Το πρώτο μέρος εδώ

 των Δανάης Θεοδωρίδου – σκηνοθέτρια, ερευνήτρια σύγχρονων παραστατικών τεχνών, διδάσκουσα Τμήμα Θεάτρου ΑΠΘ
Μιχάλη Μπαρτσίδη – επιστ. διευθυντής Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, διδάσκων ΠΔΜ και ΕΑΠ

Το πρόσφατο κυβερνητικό έγκλημα στα Τέμπη, μιας άλλης Τρίτης μαύρης για την Ιστορία του τόπου, επιβάλλει να επιστρέψουμε στο κείμενο εκείνο προκειμένου να μοιραστούμε κάποιες σκέψεις για το πού βρισκόμαστε οκτώ μήνες μετά, πώς φτάσαμε εδώ, και κυρίως πώς μπορούμε να περάσουμε -ως λαός που εφηύρε, αγαπά και υπερασπίζεται τη δημοκρατία εδώ και αιώνες- από τη θεωρία, που συζητούσαμε τον Ιούλιο, στην (πολιτική) πράξη.

Βασικό επιχείρημα του πρώτου μας κειμένου ήταν ότι η δημοκρατία σήμερα -ευρύτερα στις δυτικές κοινωνίες, ειδικότερα όμως στην Ελλάδα από τον Ιούλιο του 2019 και μετά- βιώνει μια κρίση που βαθαίνει όλο και περισσότερο, τόσο στη θεσμική (κυβερνητικά όργανα, κρατικοί μηχανισμοί) όσο και στη θεσμίζουσά της μορφή (τον ίδιο τον λαό που διαμορφώνει σε καθημερινή βάση το πλαίσιο μέσα στο οποίο συνυπάρχει κοινωνικά). Η θεσμική κρίση, εκδηλώνεται μέσω του απύθμενου «μίσους για τη δημοκρατία» (Ζακ Ρανσιέρ) με το οποίο αυταρχικές νεοφιλελεύθερες (ακρο)δεξιές κυβερνήσεις, όπως αυτή της Νέας Δημοκρατίας, επιλέγουν να κυβερνούν, καταπατώντας με προκλητικό τρόπο θεμελιώδη ανθρώπινα και συνταγματικά δικαιώματα. Αλλά και στη θεσμίζουσά της μορφή, βιώνουμε μια δημοκρατία χωρίς «δήμο» καθώς η απουσία των πολιτών από τις πολιτικές αποφάσεις γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Κλείναμε λέγοντας ότι για την αναγκαία επανεμφάνιση του «δήμου» και αναδιαμόρφωση των δημοκρατικών θεσμών, αποδεικνύεται κομβική η συμβολή της τέχνης και των ανθρώπων του πολιτισμού που ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια, από το ξέσπασμα της πανδημίας κι έπειτα, σηκώνουν στους ώμους τους με συνέπεια και συνοχή το βάρος της απαραίτητης αλλαγής παραδείγματος στην πολιτική στάση ενός πραγματικά δημοκρατικού «δήμου» .

Τι συνέβη όμως τους τελευταίους οκτώ μήνες σε σχέση με τις παραπάνω σκέψεις, στη βάση των οποίων μιλούσαμε τότε για Αγάπη για τη Δημοκρατία;

Με φόντο τις επερχόμενες εκλογές που συνεχώς πλησιάζουν αλλά ποτέ δεν προκηρύσσονται – κάνοντας, για μια ακόμη φορά, τη χώρα να προσομοιάζει όλο και πιο επικίνδυνα, με ολιγαρχικά καθεστώτα άλλων χωρών– η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ξεδιπλώνει προκλητικά το προφίλ μιας αυταρχικής εξουσίας που παρακολουθεί τους πάντες, αδιαφορεί κυνικά για μαζικά λαϊκά αιτήματα και εγκληματεί σε βάρος των πολιτών της (τόσο στη διάρκεια της πανδημίας όσο και στο πρόσφατο τραγικό συμβάν στα Τέμπη), τους οποίους φαίνεται να αντιμετωπίζει μαζικά ως «παράσιτα για την κοινωνία» που την «ταλαιπωρούν», για να θυμηθούμε τον στίχο του γνωστού ράπερ Λεξ.

Την ίδια στιγμή, ο κόσμος του πολιτισμού επιβεβαιώνει, ολοένα και πιο μαζικά και σθεναρά, ότι ξέρει πώς να δίνει δημόσια μορφή στη συσσωρευμένη οδύνη των ευάλωτων, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επανενεργοποίηση του «δήμου», με μια χειραφετημένη στάση απέναντι στη δυστοπία του (ακρο)δεξιού σχήματος που μας κυβερνά. Ο συλλογικός αγώνας των καλλιτεχνών τους τελευταίους μήνες για την απόσυρση ενός προεδρικού διατάγματος που υποτιμά τις σπουδές και τα επαγγελματικά τους δικαιώματα, αποτελεί υπόδειγμα συλλογικής πράξης ενός «δήμου» που γνωρίζει ότι η δημο-κρατία αποτελεί τη συνεχή διαπραγμάτευση ανάμεσα στις θεσμικές και θεσμίζουσες μορφές της.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στο έγκλημα της 28ης Φεβρουαρίου στα Τέμπη. Με τους καλλιτέχνες στον δρόμο χωρίς διακοπή για δύο μήνες. Με την κυβέρνηση να αδιαφορεί για τα αιτήματα των «παράσιτων», να περιφρονεί και να συκοφαντεί τις ελάχιστες κρατικές δομές που «τολμούν» να αποκαλύπτουν το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, να πετάει ψίχουλα ψευδοστήριξης προς τέρψιν των μαζών, εν όψει εκλογών που δεν προκηρύσσει.

Το βράδυ της περασμένης Τρίτης, όμως, η ένταση μεταξύ θεσμικής και θεσμίζουσας δημοκρατίας φτάνει στο όριό της. Από τη μία μεριά, η κυβέρνηση που θυσιάζει αδίστακτα και κυνικά τα παιδιά του ίδιου της του λαού, στον βωμό του οικονομικού κέρδους. Από την άλλη, ένας «δήμος» συντετριμμένος και ταυτόχρονα οργισμένος από την εγκληματική δράση αυτών που τον κυβερνούν.

Το δεύτερο σκέλος της εξίσωσης είναι αυτό που μας απασχολεί κυρίως εδώ. Δεν επιθυμούμε να επικεντρωθούμε τόσο στην εγκληματική δράση της κυβέρνησης, της οποίας απαιτούμε να υπάρξει άμεσα ενδελεχής έλεγχος και παραδειγματική απόδοση ευθυνών και ποινών. Γιατί στην περίπτωση της παρούσας κυβέρνησης, δεν υφιστάμεθα απλώς και μόνο τα αποτελέσματα κρατικής αδιαφορίας ή ανικανότητας, αλλά τις τραγικές συνέπειες ενός ‘management’ ανθρώπων (για να μιλήσουμε στην προσφιλή γλώσσα του «επιτελικού» κράτους που αποκτηνώνει έτσι την πολιτική), προσεκτικά και συνειδητά σχεδιασμένου σε γραφεία που εργάζονται ενάντια στο κοινό καλό και την προστασία των πολιτών.

Στόχος του κειμένου μας, όμως, είναι περισσότερο να αναδείξουμε τη δυναμική από τα κάτω, ενός «δήμου» που καλείται, μέσα από την οδύνη του, να περάσει από τη θεωρία στην πράξη όσον αφορά στην αγάπη του για τη δημοκρατία. Το πέρασμα αυτό επιβάλλει μια πολιτική σκέψη και δράση που δεν γενικολογεί αδρανοποιώντας και βυθίζοντας τον «δήμο» στην απελπισία. Λίγη σημασία έχει σε ιστορικές στιγμές αλλαγής παραδείγματος αν είμαστε ή όχι «όλοι ίδιοι». Με δεδομένο ότι όχι μόνο δεν είμαστε, αλλά και δεν θα έπρεπε να είμαστε όλοι ίδιοι, καλούμαστε να απαιτήσουμε το δικαίωμά μας να είμαστε όλοι ίσοι. Παρόμοια αφαιρετικά σχόλια («όλοι το ίδιο είναι») πέρα από αναληθή εκ των πραγμάτων, μας απομακρύνουν όλο και περισσότερο από την επιθυμητή κοινωνική ισότητα που διεκδικούμε ως «δήμος». Στη θέση αυτών, οφείλουμε να απαιτούμε, σθεναρά και έμπρακτα μέσω της δημόσιας θέσης και δράσης μας, την απόδοση ευθυνών σε εκείνους που κάθε φορά ανήκουν.

Στην ίδια λογική, δεν ισχύει ότι δεν μπορούμε ή -ακόμη χειρότερα- δεν πρέπει «να περιμένουμε τίποτα από το κράτος» αλλά πρέπει «να πάρουμε τα πάντα στα χέρια μας». Το «κράτος» είναι η θεσμική μορφή ημών των ίδιων. Το να δηλώνει ένας «δήμος» ότι «δεν περιμένει τίποτα από τον εαυτό του αλλά πρέπει να τα κάνει όλα ο ίδιος» αποτελεί συλλογισμό κενό νοήματος που σίγουρα δεν δύναται να οδηγήσει σε πολιτική πράξη. Μια απαραίτητη διευκρίνιση στο σημείο αυτό. Προϋπόθεση της αυτονομίας μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας είναι να αναλάβει η ίδια την ευθύνη του τρόπου οργάνωσής της. Ακριβώς έτσι ένας «δήμος» δύναται να επαναθεσμοθέτησει τη δημοκρατία του. Σε ένα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, όμως, που ανάγει την «ατομική ευθύνη» σε ύψιστη αξία αρνούμενο οποιαδήποτε πολιτική του ευθύνη, οφείλουμε να οικειοποιηθούμε το «κράτος» – ως τη θεσμική μας μορφή κοινωνικά – και να απαιτήσουμε τη συλλογική μας προστασία από αυτό. Προκειμένου να γίνει αυτό, θα πρέπει να επανεξετάσουμε την κρίσιμη σχέση αυτονομίας (κινηματικές, συλλογικές μορφές δράσεις, αντίστασης και διεκδίκησης) και θεσμοθέτησης (λειτουργία δημοκρατικών θεσμών και συμμετοχή μας σε αυτούς) ως δυο στιγμές μίας διαλεκτικής και όχι ως αλληλοαναιρούμενες πρακτικές.

Στο νέο της βιβλίο με τίτλο Democracy in the Political Present, η Ισαμπέλ Λόρει μιλάει για μια δημοκρατία σε χρόνο ενεστώτα που σπάει τις πολιτικές βεβαιότητες της άνευ όρων «προόδου» και «ανάπτυξης». Στη θέση ανδροκρατικών μορφών διακυβέρνησης, και στη βάση παρόντων αγώνων και κινηματικών πρακτικών, σταδιακά διαγράφεται μια άλλη μορφή δημοκρατίας που στηρίζεται στη φροντίδα και την αλληλοσυσχέτιση, στην εκατέρωθεν ανάληψη ατομικών και συλλογικών ευθυνών.

Ο κόσμος του πολιτισμού για μια ακόμη φορά δείχνει τον δρόμο προς μια τέτοια «ενεστώσα» δημοκρατία, με τους φοιτητές και τους μαθητές να συντάσσονται στον κοινό αγώνα. Με ευαίσθητα αντανακλαστικά και σύνθημά τους το «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΟΙ ΖΩΕΣ ΜΑΣ ΜΕΤΡΑΝΕ», οι καλλιτέχνες στρέφουν την πυξίδα του συλλογικού τους αγώνα με κατεύθυνση προς το δράμα των Τεμπών. Επιτελούν έτσι μια ενσώματη και έμπρακτη «συμμαχία», μια διάχυση των ενσώματων δράσεων εκεί που δημιουργούνται νέες μήτρες και υποδοχές αντιστάσεων των νέων όπως πυροδοτούνται απο τις θανατοπολιτικές. Παρόμοια με το 2008, η βαναυσότητα της κρατικής πολιτικής, η αντιμετώπιση των νέων ως σώματα προς θυσία, ως «ζωές χωρίς σημασία», συναντά την οργή του «δήμου», την άμεση αντίδραση και απαίτηση ενός άλλου κόσμου εδώ και τώρα.

«Παράσιτα για την κοινωνία, μας συγχωρείτε για την ταλαιπωρία», τραγουδάει ο Λεξ. Αυτή τη φορά, όμως, τα «παράσιτα» δεν ζητούν καμία συγγνώμη από αυτούς που τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια εγκληματούν εις βάρος τους, θέτοντας την υγεία και την ασφάλεια τους σε θανατηφόρο κίνδυνο. Τη μόνη συγχώρεση που οφείλουμε να ζητήσουμε ως «δήμος» είναι από τα νέα παιδιά που επιτρέψαμε να φύγουν τόσο άδικα, και από τις οικογένειες τους, καθώς και από τις χιλιάδες των μεγαλύτερων, ως επί το πλείστον, συνανθρώπων μας που χάθηκαν στην πανδημία λόγω του ίδιου εχθρικού κρατικού σχεδιασμού. Ως λαός έχουμε πράγματι την υποχρέωση να βρούμε συλλογικούς τρόπους να πενθήσουμε και να ζητήσουμε τη συγχώρεση αυτή. Η κυβέρνηση των υποκλοπών και των χιλιάδων θανάτων όμως, δεν έχει κανένα λόγο να κοιμάται ήσυχη πια. Και αυτό το γνωρίζει καλά. Γιατί ο «δήμος» τώρα ξέρει πώς να πράξει με αγάπη για τη δημοκρατία του τόπου.