Ξέρεις, σε τούτα τα μέρη, σε τούτη τη χώρα που κάποιοι θέλησαν να την καταντήσουν  χώρο, οι άνθρωποι της, ερχόμαστε από μια παράδοση, που καταλαβαίνει την Απόγνωση σαν το πιο ισχυρό πράγμα στον κόσμο, γιατί τίποτα δεν μπορεί να την νικήσει. Αιρετική σκέψη, θα πει κανείς, κόντρα στον κυρίαρχο «ορθολογισμό».
«Ουδέν ισχυρότερον της απογνώσεως», γνωματεύει ένας Όσιος. Άντε να το πεις αυτό στον Ντάϊσεμπλουμ. Ουάου, βλαμμένος είναι, θα σκεφτεί.

«Αύτη ού γιγνώσκει ηττηθήναι υπό τινός. Ότε ο άνθρωπος εν τη διανοία εαυτού κόψει την ελπίδα εκ της ζωής αυτού, ουδέν θαρσαλεώτερον», συνεχίζει. Είναι, με άλλα λόγια, αήττητη η απόγνωση. Δεν χαμπαριάζει από ήττες. Γιατί όταν ο άνθρωπος, αποκόψει στο μυαλό του την ελπίδα για ζωή, δεν υπάρχει τίποτα πιο θαρραλέο. Άμα παραιτηθεί κανείς από την ελπίδα της «πάρτης» του, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει.

Ακατανόητα λόγια για τον κάθε Σόϊμπλε. Άρρητα ρήματα για την κάθε Μέρκελ.
Έτσι κι αλλιώς, αυτός, αυτή, «σφόδρα γαρ τέρπεται, όταν βλέπει ότι εαυτού απογινώσκω. Εν τούτω γαρ μόνω αγάλλεται, ίνα δια της απογνώσεως ίδη με αιχμάλωτον». Αυτοί, μόνο έτσι ευχαριστιούνται. Όταν με βλέπουν να είμαι σε απόγνωση. Όταν, κατορθώσουν μέσω της απόγνωσης, να με καταστήσουν αιχμάλωτο. Αυτοί, αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν. Έτσι νομίζουν.

Εμείς, όμως, λέμε κάτι άλλο: πως αν καταφέρει κανείς, για μια στιγμή, να κόψει την ελπίδα της ζωής του και να παραδοθεί –για παράδειγμα-αφειδώλευτα, δίχως καβάντζες, στον πιο αβέβαιο και επισφαλή έρωτα, ε αυτό είναι πράξη μεγάλου θάρρους. Ας χαίρονται αυτοί με την απόγνωση μας.

Σαν να ερωτεύεται κανείς, με ασίγαστο πάθος, την πρώτη γκόμενα που όλα δείχνουν πως θα τον παρατήσει «στεγνά» στην «πρώτη στραβή». Γιατί; Γιατί έτσι!  Διότι, «ούκ έστι θλίψις ης τινός η φήμη εξασθενήσαι το φρόνημα αυτού ποιεί». Γιατί δεν υπάρχει στεναχώρια που να μπορέσει να εξασθενήσει το φρόνημα μας. Δεν καταλαβαίνουμε Χριστό. Όταν ερωτευόμαστε, δεν καταλαβαίνουμε Χριστό.

Φαντάσου, να έχεις να κάνεις τώρα μ’ έναν τύπο που είναι καψούρης με την πατρίδα του. Όχι αυτήν που «να μην είναι οι κάμποι, να μην είναι τα άπαρτα ψηλά βουνά». Την άλλη, εκείνη που «ενώ εμείς, το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας». Αυτήν την πατρίδα! Φαντάσου, λέει, να έχεις να κάνεις μ’ έναν ολόκληρο Λαό που είναι ερωτευμένος μ’ αυτήν την πατρίδα του.

Δεν υπάρχει θλίψη, που να βαστάει να μας «χαλάσει» έναν τέτοιο έρωτα.
Βέβαια, ίσως εκεί στην άκρη της απόγνωσης, να ακουστεί το φτερούγισμα του πιο βαρβάτου δαίμονα. Του δαίμονα που γλυκοψιθυρίζει να τα παρατήσει κανείς. Να εγκαταλείψει γιατί -τάχα μου- δεν αξίζει τόση απόγνωση για το τίποτα. Δεν μετράει η γκόμενα, θα σου πει. Δεν φτουράει μία! Σιγά τα ωά! Εδώ μετράνε τα φράγκα!
Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να ξεκρεμάσει κανείς από το τσιγκέλι τις ζυγαριές και τις μεζούρες που μετράνε το βάρος της πανοπλίας του. Να ζυγιαστούν οι ανάγκες και να βρεθούνε υπέρτερες του Έρωτα. Πάντα οι δαίμονες ξέρουνε να στήνουνε ξόβεργες με τις ανάγκες των ανθρώπων. «Η απελπισία περίστροφο και σφαίρες της οι ανάγκες», που ορίζει και ένας άλλος «Όσιος».

Ξέρει καλά το «εγώ», στις περιπτώσεις αυτές, να παριστάνει τον ταλαίπωρο τραυματία. Είναι που ξέρει καλά, στις περιπτώσεις αυτές, αυτή η Σκύλλα η κουτσο-βόλεψη να ζητιανεύει φρονιμάδες, όταν φοβάται τα σπουδαία και τα υψηλά!
Σαν χελώνα που ζυγιάζει το έχει της, το άρρηκτο κέλυφος της, ξεπροβάλλει το δαρμένο κεφαλάκι της στα καφενεία και δηλώνει «Δεν γινότανε αλλιώς! Θα μας «πέταγαν» από το ευρώ!» Τα κεφάλια μέσα. Τα κεφάλια κάτω. Οι σημαίες κάτω.

Είναι επικίνδυνο πράγμα, στ’ αλήθεια, ο έρωτας. Λογίζεται στον αντίποδα του θανάτου.
Δεν είναι γλυκανάλατη αμερικανιά, φιλάκια και νιανιά. Είναι ξόδεμα και κόψιμο στην άκρη της απόγνωσης. Είναι εθελούσια αυτοκατάργηση δίχως προσδοκίες ανταμοιβής. Είναι ριψοκινδύνευση αμετάκλητης έκθεσης, ανεπανόρθωτης προσβολής της μικροαστικής μας εγκυρότητας, γελοιοποίησης της σοβαρής μάσκας του μανατζεριλίδικου καρναβαλιού της καθημερινότητας. Είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα ο έρωτας για τον τόπο. Ψηλώνει αυτόματα το πρώτο του «ε» και γίνεται κεφαλαίο. «Ε», όπως Ελευθερία.

Γι’ αυτό και κάτι παραπάνω ξέρανε αυτοί που διαζεύξανε την Ελευθερία με το Θάνατο. Δεν είναι πλάκα αυτός ο Έρωτας. Πρέπει να μπαρκάρεις στο πλοίο του ενός, για να ψηλαφίσεις τις όχθες της αλήθειας του άλλου. Πρέπει να φτάσεις ως στην άκρη της απόγνωσης, για να πάρει μπρός ο τροχός της Ελευθερίας και του Έρωτα. Εκεί είναι που δεν πρέπει να «μασήσεις». Αλλιώς τι σκατά ερωτευμένος θα είσαι; Άστο καλύτερα, μην μας πουλάς έρωτες.

Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεθάνει κανείς. Δεν ξέρω ακόμη αν υπάρχουν πολλοί τρόποι να επιβιώσεις, να τη βγάλεις στο τέλος καθαρή, κατά πως λεν. Μα πάει καιρός που έχω ψυλλιαστεί πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να υπάρξεις. Έτσι που μπορείς και  πεθαμένος, ακόμη,  να υπάρχεις. Αλλά, κι απ΄ την άλλη, να είσαι ζωντανός, μα να λογαριάζεσαι για τελειωμένος.

Για δες, κατά πως το λέει ο ποιητής, «τα πεύκα πως βαστούν σφιχτά τη μορφή του αέρα που έφυγε, δεν είναι πια εκεί. Έτσι και τα λόγια βαστούν την μορφή των ανθρώπων, ακόμη κι αν οι άνθρωποι έφυγαν. Δεν είναι πια εκεί». Ο άνεμος υπάρχει στη βουερή αγκαλιά των πεύκων, στο σχήμα τους. Υπάρχει κι ας έφυγε. Τούτο είναι ένα σημείο έρωτα. Η απουσία, που μπορεί και αφήνει ανέγγιχτη την ύπαρξη.
Μα, για γίνε, μάγκα μου, πεύκο. Εδώ σε θέλω! Για κύρτωσε το μεγαλόσχημο σαρκίο σου, για χαμήλωσε να σ’ αγγίξει ο άνεμος, να σου ρίξει κατάχαμα τους καρπούς και τη σιρμαγιά σου, να μείνεις άπορος στα κρυφογέλια των ανέραστων πετυχημένων της Εσπερίας!  Πόσα κιλά κατανάλωσης μπορείς να χάσεις για να κρατήσεις τη μορφή του ανέμου στο σχήμα σου; Να σώσεις τη μορφή σου! Να μην καταντήσεις ά-σχημος!
Πόσο μπορείς να κανακέψεις αυτή τη μορφή; Πόσο μπορείς να την παρηγορήσεις, να της χαϊδέψεις τα τερτίπια της, να της γιατροπορέψεις τα φτωχά της ξυπνήματα; Μπορείς;

Μπορείς ακόμη κι όταν θα ξέρεις καλά – κατά πως προβλέπουν οι άλλοι στο πευκοδάσος- πως στο τέλος ο άνεμος θα φύγει; Μπορείς εσύ, εκεί πιστός στη μορφή που σου χάρισε ο άνεμος; Ή θα διαλέξεις τα ανεμομαζώματα για να πορευτείς μ’ αυτά, κι αυτά να σου φτάνουν;

Στην τελική, ένα δάκρυ ρετσίνι παραπάνω. Στ’ αρχίδια σου! Εσύ, που αιώνες τώρα, σε τούτα τα μέρη αγγίχτηκες από τον άνεμο. Εσύ, που χαράχτηκες στις πιο απόμακρες γωνιές σου. Μπορείς να στρώσεις τις πευκοβελόνες σου να ξαποστάσουν και πάλι οι κατάκοποι ροδομάγουλοι τουρίστες του πλανήτη. Θα έχουν να λένε για έναν πλήρη κορμό. Έναν κορμό πλήρους ζωής και ατελεύτητης.

Κι αν η δροσιά του βραδινού συναντήσει τη φοβισμένη χελώνα να σέρνεται, δήθεν μου δικαιωμένη, στον ορθολογισμό της, αυτό το ίδιο αεράκι θα της πάει το μήνυμα. Ο γυρτός κορμός σου, δεν ήταν της ήττας αποτέλεσμα, δεν ήταν λύγισμα, δεν ήταν φλεξιμπίλιτι και ελιγμός επιβίωσης. Δεν ήταν υποταγή στις ανάγκες του καιρού και της στιγμής.

Ήταν ο έρωτας σου προς τον άνεμο, τέτοιος, που σου άφησε αγαπημένο ενθύμιο τη μορφή του. Έτσι, η ζωή θα συνεχίζεται στον τόπο. Με μορφή, μοναδική και γνήσια, ενάντια στην αμορφία των προστατευμένων τραπεζών και των προστατών τους.
Με μια μορφή γεμάτη πλαστικότητα και κάλλος, ενάντια στην αράγιστη σκληρότητα του κελύφους των χελωνών.

Και τότε, είμαι βέβαιος, θα δεις το τρομαγμένο κεφαλάκι της χελώνας, της κάθε χελώνας, να κρύβεται δειλά κάτω απ’ το κέλυφος που κανένας άνεμος δεν κατάφερε ποτέ να δώσει μορφή.

Δεν προβληματίστηκες άραγε ποτέ, γιατί οι χελώνες ζουν εκατό τόσα χρόνια; Αλλά, ζουν;

Γι’ αυτό σου λέω, ρε συ, είμαστε τώρα τόσο ερωτευμένοι, μα τόσο, που άστους να μας φέρουν σε απόγνωση…Αιώνες τώρα, η απόγνωση μας είναι αήττητη! Γι΄ αυτό σου λέω, μη «μασάς» στις χελώνες και στα καβούκια τους…οι ερωτευμένοι δεν φοράνε πανοπλίες. Είσαι όμως; Ερωτευμένος; Με την πατρίδα. Είσαι, ρε συ;

Το άρθρο κοσμεί το έργο του Ντε Κίρικο «Ο αρχαιολόγος».