του Θάνου Καμήλαλη
Η ακροδεξιά έχει ριζώσει στις πρόσφατες ιταλικές κυβερνήσεις, με το κόμμα του Σαλβίνι, ωστόσο με τη νίκη της Τζόρτζια Μελόνι, ανεβαίνει επίπεδο. Στην ηγεσία της χώρας, μιας απο τις μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, θα βρεθεί ένα κόμμα με νεοφασιστικές ρίζες, τα «Αδέρφια της Ιταλίας», ό,τι πιο ακροδεξιό έχει βρεθεί σε τέτοια θέση μετά τον Μπενίτο Μουσολίνι, ακριβώς έναν αιώνα πριν.
Και δυστυχώς, μία τέτοια επικράτηση, σε μία ευρωπαϊκή χώρα τέτοιου μεγέθους, μοιάζει να ήταν απλά θέμα χρόνου. Από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008, φασιστικά και ακροδεξιά μορφώματα σταδιακά εμφανίστηκαν με σημαντική δυναμική σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Μέχρι και στη Γερμανία, στη χώρα – αφέντη της Ευρωζώνης, εμφανίστηκε, για παράδειγμα το ακροδεξιό AfD (Alternative for Germany). Στη Γαλλία χρειάστηκε δύο φορές μία αναγκαστική συσπείρωση δημοκρατικών δυνάμεων γύρω από τον Εμάνουελ Μακρόν, προκειμένου να αποφευχθεί μία νίκη της Μαρίν Λεπέν. Στη Σουηδία, οι ακροδεξιοί με ξεκάθαρα φασιστικές ρίζες «Σουηδοί Δημοκράτες» ανεβαίνουν σταθερά εδώ και 10 χρόνια, και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου έφτασαν στο 20%. Δύο ευρωπαϊκά κράτη, η Ουγγαρία και η Πολωνία, θεωρούνται πλέον πανευρωπαϊκά ανελεύθερες δημοκρατίες, ανήκοντας και στην Ομάδα Βίσεγκραντ.
Στην Ελλάδα, η Χρυσή Αυγή είναι στη φυλακή. Αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα. Τα αντανακλαστικά που ενεργοποιήθηκαν αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα έφραξαν τον δρόμο στους νεοναζί, που είχαν φτάσει να είναι τρίτη δύναμη. Ο συνδυασμός της νίκης μέσα στις δικαστικές αίθουσες με τις κινηματικές δράσεις έφραξαν τον δρόμο. Αλλά το κενό της «σοβαρής ακροδεξιάς», που κάποιοι προόριζαν για τη Χρυσή Αυγή, καλύπτεται πλέον από ένα μέρος της Νέας Δημοκρατίας. Έχουμε την ιδιαιτερότητα εδώ, το μεγαλύτερο δεξιό κόμμα, ένα πρώην κεντροδεξιό κόμμα, να διολισθαίνει συνεχώς προς τα ακροδεξιά, αφήνοντας λίγο χώρο για την ακροδεξιά του Βελόπουλου ή όποιου άλλου εμφανιστεί στο μέλλον. Η μετατόπιση της ΝΔ είναι τέτοια, που σήμερα, η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή θα θεωρούνταν, ένα διαφορετικό, κεντρώο κόμμα.
Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου είναι πώς αντιμετωπίζεται η ακροδεξιά. Νομίζω ότι για να απαντηθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να κοιτάξουμε το πώς εκτρέφεται και το πώς εμφανίζεται ως πιθανή «λύση» για εκατομμύρια ανθρώπων. Αυτό πρέπει να συμβεί γρήγορα: Η εύκολη καταγγελία ότι «είναι φασίστες» αρκεί όλο και λιγότερο. Ο φασισμός, ο εθνικισμός, φαίνεται να τρομάζουν όλο και λιγότερο τους πολίτες, βρισκόμαστε εξάλλου 80 και 100 χρόνια, δύο και τρεις γενιές, μετά από τον όλεθρο που προκάλεσαν στον πλανήτη. Ο κόσμος ξεχνάει, η ιστορία γίνεται όλο και πιο μακρινή, τα βιώματα σταματούν. Ακριβώς ό,τι συμβαίνει με την προοπτική του γενικευμένου πολέμου…
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για το τι συμβαίνει σε χώρες που δε ζεις, αλλά τα δεδομένα δείχνουν ότι πολύς κόσμος στρέφεται στον εθνικισμό από απογοήτευση ή/και αντίδραση. Είμαστε σε μία περίοδο όπου, μετά από αλλεπάλληλες κρίσεις και με μία-δυο ακόμα να έρχονται, το πρόγραμμα λέει ότι για πρώτη φορά οι νέες γενιές θα ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες. Φαίνεται επίσης να υπάρχει έντονη η πεποίθηση ότι με το υπάρχον status quo, «τίποτα δεν αλλάζει προς όφελος μου».
Γιατί πέρα από την άνοδο της Ακροδεξιάς, στις ευρωπαϊκές εκλογές νικάει και η αποχή. Μόλις το 64% των ψηφοφόρων άσκησαν το δικαίωμά τους στην Ιταλία, ποσοστό μειωμένο κατά 9 μονάδες σε σχέση με το 73% του 2018. Στη Γαλλία η αποχή επίσης έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ, τόσο στις προεδρικές (με ρεκόρ από το 1969 στον 2ο γύρο), όσο και στις βουλευτικές εκλογες (όπου ξεπέρασε το 50%). Από γαλλικές έρευνες κατά την προεκλογική περίοδο, μπορούμε να δούμε περισσότερα για την αποχή. Χτυπάει περισσότερο στις νεανικές ηλικίες και συνδέεται με την απάθεια, την αποπολιτικοποίηση και την απογοήτευση, όχι με κάποιο πολιτικό μήνυμα. Αυτό φαίνεται ότι επηρεάζει περισσότερο την Αριστερά. Στη Γαλλία οι νέοι ψήφισαν Μελανσόν, οι μεσαίες ηλικίες Λεπέν και οι μεγαλύτερες Μακρόν. Οι μεγαλύτεροι ψήφισαν με συνέπεια. Μα είναι δυνατόν, εν μέσω τόσο σημαντικών γεγονότων, όπως η πανδημία και η ρωσική εισβολή, ο κόσμος να απέχει; Κι όμως, είναι.
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την απογοήτευση των λαών της Ευρώπης έχει φυσικά η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι πολιτικές της Ευρωζώνης. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται μακριά από αυτούς, χωρίς αυτούς, εναντίον αυτών. Ο μονόδρομος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, της κυριαρχίας των αγορών και της αλλεργίας σε οτιδήποτε δημόσιο. Μη εκλεγμένοι, δήθεν «υπεύθυνοι», δήθεν «τεχνοκράτες», ταγμένοι στις υπηρεσίες των αγορών και στη διεύρυνση των ανισοτήτων, στη διαχείρισης των κρίσεων υπέρ των τραπεζών και των ισχυρών λόμπι. Μία Ένωση χωρίς κανένα όραμα, με κενά λόγια περί «ευρωπαϊκών αξιών», βραδυκίνητες διαδικασίες, που έχει αποτύχει σε οποιαδήποτε κρίση κλήθηκε να διαχειριστεί, μεταφέροντας πάντα το βάρος στους ασθενέστερους. Μια Ευρώπη που αρκέστηκε για χρόνια να δείχνει τον μπαμπούλα της κάθε Λεπέν και να ζητάει από τους πολίτες να ψηφίζουν το «μικρότερο κακό». Κι αυτή η τελευταία γραμμή άμυνας φτάνει σε ένα όριο. Μία Ευρώπη επίσης, που φαίνεται ότι σιγά σιγά, αγκαλιάζει επίσημα τη νεοφασιστική ακροδεξιά. Αρκεί αυτή να είναι φιλοΝΑΤΟϊκή, όπως η Μελόνι και όχι φιλορωσική, όπως η Λεπέν. Αυτός ο νέος συμβιβασμός, για χάρη του κοινού εχθρού, του εισβολέα Πούτιν, μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να φέρει στο μέλλον.
Μέσα λοιπόν σε ένα περιβάλλον όπου λείπει η ελπίδα για κάτι καλύτερο, η Ακροδεξιά εμφανίζεται ως αντισυστημικη απέναντι στα «κέντρα αποφάσεων», αλλά μόνο στα λόγια. Δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα γι αυτό από το κόμμα της Μελόνι: Έμεινε εκτός της κυβέρνησης του πρώην διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, αλλά ψήφιζε μαζί με την κυβέρνηση τα οικονομικά νομοσχέδια. Στην Ελλάδα, είχαμε το παράδειγμα των χρυσαυγιτών με τις συνεχείς κοινοβουλευτικές ερωτήσεις υπέρ των εφοπλιστών και την εγκληματική τους δράση στον Πειραιά.
Πέρα από την καταγγελία του οικονομικού μοντέλου για το θεαθήναι, ο νεοφασισμός, χτυπάει σε ταυτοτικά ζητήματα. Ζητήματα έθνους, καταστολής, «ασφάλειας» την «προστασία» από πρόσφυγες και τις μειονότητες που «έχουν το θράσος» να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Μπορεί αυτά τα θέματα να είναι ακόμα και αντιδημοφιλή για την πλειοψηφία των πολιτών, όμως συσπειρώνουν και παθιάζουν ένα ακροατήριο κατευθύνοντάς το προς την ακροδεξιά ψήφο. Το τρίπτυχο «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» ή «Θεός Οικογένεια Πατρίδα», όπως είναι η ιταλική παραλλαγή της Μελόνι, επανέρχονται στο προσκήνιο, παρά το γεγονός ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας δεν συγκρίνεται με προηγούμενες δεκαετίες. Στις σύγχρονες δημοκρατίες όμως, δεν χρειάζεται η πλειοψηφία. Η Μελόνι χρειάστηκε το 26% του 64% για να πάρει την πρωτιά στη χώρα της και να είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η επόμενη πρωθυπουργός του ακροδεξιού της συνασπισμού.
Η ακροδεξιά πατάει πάνω στον φόβο των πολιτών, το αίσθημα τη απειλής και την απογοήτευση, κατευθύνοντάς αυτά τα συναισθήματα προς τον πιο «αδύναμο». Εκπορεύεται, έμμεσα ή και άμεσα, από τα ίδια οικονομικά συμφέροντα που υποτίθεται πως «πολεμά». Φτιασιδώνεται, κουστουμάρεται, αλλά στον πυρήνα της εχει συγκεκριμένους στόχους, συγκεκριμένο δυστοπικό όραμα, σχέδιο και modus operandi. Η απάντησή μπορεί να είναι μόνο το ακριβώς αντίθετο. Μία συσπείρωση δημοκρατικών δυνάμεων, αριστερών αξιών, για ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, αναδιανομή του πλούτου. Μία πολιτική με στόχο τη ζωή και όχι την επιβίωση. Με απτά αποτελέσματα που θα δίνουν προοπτική στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας και ξεκάθαρα λόγια. Είναι σημαντικό ο κόσμος να πιστέψει ότι «γίνεται». Και είναι εξίσου σημαντικό ο κόσμος να συμμετέχει και να καθορίζει ο ίδιος το μέλλον του, μακριά από λογικές ιδιώτευσης.
Μία απάντηση όμως που απαιτεί συγκρούσεις, με τεράστια οικονομικά συμφέροντα που προετοιμάζονται να κερδοσκοπήσουν σε ακόμα μία κρίση και μπορεί να εκφραστεί μόνο με τη συνεχή και συνεπή συμμετοχή των πολλών. Που απαιτεί ριζικές τομές (βλ.κρατικοποιήσεις, στέγαση, οικονομική ανεξαρτησία), ανανέωση της πίστης στη δημοκρατία, που χάνεται μέρα με τη μέρα. Μία πολιτική χωρίς ημίμετρα. Τα ημίμετρα, οι αθετημένες υποσχέσεις, τα «δεν υπάρχει εναλλακτική», θα δώσουν χώρο στην επόμενη επίθεση. Στις σημερινές συγκυρίες, καμία λογική «διαχείριση» και «μικρότερου κακού» δεν μπορεί να σταματήσει για πολύ την εθνικιστική επέλαση. Καμία αποχή δεν θα σταματήσει τα πράγματα από το να λειτουργούν μονίμως εναντίον μας.
Ζούμε σε έναν κόσμο που αλλάζει, με ραγδαίους ρυθμούς. Αυτό δεν μπορούμε να το ελέγξουμε, θα συμβεί είτε με εμάς, είτε χωρίς εμάς. Αλλά οι κοινωνίες καλούνται να επιλέξουν αν θα αλλάξουν προς το καλύτερο ή αν θα σαπίσουν, επαναλαμβάνοντας ιστορικά λάθη.