Ενώ είναι μουσουλμάνος του δωδεκαδικού Σιιτισμού ως προς τη θρησκεία και έχει υποστηρίξει τα δίκαια των Παλαιστινίων, μη διστάζοντας να κάνει λόγο και για «γενοκτονία» στη Γάζα, έχει ταυτοχρόνως επιτυχία στους προοδευτικούς Εβραίους της Νέας Υόρκης, ιδιαιτέρως στους νέους που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί και αντιταχθεί στις προηγούμενες γενεές. Ανήκει στους «Δημοκράτες Σοσιαλιστές» και με τον τρόπο αυτό βρίσκεται στο αριστερό άκρο των Δημοκρατικών. Στο Κουίνς κατά την ημέρα της πρώιμης ψηφοφορίας, ο Μαμντάνι πλαισιώθηκε στην ομιλία του από τον γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς και από την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές, με τον Σάντερς να δηλώνει ότι είναι πάλι δυνατό οι άνθρωποι της εργασίας να συσπειρωθούν και να νικήσουν τους ολιγάρχες. Με τον τρόπο αυτό ο Μαμντάνι διχάζει και το Κόμμα των Δημοκρατικών, καθώς ένα μεγάλο μέρος του κόμματος ανησυχεί έντονα για τη ριζοσπαστικοποίηση και απευθύνεται περισσότερο στα εύπορα στρώματα. Παραμένει το γεγονός ότι η νίκη Τραμπ επήλθε ακριβώς λόγω της έλλειψης ριζοσπαστικοποίησης των Δημοκρατικών, λόγω της αποτυχίας τους να απευθυνθούν στα λαϊκά και εργατικά στρώματα, όπως ήταν άλλωστε η παλαιά παράδοσή τους, προτού στραφούν στον ελιτισμό. Στις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος κέρδισε με χαρακτηριστική άνεση τον πρώην κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο, τον οποίον βάραιναν και σκάνδαλα σεξουαλικής παρενόχλησης, ενώ είναι γιος του Μάριο Κουόμο, κυβερνήτη κατά την περίοδο 1983-1994. Ο Κουόμο, όμως, επανήλθε ως ανεξάρτητος, αφότου αποσύρθηκε ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Έρικ Άνταμς λόγω σκανδάλων.

Ο Μαμντάνι απευθύνθηκε σε πολύ συγκεκριμένα προβλήματα των πολιτών της Νέας Υόρκης, όπως τα πολύ ακριβά ενοίκια, που μπορεί να φτάσουν και πάνω από 5000 δολάρια για ένα μεσαίου μεγέθους διαμέρισμα, η άπιαστη για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα ιατρική περίθαλψη, ακόμη και η δυσκολία απόκτησης θρεπτικής τροφής. Οι επαγγελίες του Μαμντάνι αφορούν σε πάγωμα των ενοικίων, σε δημόσια παντοπωλεία για την εξασφάλιση τροφής, όπως και για δημοτικούς λαχανόκηπους που θα προσφέρουν οπωροκηπευτικά σε προσιτές τιμές. Ταυτοχρόνως, υποσχέθηκε δωρεάν βρεφονηπιακούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, όπως και δωρεάν μέσα μεταφοράς και μια αλλαγή στάσης στη φορολόγηση των υπερπλουσίων. Μίλησε ακόμη για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 30 δολάρια την ώρα μέχρι το 2030. Έκανε επίσης λόγο για μια Νέα Υόρκη που θα είναι ασφαλής χώρος για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Το μυστικό του Μαμντάνι είναι ότι δεν χρησιμοποίησε ιδεολογική και ηθικιστική γλώσσα εναντίον του νεοφιλελευθερισμού ή του τραμπισμού ή, μάλλον, δεν έκανε μόνο αυτό. Προχώρησε ταυτόχρονα σε μια πολιτική του συγκεκριμένου με άξονα την τροφή, τη στέγαση, τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και νηπιαγωγεία. Την πολιτική του την κοινώνησε στον λαό, με περπάτημα στις γειτονιές ή τρέξιμο σε μαραθώνιους, συνομιλίες με νοσοκόμους, ταξιτζήδες, μαγαζάτορες, διαθέτοντας πάντως μια πειστική απλότητα στην ομιλία του. Για την προεκλογική του καμπάνια εργάστηκαν πάνω από 90.000 εθελοντές, δημιουργώντας ένα πραγματικό κίνημα από τα κάτω. Το «Χ» και το «Tik Tok», στα οποία επίσης έχει δυναμική λόγω και της εμπειρίας του ως ηθοποιός, συνυπάρχουν με τη δράση στους δρόμους. Για την πληθωριστική άνοδο των τιμών των φαγητών χρησιμοποίησε τη λεξιπλασία «Halalflation».

Το γεγονός ότι ο Μαμντάνι αψήφησε με τόλμη τους κοινούς τόπους για το πώς κερδίζονται οι εκλογές διανοίγει έναν νέο τρόπο για την Αριστερά. Δεν στρογγύλεψε τον λόγο του, για να απευθυνθεί στο κέντρο, δεν φοβήθηκε να μη δυσαρεστήσει σπόνσορες, πρόταξε την προσωπική του απεύθυνση προς τους μη προνομιούχους έναντι της φρόνησης που θεωρείται ότι πρέπει να έχει ένας υποψήφιος συστημικού κόμματος, προκειμένου να αποσπάσει χορηγίες. Τα βέλη της προπαγάνδας που τον χαρακτήριζαν πότε ως «σοσιαλιστή» και πότε ως «ισλαμιστή εξτρεμιστή» γύρισαν μπούμερανγκ υπέρ του. Με μια γνήσια διαθεματικότητα συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του τον δικαιωματισμό, εντάσσοντάς τον σε προτεραιότητες της καθημερινότητας με περισσότερο ταξικό χαρακτήρα.

Ο Μαμντάνι θα είναι πλέον ο πρώτος Μουσουλμάνος δήμαρχος Νέας Υόρκης, ο νεότερος για πάνω από έναν αιώνα και ο πρώτος μετανάστης δήμαρχος από τη δεκαετία του 1970. Ο Μαμντάνι μπορεί να αποτελέσει έναν εναλλακτικό πόλο στον Ντόναλντ Τραμπ. Αν ο Τραμπ είχε απευθυνθεί στους ανθρώπους των αποβιομηχανισμένων πολιτειών των κεντρικών ΗΠΑ μέσω του πολιτισμικού και οικονομικού εθνικισμού, ο Μαμντάνι απευθύνθηκε σε πτωχοποιημένα αστικά στρώματα και σε νέους μιλένιαλς και ζούμερς σε αδιέξοδο. Και οι δύο υπήρξαν αντι-ελίτ στα κόμματά τους, ή, μάλλον, μέλη μιας «αντι-ελίτ ελίτ», με τη σημαντική βεβαίως διαφορά ότι ο αντιελιτισμός του Ντόναλντ Τραμπ στράφηκε σύντομα σε μια φαντασμαγορική φασίζουσα αντιμεταναστευτική πολιτική, ενώ ο Μαμντάνι συσπειρώνει τους δικούς του νεόπτωχους ψηφοφόρους με ένα όραμα παγκόσμιας αλληλεγγύης. Αν στην περίπτωση της εκλογής Τραμπ, πολλοί είχαν πει ότι ήταν ένα σύμπτωμα της αποτυχίας των Δημοκρατικών να ριζοσπαστικοποιήσουν με αριστερό τρόπο τον λόγο τους μέσω της προώθησης λ.χ. του Μπέρνι Σάντερς, τώρα δίνεται μία νέα ευκαιρία και οι Δημοκρατικοί να παλέψουν στο πεδίο των λαϊκών στρωμάτων, έστω των αστικών. Ενώ οι Ντόναλντ Τραμπ και Τζέι Ντι Βανς είχαν δώσει φωνή στη ματαίωση των (λευκών) νέων των επαρχιακών περιοχών, ο Μαμντάνι φέρνει στο φως την απογοήτευση νεαρών προοδευτικών αστών που συχνά εκπίπτουν στο πρεκαριάτο.

Ανήκοντας στον δωδεκαδικό Σιιτισμό, ο Μαμντάνι βάζει στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής τις φυλετικές και εθνοτικές μειονότητες, σε μια περίοδο όπου οι ΗΠΑ θα καταστούν «μειονοτικά πλειοψηφική» χώρα, δηλαδή χώρα όπου όλες οι μειονότητες μαζί θα πλειοψηφούν έναντι της πλειονότητας, αλλά και σε μια εποχή όπου η χρήση τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να εκτινάξει την ανεργία. Σε μια εποχή διαρρήξεως της φιλελεύθερης συναίνεσης, ο λαϊκισμός, δεξιός ή αριστερός, φαίνεται ότι είναι το μέλλον των ΗΠΑ. Ο Μαμντάνι εμβυθίζεται στις υγιέστερες μη ρατσιστικές και μη φασίζουσες πηγές του θαλερού αμερικανικού λαϊκισμού.

Τα δυσκολότερα είναι βεβαίως μπροστά του. Μια πρώτη παλινωδία του, που αρχίζει να διαφαίνεται, είναι ότι, ενώ παλαιότερα είχε ζητήσει αναστολή της χρηματοδότησης της αστυνομίας και μάλιστα είχε προβεί σε κριτική για ομοφοβία και άλλες μορφές κοινωνικού ρατσισμού, υπαναχώρησε ήδη ως υποψήφιος δήμαρχος. Ωστόσο, οι πιθανές διενέξεις με την Εθνοφρουρά που έχει εξαπολύσει ο Ντόναλντ Τραμπ και ο μη έλεγχός του επί του αστυνομικού σώματος της Νέας Υόρκης μπορεί να δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση, ειδικά αν η κυβέρνηση Τραμπ επιλέξει τον δρόμο της σύγκρουσης με αιχμή την αντιμεταναστευτική πολιτική. Οι πρώτες αντιδράσεις του Ντόναλντ Τραμπ είναι ακραίες με απειλή για τη διακοπή χρηματοδότησης στη Νέα Υόρκη και με υπαινιγμούς για τιμωρητική λογική, αν ο Μαμντάνι αντιστεί στην αντιμεταναστευτική πολιτική Τραμπ που αναμένεται να αποτελέσει ένα κρίσιμο σημείο σύγκρουσης. H τακτική Τραμπ να σταματά τη χρηματοδότηση ομοσπονδιακών υποδομών, όταν μια πολιτεία αποτελεί προπύργιο των Δημοκρατικών, έχει οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη συγκρουσιακότητα, σχεδόν σε προεμφυλιακό κλίμα. Και, βεβαίως, η νίκη σε μια πόλη και μάλιστα κατ’ εξοχήν κοσμοπολίτικη και προοδευτική, όπως η Νέα Υόρκη, είναι μια υπόθεση ασυγκρίτως πιο εύκολη από μια επικράτηση της Αριστεράς σε μια τεράστια χώρα, όπως οι ΗΠΑ. Στις δημοτικές εκλογές, είναι περισσότερο αναμενόμενο ένας υποψήφιος να «κάνει δουλειά με το συγκεκριμένο» (κατά την έκφραση του φιλοσόφου Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν), ενώ σε επίπεδο εθνικών εκλογών θα συγκρουστούν μεγάλες αφηγήσεις με την Αριστερά να μην έχει βρει ακόμη τον βηματισμό του συντονισμού της με τον λαό. Μια αισιοδοξία της Αριστεράς θα ήταν άφρων, αλλά και μια α πριόρι απαισιοδοξία θα ήταν δείγμα μικρόψυχου συντηρητισμού.

Παραμένει το γεγονός ότι ο τραμπισμός δύσκολα θα νικηθεί από το «παλαιό καθεστώς» της φιλελεύθερης συναίνεσης. Ο Μαμντάνι έδειξε έναν άλλο δρόμο, έναν άλλο τρόπο. Χαρακτηριστική για τον Μαμντάνι ήταν λ.χ. η τόλμη με την οποία μίλησε υπέρ της Παλαιστίνης, σε αντίθεση ακόμη και με τον Μπέρνι Σάντερς, εγκολπούμενος τις νεώτερες γενιές Αμερικανών και βασιζόμενος σε κινήματα, όπως το Occupy Wall Street και η αντίθεση στις πολεμικές εμπλοκές των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ. Με τον αβίαστο κοσμοπολιτισμό του, ο Μαμντάνι συσπειρώνει τους επισφαλείς της διεθνικής κινητικότητας. Σε μια «πλειοψηφικά μειονοτική» χώρα, όπως οι ΗΠΑ, ο δρόμος είναι η γενναιότητα στις δηλώσεις, ο υβριδισμός φυσικών και διαδικτυακών κοινοτήτων «από τα κάτω», η έμφαση στο συγκεκριμένο με τις μεγάλες αφηγήσεις στο φόντο, όχι στην ψυχαναγκαστική λεκτική επανάληψή τους στο προσκήνιο.