Στη Δύση έχει σε μεγάλο βαθμό επικρατήσει η άποψη πως η χρυσή ευκαιρία για την ειρήνη χάθηκε το 2000 εξαιτίας του αδιάλλακτου Γιάσερ Αραφάτ. Χωρίς αμφιβολία το ευαγγέλιο του συγκεκριμένου δόγματος είναι το βιβλίο “The Missing Peace” του Αμερικανού διπλωμάτη Ντένις Ρος. Εκεί ο συγγραφέας, που έζησε εκ των ένδον τις διαπραγματεύσεις, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις παλινωδίες του Αραφάτ πριν την τελική απόρριψη μιας υποτίθεται άκρως συμφέρουσας πρότασης. Συγκεκριμένα, ο τότε Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ είχε συμφωνήσει να παραχωρηθεί η Γάζα, το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Όχθης και η Ανατολική Ιερουσαλήμ στους Παλαιστίνιους. Παρ’ όλα αυτά ο Αραφάτ, σε μια στάση που εκ πρώτης όψεως μοιάζει παράλογη, αρνήθηκε. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η φερόμενη ως γενναιόδωρη πρόταση του Μπαράκ ερχόταν μαζί με κάποιους σημαντικούς αστερίσκους. Συγκεκριμένα η συμφωνία προέβλεπε ένα αποστρατικοποιημένο παλαιστινιακό κράτος και την απεμπόληση του δικαιώματος της επιστροφής για τους πρόσφυγες του 1948. Ο Αραφάτ επιδίωξε μια καλύτερη διευθέτηση του προσφυγικού αλλά οι Αμερικανοί του επεσήμαναν πως «οι ανάγκες των Ισραηλινών σε αυτό το θέμα είναι πρακτικές, ενώ των Παλαιστινίων συμβολικές».[1] Ο Αραφάτ επέμεινε με αποτέλεσμα οι διαπραγματεύσεις να ναυαγήσουν. Εντούτοις όταν επέστρεψε στα παλαιστινιακά εδάφη δεν τον περίμεναν οργισμένοι διαδηλωτές, αλλά αντιθέτως του επιφυλάχθηκε ηρωική υποδοχή. Ακόμα και σήμερα, 18 χρόνια μετά το Καμπ Ντέιβιντ, πολύ λίγοι και εξαιρετικά λίγες φορές έχουν κριτικάρει ανοιχτά την τότε επιλογή του Παλαιστίνιου ηγέτη. Και αυτό γιατί το θέμα των προσφύγων του 1948, καίτοι φαινομενικά συμβολικό, εξακολουθεί να επηρεάζει με πολύ πρακτικό τρόπο τη διαμάχη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Πάντως δεν ήταν τόσο παράλογο το 2000 να πίστευαν κάποιοι πως το όλο ζήτημα είχε υποχωρήσει στο συμβολικό πεδίο και συνακόλουθα να προκρίνουν ένα οικονομικό διακανονισμό. Για να αντιληφθούμε το σκεπτικό τους φτάνει κανείς να φανταστεί πως θα υποδέχονταν οι απόγονοι όσων εκδιώχθηκαν από τη Μικρά Ασία το ενδεχόμενο μιας αποζημίωσης από το τουρκικό κράτος 52 χρόνια μετά την καταστροφή. Για τους περισσότερους Παλαιστίνιους όμως τόσο το 2000, όσο και σήμερα ήταν και τους είναι αδιανόητο να απεκδυθούν του δικαιώματος της επιστροφής. Η στάση τους ενδεχομένως να μη βγάζει νόημα σε αρκετούς γι’ αυτό και μια σύντομη αναδρομή στις συνθήκες που δημιούργησαν τον παλαιστινιακό ξεριζωμό το 1948 θα ήταν παραπάνω από ωφέλιμη.
Το Ισραήλ μπορεί να ιδρύθηκε στον απόηχο του Ολοκαυτώματος όμως μια γρήγορη ματιά στις βιογραφίες των λεγόμενων πατέρων του αρκεί για να γίνει αντιληπτό πως η ραχοκοκαλιά και πρωτοπορία της εβραϊκής κοινότητας στην Παλαιστίνη δεν ήταν οι επιζήσαντες της ναζιστικής θηριωδίας. Αντίθετα ήταν εκείνοι που στις αρχές του 20ου αιώνα, και μετά τα ρωσικά πογκρόμ, μετανάστευσαν στο τότε οθωμανικό σαντζάκι της Ιερουσαλήμ. Το ισραηλινό αφήγημα θέλει αυτούς τους ανθρώπους τόσο ευρηματικούς και εργατικούς, ώστε να μπορούν να κάνουν την έρημο της Παλαιστίνης να ανθίσει. Αν μάλιστα κάποιος μελετήσει τη δομή των κιμπούτζ ή την ιστορία του Τελ Αβίβ θα βρει κάποια δόση αλήθειας στον παραπάνω ισχυρισμό. Όμως το εν λόγω αφήγημα προσπερνά τους δύο κρίσιμους παράγοντες που, αν μη τι άλλο, επέτρεψαν στους Εβραίους μετανάστες να δοκιμάσουν την εργατικότητα και ευρηματικότητα τους. Συγκεκριμένα παραβλέπει τόσο την οικονομική στήριξη από την εβραϊκή διασπορά για την αγορά γης στην Παλαιστίνη, όσο και την στάση των γηγενών Αράβων που αντέδρασαν στις κινήσεις της εβραϊκής κοινότητας πολύ αργά και χωρίς αποτέλεσμα.
Μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Παλαιστίνη πέρασε στη δικαιοδοσία των Βρετανών. Αν δύο στοιχεία χαρακτήρισαν την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας αυτά ήταν η αύξηση της εβραϊκής μετανάστευσης και η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ της αραβικής και της εβραϊκής κοινότητας. Καθώς αμφότερα οξύνθηκαν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και επειδή η βρετανική οικονομία ήταν καθημαγμένη, οι Βρετανοί αποφάσισαν να μεταβιβάσουν την ευθύνη για το μέλλον της Παλαιστίνης στον νεοσύστατο τότε ΟΗΕ. Συνακόλουθα, ο διεθνής οργανισμός το 1947 εκπόνησε ένα σχέδιο διχοτόμησης που έδινε το 56% της περιοχής στην εβραϊκή κοινότητα. Σήμερα το συγκεκριμένο σχέδιο μπορεί να φαντάζει άπιαστο όνειρο για τους Παλαιστίνιους αλλά τότε δικαίως προκάλεσε το ανάθεμα των Αράβων. Και αυτό γιατί ο ΟΗΕ δεν έδινε απλά την πλειοψηφία των εδαφών της Παλαιστίνης σε μια μειονότητα που μετανάστευσε στην περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά επίσης χώριζε το αραβικό κομμάτι σε τρία διαφορετικά κομμάτια και, τέλος, έθετε την Ιερουσαλήμ υπό διεθνή έλεγχο.
Όμως ακόμα και έτσι το σχέδιο του ΟΗΕ είχε ένα σημαντικό μειονέκτημα για την εβραϊκή κοινότητα. Τα εδάφη που της παραχωρούσε κάθε άλλο από δημογραφικά ομοιογενή ήταν. Μάλιστα, σε πολλές από τις περιοχές που προβλεπόταν να περάσουν στο εβραϊκό κράτος το αραβικό στοιχείο υπερτερούσε. Υπό αυτή την έννοια η ένοπλη σύγκρουση που, μετά τη ψήφιση του σχεδίου από τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ το Νοέμβριο του 1947, φάνταζε μονόδρομος δεν ήταν μια κατ’ ανάγκη απογοητευτική προοπτική για τους ηγέτες της εβραϊκής κοινότητας. Και αυτό γιατί διαμέσου του πολέμου θα δινόταν η δυνατότητα να διευθετηθεί το πληθυσμιακό ζήτημα γρήγορα και αποφασιστικά.
Έτσι, όταν στα τέλη του 1947 άρχισαν να σημειώνονται αψιμαχίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων, έκανε την εμφάνισή του ένα φαινόμενο που θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές μέχρι την οριστική κατάπαυση του πυρός. Οι συγκρούσεις και οι ταραχές στις περιοχές που προορίζονταν για το εβραϊκό κράτος ακολουθούνταν από τη μάλλον βίαιη έξοδο του αραβικού στοιχείου. Οι Βρετανοί αποφάσισαν να αποχωρήσουν επίσημα από την Παλαιστίνη στις 14 Μάιου 1948, την ίδια μέρα ο επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας Μπεν Γκουριόν κήρυξε την ίδρυση του Ισραήλ στην οποία τα γειτονικά αραβικά κράτη αντέδρασαν άμεσα με κήρυξη πολέμου. Εκείνο ήταν και το χρονικό σημείο όπου κορυφώθηκε η φυγή των αραβικών πληθυσμών. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, από τα τέλη του 1947 μέχρι και το τέλος των εχθροπραξιών γύρω στις 700,000 Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Για να γίνει σαφές το μέγεθος της εξόδου πρέπει κανείς να λάβει υπόψη ότι μετά τη φυγή στα εδάφη που τελικά αποτέλεσαν το νεότευκτο Ισραήλ υπήρχαν συνολικά 870,000 κάτοικοι εκ των οποίων 150,000 Άραβες που αρνήθηκαν ή δεν μπόρεσαν να φύγουν. Η ήττα των αραβικών στρατών πέρα από την ταπείνωση έφερε και τον εγκλωβισμό των ξεριζωμένων. Γι’ αυτούς τους λόγους στη συνείδηση των Παλαιστινίων τα γεγονότα του 1948 συνοψίζονται στη λέξη «νάκμπα» που θα πει καταστροφή.
Το ισραηλινό αφήγημα θέλει τη φυγή των Παλαιστινίων ως μη προμελετημένη και κυρίως ως αποτέλεσμα των συστάσεων του Μουφτή της Ιερουσαλήμ Χατζ Αμίν αλ-Χουσεΐνι. Μια άποψη που, μεταξύ άλλων, αποτυπώνεται ανάγλυφα στη ταινία «Έξοδος» του 1960 με πρωταγωνιστή τον Πωλ Νιούμαν. Όμως, όπως έχουν αποφανθεί και οι λεγόμενοι νέοι ιστορικοί του Ισραήλ, η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη και ο τρόπος που εξωθήθηκαν οι Παλαιστίνιοι σε φυγή παραπέμπει στην εφαρμογή συγκεκριμένου σχεδίου που εκπονήθηκε από τις εβραϊκές πολιτοφυλακές, του σχεδίου «Νταλέτ» ή, επί το ελληνικότερο, «Δέλτα».[2] Επίσης η μαζική έξοδος που σημειώθηκε μετά την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ δεν είχε ανάγκη φιλικών συστάσεων. Οι βιαιοπραγίες των Εβραίων ενόπλων που είχαν σημειωθεί μέχρι τότε ήταν παραπάνω από αρκετές. Κορυφαίο παράδειγμα η σφαγή του χωριού Ντερ Γιασίν που έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 1948. Το περιστατικό, στο οποίο σημαίνοντα ρόλο έπαιξε ο μετέπειτα πρωθυπουργός του Ισραήλ Μέναχεμ Μπέγκιν, ήταν τόσο άγριο που εκτός από τον τρόμο στους Παλαιστινίους προκάλεσε τέτοια διεθνή κατακραυγή που η ηγεσία της εβραϊκής κοινότητας αναγκάστηκε να το καταδικάσει. Τέλος, το ότι οι εβραϊκές πολιτοφυλακές εφάρμοσαν σχέδιο δημογραφικής αποσυμφόρησης φαίνεται από το γεγονός ότι μετά την κατάπαυση του πυρός οι Ισραηλινοί αρνήθηκαν σε όσους έφυγαν να επιστρέψουν.
Τα γεγονότα του 1948 ήταν ένα μεγάλο σοκ για τους πρόσφυγες που δεν έχασαν απλά το σπίτι τους, αλλά και τη χώρα τους. Ξαφνικά βρέθηκαν υπό τη δικαιοδοσία άλλων αραβικών κρατών που, μαζί με τον ΟΗΕ, δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτε περισσότερο από λίγες σκηνές και φαγητό. Για να αντιληφθεί κανείς την αλλαγή στην ανθρωπογεωγραφία των περιοχών που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες αρκεί να σκεφτεί πως η Γάζα με την εισδοχή 250,000 ψυχών τριπλασίασε τον πληθυσμό της μέσα σε λίγες μέρες.[3] Όσο δε γινόταν αντιληπτό πως η κατάστασή τους δεν ήταν προσωρινή, τόσο οι πρόσφυγες άρχιζαν να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως θύματα μιας κατάφορης αδικίας. Μοιραία το αίτημα της επιστροφής ξεκίνησε να αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις με τα κλειδιά των εγκαταλειμμένων σπιτιών να γίνονται ιερά κειμήλια και με τις ιστορίες γύρω από τον αυθεντικό τόπο καταγωγής να κυριαρχούν στην ανατροφή των παιδιών στους καταυλισμούς.
Σταδιακά η φυγή του 1948 άρχισε να αποτιμάται ως κομβικό λάθος και να κυριαρχεί η άποψη πως παρά τις συστάσεις, τις απειλές και τους διωγμούς τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν η πλειοψηφία των Παλαιστινίων είχε παραμείνει στα σπίτια τους. Σε αυτό το πλαίσιο, όταν οι Ισραηλινοί το 1967 εισήλθαν σε Δυτική Όχθη, Ιερουσαλήμ και Γάζα οι Παλαιστίνιοι φρόντισαν να μη σημειωθεί καμία φυγή. Έτσι, στα 50 χρόνια που ακολούθησαν ήταν σε θέση να αντισταθούν, με τα ελάχιστα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους, στις προσπάθειες των Ισραηλινών να απαλλοτριώσουν και να εποικίσουν τη γη τους.
Στο βαθμό που δεν προβλέπεται δίκαιη διευθέτηση της διαμάχης είναι χιμαιρικό να περιμένει κανείς οι Παλαιστίνιοι, παρά το πέρας ήδη 70 χρόνων, να απεμπολήσουν το δικαίωμά τους στην επιστροφή. Και αυτό γιατί στη νοοτροπία τους κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με προδοσία που θα ολοκλήρωνε το μοιραίο λάθος των προγόνων τους να φύγουν από τις πόλεις και τα χωριά τους. Γι’ αυτό ο Αραφάτ είπε όχι στη «γενναιόδωρη» πρόταση του Μπαράκ το 2000. Γι’ αυτό και ο Αμπάς σήμερα, παρά τις αμέτρητες προηγούμενες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις του, αρνείται a priori να συζητήσει τη «συμφωνία του αιώνα» που προωθεί ο Τραμπ.