Μέσα από ένα κοντέινερ, σε ένα από τα πολλά κολαστήρια μεταναστών στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου διάβαζε ένα άρθρο σχετικά με την απανθρωποποίηση. Ήταν μια μέρα από εκείνες στις οποίες ακόμα και τα τεράστια φορτηγά καράβια που πλέουν στην περιοχή σπεύδουν στα λιμάνια των νησιών για να προστατευτούν από την επερχόμενη καταιγίδα και τη θύελλα του Νοτιά.
Το άρθρο ήταν πολύ δύσκολο κυρίως γιατί είχε μια φράση που ενώ φαινόταν σημαντική εκείνος δεν μπορούσε να την καταλάβει. Διάβαζε ξανά και ξανά μα δεν κατανοούσε τη φράση ‘τα Άουσβιτς δεν είχαν από την αρχή καμινάδες’. Βέβαια ο συντάκτης έκανε κι άλλες ενδιαφέρουσες αναφορές, όπως:
– στο σαδιστικό χιούμορ των ναζί ανθρωποφυλάκων στους μελλοθάνατους αλλά και των σύγχρονων ανθρωποφυλάκων στους τωρινούς μετανάστες των κολαστηρίων των νησιών
– στο ότι κανείς μας δεν ξέρει ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρξαν γκέτο για Εβραίους
– στο πώς οι μετανάστες εκλαμβάνουν το ότι ζουν με λιγότερα δικαιώματα από τα ζώα.

Τα διάβαζε όλα αυτά ενώ οι εγκλωβισμένοι στο κολαστήριο, έχοντας μόλις ξεπεράσει μία εβδομάδα παγετού σε σκηνές και χωρίς ρεύμα (σσ. σε σκηνές και χωρίς ρεύμα) περίμεναν -χωρίς τη δυνατότητα να κρυφτούν- την καταιγίδα. Και η καταιγίδα ήρθε απότομα χωρίς να στείλει τις πρώτες σταγόνες.

Η γάτα

Είχε μάθει ότι σε κάποιον περιφραγμένο χώρο υπηρεσιών ήταν κοινό συνήθειο των εργαζόμενων να παίζουν στο διάλειμμά τους με μια γάτα -η οποία ποιος ξέρει γιατί, προτιμά να ζει εκεί παρά στην πόλη. Τώρα, μέσα στη δυνατή καταιγίδα, τέσσερις μετανάστες προσπαθούσαν -όσο ήταν στην αναμονή για να γίνουν δεκτοί σε κοντέινερ κάποιας υπηρεσίας- να χωρέσουν κάτω από ένα υπόστεγο 3*2 ώστε να γλιτώσουν τουλάχιστον το κεφάλι τους από τη βροχή που ερχόταν από κάθε κατεύθυνση. Ένας από αυτούς, ανοιξε το μπουφάν του, πήρε τη γάτα και την έβαλε μέσα. Άρχισε να τη χαϊδεύει και να της μιλάει σαν να ήθελε να την καθησυχάσει, όπως μιλάει ένας γονιός στα παιδιά του στις πρώτες αστραπές και βροντές της ζωής τους. Κι ήταν τόσο δυνατή η σκηνή όσο δυνατή ήταν και η σκέψη ότι οι εργαζόμενοι στα κοντέινερ ήταν πιο πιθανό να ανοίξουν την πόρτα τους για να προστατέψουν τη γάτα παρά τον άνθρωπο.

Η καμινάδα

Ξαφνικά μια πόρτα άνοιξε και κάποια γυναίκα τους κάλεσε να μπουν μέσα. Αλλά η ανθρωπιά με την απλότητα και την ασημαντότητα που τη χαρακτηρίζει νικήθηκε από τον φόβο των υπόλοιπων εργαζόμενων που ζητούσαν επιτακτικά να βγουν οι μετανάστες έξω. Ήταν ο φόβος της αρρώστιας, της κλοπής, του κάτι-σαν-ανθρώπου.

-Αυτοί έχουν συνηθίσει να τους φέρονται έτσι και δεν θα τους πειράξει να τους βγάλουμε έξω στη βροχή, φώναξε κάποιος.

Η καμινάδα που έχει χτιστεί εδώ και κάποια χρόνια μέσα στο κολαστήριο άρχισε για πρώτη φορά να καπνίζει. Και ήταν σίγουρος ότι παρά την καταιγίδα που δεν έλεγε να κοπάσει, ο καπνός της καμινάδας μύριζε ανθρώπινο κρέας.