Οι ώρες των ευθυνών
του Θάνου Καμήλαλη
Όταν εμφανίζεσαι στη Βουλή και ανακοινώνεις επίσημα, με στοιχεία, ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών παρακολουθούσε για 8 μήνες έναν Υπουργό της κυβέρνησης και για δύο ολόκληρα χρόνια τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, τον πρώην Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, τον πρώην Σύμβουλο του Μητσοτάκη σε θέματα Ασφάλειας και τη ηγεσία της Γενικής ∆ιεύθυνσης Αµυντικών Εξοπλισµών, η πρόταση μομφής είναι αυτονόητη. Ο Αλέξης Τσίπρας, με τη σωστότατη επιλογή του να μην κρυφτεί πίσω από απόρρητα και να μιλήσει συγκεκριμένα, δημόσια, στη Βουλή, για το τι συνέβη, δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει την τριήμερη συζήτηση για ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.
Η πρόταση μομφής έχει δύο στόχους. Πρώτον, να αναγκαστεί ο Μητσοτάκης να έρθει στη Βουλή και να μιλήσει για το σκάνδαλο. Να μην είναι δηλαδή ταξιδάκι ενώ πιστοποιούνται οι συνταρακτικές αποκαλύψεις που χαρακτήριζε «απίστευτες συκοφαντίες». Ξέρουμε ότι δεν είναι δεδομένο ότι θα κάνει την τιμή ο Μητσοτάκης να εμφανιστεί στη Βουλή για απαντήσεις. Θα πρέπει τώρα να σχολιάσει χωρίς να σηκωθεί και να φύγει, όπως ντροπιαστικά έκανε όταν ο Τσίπρας τον ρώτησε για τις παρακολουθήσεις Χατζηδάκη και Φλώρου. Δεύτερον, να τοποθετηθούν με την ψήφο τους οι υποστηρικτές της κυβέρνησης στη Βουλή. Δεν θα είναι μαγκιά να την ψηφίσουν μετά από αυτά τα στοιχεία, θα είναι αυτοταπείνωση.
Σε αντίθεση με τον Τσίπρα, οι βουλευτές και βουλεύτριες της ΝΔ, έχουν ένα δίλημμα που είναι πολύ συγκεκριμένο: Αν θα νομιμοποιήσουν με την ψήφο τους αυτό το παρακράτος. Αν θα γίνουν συνένοχοι σε αυτή τη συνεχή εκτροπή και αν θα τολμήσουν να πουν ότι «όλα είναι καλώς καμωμένα» σε αυτό το πρωτοφανές σκάνδαλο που διασύρει, εντός και εκτός Ελλάδας, Κυβέρνηση, Δικαιοσύνη, Ένοπλες Δυναμεις, Κράτος Δικαίου, Δημοκρατία.
Σίγουρα θα φαντάζονταν κάπως αλλιώς την αρχή της προεκλογικής τους εκστρατείας, αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή. Σε μία περίοδο που όλα περιστρέφονται γύρω από το ατομικό και κομματικό συμφέρον, που πρωταρχικό μέλημα είναι η επανεκλογή και η «νίκη», τίθεται ένα ερώτημα γύρω από τον πόσο αυτοεξευτελισμό και δημοκρατική φθορά αντέχει ο καθένας τους, για να κοιτάξει την πάρτη του και το «μαγαζί» του. Τίποτα πλέον δεν αμφισβητείται, τίποτα δεν είναι απλές πληροφορίες, τίποτα δεν είναι μόνο εξώφυλλα εφημερίδων. Είναι όμως αυτός καιρός για να ορθώσεις ανάστημα στον άνθρωπο που θα σε βάλει στα ψηφοδέλτια; Είναι καιρός να αμολήσει η κυβέρνηση τα ΜΜΕ της εναντίον σου, όπως συμβαίνει με τον τελευταίο θεσμό που όρθωσε ανάστημα, την ΑΔΑΕ και τον Πρόεδρό της; Διλήμματα…
Η τραγική ειρωνεία εδώ, είναι ότι η παράταξη που κάνει συνεχώς επιδείξεις πατριωτισμού, υπευθυνότητας, που μονίμως ανησυχεί για την εθνική μας ασφάλεια, που κόπτεται τόσο πολύ για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα», που συκοφαντεί τόσο καιρό κάθε φωνή κριτικής ως «υποκινούμενη από ξένα συμφέροντα», καλείται τώρα να νομιμοποιήσει και να χειροκροτήσει την παρακολούθηση της ηγεσίας του Στρατού και ενός «δικού τους», για να στηρίξει τον Πρόεδρό του. Να χειροκροτήσει δηλαδή το γεγονός ότι η «ανεξέλεγκτη» υπό τον Μητσοτάκη ΕΥΠ, για λόγους «εθνικής ασφάλειας» παρακολουθούσε τα πρόσωπα που είναι τα ίδια, θεωρητικά, επιφορτισμένα με την «εθνική ασφάλεια».
Είναι φοβερό ότι τόσο καιρό, δεν έχει βρεθεί ένας άνθρωπος της ΝΔ στη Βουλή να δηλώσει «συγκλονισμένος» με τις αποκαλύψεις. Να σοκαριστεί έστω λίγο, να ζητήσει να βρεθούν οι υπεύθυνοι, να ρωτήσει «ποιος ρε παιδιά οργάνωσε αυτό το παραμάγαζο στην ΕΥΠ;». Δεν υπάρχει μία κυβερνητική ανακοίνωση οργής για την παρακολούθηση Χατζηδάκη και στρατηγών. Δεν υπάρχει μία αναφορά σε «υβριδικό πόλεμο, ασύμμετρη απειλή» και όποια άλλη έκφραση έχουν χρησιμοποιήσει για να περιγράψουν έναν «εθνικό κίνδυνο».
Η «καμπάνα» χτυπάει αρχικά για δύο πρώην πρωθυπουργούς, τον Κώστα Καραμανλή και τον Αντώνη Σαμαρά. Δεν είναι τυχαίο που ο Αλέξης Τσίπρας τους ανέφερε ονομαστικά στην ομιλία του, θυμίζοντας τις διαφοροποιήσεις τους, μέσω παρεμβάσεων, στο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Αξίζει να θυμηθούμε τι έχουν δηλώσει:
Καραμανλής: «Σε τέτοιου είδους καταστάσεις η κάθαρση επέρχεται μόνο εφ΄ όσον αποσαφηνιστούν πλήρως. Το θέμα είναι τόσο βαρύ και σοβαρό που δεν επιτρέπεται ούτε αντέχεται να μείνουν σκιές ιοβόλες για την δημοκρατική ομαλότητα. Φως λοιπόν! Άπλετο φως!Το να προκλήθηκαν τα γεγονότα αυτά από κυβερνητική πρωτοβουλία είναι εκτός από αντιδημοκρατικό και παράνομο, τόσο πέρα από κάθε όριο νοσηρής φαντασίας και πολιτικής ανοησίας που είναι αδιανόητο. Παραμένει όμως επιτακτική η ανάγκη να ξεκαθαριστεί ποιοί και με ποια δικαιολογία ζήτησαν κάτι τέτοιο και ποιοί και πώς το ενέκριναν. Η επίκληση του απορρήτου σε τέτοιες περιπτώσεις υποτάσσεται στην ανάγκη κάθαρσης του δημόσιου βίου. Όλα στο φως λοιπόν και από εκεί και πέρα απαραίτητες και με διακομματική συνεργασία οι διορθώσεις του θεσμικού καθεστώτος που διέπει και την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου αλλά και την εν γένει λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών. Αυτά τα στοιχειώδη για να αποτραπεί η περαιτέρω απαξίωση των θεσμών»
Λεπτομέρεια: Η δήλωση αυτή είναι από τις 31 Αυγούστου, όταν η συζήτηση γινόταν μόνο για την παρακολούθηση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη
Σαμαράς: «Δεν πιστεύω, δεν θέλω να πιστέψω ότι η κυβέρνηση υπέκλεπτε τηλεφωνικές παρακολουθήσεις. Θα ήταν αδιανόητο. Αν ίσχυαν όλα αυτά, θα επρόκειτο για μια αντιδημοκρατική εκτροπή. Γι’ αυτό θα πρέπει να δοθούν πλήρεις και ξεκάθαρες απαντήσεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς να δίνουμε την εντύπωση ότι το απόρρητο είναι μια βολική δικαιολογία. Η παράταξή μας θεμελίωσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα και αυτά τα φαινόμενα δεν μπορεί να τα ανεχτεί».
Δευτερευόντως, η ώρα της κρίσης στην κοινοβουλευτική διαδικασια αφορά την Όλγα Κεφαλογιάννη, που επίσης έχει διαφοροποιηθεί συχνά για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο σκάνδαλο, αλλά και τον Κώστα Τζαβάρα, που, επίσης μετά από σειρά διαφοροποιήσεων, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, για «να διευκολύνει το κόμμα». Τέλος, αφορά τους υπόλοιπους, μόνιμους χειροκροτητές του αυτοκράτορα Β’ του Ανέμελου και «Ανήξερου». Από τον θλιβερό Γεραπετρίτη, που χασκογελούσε στην ομιλία Τσίπρα, μέχρι τον τελευταίο βουλευτή και οπαδό.
Aυταπάτες όμως δεν πρέπει να υπάρχουν και ήδη, από τις πρώτες ώρες της συζήτησης, δίνεται μία εικόνα του τι θα λένε σε ομιλίες copy paste οι κυβερνητικοί βουλευτές. Παππάς, Καλογρίτσας, Μάξιμος Σαράφης, η αποθέωση του whataboutism, ουρλιαχτά, ξανά «ναι αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ», νέες φωνές, ad hominem επιθέσεις και διαστρέβλωση. Τον τόνο τον έδωσε ο «αρχηγός», που «δεν είχε ιδέα» για τίποτα. «Να μιλήσουν οι υπουργοί για το έργο τους και βέβαια θα μιλήσουμε και για τα θέματα του Κράτους Δικαίου. Γιατί και εκεί δεν πρέπει να ξεχνάμε όσα έγιναν την περασμένη τετραετία» ανέφερε ο Κυριακος Μητσοτάκης στο σχόλιό του για την μομφή της αντιπολίτευσης.
Τόσο προβλέψιμοι, όσο είναι επικίνδυνη η ηγεσία τους.
Κι αφού, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, μαζευτούν τα 156 «ναι», αφού αναφωνήσουν όλοι μαζί ένα «μπράβο ρε Κυριάκο, καλά τα έκανες», θα πλησιάζει η ώρα των πολιτών. Που θα κληθούν να τοποθετηθουν (όταν μας κάνει τη «χάρη» ο Πρωθυπουργός να ανακοινώσει επίσημα την ημερομηνία) για όλα τα ζητήματα που αφορούν τις ζωές τους, την καθημερινή τους επιβίωση, τα δημόσια ταμεία τους και το πολίτευμά τους.
Να τοποθετηθούν για το τι νιώθουν μετά από μία επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ. Αν τους αρέσει να επιδοτείται με δισεκατομμύρια η κερδοσκοπία στο ρεύμα. Αν νιώθουν ήρεμοι όταν ανοίγουν λογαριασμό. Για το ποια μέρα του μήνα τελειώνουν τα λεφτά του μήνα. Για το αν επιτρέπεται να καταγράφονται υπερκέρδη δισεκατομμυρίων προς όφελος ολιγαρχών, για μία «κρίση που φέρνει ο Πούτιν». Για το αν επιτρέπεται σε ένα παρεάκι να βυσσοδομεί κατά των θεσμών και της δημοκρατίας.
Μιλούσαμε πριν μερικές μέρες στη «Φάρμα» με τον Χαράλαμπο Κουρουνδή, εκ των συνταγματολόγων που αντέδρασαν στη «γνωμοδότηση» Ντογιάκου. «Το κρίσιμο στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, δεν είναι η κατοχύρωσή τους, ακόμα και η συνταγματική, που είναι το ύψιστο θεσμικό επίπεδο, αλλά είναι η άσκησή τους στην πράξη. Είναι η δυνατότητα πραγματικά να εκφραστείς δημοκρατικά και να συμμετέχεις, να διεκδικείς ότι θα επηρεάσει τη λήψη των αποφάσεων ο απλός πολίτης, ο απλός κόσμος εν γένει».
«Η κατακλείδα αυτής της συζήτησης δεν πρέπει να είναι τι λένε οι καθηγητές, τι λένε οι συνταγματολόγοι, ποια θα είναι η επόμενη κίνηση του Ράμμου ή της ΑΔΑΕ…» είχε προσθέσει. Συνεχίζοντας τον συλλογισμό, η κατακλείδα αυτής της κουβέντας δεν πρέπει να είναι ούτε η μομφή Τσίπρα, ούτε τι θα ψηφίσει η ΝΔ, ούτε το ποιος θα πει την καλύτερη ατάκα τις επόμενες μέρες.
Η κατακλείδα όλης αυτής της κουβέντας είναι εμείς, τι κάνουμε, πόσο συμμετέχουμε και πού πάμε.