Τι και πόσο ουσιώδες είναι λοιπόν το στοιχείο που διακρίνει τον αφηγητή ή συγγραφέα ιστοριών από τον συγγραφέα λογοτεχνίας; Η διαφορά είναι νομίζω εφάμιλλη εκείνης που χωρίζει τον άνθρωπο που περπατάει από τον μαραθωνοδρόμο. Η άσκηση, η εμμονή και ο τρόπος. Παρά τη διεθνοποιημένη πλέον τάση που θέλει τα πεζογραφήματα να περιορίζονται σε αφηγήσεις εντυπωσιακών ιστοριών, πιασάρικων ιστορικών θεμάτων ή προσώπων, σε ξέφρενες αναπτύξεις και διακλαδώσεις μιας ευφάνταστης πλοκής, ένα λογοτέχνημα είναι πάντα κάτι παραπάνω από το θέμα του. Όπως και η λογοτεχνική αφήγηση και περιγραφή, κάτι που υπερβαίνει το αφηγούμενο και το περιγραφόμενο.
Όταν ο συγγραφέας περιγράφει ένα αντικείμενο, παλεύει να πει κάτι πάνω και πέρα από αυτό. Παλεύει να καθρεφτίσει επάνω του κάτι από την ιδιοσυγκρασία και την παρουσία του ήρωα, να αποτυπώσει μια κατάσταση, να αποδώσει μια ατμόσφαιρα, να προσδώσει ζωή. Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως λέξεις, όπως η ζωγραφική πρωτίστως χρώμα. Δεν αντλείται ούτε εξαντλείται σε ιδέες και νοήματα.
«Πώς μπορείς αυτό που φτιάχνεις να γίνει έτσι ώστε να μεταφέρει το μυστήριο της παρουσίας, μέσα απ’ το μυστήριο της κατασκευής;», αναρωτιέται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους του περασμένου αιώνα, ο Φράνσις Μπέηκον, απηχώντας απολύτως και τον λογοτέχνη.
Η λογοτεχνία παλεύει να ψελλίσει σε κάθε εποχή κάτι από το μυστήριο της παρουσίας. Παλεύει να αποδώσει το μόνιμο υπαρκτικό παρόν μέσα από τα επικαιρικά συμβεβηκότα του. Παλεύει να πιάσει κάτι από τον μυστηριώδη και μυστηριακό πυρήνα της ζωής μέσα από μια τεχνητή, όπως επισημαίνει ο Μπέηκον, κατασκευή.
Ο αφηγητής, ο παραμυθάς, ο άνθρωπος της ιστορίας, από την άλλη, δεν γνωρίζει ή ακόμα χειρότερα, αντιλαμβάνεται στο περίπου, τα μυστικά και τα μυστήρια της κατασκευής. Παραμένει στο πρωτογενές επίπεδο της φύσης και της ταύτισης. Ο μεν ιδρώνει να προσδώσει φυσικότητα στην χειροποίητη κατασκευή του, ο άλλος να αποδώσει αυτούσια τη φύση, την φυσική πραγματικότητα. Ο συγγραφέας, όπως και ο προπαιδευμένος ή επαρκής αναγνώστης, παίρνουν αποστάσεις από τους ήρωες και τις ιστορίες τους, την αναγκαία απόσταση της κριτικής ματιάς. Αν το βάθεμα της ανάγνωσης συνίσταται στο να κατορθώνεις να διαβάζεις ανάμεσα και πίσω από τις γραμμές, ο λογοτέχνης είναι εκείνος που παλεύει να γράψει ανάμεσα και πίσω από τις γραμμές την ώρα ακριβώς που στήνει τις συγκεκριμένες γραμμές. Ο αφηγητής ιστοριών και ο άπειρος ή απροπόνητος αναγνώστης, από την άλλη, αντιλαμβάνονται το εκάστοτε λογοτέχνημα ταυτιζόμενοι με τον ήρωα και αγωνιώντας για την μοίρα του.
Αφηγητής και αναγνώστης ιστοριών συναντώνται, με την έννοια ότι ο ένας υπηρετεί κι ο άλλος αναζητεί την απάντηση στο ερώτημα «Τι θα γίνει;». Η λογοτεχνία όμως δεν αφορά ποτέ το «τι» γίνεται, αλλά το «πώς» γράφεται κάτι. Το λογοτεχνικό είδος που κατ’ εξοχήν υπηρετεί το αγωνιώδες ερώτημα για την εξέλιξη της πλοκής, υπονομεύοντας ενίοτε με τον τρόπο αυτό και την λογοτεχνικότητα του, δεν είναι άλλο από το αστυνομικό μυθιστόρημα. Έτσι η λογοτεχνία συρρικνώνεται, όχι σε μια ιστορία απλώς, αλλά σε ένα ερώτημα περί της ιστορίας: «whodunit», ποιος το έκανε; Ένα ερώτημα απλή παραλλαγή του θεμελιακού, «τι πρόκειται άραγε να γίνει;». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το μοναδικό ακμαίο πεζογραφικό είδος που αρδεύει πλέον όλο το πεδίο της πεζογραφίας, είναι το αστυνομικό. Δεν το υποτιμώ, τουναντίον. Διαπιστώνω ένα φαινόμενο, αναζητώ τα αίτια μιας τρέχουσας λογοτεχνικής ρηχότητας. Οι μεγάλοι λογοτέχνες αναφύονται από παντού. Η αστυνομική λογοτεχνία, υπερασπίζεται επάξια την λογοτεχνικότητα της χάρη σε ιλιγγιώδη συγγραφικά αναστήματα, όπως η Πατρίτσια Χάισμιθ, ο Ρέημον Τσάντλερ, ο Εντγκαρ Άλλαν Πόε ή ο Γκράχαμ Γκριν.
Στην πρόσφατη παρουσία της στην Ελλάδα, η αλαφροπάτητη Τουρκάλα λογοτέχνης με το συγκλονιστικό συγγραφικό βάρος, Ασλί Ερντογάν, προέβη, διστακτικά, αλλά αποφασιστικά, σε μια καίρια διαπίστωση. Γράφονται σήμερα, ανέφερε η Ερντογάν, εκπληκτικά από πλευράς αρτιότητας και πολυπλοκότητας της δομής και της δράσης, μυθιστορήματα. Για να προσθέσει διστακτικά, μα αποφασιστικά, και μ’ ένα φωτεινό συμπονετικό χαμόγελο, ότι αυτό είναι το πιο εύκολο κομμάτι της διαδικασίας. Το δύσκολο είναι να μπορέσεις να μιλήσεις με απόλυτη ειλικρίνεια και αλήθεια.
Αν η φράση αυτή ακούγεται στ’ αυτιά πολλών τετριμμένη, δηλαδή σχεδόν κενή περιεχομένου ή χειρότερα ταυτολογική (όλοι ειλικρινά γράφουμε, αποδίδοντας μια κάποια αλήθεια) είναι γιατί δεν έχει παρακολουθήσει το οδυνηρό άδειασμα των λέξεων. Την αιμορραγία νοήματος της εποχής μας, για την οποία κάνει συχνά λόγο ο Ευγένιος Αρανίτσης. Οι λέξεις δεν έχουν πια περιεχόμενο, είναι κενά κελύφη. Αποκτούν σημασία μονάχα στο μέτρο που κατορθώνουν να προκαλούν εντυπώσεις. Γίνονται πρώτη ύλη στα ανίερα χέρια πολιτικών και διαφημιστών.
Συγγραφείς του αναστήματος της Ασλί Ερντογάν οι οποίοι κολύμπησαν αναπόταμα όλη τη διαδρομή, αναζητώντας ένα περιεχόμενο στις λέξεις και τα πράγματα, συγγραφείς που συνειδητοποίησαν ότι οι λέξεις αποκτούν περιεχόμενο με τίμημα την ίδια μας την ζωή, (αλγεινά ψυχικά και σωματικά, ενίοτε και θανάσιμα τραύματα) βρέθηκαν να συμπλέουν με τη φράση, το οντολογικό ερώτημα του Φράνσις Μπέηκον, σχετικά με το μυστήριο της παρουσίας.
Γι’ αυτό και η Ερντογάν ομολογεί ότι στη φρίκη της φυλακής, την ώρα που ανακάλυπτε χειροπιαστό το νόημα λέξεων, όπως «ελευθερία», «αλληλεγγύη», «συμπόνια», συνειδητοποιούσε ότι ποτέ δεν καταφέρνουμε να γεμίσουμε τις λέξεις. Ότι μένουν πάντα σε έναν βαθμό λειψές. Όχι μόνο επειδή ο αναγνώστης συμπληρώνει πάντοτε τις λέξεις με το προσωπικό του βίωμα, το προσωπικό του βιωματικό περιεχόμενο, αλλά διότι διατηρούν ή μάλλον διασώζουν ένα κάποιο μυστήριο. Ένα νοηματικό περιεχόμενο που ανάγεται στο πεδίο του μεταφυσικού, δηλαδή του ιερού. Απηχούν μέσα από το έλλειμμά τους την ιδρυτική συνθήκη της θνητότητας και του θανάτου. Απ’ όπου απορρέει το μυστήριο της παρουσίας. Οι λέξεις συμμετέχουν στην αέναη ελλειμματική προσπάθεια του ανθρώπου να ονοματίσει – δηλαδή να ζήσει – ως θνητή ύπαρξη τον κόσμο. Εξ ου και η βαθιά αληθινή, αποφθεγματική φράση της Ερντογάν: «Οι ιστορίες έρχονται μετά, προσφέρουν μια στέγη στο ανολοκλήρωτο της πραγματικότητας».
Αυτή η πάλη με το ανολοκλήρωτο της πραγματικότητας, τον ελλειμματικό χαρακτήρα του βίου, δεν δίνεται ανιδρωτί, ούτε από άνιωτους ή απροετοίμαστους γραφιάδες. Κυρίως δε, δεν δίνεται από συγγραφείς της σχόλης, υφάντρες ιστοριών του σαββατοκύριακου.
Η τέχνη έχει έναν εγγενώς αριστοκρατικό χαρακτήρα. Καθόλου ταξικό, καθότι απαξάπαντες μπορούν να γίνουν μέλη της υψηλής της αριστοκρατίας, δεν είναι όμως δημοκρατική, δεν προσφέρεται, ούτε είναι προνόμιο των πάντων. Κι αυτό το καλλιτεχνικό έλλειμμα της μωροφιλόδοξης πλειοψηφίας που ονειρεύεται τα φώτα της επιτυχίας περισσότερο από το εσωτερικό φως της δημιουργίας, έρχεται σήμερα να συμπληρώσει η διαφήμιση και προώθηση του βιβλίου.
Με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στο άλλο άκρο. Να έχουμε φτάσει σήμερα να συγχέουμε την εμπορική και οικονομική επιτυχία με την ποιότητα. Πράγματα, πολύ συχνά διακριτά. Στα πλαίσια του καταναλωτικού μας πολιτισμού, ενίοτε και εξ ορισμού αντιθετικά. «Αυτός ο συγγραφέας είναι πολύ καλός, αν και βραβευμένος», φέρεται να έχει πει ο Μπόρχες, αποδίδοντας στην εντέλεια την εποχή μας.
Για να επιστρέψουμε στην αρχική διάκριση μεταξύ συγγραφής ιστοριών και λογοτεχνίας, και συγκεκριμένα στο ζήτημα της κατασκευής, το «εύκολο κομμάτι του πράγματος», όπως αναφέρει η συγγραφέας του Θαυμαστού Μανδαρίνου, εκτός από τον αδαή που χτίζει ιστορίες φωτογραφίζοντας απλώς την πραγματικότητα – στείρα μίμηση πράξεως – υπάρχει και ο θεωρητικής σκευής συγγραφέας, άνθρωπος της τεχνικής που γνωρίζει όλα τα μυστικά της λογοτεχνικής οικοδομικής. Πέρα και πάνω από την πελώρια κουβέντα περί αντικειμενικού ή όχι προσδιορισμού της ποιότητας ενός έργου τέχνης, και το αδήριτο γεγονός ότι η μαστορική ικανότητα και αποτελεσματικότητα ενός συγγραφέα είναι μεγέθη μετρήσιμα, όπως ακριβώς το επιτυχημένο ή όχι το έργο ενός μαραγκού με γνώμονα την αστάθεια των επίπλων του, επικρέμεται το τεράστιο ερώτημα περί σκοπού και νοήματος.
Αν δηλαδή στόχος είναι η ιστορία per se, η ιστορία καθεαυτή, μια διαδοχή συναρπαστικών συμβάντων τα οποία μέλλεται να λησμονήσει κανείς κλείνοντας το βιβλίο, τότε η λογοτεχνία λογίζεται ως μία μεταξύ άλλων πολλών ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Ένα απολαυστικό ή κουλτουριάρικο σκότωμα του χρόνου. Με μια λέξη, μιαν πολυτέλεια. Ιδιαίτερα σε εποχές μεγάλων κακουχιών, ψυχικών δυσκολιών και οικονομικής ένδειας. Πρέπει να έχεις λύσει όλα σου το προβλήματα, για να έχεις χρόνο για λογοτεχνία, λένε συχνά πολλοί. Για να έχεις χρόνο να πετάξεις σε μια ιστορία. Γι’ αυτό και για την ξεκούρασή τους προτιμούν το αυστηρό δίωρο της ευστόμαχης κινηματογραφικής ταινίας.
Αν όμως η λογοτεχνία γίνει πολυτέλεια, σκοτωμένος χρόνος, πεθαίνει αυτομάτως και η ίδια. Πασχίζοντας να προσπελάσει το μυστήριο του υπαρκτού, το αίνιγμα της παρουσίας, η λογοτεχνία αναμετράται σε σύγκρουση μετωπική με τα αιώνια ερωτήματα του πόνου, του θανάτου, του έρωτα, της φύσης του κακού και της φύσης της αγάπης. Γι’ αυτό και η μεγάλη λεγόμενη λογοτεχνία ή είναι αποκούμπι και στήριγμα του καθημαγμένου ανθρώπου – ακόμα και στα χαμένα σιβηρικά γκουλάγκ οι άνθρωποι διάβαζαν λογοτεχνία – ή δεν είναι τίποτα. Η λογοτεχνία από την εποχή του ποιητή Ομήρου και του επίσης ποιητή Πλάτωνα ήταν και παραμένει μια μελέτη θανάτου.
Κι επειδή ο θάνατος ταυτίζεται με τη λήθη, η μόνη ίσως ιερή λειτουργία της λογοτεχνίας (για την οποία παλεύουν έμπρακτα συγγραφείς όπως η Ασλί Ερντογάν που πασχίζει να διασώσει και δώσει φωνή στα θύματα) είναι να λειτουργήσει ως προς-ευχή. Δηλαδή ως αναφορά ονομάτων. Οι υπόλοιποι μπορούν να διασκεδάζουν τον πόνο μας αφηγούμενοι ιστορίες. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη.