Το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ), λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της καραντίνας σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, διαβλέπει επερχόμενη συσσώρευση χρεών στις επιχειρήσεις αυτές, οι οποίες δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν οφειλές προς το δημόσιο και τις τράπεζες.
Όπως αποκαλύπτει η έρευνα, σε ποσοστό 37,2%, δηλαδή περίπου 4 στις 10 επιχειρήσεις, δήλωσαν ότι δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ενώ σε ποσοστό 33,4% δήλωσαν ότι δεν θα μπορέσουν να καταβάλουν τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις στο δημόσιο.
Την ίδια ώρα ένα ποσοστό 16,5% των μικρών επιχειρήσεων, δήλωσε ότι αδυνατεί να πληρώσει δανειακές υποχρεώσεις. Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο ότι 6 στις 10 επιχειρήσεις, δεν έχουν δανειακές υποχρεώσεις προς τις τράπεζες. Ωστόσο το ίδιο γεγονός αποδεικνύει ότι για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις για τις οποίες εκκρεμεί η αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων, που ανέρχονται σε σημαντικό ποσοστό της τάξεως του 46,2%, 1 στις 2 επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει το ποσό.
Παράλληλα ένα 16,2% των επιχειρήσεων παρουσιάζει αδυναμία να καλύψει τις υποχρεώσεις προς τους προμηθευτές, Μία στις δέκα επιχειρήσεις που εκτιμούν ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε οφειλές προς τους προμηθευτές έχει ενταχθεί στο μέτρο αναστολής πληρωμής των επιταγών. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων, σε ποσοστό 74,9%, δηλώνει πως δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα κάλυψης των χρεώσεων προς τους προμηθευτές.
Η έρευνα επισημαίνει ότι ακριβώς λόγω των στοιχείων οπου αναφέρονται παραπάνω, είναι πιθανό να δημιουργηθεί ένα πλήθος υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί περαιτέρω το ήδη υψηλό ιδιωτικό χρέος.
«Βουτιά» στον τζίρο έως και 46%
Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις καταγράφουν και τεράστια πτώση της οικονομικής δραστηριότητάς τους. Το πλήγμα που αναφέρει η έρευνα της ΓΕΣΕΒΕΕ, αφορά την πλειονότητα, η οποία πασχίζει να επιβιώσει σε συνθήκες μειωμένης ζήτησης.
Όπως σημειώνει η έρευνα, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για τον κορονοϊό, 8 στις 10 επιχειρήσεις (81,7%), παρουσίασε μειωμένο τζίρο σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Ένα ποσοστό 11,8%, ανέφερε πως ο τζίρος του παρέμεινε σταθερός, ενώ μόλις ένα 3,9% κατέγραψε άνοδο του τζίρου.
Χαρακτηριστικό για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι μικρές επιχειρήσεις είναι ότι ο μέσος όρος μείωσης του τζίρου για 8 στις 10 επιχειρήσεις είναι 46%.
Απολύσεις και λουκέτα
Η έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και για την ανεργία καθώς 2 στις 10 επιχειρήσεις (21,1%), δήλωσαν πως είναι πολύ πιθανό το προσωπικό τους να μειωθεί το επόμενο εξάμηνο, ενώ μόλις το 5% δήλωσε πως θα προχωρήσει σε προσλήψεις. Υπογραμμίζεται ακόμα ότι με βάση τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα, εκτιμάται πως μέχρι το τέλους του έτους κινδυνεύουν να χαθούν περίπου 190.000 θέσεις εργασίας.
Την ίδια ώρα και στο ίδιο πλαίσιο 1 στις 3 (33,9%) επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας τους το επόμενο διάστημα.
Η ΓΣΕΒΕΕ υπογραμμίζει πως «μια στις τρεις επιχειρήσεις εστίασης κινδυνεύει με λουκέτο»
Δυσαρέσκεια για τα μέτρα της κυβέρνησης δηλώνει η πλειονότητα
Ένα ποσοστό που ανέρχεται περίπου σε 55,1% των επιχειρήσεων, δηλώνει λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο με τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση έναντι σε ένα μικρότερο αλλά σημαντικό ποσοστό, που ανέρχεται περίπου σε 40% και δηλώνει πολύ ή αρκετά ικανοποιημένο.
Σε σχέση με τα μέτρα που θέσπισε η κυβέρνηση, ένα ποσοστό 42,5% αξιοποίησε το μέτρο της μείωσης ενοικίου κατά 40%, ενώ ένα πολύ μικρότερο ποσοστό, 27,8% χρησιμοποίησε τη δυνατότητα αναστολής των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων.
Περίπου 100.000 μικρές επιχειρήσεις αντιμέτωπες με λουκέτο μετά την άρση των έκτακτων μέτρων
Αναφορικά με τα μέτρα που θεσπίστηκαν για τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, χρήση του μέτρου έκανε ένα ποσοστό 20,1%, ενώ μόνο 1 στις 10 επιχειρήσεις (9,6%) αξιοποίησε τις δανειοδοτήσεις που χορηγήθηκαν από τις τράπεζες, με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.
Η ΓΣΕΒΕΕ, με βάση τα δεδομένα που παραθέτει στη μελέτη της ζητεί τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων τόσο για τη στήριξη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και για την αναπλήρωση των χαμένων εισοδημάτων προκειμένου να τονωθεί η ζήτηση στην αγορά.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «Φαίνεται πως τα μέτρα και οι μέχρι σήμερα πολιτικές της κυβέρνησης που αποσκοπούν στην ανάσχεση των δυσμενέστερων των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης δεν είναι επαρκώς προσαρμοσμένα στον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της κρίσης, αλλά ούτε και στα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας που στην συντριπτική της πλειοψηφία αποτελείται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
»Επιπλέον, το εύρος των μέτρων δεν επαρκεί για να καλύψει τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού συνόλου που πλήττεται δυσανάλογα από τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Η εκτίμηση ότι η ύφεση αν και βαθιά θα είναι βραχύβια και κατ’ επέκταση σε λίγους μήνες η οικονομία θα επανακάμψει «πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε» πιθανότατα δεν θα επιβεβαιωθεί εάν οδηγηθούμε σε κατακρήμνιση της οικονομικής δραστηριότητας και εκτίναξη της ανεργίας», συμπληρώνει η ΓΣΕΒΕΕ.