Για τον «Άνθρωπο που έζησε υπογείως» του Τσαρλς Ράιτ (μετάφραση Γιάννης Πεδιώτης, εκδόσεις ωκυτόκια).
Στην εικόνα δεσπόζει ένα όρθιο πιάνο. Πάνω του ένα περίστροφο, μια χειροβομβίδα, ένα ζευγάρι κιάλια, πολλά μπουκάλια. Πλάι στα πλήκτρα, ακόμα ένα μπουκάλι και ένα ποτήρι — μισοάδεια. Δυο χέρια παίζουν κάποιες τρίλιες, ενώ ο πιανίστας, ένας Αφροαμερικανός με σκούφο και τσιγάρο στο στόμα, ζωσμένος με ένα πολυβόλο, μας κοιτάζει άγρια και πονηρά συνάμα. Πίσω του, δεμένος σε μια καρέκλα, ένας ναζί αξιωματικός δείχνει να μην απολαμβάνει και πολύ το παίξιμό του -σε αντίθεση με μια όμορφη γυναίκα στο βάθος, που κραδαίνει ένα όπλο με φόντο έναν πίνακα που απεικονίζει ένα λουλούδι μπρος σε ένα παράθυρο. Από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα -άχυρα, ανάκατα αντικείμενα πολεμικής υφής, λάβαρα και συνθήματα-καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα γαλλικό υπόγειο πολεμικό καταφύγιο.
Πρόκειται για το εξώφυλλο του δίσκου Undergroud που ο Τελόνιους Μονκ κυκλοφόρησε στην Columbia το 1968. Μια επαναστατική χρονιά για τη Γαλλία, ένας φόρος τιμής του μεγάλου πιανίστα στην φίλη και προστάτιδά του Πανόνικα ντε Κενινγκσβάρτερν, η οποία και είναι αυτή που απεικονίζεται ως η γυναίκα/αγωνίστρια της Αντίστασης. Μια ακόμα συνάντηση φίλων στον δίσκο, η ύπαρξη σε αυτόν μιας διασκευής του In Walked Bud, της σύνθεσης που έγραψε ο Μονκ για τον επίσης εμβληματικό τζαζ πιανίστα Μπαντ Πάουελ. Η μοίρα των δύο αντρών, πέραν της μουσικής ιδιοφυΐας τους συνδέεται με την φυλετική βία: πρώτος ο Πάουελ προστάτεψε τον Μονκ σε έναν καβγά, θυσιάζοντας τη σωματική του ακεραιότητα. μετά ο Μονκ πήρε πάνω του τα ναρκωτικά του Πάουελ, χάνοντας έτσι το δικαίωμά του να παίζει μουσική στα κλαμπ, μένοντας έτσι αποκομμένος για χρόνια από κοινό και δουλειές.
Την εικόνα αυτού του δίσκου και την ιστορία των δύο μουσικών, ξεχασμένη από την ευρεία δημοσιότητα, στην οποία η μουσική τους τυγχάνει πλέον ευρείας απήχησης, χωρίς το κοινωνικοπολιτικό της διακείμενο, θυμήθηκα διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Ράιτ Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως, που κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά ως το πρώτο βιβλίο του νέου εκδοτικού οίκου ωκυτόκια.
Ο Ρίτσαρντ Ράιτ, γεννημένος το 1908 στο Νάτσεζ της Πολιτείας του Μισισίπη, αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της μαύρης λογοτεχνίας του 20ου αιώνα και δεν χρειάζεται συστάσεις. Το ελληνικό κοινό είναι εξοικειωμένο από καιρό με τα βασικά του έργα, το Γέννημα θρέμμα και το Μαύρο αγόρι (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή και Αστάρτη, αντίστοιχα). Και τα δύο αυτά έργα θεματοποιούν με υποδειγματικό τρόπο το φυλετικό ζήτημα στην Αμερική, γεμάτα ένταση και πολιτικό πάθος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ράιτ αποτέλεσε πρότυπο για μαχητικούς μαύρους συγγραφείς, όπως ο Ραλφ Έντισον, το έργο του οποίου, φερ’ ειπείν, Αόρατος άνθρωπος συνεχίζει το έργο του Ράιτ να καταδείξει το κομβικό ζήτημα της μη ορατότητας του μαύρου ανθρώπου στην αμερικανική κοινωνία, ή όπως ο Τζέιμς Μπόλντουιν, της Μιας άλλης χώρας.
Η ιδιαιτερότητα του Ανθρώπου που έζησε υπογείως έγκειται στο ότι, καίτοι γραμμένο τη δεκαετία του 1940, είδε το φως της δημοσιότητας μόλις το 2021 από τον μη κερδοσκοπικό οίκο Library of America. Βιβλίο γραμμένο ανάμεσα στα δύο μεγάλα έργα του Ράιτ της περιόδου -το Γέννημα θρέμμα κυκλοφορεί το 1940 και εγγράφει τον συγγραφέα στον λογοτεχνικό χάρτη με τρόπο οριστικό και αμετάκλητο, το Μαύρο αγόρι το 1945- ο Άνθρωπος… σόκαρε με την ωμή αμεσότητα των περιγραφών του τους υπεύθυνους του εκδοτικού οίκου Harper & Brothers και έμεινε στο συρτάρι του συγγραφέα. Ίσως καλύτερα για εμάς, που πλέον διαθέτουμε μια έκδοση πλήρη: η έκδοση του 2021, την οποία μας προσφέρουν οι εκδόσεις ωκυτόκια στην πληρότητά της, περιλαμβάνει πέρα από το μυθιστόρημα, το αυτοβιογραφικό δοκίμιο «Αναμνήσεις από τη γιαγιά μου», επίμετρο του εγγονού του συγγραφέα Μάλκολμ Ράιτ, το σημείωμα της έκδοσης και αναλυτικό χρονολόγιο. Πραγματικά, θα μπορούσε κανείς να πει, ακολουθώντας μια ρήση του Βιττγκενστάιν από τα κατάλοιπά του «Ό,τι μπορεί να κάνει ο αναγνώστης μόνος του, άφηνέ το στον αναγνώστη» -πραγματικά δεν χρειάζεται να πει κανείς τίποτα παραπάνω.
Ωστόσο, δύσκολα αντιστέκεται κανείς στον πειρασμό να μιλήσει γι’ αυτό το βιβλίο. Η πλοκή ξεκινά σαν ένα τυπικό μυθιστόρημα σκληρού κοινωνικού ρεαλισμού: Ο ήρωας του Ράιτ, ο Φρεντ Ντάνιελς είναι ένα φιλήσυχος νεαρός μαύρος. Ένα Σάββατο, καθώς γυρίζει προς το σπίτι, φορτωμένος στην τσέπη το βδομαδιάτικό του και αδημονώντας να συναντήσει την έγκυο γυναίκα του για να προετοιμαστούν για την αυριανή επίσκεψή τους στην εκκλησία, πέφτει σε έναν αστυνομικό έλεγχο. Για κακή του τύχη στο διπλανό σπίτι από αυτό στο οποίο εργάζεται έγινε ένας στυγνός διπλός φόνος. Οι αστυνομικοί τού φορτώνουν το έγκλημα. Τον οδηγούν στο κρατητήριο όπου τον βασανίζουν σκληρά -η ωμότητα της περιγραφής αυτών των βασανιστηρίων είναι αυτή που σόκαρε τους εκδότες- για να αποσπάσουν την ομολογία του. Αφού την εξασφαλίζουν, του κάνουν τη χάρη να του επιτρέψουν να επισκεφτεί τη σύζυγό του.
Και εδώ αρχίζει ο σουρεαλισμός. Η γυναίκα είναι ετοιμόγεννη και ο Φρεντ συνοδεία ενός αστυνομικού, ζαλισμένος ακόμα από το ξύλο, τη συνοδεύουν στο μαιευτήριο. Εκεί, ο Φρεντ θα εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι θεωρείται αδύναμος και θα αποδράσει. Στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τους διώκτες του θα δει τη σχάρα ενός υπόνομου ανοιγμένη και σε μια αναλαμπή θα αποφασίσει να μπει μέσα.
Ό,τι ακολουθεί είναι ο πυρήνας του μυθιστορήματος. Ο Φρεντ θα βρει στον υπόνομο ένα καταφύγιο. Θα περιπλανηθεί στο αχανές και περίπλοκο δίκτυό του. Θα εντοπίσει τα σημεία εκείνα που οδηγούν στα υπόγεια των πολυώροφων πολυκατοικιών και από εκεί, σαν ένας σωστός γεροτυφλοπόντικας που προβαίνει ακούραστα στο έργο του, θα παρατηρεί αόρατος την «κανονική» ζωή. Αυτή η παρατήρηση θα δράσει αποκαλυψιακά πάνω του, κάνοντάς τον να δει όλον τον παραλογισμό της κοινωνικά ρυθμισμένης ανθρώπινης ύπαρξης που μοιάζει στον αμέτοχο παρατηρητή ως απολύτως άσκοπη και παράλογη.
«Οπλισμένος» με αυτή του την ανακάλυψη, ο Φρεντ θα επιστρέψει στον πάνω κόσμο για να την μοιραστεί με τους διώκτες του. Εις μάτην. Με απογοήτευση θα διαπιστώσει όχι μόνο ότι τον έχουν κιόλας ξεχάσει -το έγκλημα έχει διαλευκανθεί, όχι μόνο ότι τον θεωρούν τρελό -ποιος θα επέστρεφε στον τόπο του βασανισμού του; αλλά και ότι είναι πλέον επικίνδυνος -ένας μάρτυρας των φρικτών βασανιστηρίων της αστυνομίας. Τραγική κορύφωση του μυθιστορήματος αποτελεί ένα καφκικό φινάλε, το οποίο ο αναγνώστης και η αναγνώστρια μπορούν εύκολα να φανταστούν, ειδικά με την ιστορική πείρα του παρόντος.
Στο δοκίμιο «Αναμνήσεις από τη γιαγιά μου» – εξόχως αποκαλυπτικό για τις προθέσεις του συγγραφέα, αλλά και τον τρόπο που οργανώνει το εργαστήρι του, διαβάζουμε χαρακτηριστικά:
«Από την οπτική γωνία του ίδιου του χαρακτήρα , ετούτη η διάλυση, κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπεύει μια στιγμή στη ζωή του κατά την οποία όλο το παρελθόν καταρρέει κι ο ίδιος πρέπει, προκειμένου να επιβιώσει, να κάνει ένα άλμα στο κενό της άμορφης νύχτας και να δημιουργήσει έναν άλλο κόσμο, έναν νέο κόσμο, στον οποίο θα συνεχίσει να ζει. Για μένα -ορθώς ή όχι- το ίδιον της καλής γραφής έγκειται ακριβώς σε τούτη την αίσθηση δημιουργίας του νέου, σε τούτη την ελευθερία, την ανάγκη και την επιθυμία να δημιουργηθεί κάτι το νέο» (σ. 225, οι υπογραμμίσεις του συγγραφέα).
Αυτή η σύμπτωση ανάγκης και επιθυμίας για το νέο είναι που αποτελεί -νομίζω- τον πυρήνα του μυθιστορήματος. Ο Φρεντ μέσα από το ριζικό σοκ του βασανισμού του αρχίζει να βλέπει το μέλλον αλλιώς. Όχι σαν μια πορεία συνέχειας, όχι σαν μια ευθεία, αλλά σαν μια καμπύλη, η πορεία της οποίας καθοδηγείται από την έκπληξη. Θα μπορούσαμε να δούμε τη μετάβασή του σαν μια συνέχεια της πλατωνικής αλληγορίας του σπηλαίου -η προφάνεια της αναλογίας είναι εξάλλου προφανής. Αλλά εδώ πρόκειται για μια αντεστραμμένη εκδοχή του μύθου. Δεν είναι μια πορεία από το υπόγειο προς το φως, αλλά αντίθετα μια πορεία από το φαινομενικό φως του κόσμου στο σκοτάδι που αυτός κρύβει, και στο οποίο στηρίζεται. Ο Φρεντ παρατηρώντας βλέπει την ψευτιά του κόσμου, είτε αυτή είναι η λατρευτική συνάθροιση μιας εκκλησίας, η απόλαυση μιας ταινίας στον κινηματογράφο, η συνηθισμένη, καθημερινή εμπορευματική δραστηριότητα.
Κι εδώ θα μπορούσε να σταθεί, εύλογα, ευλογότατα, μια μαρξιστική ανάγνωση του μυθιστορήματος. Ο εξοικειωμένος με την θεωρία της πραγμοποίησης του Γκέοργκ Λούκατς αναγνώστης θα δει την προφάνεια της ανάγνωσης τούτης: ο Φρεντ βλέπει καθαρά τη φυσικοποίηση των εμπορευματικών σχέσεων στην κοινωνία. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή του μυθιστορήματος εξάλλου θα κλέψει ένα χρηματοκιβώτιο για να επιστρέψει στο λαγούμι του με τη λεία, απολαμβάνοντας τα λάφυρά του με έναν παράδοξο τρόπο: κρεμώντας τα χαρτονομίσματα στον τοίχο σαν να ήταν κάδρα, απογυμνωμένα δηλαδή εκθέματα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας. Σε μια άλλη, εξίσου χαρακτηριστική, σκηνή, αφού κλέψει ακριβά ρολόγια, δεν θα αντέξει το «αποτρόπαιο τικ-τακ τους», γιατί «αυτά τα πράγματα μετρούσαν με ακρίβεια τον χρόνο, έκαναν τους ανθρώπους να ζορίζονται και να τσιτώνουν από την αίσθηση των ωρών που κυλούσαν, έλεγαν ιστορίες μοιραίου τέλους, στέφοντας τον χρόνο βασιλιά της συνείδησης» και θα τα πυροβολήσει.
«Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός», μας πληροφορεί ο συγγραφέας. Θέλω να επιμείνω σ’ αυτόν τον θόρυβο, γιατί, πέρα από τις προφανείς θεωρητικές αναγνώσεις του βιβλίου, που θα μπορούσαν να στρέψουν κάποιους αναγνώστες στην πεποίθηση ότι ο Ράιτ κάνει επαναστατική προπαγάνδα και όχι λογοτεχνία, έχει νομίζω αξία να σημειώσουμε τους καθαρά λογοτεχνικούς τρόπους με τους οποίους ο συγγραφέας οργανώνει το υλικό του. Και ο ήχος, με τη δημιουργία δύο διακριτών ηχοτοπίων, είναι θεωρώ ο βασικός πυλώνας. Από τη διαπλοκή εξωτερικών ήχων (που παραπέμπουν σε μια «κανονική» καθημερινότητα, όπως αυτός του τραμ) με την εσωτερική αίσθηση της κίνησης του αίματος κατά τον βασανισμού του Φρεντ, έως την μανιακή σειρήνα του περιπολικού καταδίωξης που τον ωθεί στον υπόνομο, και την απόλυτη σιωπή που βρίσκει εκεί, η πορεία του Φρεντ είναι μια πορεία όχι ιδεολογικής ανοικειωσης με την κοινωνική πραγματικότητα αλλά ηχητικής:
«Η απέραντη σιωπή έκανε και τον παραμικρό ήχο πέρα για πέρα αλλόκοτο. Κι όμως, αυτοί οι ασυνήθιστοι ήχοι τού ήταν κατά κάποιο τρόπο γνώριμοι πολύ· ναι, αυτό ήταν: ασυνήθιστοι, πλην όμως γνώριμοι! Ήταν σαν να πάσχιζε να θυμηθεί κάτι που είχε σχεδόν σβηστεί από τη μνήμη του. Όμως τι ακριβώς ήταν; Μουσική; Ή μήπως κάποιο τραγούδι; Ή μήπως οι χαλύβδινες ράγες του τραμ; Ή μια σειρήνα; Ή κλάμα μωρού…;» (σ. 79, οι υπογραμμίσεις του συγγραφέα).
Η σιωπή του υπόνομου θα αποκαλύψει το ψεύδος της μουσικής των ανθρώπων, είτε πρόκειται για ψαλμωδίες, είτε για ήχους ταινιών, είτε για φυσικούς διαλόγους. Κι όσο για το κλάμα των μωρών, ο Φρεντ θα έχει από τις πρώτες στιγμές του στον νέο κόσμο, εκεί όπου το νερό κυλούσε ορμητικά -και άρα θορυβωδώς- την επαφή με την αποκαλυπτική εικόνα ενός νεκρού βρέφους, πεταμένου εκεί προφανώς από κάποια μαύρη γυναίκα που δεν μπορούσε να αντέξει την ανατροφή του. Οι βίαιες εικόνες στον Άνθρωπο.. ακολουθούν -σε αντίθεση με την κλασική υστέρηση της βροντής έναντι της αστραπής- κάποιον παράταιρο ήχο. Ο Ράιτ ομολογεί την έμπνευσή του από την τζαζ, για να τονίσει μάλλον την εξοικείωση με την χρήση του φαινομενικά παράδοξου, αλλά αυτή συνίσταται νομίζω και στη δημιουργία αυτών των περιπλοκών ηχοτοπίων που διαπλέκουν σιωπή και θόρυβο για να δείξουν τη φθαρμένη ζωή.
Η μουσική υπογείως. Ο αναγνώστης και η αναγνώστρια μπορούν να επιστρέψουν στον Τελόνιους Μονκ και στο «καταφύγιό» του για να ολοκληρώσουν την εμπειρία της καταβύθισης σε ένα υπόγειο που ανάγεται εντέλει σε υπερώο.