
Ήταν κάποτε ένας καλλιτέχνης, γέννημα-θρέμμα της Θεσσαλονίκης, από οικογένεια προσφύγων της Μικράς Ασίας, σχεδόν αυτοδίδακτος σε όλα όσα καταπιάστηκε με τα χέρια του και την καρδιά του. Ήταν κάποτε ένας καλλιτέχνης που έδινε όλη του τη ψυχή σε όλα εκείνα με τα οποία καταπιάστηκε. Προικισμένος με μια φωνή που δεν χρειαζόταν κανένα μικρόφωνο και καμία ενίσχυση για να φτάσει στις πιο καλά κρυμμένες γωνιές τού μέσα μας, βγαλμένη από κάποια αρχέγονη μυσταγωγία όπου βρήκαν καταφύγιο ταυτόχρονα όλοι οι ρυθμοί της οικουμένης, εκείνοι που ξεκινούσαν από τα βάθη της ανατολής και κατέληγαν στις μεγαλουπόλεις της μεταπολεμικής δύσης. Με ένα κόκκινο μαντίλι στο λαιμό που έγινε το σήμα κατατεθέν του και μια αμφίεση σε τζιν όπως εκείνη που φορούσαν οι φυλακισμένοι στην Αμερική, φόρτωνε σε ένα βανάκι τα «σύνεργά» του από την Τούμπα για να παίξει τις μουσικές του στα μεγαλύτερα θέατρα της χώρας, στα θέατρα του κόσμου. Ήταν ένας καλλιτέχνης που τραγουδούσε για να «σμίξει τον κόσμο», όπως θα έλεγε και ο ποιητής, με λόγια και μουσικές που «έπαιρναν το ίδιο βάρος σε όλες τις καρδιές, σε όλα τα χείλη». Ήταν κάποτε ο Νίκος, ο «Push-Pull», ο «Ινδιάνος», ο Παπάζης. Ο μοναδικός Νίκος Παπάζογλου.
Λήψη πρώτη:
Ήταν 20 Μαρτίου του 1979. Ημέρα γενεθλίων του Νίκου Παπάζογλου, τότε γινόταν 31 ετών. Πριν έναν χρόνο, το 1978, είχε κυκλοφορήσει από τη Lyra του Πατσιφά η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» σε συνεργασία με τον Μανώλη Ρασούλη, τον Νίκο Ξυδάκη, τον Διονύση Σαββόπουλο, τη Βάσω Αλλαγιάννη και άλλους εκλεκτούς μουσικούς και στιχουργούς. Ο δίσκος, όμως, είχε πάει σχετικά άκλαφτος σε πωλήσεις, κάτι στο οποίο συνέβαλε αρκετά το γεγονός πως είχε απαγορευθεί να παίζεται στα ραδιόφωνα από την καραμανλική λογοκρισία. Έξαλλος ο Πατσιφάς, ο οποίος αντιπαθούσε έτσι και αλλιώς τα τραγούδια της «Γυφτιάς» και είχε εκδώσει τον δίσκο για να κάνει χάρη στον Σαββόπουλο και τον Κοντογιάννη- είχε δηλώσει πως δεν ήθελε να δει αυτή την παρέα ποτέ ξανά μπροστά στα μάτια του και ας είχαν τα παιδιά σχεδόν έτοιμα τα τραγούδια για τα «Δήθεν». Ο Νίκος, απογοητευμένος, είχε επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, στο τότε νεοσύστατο «Αγροτικόν» του και στα μαστορέματά του.
Λίγες ημέρες πριν τα γενέθλιά του, λοιπόν, το 1979, περπατάει στη Λεωφόρου Νίκης και συναντάει δυο φίλους του πάνω σε μια μηχανή. Εκείνοι, βλέποντας τον «ζοχαδιασμένο», τον προσκαλούν να παίξει σε ένα γλέντι στο μικρό αμφιθέατρο της Νομικής του ΑΠΘ. Ο Νίκος, αν και στην αρχή ήταν πολύ σκεπτικός, στη συνέχεια δέχεται να παίξει στη συναυλία. Μάλιστα, την πρώτη ημέρα, μέσα στον κακό χαμό, ο Παπάζογλου συνειδητοποιεί ότι κάποιος του είχε βουτήξει το μπλαγλαμαδάκι του. Σταματάει, τότε, τη συναυλία και ανακοινώνει πως θα συνεχιστεί την επόμενη ημέρα εάν και εφόσον το μπαγλαμαδάκι επιστραφεί στο συρτάρι ενός γραφείου του αμφιθεάτρου. Πράγματι, την επόμενη ημέρα το μπαγλαμαδάκι ήταν στο συρτάρι και ο Νίκος έπαιξε στη Νομική.
Και εκεί γίνεται το απίστευτο, ένα κατάμεστο αμφιθέατρο -πάνω από 500 άτομα- τον καταχειροκροτεί, ξέρει απέξω τα τραγούδια του, τα τραγουδάει μαζί του. Η «Εκδίκηση» είχε κυκλοφορήσει χέρι με χέρι, κασέτα την κασέτα μέσα στους κύκλους της νεολαίας η οποία την είχε αγαπήσει, την είχε κατανοήσει, την είχε κάνει κτήμα της. Και αυτό που ο Νικόλας έζησε στη Νομική εκείνο το βράδυ ήταν απλά η απόδειξη για εκείνη την θεαματική αλλαγή που ήδη είχε αρχίσει να λαμβάνει χώρα στον κόσμο της εποχής. Η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» είχε ξεκινήσει να πουλάει σαν τρελή, στα περισσότερα δισκοπωλεία είχε γίνει ανάρπαστη. Τότε ο Πατσιφάς, σύμφωνα με τον μύθο, ρωτάει τον Κοντογιάννη «Που χάθηκαν αυτά τα παλιόπαιδα, μάζεψε τα και φέρ’τα από εδώ να βγάλουμε τον άλλον δίσκο». Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα θα κυκλοφορήσουν και τα «Δήθεν», πάλι σε μουσική και στίχους Μανώλη Ρασούλη και Νίκου Ξυδάκη.

Ένας απάτσι από την Τούμπα στα θέατρα της οικουμένης
«Στη συμφορά του εικοσιδυό
Πρόσφυγας η γιαγιά μου
Από την Πάνορμο έφτασε
Στη χώρα του Αλεξάνδρου
Τη νύχτα στους καταυλισμούς
Φέγγανε τα καντήλια
Στα στρώματα οικογένειες
Τσαμπιά από σταφύλια
Γλυκιά πατρίδα, σπιτικό
Μια ιστορική αρλούμπα
Σε εικονοστάσι τα ‘κλεισε
Καημένη Κάτω Τούμπα
Θα πληρωθεί άραγε ποτέ
Και από ποιον γιαγιάκα
Η θλίψη που σε γιαλαντζή
Τύλιγες ντολμαδάκια»
Νίκος Παπάζογλου, «Γιαγιάκα»
Περπατώντας μια μέρα στην Ανατολικής Θράκης στην Κάτω Τούμπα, σκέφτηκα να περάσω για λίγο από την Επταλόφου, έτσι, δίχως λόγο. Κοντοστάθηκα έξω από το γραφείο του Νικόλα -που ακόμα γράφει το όνομά του πάνω σε μια μικρή πινακίδα- και για μερικά δεύτερα είχα την παρόρμηση να χτυπήσω την πόρτα, σαν μην είχαν περάσει κιόλας 14 χρόνια από τότε που έφυγε από κοντά μας, σαν να περίμενα να πέσει ο μανδύας σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου εκείνος θα μου άνοιγε και θα μου κερνούσε καφέ.
Όλα μόνος του τα είχε φτιάξει στο studio, με τα χέρια του. Δεν υπήρχε ούτε καλώδιο, ούτε μπρίζα που να μην είχε περαστεί από τον Παπάζογλου. Τα μηχανήματα τα έφερνε σε κομμάτια από το εξωτερικό και τα συνέδεε ο ίδιος, πολλές φορές ενθουασιασμένος για τις νέες τεχνολογίες. Εξού και το παρατσούκλι «Push–Pull», ένας τύπος ενισχυτή με λυχνίες Vacuum Tubes που χρησιμοποιούσε στο «Αγροτικον». Η επιτομή του DIY, χωρίς μεσάζοντες, χωρίς εφετζίδικα παπατζιλίκια. Μόνο τέχνη και τεχνική. Αλλά και γι’αυτό τον φώναζαν και «Ινδιάνο», όχι μόνο για την αμφίεσή του αλλά και για τον αντικομφορμιστικό τρόπο ζωής και δράσης του. Μόνος του τύπωνε αφίσες και εισιτήρια για τις συναυλίες, μόνος του κανόνιζε να παίξει από άκρη σε άκρη της χώρας, πολλές φορές χωρίς να βάζει τίποτα πίσω στην τσέπη του. Τα φράγκα δεν τον ενδιέφεραν ποτέ τον Νίκο στην καπιταλιστική τους υπόσταση, ήθελε απλά να παίζει ωραίες μουσικές.
Πλέον ο χώρος του στούντιο έχει μετατραπεί επιτέλους στο μέρος που του άξιζε και ίσως να ήθελε και ο Νίκος, στη «Μικρή Σκηνή». Ένας χώρος που φιλοξενεί κυρίως νέους καλλιτέχνες της πόλης, αλλά ενίοτε και παλιούς που δεν πήραν ποτέ τον δρόμο για την Αθήνα. Όπως ακριβώς συνέβαινε και με το «Αγροτικόν» μέχρι να κλείσει, που είχε πάντα ανοιχτές τις πόρτες του για τους καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης και των περιχώρων. Πόσο, μα πόσο τραυματικό υπήρξε για όσους αγαπήσαμε τον Παπάζογλου η μεταροπή του στούντιο σε ποδηλατάδικο, η μετέπειτα «απειλή» ότι θα γίνει κατάστημα απορρυπαντικών. Σε μια Τούμπα που εδώ και χρόνια έχει πέσει στα κοράκια της αντιπαροχής, στις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων που ξεφυτρώνουν σαν τσαμπιά από σταφύλια στη Λαμπράκη και σε όλους τους δρόμους της περιοχής, λαμβάνοντας τη θέση ιστορικών μαγαζιών και στεκιών όπως η Τηνέλλα, σε μια γειτονιά που οι μόνοι που κρατάνε κάτι από την παλιά της υπόσταση είναι οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που μαζεύονται ακόμα πεισματικά τα απογεύματα στα πεζοδρόμια για να πιουν καφέ.
Η Τούμπα της προϊστορίας, η Τούμπα της προσφυγιάς, του ΠΑΟΚ και του οπαδισμού, η Τούμπα του Νίκου Παπάζογλου και του «Αγροτικού» που αν και γεννήθηκε στα Λεμονάδικα του κέντρου την ερωτεύτηκε βαθιά. Εκεί που κάποτε σεργιανούσαν στους δρόμους της όλα τα μεγάλα ονόματα της μουσικής και της διανόησης όταν έκαναν στάση στα λημέρια του Νίκου. Μα πάνω από όλα, η Τούμπα των ανθρώπων της, που τόσο αγάπησε ο Παπάζογλου και τόσο τον αγάπησαν και εκείνοι γιατί ποτέ δεν θέλησε να ξεχωρίσει από τον κόσμο της, τον κόσμου του.
Και ποιος δεν πέρασε την πόρτα του «Αγροτικού» του, είτε για να ηχογραφήσει είτε απλά για να γίνει μέλος έστω και λίγο εκείνης της μυσταγωγικής κατάστασης που είχε δημιουργήσει ο Παπάζογλου; Από ρεμπέτες και «σκυλάδες», λαϊκούς ερμηνευτές μέχρι ροκάδες, πανκάδες και φρικιά. Το κατάφερε αυτό ο Νίκος, να ενώνει τόσους πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, τόσα πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής και κοσμοθεωρίας μεταξύ τους, να δημιουργεί παρέες που έγραψαν ιστορία.

Από τον Μάνο Χατζιδάκι που τον πήρε ο ύπνος ένα μεσημέρι στον καναπέ μέχρι τον νεαρό Θανάση Παπακωνσταντίνου που έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική, τον Σωκράτη Μάλαμα που έπαιζε μαζί του κιθάρα, τους Χειμερινούς Κολυμβητές, τις Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά, τον Ορφέα Περίδη, την Ελένη Τσαλιγοπούλου, τη Μελίνα Κανά, τη Λιζέτα Καλημέρη, μια σειρά από πανκ συγκροτήματα που ο Νίκος τους έδωσε χώρο και χρόνο για να ηχογραφήσουν στο στούντιο του. Ο Παπάζογλου με το «Αγροτικόν» και ο Γιώργος Πεντζίκης με το «Magnanimus» κατασκεύασαν και καθόρισαν τη σύγχρονη ελληνική μουσική από τα σπλάχνα της, αποκεντρώνοντας έστω και για λίγο την εγχώρια σκηνή από τις δαγκάνες της πρωτεύουσας.
Και έπειτα, οι μουσικοί του Νίκου, η λεγόμενη «Σχολή της Θεσσαλονίκης». Η «Ταχεία Θεσσαλονίκης», αρχικά, και μετά η «Λοξή Φάλαγγα» με το αριστερό και δεξί της κέρας, όπως τους ονόμαζε αναλόγως τα μουσικά όργανα που έπαιζαν. Δημήτρης Μυστακίδης στην κιθάρα, Παναγιώτης Κουτσουράς στο μπουζούκι, Μιχάλης Καπηλίδης στα ντραμς, Κώστας Τσούγκρας στα πλήκτρα είναι μερικοί από τους δεκάδες μουσικούς που συνεργάστηκαν με τον Παπάζογλου σε δίσκους, σε συναυλίες, σε περιοδείες. Μουσικοί που έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν με όλα τα μεγάλα ονόματα, στα τραγούδια που αγαπήσαμε και μας έπλασαν ως ανθρώπους και ως χαρακτήρες.

Και πάνω από όλα, η αντίληψη του Νίκου για τη μουσική, για τους ρυθμούς της, για την ενορχήστρωση των τραγουδιών. Ένα χάρισμα που κουβαλούσε ο ίδιος αλλά και το εκπαίδευε σε όλη του τη ζωή, άκουγε ένα τραγούδι, έναν ρυθμό και γνώριζε πως έπρεπε να πάρει φόρμα και μορφή, πως να μπει σε μια σειρά και να δημιουργήσει ένα δικό του αφήγημα μέσα σε έναν δίσκο. Ιστορίες έλεγε ο Νίκος με τα τραγούδια του, όπως έλεγε και στην κανονική ζωή. Αστεία, χαβαλεδιάρικα πειράγματα, ερωτικούς αμανέδες που έβγαιναν με έναν λυγμό και έναν αναστεναγμό από τα βάθη της ψυχής ως ανακούφιση και όχι ως ακόμα μια γλυκερή ρομαντζάδα που μόνο σκοπό έχει να εκμεταλλευτεί τα πιο ευγενή μας συναισθήματα.
Τραγούδια όπως ο θρυλικός «Αύγουστος» από το «Χαράτσι» του 1984, που τα παίδευε για χρόνια, τα κουβαλούσε μέσα του, τα έγραφε, τα έσβηνε, τα ξαναέγραφε στα τετράδια και στα ακόρντα του, ρωτούσε τους ποιητές και τους φίλους για αυτά, προσπαθώντας άλλοτε να ξεχάσει και άλλοτε να θυμηθεί εκείνα τα λιτά μαλλιά που τόσο πολύ τον είχαν συγκλονίσει.
Τότε, στα μεγάλα θέατρα της οικουμένης, που όταν έπαιζε αυτό το τραγούδι μπορούσες να ερωτευτείς ακόμα και το αεράκι που φυσούσε, τον κόσμο ολόκληρο.
Από την άλλη, τα κρυφά διαμάντια των δίσκων του Νικόλα. Εκείνα που δεν παίχτηκαν πολύ στο ραδιόφωνο ούτε στις συναυλίες του, τραγούδια όπου φαίνονται οι πειραματισμοί του Παπάζογλου με τους ήχους της εποχής, με την ηλεκτρική κιθάρα, με τη ροκιά και τα μπλουζ, αλλά και με τα προβλήματα του καιρού του, όπως τα ναρκωτικά, η απομόνωση και η μοναξιά, ο κόσμος που άλλαζε αλλά ταυτόχρονα έμενε πεισματικά ίδιος.
Σε μια κουβέντα, με έναν μεγάλο θαυμαστή του Νίκου όπως και εκλεκτό συνάδελφο δημοσιογράφο, τον Κώστα Μανιάτη, τον ρώτησα ποιον δίσκο του Παπάζογλου αγαπάει πιο πολύ και γιατί.
«Τα “Δήθεν” βεβαίως και απολύτως λογικά, δεν βρίσκονται συχνά στην πρώτη θέση των προτιμήσεων των φανς του Παπάζογλου αλλά κοίτα τι συμβαίνει τώρα», μου τονίζει ο Κώστας.
«Χωρίς να προσπαθώ να ξεχωρίσω πρέπει να παραδεχθώ ότι αυτά με έκαναν να δώσω μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του και νομίζω ότι ξέρω τον λόγο. Φταίει που τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου δεν έχουν χιλιοπαιχτεί από τηλεόραση/ραδιόφωνο/ μαγαζιά και έτσι όταν ακούσεις για πρώτη φορά το “Φίλε αδελφή ψυχή” δεν μπορείς να το βάλεις αμέσως στο μπάκραουντ και να συνεχίσεις ό,τι έκανες -όπως για παράδειγμα με τον “Αύγουστο” που έχεις μεγαλώσει, θες δεν θες, μαζί του. Η αγάπη όμως στερεώθηκε και με τα “Σύνεργα” για παρεμφερή λόγο. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, θα αρκούσε και μόνο η “Παράβαση” αλλά αν επέμενα σε αυτό θα ήταν λίγο κλεψιά γιατί εκεί μπλέκει και το έτερο κόλλημα, ο Σαββόπουλος. Οπότε ναι, τα “Δήθεν”, με το “Δευτέρα ξημερώματα”, με το “Σαν μια ταινία”, κάπως έτσι τον αγάπησα και κάπως έτσι απαντάω σε κάτι που δεν με ρώτησαν ποτέ: “Πότε κατάλαβες ότι Νίκος Παπάζογλου θα είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής σου;».
Λήψη δεύτερη:
Καλοκαίρι του 1984, στο Άκτιο. Ήταν το πρώτο ροκ φεστιβάλ που διοργανώθηκε στην Ελλάδα με ηχηρά ονόματα της εγχώριας σκηνής να στελεχώνουν αυτό που αργότερα αποκαλέστηκε το «Ελληνικό Γούντστοκ». Ανάμεσα σε αυτούς τους καλλιτέχνες που έπαιξαν σε εκείνο το θρυλικό φεστιβάλ, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Τζίμης Πανούσης, οι Φατμέ, ο Βαγγέλης Γερμανός, οι Magic De Spell, αλλά και ο Νίκος Παπάζογλου. Ο Νίκος είχε ήδη κυκλοφορήσει δυο δίσκους με τον Μανώλη Ρασούλη και τον Νίκο Ξυδάκη οι οποίοι όχι μόνο είχαν συγκλονίσει το μουσικό σύμπαν της μεταπολίτευσης αλλά και επανανοηματοδότησαν ριζικά την έννοια του λαϊκού τραγουδιού. Τι γύρευε όμως ένας «λαϊκός ερμηνευτής» σε ένα ροκ φεστιβάλ, αναρωτήθηκαν ορισμένοι σκληροπυρηνικοί παρευρισκόμενοι, μη γνωρίζοντας τις ροκ καταβολές του Παπάζογλου.
Κάποιος ανόητος πετάει σε ευθεία βολή ένα γυάλινο μπουκάλι μπύρας που πετυχαίνει και τραυματίζει τον Νίκο κάτω από το δεξί του μάτι. Ο Νίκος βγάζει το κόκκινο μαντήλι που φορούσε, σκουπίζει τα αίματα από το πρόσωπό του και συνεχίζει να παίζει ακάθεκτος σαν άλλος Iggy Pop. Αν αυτό δεν είναι ροκ, τότε τι άλλο μπορεί να είναι;

Ο Νίκος και ο ίσκιος του
Σε μια συζήτηση με τον Βασίλη Παπαδόπουλο, φίλο του Νίκου και ιδρυτή της σελίδας «Ομάδα Φίλων Push–Pull-Νίκου Παπάζογλου» στο Facebook -μιας σελίδας που πλέον απαριθμεί χιλιάδες μέλη, καταλήξαμε πως ο Νίκος Παπάζογλου είναι απίστευτα πολλά περισσότερα πράγματα εκτός από το έργο του, είναι οι εκατοντάδες ιστορίες του, η ζωή που επέλεξε να ζήσει μέχρι το τέλος..
«Ποτέ δεν μπορείς να κάνεις ένα ξερό αφιέρωμα στον Νίκο», μου λέει. «Ο Νίκος ήταν τόσα πολλά πράγματα που θέλεις καιρό για να τα βάλεις σε σειρά».
Ο Παπάζης ο μουσικός, ο αμανετζής, ο χαβαλεδιάρης, ο μηχανικός, ο μάστορας, ο ψαράς, ο πιλότος που τριγυρνούσε τα καλοκαίρια πάνω από τη βόρεια Ελλάδα με ένα μικρό αεροπλανάκι για να προλάβει τις φωτιές. Ο Νίκος της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της επαρχίας, των νησιών. Σε κάθε τόπο που διάβηκε άφησε και το στίγμα του, το αποτύπωμά του.

«Η πρώτη μου επαφή μουσικά με τον Νίκο ήταν στο πατρικό μου, από την μητέρα μου», μου εξομολογείται ο Βασίλης. «Συγκεκριμένα με τα Δήθεν και την Εκδίκηση της Γυφτιάς. Πρώτη φορά τον είδα ζωντανά το 1992 στον Λυκαβηττό, ενώ γνωριστήκαμε από κοντά όταν ήμουν φαντάρος το 1998 στην Ξάνθη. Με τη μετάθεση Θεσσαλονίκη ένα απόγευμα όντας εξοδούχος και γυρνώντας στην Τούμπα, τον πετυχαινω στο Κουτούκι του Κρητικού, μαζί με Κουτσουρά, Μυστακίδη, Κυριάκο Γκουβέντα. Εκει έκατσα στο τραπέζι τους και ξεκίνησε μια πιο φιλική σχέση, σε σημείο να έχω το θάρρος να τον πάρω τηλέφωνο ή να πάω στο Αγροτικόν. Τα τηλέφωνά του ακόμα το κρατάω.
Δεν έφυγε ο Νίκος για εμένα. Η μουσική του με καθόρισε γιατί κυρίως ήταν σχεδόν όλα βιώματα μου. Αλλά κυρίως με καθόρισε η στάση ζωής του,και προσπαθώ να έχω την απλότητα του. Ήταν και είναι σταθμός ο Νίκος για εμένα», λέει ο Βασίλης την ώρα που ετοιμάζει ένα ακόμα αφιέρωμα στον Παπάζογλου στη Λάρισα.
Την ομάδα στο Facebook την έφτιαξε με πολλή αγάπη για τον Παπάζη, με ευγένεια στη μνήμη του και τους συνεργάτες του, αλλά δεν περίμενε ποτέ πως θα έχει τόσο μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Πολλοί φίλοι του Νίκου τον βοήθησαν, όπως ο Σωτήρης Μπέκας, η Δέσποινα Χαραλαμπίδου, ο Κώστας Παγωνίδης, μέλη της Λοξής Φάλαγγας που του παραχώρησαν κομμάτια από τα αρχεία τους όπως και μνήμες και ιστορίες για τον Παπάζογλου.
Για τον Βασίλη, όπως και πολλούς άλλους φίλους και θαυμαστές, η μνήμη του Παπάζογλου θα έπρεπε να τιμάται περισσότερο, όπως θα άξιζε σε έναν καλλιτέχνη του βεληνεκούς του Νίκου. Πάντα με σεβασμό και ευγένεια στη μνήμη του αλλά και με τρόπους που ο Νίκος θα φύγει από τη σκιά της Λήθης και θα συνεχίσει να αποτελεί ενεργό τμήμα της μουσικής, όπως άλλοι καλλιτέχνες που έχουν φύγει.
Πριν από μερικά χρόνια μια παρέα φίλων ξεκίνησε να περπατήσει στους δρόμους που διάβηκε ο Νίκος. Μια πολύτιμη ταινία βγήκε από όλη αυτή την προσπάθεια, το «Εγώ και ο Ίσκιος μου: Ένα ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Παπάζογλου». Αθέατες στιγμές και ιστορίες για τον Παπάζογλου, από φίλους, από γνωστούς, από την οικογένεια του, λαμβάνουν πάλι σάρκα και οστά. Μια καλή αρχή που θα μπορούσε να γίνει και να φέρει σε επαφή ξανά τον κόσμο με τα όλα όσα υπήρξε ο Νίκος Παπάζογλου σε όλες τις εκφάνσεις του.
Λήψη Τρίτη:
Αρχές της δεκαετίας του 1990. Αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, η ακροδεξιά και οι νεοναζί στη Γερμανία σηκώνουν κεφάλι και ξεκινάνε -σχεδόν απρόσκοπτα- μαζικά πογκρόμ εναντίον αριστερών, μεταναστών και μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Στο στόχαστρο των Γερμανών Νεοναζί εκείνη την περίοδο μπαίνουν οι Έλληνες «γκασταρμπάιτερ». Γίνονται αιματηρές επιθέσεις εις βάρος μελών της Ελληνικής κοινότητας, καίγονται μαγαζιά, καταστρέφονται περιουσίες, ενώ σε πολλές γερμανικές πόλεις με ισχυρή την παρουσία της ακροδεξιάς, οι απειλές και η τρομοκρατία γίνονται καθημερινότητα.
Μια τεράστια αντιφασιστική συναυλία διοργανώνεται από αντιρατσιστικές οργανώσεις στο Βερολίνο με κεντρική παρουσιάστρια τη Βανέσα Ρεντγκρεϊβ. Στη συναυλία συμμετέχουν πολλά και διαφορετικά συγκροτήματα από όλον τον πλανήτη που προσκλήθηκαν να παίξουν τις μουσικές τους και να ενώσουν τον κόσμο σε εκείνη την ταραγμένη εποχή, σπάζοντας τον φόβο. Μεταξύ των καλεσμένων καλλιτεχνών είναι και ο Νίκος Παπάζογλου με τη Λοξή Φάλαγγα. Η Ρεντγκρεϊβ -γνωστή του Μανώλη Ρασούλη από τα χρόνια της εξορίας του στο Λονδίνο λόγω της Χούντας- καλωσορίζει τον Νίκο στη σκηνή: «Ένας υπέροχος μουσικός, ένας υπέροχος τραγουδιστής».
Ο Νίκος υπήρξε, μεταξύ άλλων, ένας πολύ αγαπητός καλλιτέχνης της ομογένειας η οποία πάντα γέμιζε τις σκηνές και τα θέατρα όταν εκείνος τύχαινε να τραγουδήσει στο εξωτερικό. Η συμμετοχή του σε αυτή τη συναυλία όχι μόνο ενίσχυσε κατά πολύ την αγάπη των ελλήνων μεταναστών στο πρόσωπο του Παπάζογλου, αλλά υποδαύλισε τη φήμη του ως σπουδαίου μουσικού και εκτός συνόρων.

Της ζωής μας το παιχνίδι, ένα φιλμ τρελό μέσα σε μια ρωγμή του χρόνου
Θα τον γούσταρε πολύ ο Νίκος τον ΛΕΞ, αν και άφησε πίσω του πολλά περισσότερα από «ιστορίες και κανά δυο φωτογραφίες». Θα του άρεσε ο τρόπος που τα κάνει όλα μόνος του, που γεμίζει θέατρα χωρίς καμία διαφήμιση, χωρίς κανέναν διαμεσολαβητή και που κατάφερε να κάνει μια ολόκληρη Ελλάδα να τραγουδάει πάλι για τη Θεσσαλονίκη. Με άλλους ρυθμούς, με άλλους σκοπούς, με άλλους στίχους πολύ πιο σκληρούς αλλά και τόσο αληθινούς όσο και οι δικοί του. Ένας ακόμα ποιητής που δεν τον ένοιαξε να είναι ποιητής, που τον τραγουδάνε οι τρελοί και οι αλήτες αλλά και εκείνοι κρυφά πίσω από τα σίδερα.
Κατά κάποιον τρόπο, η παρακαταθήκη του Παπάζογλου εντοπίζεται ακόμα στους καλλιτέχνες της πόλης, τόσο στους παλιούς όσο και στους νεώτερους. Αυτή η σταθερή ανάγκη κατανόησης αυτής της πόλης που φαγώνεται σε κάθε άκρη της από τη θάλασσα όπως και της ανθρωπογεωγραφίας της, των γειτονιών της και όσα τις συναρθρώνουν, ένα μωσαϊκό πολλών και διαφορετικών ιστοριών και αναμνήσεων, αυτή η ώσμωση προοδευτικότητας και πολιτικού, θρησκευτικού και οπαδικού φανατισμού που συγκινούσε πάντα τους καλλιτέχνες κάθε εποχής λόγω των τεράστιων αντιφάσεων της.
Ο Νίκος Παπάζογλου άφησε πίσω του επτά προσωπικούς δίσκους και δεκάδες συμμετοχές, live ηχογραφήσεις, ενορχηστρώσεις, ηχοληψίες δίσκων. Άφησε πίσω του σχεδόν όλα όσα κατασκεύασαν τη μεταπολιτευτική κουλτούρα ως σήμερα, όπως και συνεχίζουν να την φτιάχνουν ενεργά.
Που να φανταστούν ο Παπάζογλου, ο Ρασούλης και ο Ξυδάκης όταν έφτιαχναν τα πρώτα τραγούδια τους, όταν η τότε διανόηση τους κατέκρινε για «ακατανόητες λαϊκούρες», ότι θα άνοιγαν τον δρόμο για μια ριζική αλλαγή, για μια επανανοηματοδότηση της σχέσης των νεοελλήνων με την παράδοση, σε μια προσπάθεια να απαγκιστρωθεί επιτέλους από τις εθνικιστικές βδέλλες και τα χουντικά παράσιτα. Ότι πενήντα χρόνια μετά οι νέοι θα γέμιζαν τα πανηγύρια στην επαρχία και τα νησιά, έστω και από περιέργεια. Έτσι και αλλιώς, «από περιέργεια και από καραγκιοζλίκι» ήθελαν να υπάρχουν και εκείνοι, χωρίς σοβαροφάνειες, χωρίς μικροαστικούς καθωσπρεπισμούς.
Και το κατάφεραν ίσως όσο κανένας άλλος.
Λήψη Τέταρτη:
Άνοιξη του 2008, Τούμπα. Σε ένα καφέ κοντά στο στούντιο της Επταλόφου.
Ο Παπάζογλου παρέα με κάποιους νέους μουσικούς της πόλης που ηχογραφούσαν εκείνο τον καιρό στο στούντιο συζητάει πως σκέφτεται να κλείσει το «Αγροτικόν».
Οι καιροί άλλαζαν σε ραγδαίους ρυθμούς, ρυθμούς που δεν άγγιζαν τον Νικόλα, δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τους ακολουθήσει. Η Αθήνα είχε γίνει, πια, το κέντρο της Ελλάδας, όλοι έψαχναν τον «digital» ήχο, τον εύκολο δρόμο. Ο Νίκος δεν τα συμπάθησε ποτέ αυτά, δεν έβαζε κομπρέσσορες, equalizer και λοιπές φιοριτούρες στα τραγούδια του. Τα παίδευε τα τραγούδια, τα πονούσε, ήταν κομμάτι από τα μέσα του και έτσι ήθελε να τα προσφέρει και στον κόσμο.
Απλά, λιτά, συντροφικά, σαν κάποιος να τα ερμήνευε σε μια παρέα, είτε βρισκόταν στο δωμάτιο ενός σπιτιού είτε σε ένα μεγάλο θέατρο. Δεν έβγαζε τραγούδια για να γίνουν σουξέ, και ας έγραψε και ερμήνευσε κάποια από τα μεγαλύτερα «σουξέ» της Μεταπολίτευσης. Ο Παπάζογλου έκανε καταθέσεις ψυχής, κομμένες και ραμμένες όπως ακριβώς ήθελε εκείνος και κανένας άλλος.
Σε λίγο καιρό, πράγματι, το «Αγροτικόν», το στούντιο που μέχρι και η τελευταία πρίζα είχε κατασκευαστεί και περαστεί από τα δικά του χέρια, θα κλείσει δημιουργώντας τεράστιο πλήγμα στη μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης.
Ο Παπάζης θα χαθεί για λίγο στις θάλασσες του Αιγαίου, στη Νίσυρο του και στη «Βάρδα Στεναχώρια» του Αντρίκου, αλλά η αρρώστια γρήγορα θα τον γυρίσει πίσω. Και θα τον πάρει για πάντα μακριά μας, στις 17 Απριλίου του 2011.
Τη μέρα που ο ουρανός σκοτείνιασε για λίγο και παντού ακουγόταν ένα ραγισμένο μπαγλαμαδάκι να θρηνεί.
Ο κόσμος αγάπησε πολύ τον Νικόλα, αυτές οι διαβόητες «μάζες» που γέμιζαν τα θέατρα και τις σκηνές για να τον ακούσουν. Αλλά πολύ μας αγάπησε και ο ίδιος ο Νικόλας, για αυτή την Ελλάδα τραγουδούσε μέχρι το τέλος του.
Και αυτό δεν το ξέχασε ποτέ κανένας.
«Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
Και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
Εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
Σάμπως φταις κι εσύ καημένη
Και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά
Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
Και βαθιά σ’ ευχαριστώ
Γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
Ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
Να πεθαίνω όπου πατώ
Και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
Πριν λαλήσεις πετεινό
Δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
Μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
Σαν το νόθο με πετάς
Μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Η πιο γλυκιά πατρίδα
Είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
Που τ’ άγια χώματα της
Πόνος και χαρά
Κάθε ένας είναι ένας
Που σύνορο πονά
Κι εγώ είμαι ένας Κανένας
Που σας σεργιανά».
Υ.Γ. Ευχαριστώ πολύ τον Βασίλη Παπαδόπουλο για την πολύτιμη βοήθειά του όπως για το μέρος του αρχειακού υλικού που μου παραχώρησε μέσα από την καρδιά του.