Στις 27 Ιουνίου ο Γιάνης Βαρουφάκης ανακοινώνει την απόφαση της Ελλάδας να διενεργήσει δημοψήφισμα, θέτοντας στην κρίση του ελληνικού λαού το πακέτο των προτάσεων που έχει καταθέσει η τρόικα.
Οι αντιδράσεις τους έχουν αναδρομικά ενδιαφέρον για αρκετούς λόγους. Ο πρώτος είναι η φυσική και αυθόρμητη δυσανεξία που επιδεικνύουν οι θεσμικοί εκπρόσωποι στο Eurogroup απέναντι σε αυτή τη διαδικασία. Ρωτούν τον Βαρουφάκη τι θα κάνει, «θα εξηγήσει το πακέτο μέτρο προς μέτρο»;
Τον ρωτά ο Πιέρ Κάρλο Παντοάν, Ιταλός υπουργός οικονομικών που έχει υπάρξει και διευθυντής του ΔΝΤ από το 2001 έως το 2005. Βεβαίως όλες αυτές οι αναφορές ξεκινούν με ένα γενναίο “ναι μεν αλλά”, καθώς κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πει ότι δεν πρέπει οι Έλληνες να εκφραστούν δημοκρατικά για το αν θέλουν να υιοθετήσουν την πρόταση της τρόικας. Επιχειρηματολογούν όμως αναλυτικά για το ότι τέτοια μέτρα δεν μπορούν να τεθούν στην κρίση των πολλών, οι οποίοι φυσικά δεν θα μπορούν να τα κατανοήσουν.
O Michael Noonan αναφέρει ότι μια τέτοια εξέλιξη δείχνει ότι «χάνουμε τον έλεγχο της κατάστασης, ότι περνάμε σε μια κατάσταση όπου οι αγορές και η κοινή γνώμη ιδίως στην Ελλάδα, θα είναι ο αποφασιστικός παράγοντας». Το ότι η κοινή γνώμη θα παίζει ρόλο στις αποφάσεις λέγεται με τρόμο, αλλά είναι μάλλον μια εναλλακτική διατύπωση για το τι συνιστά δημοκρατία, και είναι βαθύτατα δηλωτικό του χαρακτήρα του Eurogroup ότι επικρατεί τέτοιος πανικός μόλις αναφέρεται το δημοψήφισμα.
Το δεύτερο σημείο που θέτει συστηματικά η απέναντι πλευρά είναι ενοχλητικό, αλλά από τακτική άποψη και από την άποψη των ουσιαστικών πολιτικών συσχετισμών ήταν ένα ερώτημα που τότε ήταν εύλογο και στη συνέχεια αποδείχτηκε μοιραίο. Ποια είναι η εναλλακτική αν απορριφθούν αυτές οι προτάσεις; Ο Ντάισελμπλουμ ρωτά:
Το καταλαβαίνω απόλυτα ότι απορρίπτετε αυτό που έχει τεθεί στο τραπέζι, όμως το ερώτημα είναι ποια είναι η εναλλακτική για τους Έλληνες που θα ψηφίσουν;
Και πιο κάτω θα επαναλάβει ότι αν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό, τότε η κυβέρνηση θα πει στον ελληνικό λαό ότι θα υπάρξει ένα καλύτερο αποτέλεσμα, ότι θα επαναδιαπραγματευτεί. Αυτό όμως δεν φαίνεται πιθανό.
O Σόιμπλε παίρνει τον λόγο για να πει ότι οι Έλληνες μπορούν να ψηφίσουν αν θέλουν, αλλά αυτό δεν θα είναι βεβαίως δεσμευτικό για το δικό του κοινοβούλιο, οπότε ρωτά ποιο είναι το νόημα αυτής της απόφασης.
Αυτό το ερώτημα τίθεται επανειλημμένα και προαναγγέλει το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε η διαπραγμάτευση μετά το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος. Μπορούμε να συνεχίσουμε έναν πολιτικό διάλογο που έγινε μετά το δημοψήφισμα, και αφορά το τι θα έπρεπε να έχει κάνει μετά η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να τιμήσει το ΟΧΙ των ψηφοφόρων, αλλά φαίνεται εδώ ότι η απέναντι πλευρά είχε διαβλέψει ξεκάθαρα ένα πρόβλημα: το δημοψήφισμα θα ήταν ένα εργαλείο πολιτικής πίεσης, αλλά εφόσον δεν προέβλεπε τη συμφωνία που θα προέκυπτε, δεν ήταν σαφές τι θα ακολουθούσε την απόρριψη της πρότασης της τρόικας.
Ο Γιάννης Βαρουφάκης μέσα σε αυτές τις συνθήκες επιχειρηματολογεί με έναν τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις δημοσιογραφικές περιγραφές ούτε για το πώς συμπεριφέρθηκε ούτε για το πώς τον αντιμετώπιζαν οι συνάδελφοί του. Οι ενστάσεις στο πρόγραμμα είναι ταυτοχρόνως πολιτικές αλλά και τεχνικές, και δείχνουν επίμονα την επιθυμία να βρεθεί ένα κοινό πεδίο.
Ξεκινά παρουσιάζοντας το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο θα οδηγούσε το πρόγραμμα: εφόσον δεν μπορούσε να πείσει ότι θα οδηγήσει σε έξοδο από την κρίση, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να μην περάσει από τη Βουλή και να οδηγήσει σε καινούργια πολιτική κρίση.
Η πιο ωμή περιγραφή του προβλήματος προέρχεται από τον Λιθουανό Rimantas Šadžius, ο οποίος περιγράφει το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ ως «τυπικό μετεκλογικό σύνδρομο», τη διαδικασία κατά την οποία ένα κόμμα απεμπλέκεται από αυτά που έλεγε πριν να εκλεγεί! Και συνεχίζει λέγοντας ότι η οικονομική και νομισματική ένωση δεν εξαρτάται από δημοψηφίσματα, ας είναι νόμιμα. Η στάση του Λιθουανού βεβαίως δεν είναι αυτή που καθορίζει τα πράγματα, καθώς είναι μια χώρα αδύναμη που αποτελεί πρακτικά ένα παρακολούθημα της κυρίαρχης πολιτικής, αλλά δίνει γι’ αυτό ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα των παιχνιδιών εξουσίας που λαμβάνουν χώρα εκεί.
Η άρνηση παράτασης του προγράμματος είναι φυσική συνέχεια αυτής της πολιτικής, κι ας πλήττει την αξιοπιστία του Eurogroup, όπως λέει ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών.
Όλες τις φορές που επαναλαμβάνεται η φράση «βεβαίως οι Έλληνες έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν, αλλά…» αντιλαμβανόμαστε ότι το δημοψήφισμα ήταν σαν κεραυνός εν αιθρία μέσα σε έναν τέτοιο θεσμό: ήταν μια πράξη που μετέφερε το κέντρο λήψης της απόφασης στον λαό, αντί για τις κλειστές πόρτες των άτυπων οργάνων της ΕΕ. Δεν εκπλήσσει λοιπόν η εχθρότητα. Αυτό που εκπλήσσει είναι το πόσο αυτονόητο θεωρείται ότι οι αποφάσεις έχουν απομακρυνθεί τόσο από τους ανθρώπους που θα υποστούν τις συνέπειές τους, δηλαδή το έλλειμμα δημοκρατίας.