«Η κυβέρνηση φέρει την ευθύνη στο ακέραιο για την πυρκαγιά αυτή, αλλά έχει και την ευθύνη για την αντιπυρική προετοιμασία της χώρας για το καλοκαίρι που έρχεται» δήλωνε κατά τη συνάντησή του με τον επικεφαλής της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τη διερεύνηση των αιτιών των πυρκαγιών στην Ελλάδα, καθηγητή Γιόχαν Γκέοργκ Γκολντάμερ ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις 7 Φεβρουαρίου του 2019, με αφορμή την ολοκλήρωση του πορίσματος που του είχε ανατεθεί με αφορμή τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, με πολιτικές και μεταρρυθμίσεις για την προστασία και την αποφυγή αντίστοιχων φαινομένων στο μέλλον.

Τότε, ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης ακόμα δήλωνε ότι τα ευρήματα του πορίσματος αποτελούν το «προσχέδιο για τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε», ενώ σε μία προσπάθεια να δημιουργήσει εντυπώσεις, ανέφερε στον Γερμανό, ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του ως προέδρου της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής είχε συσταθεί επιτροπή για τη διερεύνηση των καταστροφικών πυρκαγιών στην Πελοπόννησο το 2007, επισημαίνοντας ότι αρκετές από τις διαπιστώσεις της δυστυχώς ισχύουν ακόμη και σήμερα.

Συμπλήρωνε μάλιστα ο σημερινός πρωθυπουργός ότι «τώρα πια γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε, και μένει να προχωρήσουμε γρήγορα στην εφαρμογή», και πως «είναι θλιβερό που η αφορμή για να γίνει η συγκεκριμένη δουλειά ήταν η τραγωδία του περασμένου καλοκαιριού με τη φωτιά στο Μάτι».

Τρία χρόνια μετά το Μάτι, δυόμιση χρόνια μετά την παράδοση του πορίσματος, δύο χρόνια από την ανάληψη της διακυβέρνησης από την Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη και έπειτα από έναν πύρινη όλεθρο που έπληξε την μισή χώρα, αφήνοντας πίσω του στάχτη που ξεπερνά τα 650.000 καμένα στρέμματα, η εφημερίδα «Τα Νέα» επέλεξε να αναπαράξει στο πρωτοσέλιδό της τα ευρήματα της «έκθεσης-σοκ που προέβλεψε την καταστροφή», θέτοντας στην κυβέρνηση το ερώτημα, γιατί αγνοήθηκε το πόρισμα του Γερμανού διευθυντή του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών που ερεύνησε το Μάτι, καταλήγοντας μάλιστα και στους «τέσσερις ενόχους», οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τα προβλήματα που διαπιστώνονται στο ίδιο το πόρισμα.

Χαρακτηριστικές για την τύχη που επεφύλαξε η κυβέρνηση στο πόρισμα Γκολντάμερ είναι οι δηλώσεις του Διευθυντής Ερευνών στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό «ΔΗΜΗΤΡΑ» και ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών & Δασικών Οικοσυστημάτων, Γαβριήλ Ξανθόπουλου, που αποτέλεσε και μέλος της επιτροπής Γκολντάμερ, που την Κυριακή μίλησε γι’ αυτό στο ethnos.gr.

«Δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα. Ισως σε κάποιες περιπτώσεις έχουν γίνει κινήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση» περιέγραψε ο καθηγητής Ξανθόπουλος, εξηγώντας πως «Ζητήσαμε να γίνει μια σοβαρότερη προσπάθεια στην πρόληψη: απουσιάζει. Ζητήσαμε συνεργασία φορέων και ολοκληρωμένη προσέγγιση: απουσιάζει. Προτείναμε ενίσχυση της Δασικής Υπηρεσίας για τη διαχείριση των δασών: απουσιάζει. Και ενώ δεν έχει γίνει τίποτα προς αυτήν την κατεύθυνση, τα ενάερια μέσα αυξήθηκαν χωρίς κανενα όριο εκτινάσσοντας το κόστος σε βαρος της οποιασδήποτε ενίσχυσης της πρόληψης».

«Δεν εισακουστήκαμε παρά το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός ήταν σε συμφωνία όταν έγινε η ανάθεση της μελέτης. Ο κ. Γκολντάμερ είχε πει τότε πως δε θα αναλάμβανε κάτι τέτοιο εάν δε συμφωνούσαν και οι δύο πλευρές. Δεν ήθελε να κάνει κάτι για να το πάρει ο ένας και να το πετάξει ο επόμενος» τόνισε ακόμα ο καθηγητής.

«Η λογική της αξιοποίησης των δασικών με ένα σωστό πλαίσιο συνεργασίας ουσιαστικά βρίσκεται σε κενό. Η ενημέρωση του πληθυσμού που θα έπρεπε να είναι η βάση της πρόληψης επίσης απουσιάζει» υπογράμμισε ακόμα ο Γ. Ξανθόπουλος, ενώ θέτει και έναν σοβαρό προβληματισμό, δεδομένου πως σήμερα υπάρχει το πόρισμα της ανεξάρτητης επιτροπής ώστε να κριθεί η επάρκεια ή μη του έργου της κυβέρνησης. «Και σήμερα όπως έγινε το 98, το 2007, το 2018 η αποτίμηση θα γίνει από τον κρινόμενο. Αν αποτιμά τα αποτελέσματα ο κρινόμενος το μόνο που κάνει είναι να ευλογάει τα γένια του. Έγιναν όμως όλα καλά;» αναρωτήθηκε.

Διαβάστε αναλυτικά το πόρισμα:

Το περιεχόμενο του πορίσματος

Το επίμαχο πόρισμα της ανεξάρτητης επιτροπής που συστάθηκε με απόφαση του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού μετά την τραγωδία του Ματιού αριθμεί 150 σελίδες, περιλαμβάνει ανάλυση των αιτιών και τη διερεύνηση προοπτικών διαχείρισης των μελλοντικών πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα, και παραλήφθηκε και δόθηκε στη δημοσιότητα από τον τότε πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση.

Μεταξύ των ευρημάτων της, όπως τα συμπήκνωνε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, η επιτροπή υπό τον Γερμανό καθηγητή διαπίστωνε τότε πως οι πυρκαγιές δασών και υπαίθρου αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του φυσικού, πολιτισμικού και περιαστικού-βιομηχανικού τοπίου στην Ελλάδα και ότι το πρόβλημα επιδεινώνεται λόγω των κοινωνικοοικονομικών (χρήσεων γης, δημογραφικών) και κλιματολογικών αλλαγών, της έλλειψης μη κατάλληλων θεσμικών μέτρων, του ανεπαρκούς και παλαιωμένου εξοπλισμού και της αναποτελεσματικής οργάνωσης, των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, αλλά και του συνδυασμού των αλληλεπιδράσεων όλων των παραπάνω παραγόντων.

Μία από τις χαρακτηριστικές αναφορές για την κατάσταση που μελέτησε η επιτροπή είναι η αναφορά στην αύξηση του αριθμού των δασικών πυρκαγιών και των καμένων δασικών εκτάσεων στη χώρα από τη δεκαετία του ’80 και μετά, φθάνοντας μάλιστα τα 2.700.000 καμένα στρέμματα κατά τη δραματική χρονιά του 2007 -περίπου πενταπλάσια του μέσου όρου των τελευταίων σαράντα ετών. Επίσης, από τα στατιστικά στοιχεία, που παρουσιάζονται στην έκθεση, προκύπτει ότι 75% των καμένων εκτάσεων είναι από πυρκαγιές που ξεπερνούν τα 10.000 στρέμματα και αντιστοιχούν σε 4% του συνόλου των πυρκαγιών, δείχνοντας ότι υπάρχει σαφώς ένα πρόβλημα μεγάλων δασικών πυρκαγιών.

Ακόμα, το πόρισμα υπογράμμιζε ως αιτίες επιδείνωσης του προβλήματος την αύξηση της ποσότητας της καύσιμης ύλης, εξαιτίας της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της ελλιπούς διαχείρισης των δασών λόγω περιορισμού των διαθέσιμων κονδυλίων, αλλά και η άνευ σχεδιασμού, οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη πολλών περιοχών. Ταυτόχρονα, υπογράμμιζε ακόμα την αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης και εξάπλωσης πυρκαγιών στις παρυφές των αστικών περιοχών, των οικισμών της υπαίθρου, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και των τουριστικών περιοχών.

Το πόρισμα του Γερμανού διαπίστωνε ισχυρότατες αδυναμίες στο κομμάτι της αποτελεσματικής πρόληψης, τις οποίες απέδιδε, μεταξύ άλλων, «στην έλλειψη ενιαίου και κοινού σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας, στην απουσία εγκεκριμένων και τεκμηριωμένων τοπικών αντιπυρικών σχεδίων, στη δυσκολία να υιοθετηθεί η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων και επιστημονικών μεθόδων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, στην άναρχη και απρογραμμάτιστη δόμηση δασικών εκτάσεων και τη δημιουργία ζωνών μείξης δασών οικισμών γύρω από μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα. Επίσης, στην περιστασιακή ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών και την αναποτελεσματική οργάνωση του εθελοντισμού, αλλά και στη μεγάλη δυσαρμονία των κονδυλίων που διατίθενται για την πρόληψη σε σχέση με τα πολλαπλάσια κονδύλια που δαπανώνται για την καταστολή των πυρκαγιών».

Τα βαθύτερα αίτια των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου

Στα συμπεράσματα για τα βαθύτερα αίτια των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου που κατέληξε το πόρισμα της ανεξάρτητης επιτροπής, υπογραμμίζονταν μία σειρά από γνωστά προβλήματα, και άλλα που παραμένουν στη σκιά της διαχείρισης της εκάστοτε πύρινης καταστροφής.

Παραθέτοντας μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο προφανή αίτια για την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η διαχείριση των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην Ελλάδα, το πόρισμα ανέφερε πως σαν βαθύτερα αίτια για το πρόβλημα μπορούν να θεωρηθούν:

  1. Η απουσία ενός εθνικού επιστημονικού, συντονιστικού φορέα για τον σχεδιασμό πολιτικής και
    στρατηγικής για την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές ο οποίος να συνδέεται με την επιχειρησιακή
    πράξη.
  2. Η έλλειψη ενιαίου Εθνικού Σχεδίου Προστασίας από τις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου το οποίο να
    ολοκληρώνει τις αρμοδιότητες και το ρόλο όλων των εμπλεκόμενων φορέων στα θέματα της διαχείρισης των
    πυρκαγιών.
  3. Η διάσπαση του ολοκληρωμένου σχεδιασμού της διαχείρισης των πυρκαγιών σε απομονωμένες και
    ασύνδετες δράσεις είτε πρόληψης είτε καταστολής, δημιουργώντας συντεχνιακά και υπηρεσιακά σιλό.
  4. Η έλλειψη κλίματος και πνεύματος συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς και υπηρεσίες και
    ιδιαίτερα μεταξύ Πυροσβεστικού Σώματος και Δασικής Υπηρεσίας.
  5. Η καταφανής πριμοδότηση της καταστολής σε σχέση με την πρόληψη τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο
    και σε επίπεδο χρηματοδότησης.
  6. Η εξαφάνιση της πρόληψης μέσω της υποχρηματοδότησης των έργων που την αφορούν και την αποδόμηση
    της κάθετης οργάνωσης της Δασικής Υπηρεσίας η οποία θα υποστήριζε τον συντονισμό του έργου της πρόληψης
    των πυρκαγιών σε εθνικό επίπεδο.
  7. Οι πολιτικές παρεμβάσεις που δεν συνδυάζονται με επιστημονική τεκμηρίωση των αντίστοιχων επιλογών
    (όπως η μεταφορά της δασοπυρόσβεσης με το ν.2612/1998).
  8. Η έλλειψη επαγγελματικής και πιστοποιημένης εκπαίδευσης του προσωπικού για την κάλυψη
    επιχειρησιακών ρόλων διοίκησης των επιχειρήσεων δασοπυρόσβεσης.
  9. Το χαμηλό επίπεδο συντονισμού για την αντιπυρική προστασία των δασών και ειδικότερα στη φάση της
    καταστολής.
  10. Η διαχρονική αύξηση (τελευταίες δεκαετίες) της συνέχειας και του φορτίου της δασικής καύσιμης ύλης
    σαν συνέπεια της εγκατάλειψης και της υποχρηματοδότησης της διαχείρισης των δασών.
  11. Η υπερβολική εξάρτηση του συστήματος δασοπυρόσβεσης από τα εναέρια μέσα.
  12. Η μεταφορά πρακτικών πυρόσβεσης αστικών πυρκαγιών στις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου.
  13. Η στρεβλή αντίληψη της υπερβολικής είτε προστασίας είτε καταστολής στη διαχείριση του προβλήματος
    που οδηγεί στο παράδοξο των μεγάλων πυρκαγιών.
  14. Το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που αντιλαμβάνεται τον δασικό χώρο ως γεωτεμάχιο και όχι ως
    παραγωγικό πόρο
  15. Η έλλειψη αντίληψης του κινδύνου πυρκαγιάς στη ζώνη μείξης δασών-οικισμών και κυρίως
  16. Ο αποκλεισμός της επιστημονικής γνώσης, της καινοτομίας και της τεχνολογίας από την επιχειρησιακή
    πράξη της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου.

Ένα ακόμα σημαντικό εύρημα είναι αυτό που αναφέρει πως παρά τα αυξανόμενα κονδύλια της τελευταίας 20ετίας «δεν οδήγησαν σε αντίστοιχη αύξηση στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του μηχανισμού», ενώ «τα επί μέρους προβλήματα αφορούν τόσο τις δυνάμεις και τα μέσα (επίγεια, εναέρια), όσο και τον τρόπο συνεργασίας των φορέων μεταξύ τους».

Στο επίπεδο της αποτελεσματικότητας, κόλαφος ήταν η διαπίστωση πως «στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών συμμετέχουν 45 συναρμόδιοι φορείς που πρέπει να συντονιστούν σε ένα κοινό πλαίσιο. Ο συντονισμός της πρόληψης θα έπρεπε να ασκείται σύμφωνα με το Ν.2612/1998 από τη Δασική Υπηρεσία, κάτι το οποίο λόγω νομικού κενού (μη ενεργοποίηση του άρθρου 100 του Ν.4249/2014) δεν γίνεται. Για την καταστολή των πυρκαγιών πρέπει να συνεργαστούν 17 φορείς, που ανήκουν σε 6 υπουργεία, προκειμένου να ασκήσουν 11 διαφορετικές αρμοδιότητες». Το πόρισμα στηλίτευε το θεσμικό πλαίσιο και την εφαρμογή της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου στην πράξη ως τους κύριους λόγους για την αναποτελεσματική αντιμετώπισή τους από την διακυβέρνηση.

Το κυριότερο, σε αντίθεση με τις κινήσεις που από την πρώτη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι πως η επιτροπή πρότεινε τη σύσταση ενός επιστημονικού, συμβουλευτικού και συντονιστικού οργανισμού για τη συστηματική οργάνωση της διαχείρισης των Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου (ΟΔΙΠΥ) σε εθνικό επίπεδο.

Το πόρισμα περιέγραφε την αντιμετώπιση αντίστοιχων καταστάσεων με «ενιαία, μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου, και όχι με μεμονωμένες και ασύνδετες υπηρεσίες και δράσεις πρόληψης ή καταστολής. Ο συνολικός και ενιαίος σχεδιασμός θα πρέπει να αφορά την πρόληψη και καταστολή των πυρκαγιών, καθώς και την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων σε μία λυσιτελή διαδικασία με σκοπό την ενίσχυση της ανθεκτικότητας όλων των παραγόντων που πρέπει να προστατευτούν (κοινωνία, οικονομία, περιβάλλον). Είναι ανάγκη να αξιοποιούνται οι νομοθετικές προβλέψεις, με την ενσωμάτωσή τους στον επιχειρησιακό σχεδιασμό στο πλαίσιο ενός ενιαίου εθνικού σχεδίου προστασίας και ασφάλειας από τις πυρκαγιές δασών και υπαίθρου».

«Ο οργανισμός αυτός θα πρέπει να λειτουργεί επιτελικά και συνεργατικά με τους άλλους αρμόδιους φορείς έχοντας ρόλο συμβουλευτικό, συντονιστικό και επιτελικό σε θέματα διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στη χώρα και την αποστολή να σχεδιάζει, να παρακολουθεί και να δίνει ρυθμό στο επιχειρησιακό έργο της διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου» περιέγραφε το πόρισμα για τον ΟΔΙΠΥ. Αξίζει να σημειωθεί πως οι επιστήμονες υπογράμμιζαν τότε πως «χωρίς έναν τέτοιο μηχανισμό δεν θα είναι δυνατό να επιτευχθεί, ούτε η συνεχής και ουσιαστική προσπάθεια για την πρόληψη, ούτε το απαραίτητο κλίμα και πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς».

Η επιτροπή ζητούσε παράλληλα και την ουσιαστική αναδιοργάνωση της δασικής υπηρεσίας, τονίζοντας πως θα πρέπει να στηριχθεί με κατάλληλα μέσα και πόρους, αφού «χωρίς διαχείριση του αγρο-δασικού χώρου το πρόβλημα των πυρκαγιών νομοτελειακά θα αυξάνει ξεπερνώντας τις όποιες μονόπλευρες πολιτικές ενίσχυσης του μηχανισμού καταστολής».

Οι προτάσεις του πορίσματος Γκόλνταμερ για τον ΟΔΙΠΥ:

  • Δημιουργία του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης πυρκαγιών δασών και υπαίθρου που θα περιλάβει τον ενιαίο και κοινό σχεδιασμό μέτρων και δράσεων διαχείρισης των πυρκαγιών σε όλα τα επίπεδα διοίκησης με τη συμμετοχή και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων.
  • Αναθεώρηση της διάρκειας και της έναρξης-λήξης αντιπυρικής περιόδου σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα και τις προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή.
  • Δημιουργία ενός επιστημονικά τεκμηριωμένου εθνικού συστήματος εκτίμησης κινδύνου δασικών πυρκαγιών.
  • Εξισορρόπηση της σχέσης και εξορθολογισμός των δαπανών μεταξύ πρόληψης και καταστολής των δασικών πυρκαγιών.
  • Αξιοποίηση της χρήσης όλων των πόρων βάσει κεντρικού σχεδιασμού και με έμφαση στη βελτιστοποίηση της αποδοτικότητας του συστήματος της δασοπυρόσβεσης.
  • Διενέργεια κοινών ετήσιων και περιοδικών ασκήσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών για εξοικείωση των συμμετεχόντων όσον αφορά ρόλους και διαδικασίες (ειδικότερα με τους κανόνες εμπλοκής), για εκπαιδευτικούς σκοπούς (στο πλαίσιο πιστοποιημένης εκπαίδευσης) και για αξιολόγηση της ετοιμότητας των εμπλεκόμενων φορέων.
  • Σε συνεργασία με την ΓΓΠΠ (ΕΥΔΕΑ), ανάπτυξη ενοποιημένου και κοινού συστήματος διοίκησης περιστατικών καταστολής των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου (NIMS/ICS) βασισμένο στις αρχές της επιχειρησιακής συνεργασίας, τη διάθεση και την αξιοποίηση των πόρων και των δυνατοτήτων (υπηρεσιών) όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
  • Ανάπτυξη κεντρικού συστήματος αναφοράς ημερήσιας ετοιμότητας (αντιπυρική περίοδος) των εμπλεκόμενων φορέων σε θέματα αντιπυρικής προστασίας και συστήματος καταγραφής και χαρτογράφησης χρηματοδοτούμενων έργων πρόληψης (π.χ. ΟΤΑ).
  • Ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού με σκοπό την καλλιέργεια της αντίληψης ασφάλειας (από τις πυρκαγιές) και την ενίσχυση της εθελοντικής συμμετοχής των πολιτών στον κύκλο διαχείρισης των πυρκαγιών δασών και υπαίθρου.

Επιπλέον, μερικές ακόμα προτάσεις του πορίσματος ήταν:

  • Τάχιστη ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάρτισης και θεσμοθέτησης των δασικών χαρτών και του δασολογίου και ανάκληση των ρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στους ψηφισμένους νόμους (Ν.4280/2014 και Ν.4315/2014), οι οποίοι αυξάνουν την ένταση και τον αριθμό των χρήσεων που επιτρέπονται στα ελληνικά δάση.
  • Άμεση επίλυση των χρόνιων προβλημάτων και τροποποίηση της δασικής νομοθεσίας όσον αφορά την αλλαγή χρήσης γης των εκτάσεων που χαρακτηρίσθηκαν ως ΑΔ (δασωθέντες αγροί) στο κτηματολόγιο, ώστε να μειωθεί η συνέχεια και το φορτίο της καύσιμης ύλης.
  • Τροποποίηση της νομοθεσίας αναφορικά με τη διαδικασία αδειοδότησης για παρεμβάσεις στη φυσική βλάστηση εντός ιδιοκτησιών (γηπέδων, οικοπέδων κ.λπ.).
  • Συμβολή των ΟΤΑ στη δημιουργία μιας κεντρικής και ενιαίας βάσης δεδομένων Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος (ΟΠΣ) Πολιτικής Προστασίας με τα μέσα, εργαλεία και προσωπικό όλων των εμπλεκόμενων φορέων που διατίθενται για επιχειρησιακή χρήση στη διαχείριση των πυρκαγιών.
  • Νομοθετική ρύθμιση για την εκπόνηση από τους ΟΤΑ ολοκληρωμένων τοπικών σχεδίων αντιπυρικής προστασίας σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος και των πολεοδομικών τους συγκροτημάτων.