του Θάνου Καμήλαλη

Πρέπει να μιλήσουμε για την αποχή, αλλά και την αποπολιτικοποίηση. Να μιλήσουμε έγκαιρα, γιατί έρχεται η δική μας σειρά στην Ελλάδα, με τις επόμενες εκλογές να απέχουν το πολύ έναν χρόνο και κάτι ψιλά. Οι εκλογές στη Γαλλία και τα ποιοτικά στοιχεία που αυτές φέρνουν, είναι μία καλή αφορμή.

Στη Γαλλία λοιπόν, η αποχή βγήκε δεύτερο κόμμα, ελάχιστα κάτω από τον νικητή του πρώτου γύρου, Εμανουέλ Μακρόν. Τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών δίνουν το ποσοστό αποχής στο 26,31%. τέσσερις μονάδες μεγαλύτερο από το 22,2% του πρώτου γύρου των προηγούμενων προεδρικών εκλογών, το 2017. Εν μέσω των πολύ σοβαρών κρίσεων που διανύει ο πλανήτης, θα περίμενε κάποιος/α το ενδιαφέρον του εκλογικού σώματος να αυξηθεί. Συνέβη το αντίθετο, όπως έλεγαν οι σχετικές έρευνες για τις διαθέσεις του γαλλικού κοινού. Μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, έκαναν εκτενή αφιερώματα σε αυτήν την τάση, πλησιάζοντας στις κάλπες. «Χάνοντας την πίστη στη Δημοκρατία: Το πρόβλημα της αποχής στη Γαλλία» έγραφε τίτλος στο France 24 τον Ιανουάριο, την «απάθεια» των ψηφοφόρων κατέγραφε το Politico την περασμένη Πέμπτη.

Αυτό το «κόμμα της Αποχής» επίσης, δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο του πληθυσμού. Καταρχάς, φαίνεται να αποτελείται κυρίως από τις νεότερες ηλικίες. Έρευνα τις Ιpsos ελάχιστες μέρες πριν τις εκλογές κατέγραψε αναλυτικά το προφίλ των πολιτών που είχαν αποφασίσει να απέχουν. Το 42% των νέων 18-24 ετών και το 46% των νέων 25-34 ετών δεν επρόκειτο να πάει να ψηφίσει. Ο μεγαλύτερες ηλικίες όμως είναι πιο συνεπείς στην κάλπη. Το 22% των 35-49 ετών, το 20% των 50-59 ετών, το 12% των 60-69 ετών και το 23%των άνω των 70 σχεδίαζε να απέχει.

Η ίδια έρευνα σημειώνει μάλιστα ότι «όπως συχνά, η αποχή είναι αντιστρόφως ανάλογη με το επίπεδο εισοδήματος». Μολονότι οι διαφορές που καταγράφονται δεν είναι μεγάλες, η Ιpsos λέει πως το 34% της Αποχής είναι από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, με καθαρό εισόδημα κάτω των 1250 ευρώ, ενώ 23% είναι αποχή σε αυτούς με καθαρό εισόδημα άνω των 3.000 ευρώ.

Παράλληλα, φαίνεται ότι η Αποχή δεν αποτελεί μία πολιτική πράξη, αλλά μία έκφραση απογοήτευσης. Μία έρευνα του κέντρου ΒVA ασχολήθηκε εκτενώς με τους λόγους της Αποχής, ενόψει των προεδρικών εκλογών. Μόνο το 14% όσων απέχουν λένε πως ένας από τους λόγους είναι πως θέλουν έτσι να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους. Το 26% λέει πως δεν πιστεύει ότι κάτι θα αλλάξει με την ψήφο του, το ίδιο ποσοστό επικαλείται κι έναν «προσωπικό λόγο», ενώ το 25% πως δεν εκφράζεται από κανέναν υποψήφιο. «Δεν μας ενδιαφέρει η πολιτική» απαντάει ως έναν από τους λόγους το 13%, «δεν ψηφίζω ποτέ» μόλις το 5%.

Κατά τραγική ειρωνεία, αυτό το μείγμα δυσαρέσκειας, αποπολιτικοποίησης και απάθειας, που εκφράζεται κυρίως από νέους και ασθενέστερους, λειτουργεί ενάντια στα συμφέροντά τους, υπέρ του status quo. Οι μεγαλύτερης ηλικίας πολίτες, που με συνέπεια πήγαν να ψηφίσουν, στήριξαν τον Μακρόν (41% των άνω των 70). Στις μεσαίες ηλικίες, που επίσης είναι πιο συνεπής, πρώτη φαίνεται να είναι η Λεπέν. Οι κάτω των 35 όμως, που κυρίως απέχουν, είναι αυτοί που βγάζουν πρώτο τον αριστερό Μελανσόν, με πάνω από 30%.

Μιλάμε δηλαδή για μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η αποχή βασίζεται στο ότι «τίποτα δεν θα αλλάξει», μεγάλα στρώματα του πληθυσμού υποεκπροσωπούνται στην κάλπη και η γαλλική πολιτική σκηνή καταλήγει στο ότι «τίποτα δεν έχει αλλάξει», με Μακρόν εναντίον Λεπέν σε ένα δίλημμα του «μικρότερου κακού» και την Αριστερά στο «τσάι και συμπάθεια» ενός καλού αποτελέσματος και στην ελπίδα ότι «τα καλύτερα έρχονται».

Στην Ελλάδα, η απόλυτη πλειοψηφία της ΝΔ το 2019 βασίστηκε, αφενός στον καλπονοθευτικό νόμο που δίνει μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, αφετέρου, στο 39,85% του 57,78% των ψήφων. Φυσικά η κατάσταση δεν θα άλλαζε άρδην με μεγαλύτερη συμμετοχή, αλλά είναι δυστύχημα το ότι μία περιορισμένη ομολογουμένως στήριξη του εκλογικού σώματος έδωσε στη ΝΔ τη δυνατότητα να καθορίζει μόνη της (και τόσο αυταρχικά) την πορεία της χώρας σε τόσο σοβαρές κρίσεις. Τη 12ετία των αλλεπάλληλων κρίσεων η αποχή στη χώρα γιγαντώθηκε: Το 2007 ήταν στο 25,9% και έκτοτε ανεβαίνει σταθερά. Κορυφή της ήταν ο Σεπτέμβριος του 2015, δηλαδή οι εκλογές μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν έφτασε το 43,8%. Αδιαμφισβήτητα υπάρχουν εδώ κάποιες ελληνικές ιδιαιτερότητες (π.χ, η μαζική φυγή εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων στο εξωτερικό, τα χρόνια της κρίσης). Αλλά και πάλι, ο αριθμός προκαλεί ίλιγγο. Το πολιτικό σκηνικό που παρακολουθούμε έχει καθοριστεί από κάτι παραπάνω από τους μισούς έλληνες πολίτες.

Είναι βέβαιο πως οι δύο τελευταίες βουλευτικές αναμετρήσεις ήταν ό,τι πρέπει για το αίσθημα του «δεν αλλάζει τίποτα». Πέρα από τη δεύτερη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, οι εθνικές εκλογές του 2019 ήρθαν έναν μήνα μετά τον θρίαμβο της ΝΔ στις ευρωεκλογές, με σχεδόν διψήφια διαφορά, γεγονός που μείωσε κατά πολύ το ενδιαφέρον, καθώς το αποτέλεσμα θεωρήθηκε «δεδομένο». Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι στις επόμενες κάλπες θα δούμε τεράστια συμμετοχή. Το γαλλικό παράδειγμα δείχνει πως οι κρίσεις και η δυσαρέσκεια δεν φέρνουν αύξηση συμμετοχής, ενώ η αποχή αυξανόταν ακόμα και στα χρόνια των πρώτων δύο μνημονίων (ακόμα και μεταξύ των πρώτων και δεύτερων εκλογών του 2012, όταν εκτοξεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ).

Αυτή η τάση πρέπει να αλλάξει, απέναντι μάλιστα στο μονίμως τοξικό κλίμα που διαμορφώνεται συχνά στην αντιπαράθεση (ενδεικτική η ανακοίνωση της ΝΔ που ταύτισε όλη την αντιπολίτευση με τον Κασιδιάρη). Είναι ίσως βολική αυτή η στόχευση. Αν κάνεις την πολιτική απωθητική, αν είναι όλα «κοκορομαχίες» και τσακωμοί, αν εμφυσήσεις στον κόσμο ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει» τότε λιγότερος κόσμος θα συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση, λιγότερος στις εκλογές, επομένως το πορωμένο σου ακροατήριο θα καταλαμβάνει μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας.

Ζητείται, επομένως, συμμετοχή. Όχι μόνο στις εκλογές, που δεν πρέπει να υπερτιμούνται, ως «το μόνο μας καθήκον κάθε τόσα χρόνια», αλλά ούτε και να υποτιμούνται. Συμμετοχή στην πολιτική στην κοινωνία. Όλα όσα μας συμβαίνουν, είναι πολιτική.

Εδώ η ευθύνη είναι διπλή. Τόσο των πολιτικών δυνάμεων, των οργανώσεων, των κινημάτων, που θα πρέπει να μιλήσουν σε αυτόν τον κόσμο και να τον κερδίσουν με προτάσεις, επιχειρήματα και ειλικρίνεια. όσο και αυτών που «αδιαφορούν» γιατί «δεν θα αλλάξει τίποτα» και «όλοι ίδιοι είναι». Των ανθρώπων που είναι απογοητευμένοι, ή και αναγκάζονται να ασχολούνται μόνο με τη βάρβαρή τους καθημερινότητα και τον μήνα που πρέπει να «βγει».

Μία άλλη φράση κλισέ είναι το «εγώ δεν ασχολούμαι». Το πρόβλημα εδώ είναι ότι η πολιτική, η οικονομία, η κοινωνία, ασχολούνται μαζί σου. Οι συνέπειες μας αφορούν και θα συνεχίσουν να μας αφορούν, είτε συμμετέχουμε είτε όχι, είτε το θέλουμε είτε όχι. Είναι επομένως πολύ βολικό γι αυτούς που ορίζουν τις τύχες μας, να μην ακούγονται, να μην γράφονται και να μην εκφράζονται οι φωνές μας, να θεωρούμε πώς ότι είναι να έρθει είναι θέσφατο και νομοτελειακό.

Δεν είναι ανάγκη να είναι πάντα έτσι. Όλα αλλάζουν, είτε το θέλουμε, είτε όχι και πάντα «στο όνομά μας». Τουλάχιστον να μην κάτσουμε στην άκρη να κοιτάμε.