικότητας. Το λεγόμενο «Stolz Monat» είναι ένα καινούργιο φρούτο με μεγάλη απήχηση στον γερμανικό κόσμο.
Αυτή η πολιτική μετατόπιση προς την άκρα δεξιά δεν αποτελεί, βέβαια, χαρακτηριστικό μόνο της Γερμανίας, αλλά διαρθρώνει μια γενικευμένη δραματική ροπή της γηραιάς ηπείρου προς τον ακροδεξιό πολιτικό λόγο, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις εγκολπώνεται και μέσα στον κυρίαρχο λόγο των δεξιών κυβερνητικών κομμάτων, όπως για παράδειγμα στην «Αναγέννηση» του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία, με το αμιγώς ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν να έχει λάβει και εκεί τη δεύτερη θέση. Σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Σουηδία, ακροδεξιά μορφώματα έχουν ήδη λάβει τα ηνία της εξουσίας και εντός της προστατευτικής ομπρέλας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αρχίσει σταδιακά να θέτουν σε λειτουργία ορισμένες απάνθρωπες στρατηγικές εναντίον των προσφύγων, των μεταναστών, των μειονοτήτων, αλλά και εναντίον αριστερών και αναρχικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων.
Η χρήση, όμως, της δικαστικής εξουσίας ως εργαλείο τρομοκρατίας και σταδιακού αφανισμού οποιασδήποτε πολιτικής αντίστασης του αριστερού και ανταγωνιστικού κινήματος εναντίον του φασισμού και του νεοναζισμού αποτελεί μια καινούρια τακτική της ευρωπαϊκής αστικής τάξης η οποία συμπορεύεται ακραιφνώς και ανερυθρίαστα με τα ακροδεξιά πολιτικά μορφώματα, με τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στη δίκη των Antifa-Ost να αποτελούν το προοίμιο της επανάληψης μιας πολύ σκοτεινής πλευράς της νεότερης γερμανικής ιστορίας. Ο κίνδυνος που αναδύεται για τον δημοκρατικό ευρωπαϊκό κόσμο είναι το κατά πόσο οι πρακτικές που εφαρμόζει αυτή τη στιγμή το Γερμανικό κράτος θα εφαρμοστούν σταδιακά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις έχουν ήδη αρχίσει να δείχνουν τα δόντια τους στα κινήματα που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια.
*Η Μίκα Αγραφιώτου είναι δημοσιογράφος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ.
**Ο Σταμάτης Βρετινάρης είναι αρθρογράφος, υποψήφιος διδάκτορας αστροφυσικής στο πανεπιστήμιο του Ναϊμέχεν της Ολλανδίας και μόνιμος κάτοικος Λειψίας.