[Το κείμενο αυτό βασίζεται στην εισήγηση/τοποθέτηση του συμβούλου της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δημήτρη Σαραφιανού στην από 12/9/2022 συνεδρίαση του ΔΣ του ΔΣΑ, με κάποια περαιτέρω σχόλια και επεξεργασίες]
Είναι από τις ελάχιστες φορές που το Σύνταγμα χρησιμοποιεί την έκφραση «απολύτως» για να υπογραμμίσει την ένταση της προστασίας του δικαιώματος (η μόνη άλλη είναι η απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας όλων όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια ανεξαρτήτως διάκρισης εθνικοτήτων, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων του άρθρου 5§2 Σ, το δε πόσο απολύτως προστατεύονται σήμερα αυτά τα έννομα αγαθά αποδεικνύεται από τις παράνομες επαναπροωθήσεις στον Έβρο και το Αιγαίο). Η ένταση αυτή της προστασίας δεν είναι άσχετη με την τότε πρόσφατη εμπειρία εκτεταμένου δικτύου παρακολουθήσεων κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και κυρίως κατά τη δικτατορία, όταν στο στόχαστρο των παρακολουθήσεων βρέθηκαν και εκείνοι που συναινούσαν πριν στις παρακολουθήσεις κομμουνιστών και «συνοδοιπόρων» (ούτε βέβαια είναι άσχετη με τις συνθήκες που υπήρχαν επί της Οθωνικής μοναρχίας και δικαιολογούσαν την υιοθέτηση της απόλυτης προστασίας των επικοινωνιών ήδη από το Σύνταγμα του 1864).
Για τη σημασία της κατοχύρωσης του δικαιώματος θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τα εξής: πάντοτε, αλλά πολύ περισσότερο στη σημερινή εποχή, όπου οι δυνατότητες ψηφιακής επικοινωνίας έχουν υπερπολλαπλασιασθεί, το απόρρητο των επικοινωνιών δεν αποτελούσε απλώς ζήτημα προστασίας του περιεχομένου ή των περιστάσεων (των εξωτερικών στοιχείων) της επικοινωνίας, αλλά ζήτημα που αφορά τη διαμόρφωση της γνώμης και εν γένει της προσωπικότητας του προσώπου και την εκδήλωσή της προς τρίτους. Το άτομο ζει και αναπτύσσει την προσωπικότητά του μέσα σε ένα περιβάλλον επικοινωνίας, το οποίο ξεκινά από την οικογενειακή του ζωή και εκτείνεται μέσω της κοινωνικοποίησής του από τις σεξουαλικές επιλογές μέχρι τη συνδιαμόρφωση της πολιτειακής βούλησης με τη συμμετοχή του ατόμου στην πολιτική ζωή του τόπου. Η σημασία του ελέγχου της επικοινωνίας μπορεί να γίνει κατανοητή, όταν σκεφτούμε το πώς κάθε άτομο αντιδρά γνωρίζοντας ότι παρακολουθείται η επικοινωνία του: είτε θα προσπαθήσει να βρει διαύλους επικοινωνίας, όπου η επικοινωνία ελέγχεται δυσχερέστερα (ελισσόμενο δηλαδή στα όρια της παρανομίας, γεγονός που επηρεάζει και την ψυχοσύνθεσή του), είτε θα αποφεύγει να επικοινωνήσει τις σκέψεις του, συνηθίζοντας σιγά σιγά στην ιδέα ότι επιτρεπτές είναι μόνο οι σκέψεις που θα ήθελε να ακούσει ο ελεγκτής. Μια κοινωνία στην οποία οι παρακολουθήσεις είναι μαζικές, αλλά το άτομο αγνοεί και δεν μπορεί καν να μάθει αν το παρακολουθούν, πόσο μακριά είναι από το 1984 του Όργουελ; Φυσικά ο ψηφιακός μιθριδατισμός έχει οδηγήσει πολλούς να εκθέτουν μεγάλο μέρος των προσωπικών τους δεδομένων στο διαδίκτυο και αυτά να καθίστανται πλέον προϊόν εκμετάλλευσης από τις σχετικές εταιρείες διαχείρισής του. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί, ούτε νομιμοποιεί την πέρα από τη βούληση του κάθε ατόμου παρακολούθηση κάθε επιμέρους επικοινωνίας του.
Στα πλαίσια αυτά, το ελληνικό Σύνταγμα επιλέγει να επιτρέψει περιορισμούς στο δικαίωμα μόνο για δυο λόγους (εθνική ασφάλεια, διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων) και αυτό υπό συγκεκριμένες εγγυήσεις, όταν αντίθετα η ΕΣΔΑ προβλέπει τη δυνατότητα παρέμβασης στο δικαίωμα επικοινωνίας για πολύ ευρύτερους νόμιμους λόγους. Είναι προφανές ότι η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία, η οποία έχει στη διάθεση της πολλούς κατασταλτικούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς, δελεάζεται να ερμηνεύσει με την όσο μεγαλύτερη ευρύτητα τους νόμιμους λόγους περιορισμών των δικαιωμάτων, πολλώ δε μάλλον όταν αυτοί σχετίζονται με τη δυνατότητα των πολιτών να ασκούν κριτική ή να εκφράζουν αποκλίνουσες πολιτικές αντιλήψεις. Σε περιόδους δε όπου έχουν αμφισβητηθεί θεμελιακές για τους κυρίαρχους επιλογές (όπως πρωτίστως τη δεκαετία του 1940, αλλά και σε ένα βαθμό την περίοδο 2010-2015 με τελευταίο το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015) το δέλεαρ καθίσταται ακόμα μεγαλύτερο, καθώς ευδοκιμούν λογικές του τύπου «πρέπει να κάνουμε τα πάντα προκειμένου να μην επιτρέψουμε να δημιουργηθούν στο μέλλον οι προϋποθέσεις για κάτι αντίστοιχο», φτάνοντας ακόμα και στην παρανοϊκή αντίληψη «είμαστε ο(ι) μόνος(ι) που μπορούν να αποτρέψουν κάτι τέτοιο, άρα η παραμονή μου(ας) στην εξουσία αποτελεί και εθνικό συμφέρον». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο αριθμός των εισαγγελικών εντολών παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφαλείας εκτινάχτηκαν από τις 400 το 2004 (εν μέσω Ολυμπιακών Αγώνων, C4I, λογισμικού «νομίμων συνακροάσεων» στις εγκαταστάσεις των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, π.δ. 47/2005) στις 15.500 σήμερα. Και η αλματώδης αύξηση του αριθμού συνεχίστηκε και επί ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο η κατοχύρωση και ερμηνεία των δικαιωμάτων, όσο και η παραβίασή τους πραγματώνεται στον ιστορικό χρόνο, σε δεδομένες κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες.
Πλην όμως η κανονιστικότητα του Συντάγματος διαμορφώνει ένα εγγυητικό πεδίο, με το οποίο αναμετρώνται οι προσπάθειες κατάλυσης ή ακύρωσης ή κατά το δοκούν ερμηνείας των διατάξεων του ακόμα κι από τα ανώτατα δικαστήρια (και στη σημερινή συγκυρία έχουμε πολλά τέτοια φαινόμενα). Γι’ αυτό και ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός είναι η παράκαμψη του μέσω της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου. Όσο όμως αυτό δεν συμβαίνει σε όλους τους τομείς, οι συνταγματικές διατάξεις, αποτυπώνοντας τον μεταπολιτευτικό συσχετισμό δυνάμεων, εξακολουθούν να προσφέρουν εγγυήσεις για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες. Άλλωστε αυτή ακριβώς η μεταπολίτευση είναι που έχει μπει στο στόχαστρο της κυβέρνησης και του κυρίαρχου ιδεολογικοπολιτικού προσωπικού. Αν απεμπολήσουμε τον εγγυητικό χαρακτήρα και αποφεύγουμε να υπερασπιζόμαστε τις λαϊκές κατακτήσεις που έχουν αποκρυσταλλωθεί στο σώμα του Συντάγματος, γιατί «καπιταλισμό έχουμε», «ιμπεριαλισμό έχουμε», «νεοφιλελευθερισμό έχουμε», «πάντα θα παραβιάζονται τα δικαιώματα» ή -ακόμα χειρότερα- αν αντιλαμβανόμαστε τις διατάξεις που κατοχυρώνουν δικαιώματα ως «φερετζέ» και μόνο της επικυριαρχίας του αστισμού, είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Απέναντι λοιπόν στην προσπάθεια να γίνει συνήθεια ότι η εθνική ασφάλεια είναι ο όρος πασπαρτού που επιτρέπει σε κάθε κυβέρνηση να ελέγχει όποιον θέλει, χωρίς την εγγύηση των δικαστικών βουλευμάτων, με την απλή υπογραφή ενός «ειδικού εισαγγελέα» (ή και δυο) και χωρίς οποιαδήποτε δυνατότητα νομικού ελέγχου, μην τυχόν και παραβιαστούν τα κρατικά απόρρητα, το Σύνταγμα επιβάλλει μια διαφορετική ερμηνεία: βάσει των διατάξεων του άρθρου 48 Σ. , αλλά και των άρθρων 8 και 10 της ΕΣΔΑ, η προστασία της εθνικής ασφάλειας δεν καταλαμβάνει περιπτώσεις διακινδύνευσης της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, ούτε καν διακινδύνευσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η εθνική ασφάλεια περιορίζεται στην προστασία της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, καθώς και της αμυντικής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων που τις διασφαλίζουν. Όταν λοιπόν ζητείται η παρακολούθηση υπόπτου για λόγους εθνικής ασφαλείας οφείλουν να συντρέχουν λόγοι διακινδύνευσης της εθνικής ανεξαρτησίας ή της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, ή της δυνατότητας των ενόπλων δυνάμεων να τις υπερασπιστούν. Αλλιώς η παρακολούθηση είναι παράνομη, όσοι εισαγγελείς κι αν υπογράψουν. Αυτή η σαφής και φυσικά περιοριστική ερμηνεία της έννοιας «εθνική ασφάλεια» είναι και η μόνη που πληρεί το κριτήριο της δυνατότητας πρόγνωσης του περιεχομένου του νόμου (foreseeability) που προβλέπει τον περιορισμό του δικαιώματος, όπως απαιτεί και το ΕΔΔΑ, άλλως, και μέχρι την έκδοση νόμου που θα ορίζει τυχόν διαφορετικά το περιεχόμενο της εθνικής ασφάλειας (και θα κρίνεται για τη συνταγματικότητά του ή μη με βάση τα ανωτέρω), η παρακολούθηση καθίσταται αυτοδικαίως παράνομη και όσοι συνυπογράφουν για την πραγματοποίησή της ή την εκτελούν διαπράττουν ποινικό αδίκημα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμα και αν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι η παρακολούθηση είναι άνευ ετέρου νόμιμη: θα πρέπει τα μέσα και ο χρόνος της παρακολούθησης να είναι ανάλογοι προς το σκοπό για τον οποίο επιδιώκεται, η παρακολούθηση να περιορίζεται μόνο στις επικοινωνίες εκείνες που σχετίζονται με τον σκοπό, αλλά και έτι περαιτέρω να υφίσταται πιεστική κοινωνική ανάγκη για την παρακολούθηση και όχι απλώς νόμιμος λόγος, όπως έχει κρίνει το ΕΔΔΑ (άλλη μια εγγύηση, μια κατάκτηση, την οποία οφείλει κανείς να υπερασπισθεί).
Από όλα τα παραπάνω γίνεται μάλλον προφανές ότι η κρίση του πρωθυπουργού περί «νομίμου επισυνδέσεως» του κινητού του Ν.Ανδρουλάκη ή θα πρέπει να βασίζεται σε ενδελεχή γνώση των λόγων της παρακολούθησης, αλλά και του τρόπου που αυτή πραγματοποιήθηκε (κάτι που ο ίδιος αρνείται) ή -και ανεξάρτητα από το εάν ενεπλάκη ο ίδιος στην εντολή παρακολούθησης- συνιστά εγκωμιασμό εγκλήματος (μην ανησυχείτε, αποποινικοποιήθηκε). Το ότι συνομολόγησε πως, εάν ήταν εις γνώση του η «νόμιμη επισύνδεση» θα διέταζε να μην πραγματοποιηθεί (ποιον θα διέταζε; την ανεξάρτητη εισαγγελική λειτουργό;) έχει σχολιαστεί τόσο πολύ, που το αφήνω ασχολίαστο
Πέραν όμως των νομίμων προϋποθέσεων που σχετίζονται με την παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφαλείας, η μαζικότητα των παρακολουθήσεων (και 15500 παραγγελίες σε ένα χρόνο συνιστούν μαζική παρακολούθηση υπερπολλαπλάσιου αριθμού πολιτών) συνιστά υπονόμευση του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Δεν τα λέω εγώ, τα έχω διαβάσει σε μια ερμηνεία του Συντάγματος που έχει συνεπιμεληθεί ο κ.Γεραπετρίτης. Και σωστά τα λέει. Εάν οι παρακολουθήσεις είναι μαζικές, αλλοιώνεται η ελεύθερη διαμόρφωση και έκφραση γνώμης ενός σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος, αλλά και οι συνθήκες διαμόρφωσης του πολιτικού παιγνίου.
Πολλώ δε μάλλον αυτό συμβαίνει όταν παρακολουθείται βουλευτής και μάλιστα υποψήφιος αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος. Το Σύνταγμα καθιερώνει την ελεύθερη (και όχι επιτακτική) εντολή του βουλευτή. Με άλλα λόγια αυτός έχει δικαίωμα να διαμορφώνει ελεύθερα τη γνώμη και την ψήφο του και φυσικά για να την διαμορφώνει επικοινωνεί με έναν ευρύτατο κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο (που παρακολουθείται επίσης εμμέσως όταν παρακολουθείται ο βουλευτής, κατά παράβαση του βουλευτικού απορρήτου). Η παρέμβαση στη διαδικασία αυτή δια της παρακολουθήσεως επεμβαίνει στον τρόπο συγκρότησης της πολιτειακής βούλησης, που εκφράζεται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, αλλά και στον τρόπο λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Γι αυτούς άλλωστε τους λόγους κατοχυρώνεται και το ακαταδίωκτο, το οποίο επίσης τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, εάν η εισαγγελική διάταξη θεωρηθεί, κατά την ορθότερη άποψη, ως προανακριτική πράξη.
Και επειδή ακριβώς οι παραβιάσεις των συνταγματικών διατάξεων πραγματοποιούνται σε έναν ιστορικό χρόνο, η παρακολούθηση του υποψηφίου αρχηγού του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος, που δυνάμει θα μπορούσε να αποτελέσει εταίρο σε ένα συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, ιδίως σε μια περίοδο που το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν επιτρέπει την εκλογή αυτοδύναμων κυβερνήσεων, συνιστά ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του πολιτικού αυτού κόμματος με εντελώς ιδιοτελείς σκοπούς από το κυβερνών κόμμα. Πιο Watergate πεθαίνεις. Ευλόγως ειπώθηκε ότι ο σκοπός ήταν να μπει ένα ολόκληρο πολιτικό κόμμα σε ομερτά. Με άλλα λόγια (και εφόσον δεν αποδεικνύεται το αντίθετο) βρισκόμαστε μπροστά στην χρησιμοποίηση του σκληρού πυρήνα του κράτους, αυτού που αποσκοπεί στην προστασία του στενού εθνικού συμφέροντος, για λόγους προσωπικής κυβερνητικής επιβίωσης, αφού ένας από τους βασικούς όρους συγκρότησης κυβερνητικής συμμαχίας αποτελεί το πρόσωπο του πρωθυπουργού, ο οποίος (τυχαίο ή αναγκαίο;) φρόντισε να θέσει τον εαυτό του πολιτικό προϊστάμενο της ΕΥΠ
Από κει και πέρα, ο τρόπος που διεξάγεται η συζήτηση για την επίκληση του υπηρεσιακού απορρήτου ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ή της Εξεταστικής Επιτροπής και αν πρέπει ο αρμόδιος Υπουργός να άρει το απόρρητο κατ’ άρθρο 212 ΚΠΔ ή αν υποχρεούται ο υπάλληλος να καταθέσει και ο Υπουργός δύναται να αρνηθεί υπό προϋποθέσεις την ενημέρωση κατ’ άρθρο 43Α Κανονισμού της Βουλής, αλλά και όλη η συζήτηση για τις διαρροές των κοινοβουλευτικών συζητήσεων μάλλον συσκοτίζει, παρά διαφωτίζει τα πράγματα. Σύμφωνα με το άρθρο 212 ΚΠΔ ο υπάλληλος καλύπτεται από το απόρρητο όταν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του Κράτους. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 146 επ. ΠΚ, τα οποία επικαλέστηκε η κα Μπακογιάννη για να πει ότι οι υπάλληλοι της ΕΥΠ κινδυνεύουν με κάθειρξη 10 ετών (έκανε και την επιμέτρηση, έως δέκα έτη λέει η διάταξη) αν παραβιάσουν το απόρρητο, κρατικό απόρρητο θεωρείται αυτό που χαρακτηρίζεται ως μυστικό για να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσβολής της εδαφικής ακεραιότητας, της αμυντικής ικανότητας, των διεθνών σχέσεων ή των οικονομικών συμφερόντων του ελληνικού κράτους και της διεθνούς ειρήνης. Όποιος λοιπόν επικαλείται το απόρρητο οφείλει να πει ότι συντρέχει εν προκειμένω μια από αυτές τις περιπτώσεις και εφόσον συντρέχει να άρει το απόρρητο ο Υπουργός ενώπιον της Βουλής, που θα συνεδριάσει σχετικά κεκλεισμένων των θυρών, καθώς στεγανά και άβατα δεν επιτρέπονται να υπάρχουν σε μια δημοκρατία. Αν όμως δεν συντρέχουν οι συγκεκριμένες περιπτώσεις -και κανείς μέχρι τώρα δεν έχει επικαλεστεί κάτι τέτοιο- απόρρητο δεν υπάρχει και η σχετική συζήτηση οφείλει να γίνει δημόσια, προκειμένου να πληροφορηθεί όλος ο ελληνικός λαός με ποιον τρόπο παραβιάζονται τα δικαιώματά του, αλλά και το κράτος δικαίου.
Υπάρχει όμως και μια άλλη συνέπεια της διάταξης του άρθρου 19 Σ. Το γεγονός ότι το απόρρητο των επικοινωνιών ορίζεται ως απολύτως απαραβίαστο σημαίνει ότι το κράτος δεν οφείλει απλώς να απέχει από παρακολουθήσεις που δεν πληρούν τις συνταγματικές προϋποθέσεις, αλλά οφείλει να λάβει θετικά μέτρα για να μην παραβιάζεται το απόρρητο από τρίτους. Ποια θετικά μέτρα έχουν ληφθεί για να απαγορευθεί η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού εταιρίας που εδρεύει στην Ελλάδα και πωλεί ή νοικιάζει ή χρησιδανείζει (λίγη σημασία έχει) τέτοιο λογισμικό που αποδεδειγμένα χρησιμοποιείται στην Ελλάδα; Ούτε καν έλεγχος στην εταιρία δεν έχει πραγματοποιηθεί. Αντίθετα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ελέγχει πώς αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο και όχι το ίδιο το σκάνδαλο
Τι αποδεικνύεται από όλα αυτά; Ότι το σκάνδαλο είναι βαρύτατο, ότι πέραν της αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης που έχει ο Πρωθυπουργός ως προϊστάμενος της ΕΥΠ (ευθύνη που δεν δύναται να μεταβιβασθεί σε μη μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου) υπάρχουν ποινικές και πειθαρχικές ευθύνες, ότι μέχρι στιγμής δεν έχει καν ξεκινήσει ο έλεγχος αυτών των ευθυνών, ότι αντίθετα από τις κυβερνητικές κορώνες περί του να έρθουν όλα στο φως και περί του να γίνουν οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές για να αποφεύγονται τέτοια «λάθη» στο μέλλον, τα πρόσωπα που εμπλέκονται επικαλούνται ένα ανύπαρκτο απόρρητο με την πλήρη κυβερνητική ανοχή και συνενοχή και παραμένει εν ισχύ το αντισυνταγματικό νομικό πλαίσιο που επιτρέπει ανώνυμες και αναιτιολόγητες εισαγγελικές διατάξεις, δεν προβλέπει ένδικα μέσα κατά της σχετικής διάταξης και απαγορεύει ακόμα και την γνωστοποίηση της παρακολούθησης στο θιγόμενο μετά το πέρας της για να μπορέσει αυτός να ζητήσει δικαστική προστασία (αποζημίωση, καταλογισμό ποινικών ευθυνών κλπ).
Τι θα έπρεπε να γίνει; Σωστά υποβάλλονται προτάσεις για αλλαγή του θεσμικού πλαισίου με την αντικατάσταση της εισαγγελικής διάταξης από δικαστικό συμβούλιο, επώνυμες και αιτιολογημένες αποφάσεις και δυνατότητα του θιγομένου να προσφύγει, όπως προβλέπεται και στην περίπτωση των ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων. Σωστά επίσης επισημαίνεται ότι η λίστα των εγκλημάτων αυτών οφείλει να συρρικνωθεί, αντί να επεκτείνεται διαρκώς με το ξεχείλωμα ιδίως της έννοιας του «τρομοκρατικού» αδικήματος. Ας σκεφτούμε όμως για μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση και σε τι χρειάζεται η παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφαλείας όταν ο ποινικός κώδικας ανάγει σε ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα και τις προσβολές ή τις απόπειρες προσβολής της εθνικής ασφάλειας, ακόμα και τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις.
Αυτά όμως που πρέπει να γίνουν δεν εξαντλούνται σε θεσμικές αλλαγές. Θα πρέπει και δικαστικά και κοινοβουλευτικά να διερευνηθεί ο συνδυασμός των παρακολουθήσεων μέσω ΕΥΠ με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού, που βρωμάει παρακράτος από δέκα μίλια. Θα πρέπει να καταδικασθεί το σκάνδαλο από συλλογικούς φορείς (επαγγελματικούς συλλόγους, επιμελητήρια, την τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικαλιστικά σωματεία) και να ενεργοποιηθούν οι ίδιοι οι πολίτες προκειμένου να αναληφθεί στην πράξη η πολιτική ευθύνη με την παραίτηση του πρωθυπουργού. Τα επιχειρήματα που επικαλούνται την ανάγκη κυβερνητικής σταθερότητας (και μάλιστα ως συνταγματικής επιταγής) μόνο ηχηρά γέλια μπορούν να προκαλέσουν: με άλλα λόγια μια κυβέρνηση που έχει προβεί σε αντιδημοκρατικές ενέργειες παρακολουθήσεως βουλευτών και μαζικές παρακολουθήσεις πολιτών, πιθανόν δε και σε ενεργοποίηση παρακρατικών μηχανισμών, πρέπει να μείνει σταθερή στη θέση της για να συνεχίσει να το κάνει; Αυτό δε θα ήταν πια συνταγματικός μιθριδατισμός, αλλά συνταγματικός ευνουχισμός. Ούτε βέβαια είναι ισχυρό το επιχείρημα ότι αυτά δεν ενδιαφέρουν την καθημερινότητα των πολιτών, που τους απασχολεί η ακρίβεια, τα ελληνοτουρκικά, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ανομία στα πανεπιστήμια κλπ, κλπ. Το ζήτημα είναι ότι ακριβώς μια κυβέρνηση που προβαίνει σε τέτοιες μεθοδεύσεις δεν νομιμοποιείται να αντιμετωπίζει την ακρίβεια με ψίχουλα αφήνοντας τις εταιρίες ενέργειας να συσσωρεύουν υπερκέρδη, δεν νομιμοποιείται να εκθέτει το λαό σε κίνδυνο τυχοδιωκτικών πολεμικών εμπλοκών, δεν νομιμοποιείται να παραβιάζει το δικαίωμα στη συνάθροιση, την ακαδημαϊκή ελευθερία και την αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων για να μείνουμε μόνο σε αυτά. Και εν πάσει περιπτώσει ο λαός δύναται πάντα να την επανεκλέξει εφόσον θεωρεί ότι καλά τα κάνει, η ευθύνη θα είναι δική του. Η πολιτική όμως ευθύνη θα έχει αναληφθεί, η ύβρις θα έχει καθαρθεί.
Αλλιώς θα μιλάμε για μια κοινωνία που εθίζεται επίσημα στην παραβίαση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Για φανταστείτε να ανεχότανε η αμερικανική κοινωνία τις παρακολουθήσεις του Νίξον. Δεν τις ανέχτηκε γιατί είχε την εμπειρία από το μακαρθισμό. Και μεις όμως έχουμε χειρότερες εμπειρίες. Θα ανεχτούμε την νομιμοποίηση αυτών των πρακτικών αποδεχόμενοι τον κίνδυνο οι εμπειρίες αυτές να επαναληφθούν; Σε κάθε περίπτωση τον Νίξον τον εξανάγκασε σε παραίτηση και η λαϊκή κατακραυγή, αλλά και οι γερουσιαστές του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Εδώ υπάρχει το αντίστοιχο φιλότιμο ή θα σφυρίζουμε αδιάφορα, απογειωνόμενοι ακόμα και σε μια νεα ουτοπική σφαίρα μεταψηφοφορίας και μεταδημοκρατίας, όπως η απίθανη ψήφος «ούτε ναι, ούτε όχι, ούτε παρόν», στην οποία κατέφυγαν ορισμένα μέλη του κυβερνώντος κόμματος στο διοικητικό συμβούλιο του ΔΣΑ;