Όταν ξέσπασε το θέμα με την αλλαγή ονομασίας του σταθμού μετρό του Ευαγγελισμού σε «Παύλος Μπακογιάννης», διεφάνη μια ιδιαίτερα λεπτή ισορροπία στις δύο πλευρές της Οικογένειας Μητσοτάκη – αυτήν, της Ντόρας, που είχε φύγει και από τη ΝΔ για να δημιουργήσει άλλο κόμμα, και εκείνη του σημερινού πρωθυπουργού που δεν άφησε ποτέ την «πατρική εστία”.
Μετά τη γενική κατακραυγή, η οικογένεια Μπακογιάννη (spin off της οικογένειας Μητσοτάκη), προσπάθησε να παρουσιάσει την πρόταση ως αυτόνομη κίνηση της «Αττικό Μετρό», για να την «αδειάσει» ο Ν. Ταχιάος, με τις ευλογίες, όπως ακούστηκε, του πρωθυπουργού: και ήξεραν, και ενέκριναν, και αναλάμβαναν μέρος του κόστους της τελετής αλλαγής ονομασίας. Αυτό το τελευταίο ήταν το “ενα το κρατούμενο” που με έβαλε σε σκέψεις.
Λίγες μέρες μετά, παρέα με τις διαφημίσεις του Τζόκερ, εμφανίστηκε στον Τύπο η αναγγελία της προβολής μιας παραγωγής του «Ιδρύματος Μητσοτάκη». Με τίτλο «Ορεινές Συμφωνίες», η ταινία διαφημίζεται ως «Μια ταινία για τον άνθρωπο πίσω από τον πολιτικό, που με τις απόψεις, τις επιλογές και κυρίως τη στάση του αγαπήθηκε, αλλά και αμφισβητήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο σύγχρονο πολιτικό στη χώρα μας». Κι εδώ γίναν δύο τα κρατούμενα.
Την επιλογή της λέξης «αμφισβητήθηκε» (αντί του όντως αντιθέτου του «αγαπήθηκε») δεν θα την σχολιάσω. Όταν προσπαθείς να αλλάξεις μια δημόσια εικόνα, λογικό είναι να επιλέξεις τις λέξεις που σε συμφέρουν.
Ομως, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ούτε αγαπήθηκε ούτε αμφισβητήθηκε «περισσότερο από κάθε αλλο πολιτικό».
Η φράση με την οποία διαφημίζεται το έργο του Ιδρύματος Μητσοτάκη είναι τουλάχιστον αμετροεπής. Τι να πει κι ο Ανδρέας Παπανδρεου ή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, δηλαδή. Και οι δύο και αγαπήθηκαν και αμφισβητήθηκαν και μισήθηκαν περισσότερο από κάθε άλλο δημοκρατικά εκλεγμένο πολιτικό, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Όπως και να το ζυγίσει κανείς, το δίλλημα «Μητσοτάκη ή παπάκι» (του 1985) δεν υπήρξε ποτέ της ίδιας βαρύτητας με το «Καραμανλής ή Τανκς» (άλλωστε και ο κόσμος προτίμησε το παπάκι στην πρώτη περίπτωση και τον «εθνάρχη» στη δεύτερη).
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ποτέ δεν είχε το εκτόπισμά τους και δεν εξήψε τα πολιτικά πάθη όπως εκείνοι, μετά το 1965. Η άρνηση του μεγαλύτερου τμήματος του λαού να τον δει ως κάτι παραπάνω από Αποστάτη, δεν είναι ούτε «αμφισβητηση», ουτε «μισος» ομως. Απλά, πέρα της προσπάθειας να εισαγάγει μια Ελλαδική εκδοχή του ρηγκανοθατσερισμού, δεν ενέπνευσε ποτέ κανένα ιδιαίτερο όραμα. Ακόμα και το «νοικοκύρεμα» του κράτους και της οικονομίας, που υπήρξε το βασικό του πρόταγμα, το πλάσαρε καλύτερα, και με πολύ μεγαλύτερη αποδοχή, ο Σημίτης ως «εκσυγχρονισμό».
Αλλα ας γυρίσουμε στο θέμα, και ας πάμε στο τρίτο το κρατούμενο. Ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Μπακογιάννης απένειμε την Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου, το Βραβείο Δημοκρατίας της Πόλης των Αθηνών σε ειδική εκδήλωση στην Ρωμαϊκή Αγορά στον δολοφονηθέντα Δήμαρχο του Γκντανσκ, Πάβελ Αντάμοβιτς. Το Βραβείο παρέλάβε η γυναίκα του δολοφονηθέντος και μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μαγκνταλένα Αντάμοβιτς.
Τώρα, βραβείο που έχει δοθεί και στον Φελίπε Γκονζάλες το λες και δυσφήμιση για τον Πάβελ, ο οποίος είχε λάβει μέρος σε ουσιαστικούς αγώνες για τη δημοκρατία ήδη από την εποχή της Αλληλεγγύης. Αλλά, έστω ότι ο δήμαρχος καλώς έπραξε και απένειμε το βραβείο. Μόνο που τη συγκεκριμένη επιλογή θα μπορούσε να την αφήσει για του χρόνου. Και φέτος να επιλέξει μια προσωπικότητα που δε θα γεννούσε τους συνειρμούς που γεννά η βράβευση ενός δολοφονημένου πολιτικού από τον γιό ενός δολοφονημένου πολιτικού. Ειδικά δίπλα δίπλα με την προσχεδιασμένη αλλά ατυχήσασα μετονομασία του σταθμού του Ευαγγελισμού.
Ως κερασάκι, στο δελτίο τύπου που μοίρασαν πριν τη βράβευση, είχε προστεθεί ότι «ο Αντάμοβιτς μαχαιρώθηκε […] από έναν πρώην κρατούμενο, ο οποίος είχε απελευθερωθεί από τη φυλακή ένα μήνα πριν από τη δολοφονία». Μια λεπτομέρεια ασχετη, που ουτε που πρέπει να μας περασει από το μυαλό πως αποτελεί καρφί για τις πολυσυζητημένες άδειες κάποιου εγχώριου κρατούμενου…
Και ύστερα ήρθε η συνέντευξη Χατζηνικολάου. «Κάπου διάβασα – δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, εσείς θα μου το επιβεβαιώσετε ή θα μου το διαψεύσετε- ότι σε μία συζήτηση με φίλους, με γνωστούς, όταν σας ρώτησαν πού βάζεις τον πήχη για την πρωθυπουργία σου είπατε ότι: θα ήθελα να γίνω καλύτερος Πρωθυπουργός και από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.»…
Μέσα σε ούτε δύο μήνες δημαρχίας Μπακογιάννη και κάτι περισσότερο κυβέρνησης Μητσοτάκη, η Οικογένεια αφήνει σαφέστατα ίχνη της απόφασής της να αλλάξει την υστεροφημία της με ό,τι μέσα χρειαστούν.
Εκτός φυσικά από πολιτικό έργο.