Σε μόλις έξι ώρες, το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Σάμου έστειλε στη φυλακή με δεκάδες χρόνια κάθειρξης εννιά αιτούντες άσυλο οι οποίοι κατηγορήθηκαν ως διακινητές, απλά και μόνο επειδή αναγκάστηκαν να είναι στο τιμόνι της βάρκας - είτε επαπειλούμενοι, είτε πληρώνοντας χαμηλότερο αντίτιμο - η οποία μετέφερε πρωτίστως τους εαυτούς τους, και άλλους αιτούντες άσυλο. Εννιά δίκες, από μισή ώρα η κάθε μία, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, οι πρόσφυγες δεν είχαν το δικαίωμα σε μία δίκαιη δίκη. Στο δικαστήριο ακούστηκε πολλές φορές δια στόματος της προέδρου ότι «ο νόμος στην Ελλάδα είναι πολύ αυστηρός, και ποινικοποιεί τον οδηγό», είναι δεν είναι διακινητής. «Θα έπρεπε να το ξέρουν πια, και αν δεν το ξέρουν να το μάθουν», είπε η δικαστής. Οι δικαστές δεν ερμηνεύουν τους νόμους, τους εφαρμόζουν, αλλά μόνον όταν οι νόμοι είναι αυστηροί. Όταν ο νόμος αντιμετωπίζει επιεικώς τους αιτούντες άσυλο, τότε ξαφνικά οι ίδιοι δικαστές, δεν έχουν πρόβλημα να αποδώσουν την χαλαρότητα του νομοθέτη σε... αμέλεια, και να επιβάλλουν εξοντωτικές ποινές. Όπως ακριβώς συνέβη στα δικαστήρια της Σάμου. To TPP βρέθηκε στη δικαστική αίθουσα και σας μεταδίδει.

Αποστολή του ΤPP στη Σάμο, 17/02/2025

Ρεπορτάζ: Νεκταρία Ψαράκη

Στα δικαστήρια της Σάμου τη Δεύτερα 17/02 καταδικάστηκαν για διακίνηση μεταναστών 3 Τούρκοι, ένας Κούρδος, ένας Τατζίκος και 4 Σύριοι, με τον νόμο 5038/23 (τον παλιό 4251/2014), ο οποίος ποινικοποιεί τους οδηγούς των βαρκών και όχι τους πραγματικούς διακινητές. Παρά το γεγονός ότι παραδόξως, ο νόμος εξαιρεί τους αιτούντες άσυλο από την ποινικοποίησή τους, το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Σάμου τιμώρησε εννιά πρόσφυγες με εξοντωτικές ποινές δεκάδων ετών κάθειρξης. Πρόκειται για μερικές ακόμη περιπτώσεις των δικών μισαώρου οι οποίες έχουν αναδειχθεί και επικριθεί και στο Ευρωκοινοβούλιο.

Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των πελατών τους, οι δικηγόροι πρόσφεραν σε όλους την δυνατότητα να δηλώσουν την ενοχή τους (και ας μην ίσχυε) για να πετύχουν τα ελάχιστα. Όλοι όμως αρνήθηκαν, και θέλησαν να υπερασπιστούν την αθωότητά τους, λέγοντας ότι εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι από την ιστορία τους θα φανεί ότι κάθε άλλο είναι από διακινητές, μεταφέροντας τους εαυτούς τους.

Για κάθε κατηγορούμενο η διαδικασία κράτησε το πολύ μισή ώρα. Πολλοί μετανάστες δεν είχαν νομική εκπροσώπηση, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να διορίσει επί τόπου συνηγόρους υπεράσπισης οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους μερικά λεπτά να ρίξουν μία κλεφτή ματιά στη δικογραφία και οι οποίοι δεν είχαν χρόνο να γνωρίσουν καν τους πελάτες τους και το προφίλ τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Π., ενός Κούρδου Ζάζα πρόσφυγα, ο οποίος τιμωρήθηκε με 50 χρόνια κάθειρξης (25 εκτιτέα), με το δικαστήριο να διορίζει εκείνη τη στιγμή μία δικηγόρο για την υπεράσπισή του.

Οι υπηρεσίες ασύλου, υποταγμένες σε έναν φαύλο κύκλο που θα εξηγηθεί στις επόμενες γραμμές, απέρριψαν το άσυλό του. Ο Π. είναι κινηματογραφιστής, σκηνοθέτης και συγγραφέας. Το κινηματογραφικό του έργο που αφορά στις προσωπικές ιστορίες τις Κούρδισσας Ζάζα μητέρας του, αποτέλεσε την αφορμή για να αντιμετωπίσει διώξεις για «δυσφήμιση της χώρας, της σημαίας και των τουρκικών αρχών, βλάπτοντας την ακεραιότητα της πατρίδας, υποκινώντας το κοινό σε μίσος και εχθρότητα». Ο Π. «έκανε το λάθος» να ερωτευτεί Τουρκάλα, την οποία παντρεύτηκε κρυφά από την οικογένειά της, με αποτέλεσμα όταν αυτό φανερώθηκε να καταλήξει στο νοσοκομείο με κατάγματα και σπασίματα σε όλο του το σώμα από τα αδέρφια της. Μέχρι και σήμερα κρύβεται, καθώς αντιμετώπισε απειλές θανάτου. «Ό,τι και να κάνω, η καταγωγή μου φέρει την επιγραφή του τρομοκράτη. Δεν βρίσκω δουλειά, διώκομαι, κρύβομαι», είχε πει.

Ήθελε να πάει στην Ιταλία, και από εκεί στην Αγγλία. Το ταξίδι κόστιζε 8.000 ευρώ, και είχε στην τσέπη του μόλις 1.000. Ο διακινητής του είπε «αν με βοηθήσεις, θα σε βοηθήσω», και του πρότεινε το deal που εν τέλει αποτέλεσε εισιτήριο για τον Κορυδαλλό, χωρίς επιστροφή.

Η δίκη του Π. κράτησε λιγότερο από μισή ώρα.

Μέχρι τις 11:30, τέσσερις Τούρκοι είχαν ήδη καταδικαστεί σε δεκάδες χρόνια κάθειρξης (εκτιτέα 25 χρόνια φυλακής) για διακίνηση μεταναστών. Άπαντες υποστήριξαν ότι είναι αιτούντες άσυλο, ότι δεν είχαν χρήματα για να μεταφέρουν τους εαυτούς τους, ότι αναγκάστηκαν να βρεθούν στο τιμόνι, ότι δεν πληρώθηκαν από τους μεταφερόμενους, ότι και οι ίδιοι πλήρωσαν τον πραγματικό διακινητή, ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο πραγματικός διακινητής τους ανάγκασε δια της βίας να οδηγήσουν και όλοι τους τόνισαν ότι δε γνώριζαν ότι έκαναν κάτι παράνομο.

«Κάποια στιγμή πρέπει να μάθουν ότι στην Ελλάδα τιμωρείται ο οδηγός»

Παρά το γεγονός ότι η εισαγγελέας πρότεινε συνεχώς φυλακίσεις, η δικαστής επέμεινε να επιβάλει καθείρξεις. Η διαφορά; Όταν η ποινή είναι φυλάκιση, το άτομο τιμωρείται με 10 χρόνια στο σύνολο, ενώ στην κάθειρξη η ποινή εκτοξεύεται, αφού τιμωρείται ξεχωριστά για κάθε κεφάλι που φέρεται να μετέφερε, με αποτέλεσμα να ακούμε τις εξοντωτικές ποινές των 50 ετών κάθειρξης. Στην Ελλάδα η μέγιστη εκτιτέα ποινή είναι τα 25 χρόνια, με την οποία επιβαρύνθηκε (σχεδόν) το σύνολο των μεταναστών στις δίκες της Δευτέρας.

Η δικαστής, σε κάθε ανακοίνωση της απόφασης στρεφόταν προς τη διερμηνεία και έλεγε το εξής: «Πείτε του ότι οι ποινές στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ αυστηρές για αυτό το έγκλημα. Καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλακής. Μπορεί να κάνει έφεση στην απόφαση και να απευθυνθεί σε ανώτερο δικαστήριο». Κάποια στιγμή πρόσθεσε: «Φαίνεται ότι δε γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα τιμωρείται ο οδηγός. Δεν ξέρω αν το γνωρίζουν βέβαια, αλλά αν δεν το γνωρίζουν θα πρέπει κάποια στιγμή να το μάθουν».

«Καλύτερα να δηλώσω ένοχος, παρά να προσπαθήσω να υποστηρίξω την αθωότητά μου»

Όταν ήρθε η σειρά του 5ου κατηγορούμενου, το TPP έγινε μάρτυρας του εξής συμβάντος: ο δικηγόρος του 5ου κατηγορούμενου είχε κάνει τη διαδικασία της ποινικής διαπραγμάτευσης, κατά την οποία ο δικηγόρος συναντιέται με τον εισαγγελέα, δηλώνει την ενοχή του πελάτη του (ακόμα και αν στην πραγματικότητα είναι αθώος), και συμφωνεί σε μία επιεική ποινή. Ο 5ος κατηγορούμενος μας είπε ότι είχε σκοπό στη δίκη της Δευτέρας να εμφανιστεί μπροστά στους δικαστές και να υποστηρίξει την αθωότητά του, διεκδικώντας μία δίκαιη δίκη. Βλέποντας ωστόσο την τύχη των προηγούμενων προσφύγων που έκαναν το ίδιο, προτίμησε να επιμείνει στην ενοχή του, να εκτίσει τα 10 χρόνια τα οποία συμφώνησε ο δικηγόρος του με τον εισαγγελέα, υπό τον φόβο ότι και εκείνος θα σάπιζε στη φυλακή.

Παρατηρώντας το πώς εξελίχθηκαν οι υποθέσεις, ο 5ος κατηγορούμενος, φαίνεται να πήρε την καλύτερη απόφαση, διότι αποδείχθηκε ότι ισχύει το εξής παράδοξο: αν ένας πρόσφυγας δηλώσει την ενοχή του ακόμη και αν είναι αθώος, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να έχει καλύτερη ποινική αντιμετώπιση από το αν εμπιστευτεί την αποδεικτική διαδικασία και υποστηρίξει την αθωότητά του.

«Οι λιμενικοί φορούσαν κουκούλες, έστρεψαν το όπλο κατά πάνω μου – Φοβήθηκα ότι θα με επαναπροωθήσουν»

Ακολούθησαν οι δίκες των Σύρων.

Η πρώτη δίκη αφορούσε τον Ι.Κ. ο οποίος κατηγορείται ότι οδηγούσε μία βάρκα η οποία μετέφερε εκτός από τον εαυτό του και άλλα πέντε άτομα. Τα πέντε άτομα ωστόσο δε βρέθηκαν ποτέ. Ο αριθμός «πέντε», προέκυψε από την ομολογία του πρόσφυγα, ο οποίος κατέθεσε ότι στη βάρκα ήταν έξι άτομα κατά την προανάκριση. Ο ίδιος μάλιστα κατηγορήθηκε για απείθεια, «διότι δε σταμάτησε στο σήμα των ελληνικών αρχών».

Στην απολογία του, ο πρόσφυγας υποστήριξε ότι έφυγε τρέχοντας κυνηγημένος από την Τουρκία, και μαζί με τον εαυτό του μετέφερε ακόμη πέντε άτομα. Ερωτηθείς γιατί μετά από τόσα χρόνια διαμονής στην Τουρκία αποφάσισε να ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα εξήγησε ότι το καλοκαίρι είχαν εντατικοποιηθεί οι επιχειρήσεις επαναπροώθησης Σύριων προσφύγων από την Τουρκία στη Συρία.

Η δικαστής είπε: «Αυτό το λέει ο ίδιος. Υπάρχει κάποιο έγγραφο, κάποια κλήση που να το αποδεικνύει;».

Ο πρόσφυγας είπε: «μπορείτε να το διαπιστώσετε αυτό από τις αποφάσεις των τουρκικών αρχών για επιστροφή Σύριων στην Τουρκία. Η αλήθεια είναι ότι μετέφερα ανθρώπους μαζί μου και δε θέλω να πω ψέματα. Θέλω να πιστέψω ότι το δικαστήριο θα με στηρίξει. Δεν είχα καμία πρόθεση να διαπράξω έγκλημα, ούτε καν ήξερα ότι κάνω εγκληματική πράξη. Ήθελα μόνο να σωθώ. Δεν σταμάτησα όταν μου έκαναν σήμα με φως οι αστυνομικοί διότι πρώτον ήταν πρωί και δεν είδα το φως για να καταλάβω ότι είναι σήμα για να σταματήσω, και δεύτερον φορούσαν όλοι μπαλακλάβα (σ.σ. κουκούλες) και φοβήθηκα ότι θα με επαναπροωθήσουν στην Τουρκία. Θέλω να πω πως λυπάμαι πάρα πολύ. Ζητάω συγχώρεση».

Η εισαγγελέας ανέφερε ότι στις αρχές ο πρόσφυγας κατέθεσε ότι δε σταμάτησε γιατί πυροβολούσαν πάνω του. Και εκείνος απάντησε: «Αλήθεια είναι, αν μου επιτρέπετε. Αφού κατέβηκαν όλοι στη στεριά, τα όπλα τους ήταν στραμμένα πάνω μου».

Η εισαγγελέας επέμεινε: «Είναι παράδοξο όμως που δεν είπε “αφού θέλω να ζητήσω άσυλο, ας παραδοθώ στις αρχές”. Γιατί;». Και ο Σύριος επανέλαβε: «Φοβόμουν πολύ. Είδα ανθρώπους με όπλα και κουκούλες. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπήκα στη θάλασσα για να μη νομίζουν ότι το βάζω στα πόδια».

«Ο νομοθέτης πλέον δεν ποινικοποιεί τους αιτούντες άσυλο» – «Το αμέλησε»

Η δικηγόρος Ιωάννα Μπεγιάζη, είπε ότι ο νομοθέτης δεν ποινικοποιεί τους αιτούντες άσυλο. Συγκεκριμένα, ο νόμος 5038/23 στο άρθρο 3. παρ. Ε αναφέρει ρητά ότι «ο παρών κώδικας δεν εφαρμόζεται στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας (…) και στους αιτούντες διεθνή προστασία κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων (…)».

Δεδομένου ότι ο Σύριος είναι αιτών ασύλου, ο δικηγόρος Δημήτρης Χούλης πρόσθεσε: «Πολύ σωστά όπως λέτε ο νόμος είναι πολύ σκληρός, αλλά ταυτόχρονα έχει μία εξαίρεση για τους αιτούντες άσυλο και ο νομοθέτης ανέπτυξε το άρθρο μιλώντας για τη σύμβαση της Γενεύης. Μπαίνοντας στην ουσία, εδώ συμβαίνει το εξής περίεργο: οι πέντε που υποτίθεται μετέφερε δεν έχουν βρεθεί» (σ.σ. ο νόμος καταδικάζει τον μεταφορέα υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στη χώρα. Για να διαπιστωθεί ότι κάποιος δεν έχει δικαίωμα εισόδου, σύμφωνα με τον νόμο πρέπει να ταυτοποιηθεί. Αν δε βρεθεί καν το πρόσωπο το οποίο φέρεται να μεταφέρθηκε, υπάρχει έλλειψη αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, και άρα ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται).

Παρά το γεγονός ότι έχουμε ακούσει σε πολλές περιπτώσεις από δικαστικούς λειτουργούς ότι οι δικαστές δεν είναι νομοθέτες, και όσο αυστηροί και αν είναι οι νόμοι θα πρέπει να τους εφαρμόζουν, εδώ η εισαγγελέας θέλησε να ερμηνεύσει κατά την άποψή της το νόμο, να διαφωνήσει, και να αποδώσει την εξαίρεση του νομοθέτη σε… αμέλεια.

«Το νομικό θέμα χρήζει ερμηνείας του νομοθέτη. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι είναι όπως τα λέει ο συνήγορος, κρίνουμε ότι υπάρχει αμέλεια από τον νομοθέτη, αλλιώς με το που θα κατέθετε την αίτηση ασύλου αμέσως θα αθωωνόταν», είπε.

Ο Δημήτρης Χούλης προσκόμισε μία απόφαση του ίδιου του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Σάμου του Οκτωβρίου. Τότε, η έδρα του ίδιου δικαστηρίου αποδέχτηκε ότι ο νομοθέτης εξαιρεί τους αιτούντες άσυλο και αθώωσε. Η εισαγγελέας επέμεινε: «Εγώ επιφυλάσσομαι, είμαι ακριβώς της αντίθετης άποψης. Δε γίνεται μόνο με το αίτημα ασύλου να αθωώνεται», είπε.

Ο Δημήτρης Χούλης επέμεινε: «Εγώ είμαι της άποψης ότι ένας αναγνωρισμένος πρόσφυγας πρέπει να απαλλάσσεται. Το πνεύμα του νόμου είναι ότι όταν οι ενέργειές σου είναι απαραίτητες για να αιτηθείς άσυλο – γιατί δεν έχεις άλλο τρόπο – τότε δε θα πρέπει να διώκεσαι. Και αν ο νομοθέτης αμελεί, τότε τα δικαστήρια θα πρέπει να δείχνουν επιείκεια, όχι αυστηρότητα», είπε.

Η έδρα είπε ότι επιφυλάσσεται να αποφασίσει για όλους αργότερα.

Φαύλος κύκλος: Τα δικαστήρια περιμένουν το άσυλο, και οι υπηρεσίες ασύλου τα δικαστήρια

Σειρά είχε ο Α., Σύριος αιτών ασύλου, θύμα βομβιστικής επίθεσης με πολλαπλά τραύματα και κακώσεις ο οποίος μεταφέρθηκε στην Τουρκία για αποκατάσταση και ο οποίος έφυγε από την Τουρκία ενόψει των επαναπροωθήσεων Σύρων προσφύγων πίσω στη Συρία.

Η δικαστής ζήτησε ξανά «να προκύπτει κάπως η διάθεση επαναπροώθησης». Oι δικηγόροι Ιωάννα Μπεγιάζη και Δημήτρης Χούλης άρπαξαν την ευκαιρία για να αναδείξουν το εξής παράλογο: οι υπηρεσίες ασύλου δε δίνουν άσυλο σε προφυλακισμένους πρόσφυγες περιμένοντας τη δικαιοσύνη να αποφανθεί επί της αθωότητάς τους, και ταυτόχρονα η δικαιοσύνη απαιτεί να αποδεικνύεται το ότι όντως είναι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας.

Ο πρόσφυγας στην απολογία του είπε ότι δεν ήξερε ότι έκανε κάποια εγκληματική πράξη, καθώς προτεραιότητά του ήταν να σωθεί και να μην επαναπροωθηθεί στη Συρία. «Σήμερα θέλω να πω την αλήθεια και να εμπιστευτώ την ελληνική δικαιοσύνη. Έχω επιζήσει βομβαρδισμό, πήγα στην Τουρκία για αγωγή και θεραπεία των εγκαυμάτων μου και ακόμη χρειάζομαι χρόνο για να γίνω πλήρως υγιής. Οδήγησα γιατί δεν είχα λεφτά να πληρώσω για να έρθω. Θέλω να διεκδικήσω την περίθαλψη που δικαιούμαι», είπε.

«Ξέχασε» η δικαστής ότι ο πρόσφυγας που βρίσκεται στη θέση του κατηγορουμένου είναι φυλακισμένος για μήνες…

Οι επαναπροωθήσεις από την Τουρκία στη Συρία δεν είναι μία δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι πρόσφυγες για να πείσουν τα ελληνικά δικαστήρια ότι η Τουρκία δεν είναι ασφαλής χώρα. Είναι μία πραγματικότητα. Ο τελευταίος κατηγορούμενος, Ρ.Ο., ήρθε για να αποδείξει εξιστορώντας την προσωπική του εμπειρία ότι οι επαναπροωθήσεις γίνονται, και μπορούν να έχουν ολέθριες συνέπειες για τα θύματα.

Στο δικαστήριο βρέθηκε η σύζυγός του με την κόρη της, η οποία δεν είναι δικό του παιδί αλλά τη μεγαλώνει σαν πατέρας της. Όπως είπε η σύζυγός του, βρήκε τα χρήματα για να στείλει στην Ελλάδα την οικογένειά του, και υποσχέθηκε ότι θα έρθει και εκείνος με την πρώτη ευκαιρία, αφού οι επαναπροωθήσεις από την Τουρκία στη Συρία είχαν γίνει εντατικές. «Έμεινε πίσω να δουλέψει, δούλεψε και δεν τον πλήρωσαν για τη δουλειά του, και γι’ αυτό οδήγησε και ήρθε, δεν είναι διακινητής», κατέθεσε.

Η εισαγγελέας είπε: «έχουν στο μυαλό τους εμφανώς ότι άλλος είναι ο διακινητής, και άλλος ο οδηγός…».

«Είμαι αιτών ασύλου στην Ελλάδα. Είμαι Σύριος κυνηγημένος, θύμα πολλαπλών βασανισμών με μετατραυματικό στρες και ψυχογενή δύσπνοια από τα βασανιστήρια. Στο σώμα μου είναι τα σημάδια του βασανισμού μου, αλλά στο κεφάλι ο σοβαρότερος τραυματισμός. Θέλω να ζητήσω έλεος και συγχώρεση. Νιώθω ότι είμαι σε μια σοβαρή χώρα και θέλω να είμαι με την οικογένεια μου. Δεν έχω ζήσει ποτέ σε ασφαλή τόπο. Ήμουν στην Τουρκία για χρόνια με φόβο και ανασφάλεια. Το 2023 οι τουρκικές αρχές με επαναπροώθησαν στη Συρία. Με έπιασε ο στρατός του Άσαντ και μου έκανε πολλά βασανιστήρια, ακόμα έχω τις ουλές. Μετά, με βασάνισε και ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός γιατί νόμιζαν ότι αφού με άφησε ο Άσαντ, είμαι πράκτορας. Μετά φυγαδεύτηκα πάλι στην Τουρκία. Υπό τον φόβο μην με επαναπροωθήσουν ξανά, βρήκα χρήματα, έστειλα την οικογένειά μου αλλά δεν πρόλαβα να βρω τα χρήματα για τον εαυτό μου. Έπρεπε να βιαστώ, γι’ αυτό οδήγησα, επειδή δεν είχα λεφτά. Απόδειξη είναι το ότι ένα μήνα μετά που με φυλάκισαν οι ελληνικές αρχές, επαναπροώθησαν τη μητέρα μου. Αποφασίσαμε με τη σύζυγό μου να αναζητήσουμε ασφαλή χώρα, γιατί γίνονται επαναπροωθήσεις στη Συρία και δεν θα άντεχα ξανά να βασανιστώ από τον στρατό του Άσαντ», είπε στην απολογία του ο ίδιος ο Ρ.Ο.

Στο σημείο αυτό έγινε το εξής απίστευτο: η πρόεδρος του δικαστηρίου αναφώνησε με προφανές πάθος: «Ο Άσαντ έχει πέσει κύριέ μου! Ποιος Άσαντ; Είναι δυνατόν να είστε Σύριος, και να μη γνωρίζετε τι γίνεται στην ίδια σας τη χώρα;!», είπε, προκαλώντας έκπληξη στο ακροατήριο και την εύλογη ερώτηση: είναι δυνατόν η πρόεδρος του δικαστηρίου να ξεχνά ότι ο πρόσφυγας που έχει απέναντί της ήδη σαπίζει για πολλούς μήνες στις ελληνικές φυλακές; Νομίζει ότι είναι νεοαφιχθείς; Αγνοεί ότι έχει απέναντί της έναν άνθρωπο που διψά να ελευθερωθεί, που μετά από τόσα βασανιστήρια αναζήτησε την ελευθερία και τον υποδέχθηκε ο εγκλεισμός ξανά; Ότι η αγωνία του τώρα, είναι να βγει από τη φυλακή;

«Κυρία πρόεδρε το καθεστώς του Άσαντ έπεσε όταν εγώ ήμουν ήδη φυλακή στην Ελλάδα…», αρκέστηκε να διορθώσει ο πρόσφυγας, με τη δικαστή να συνειδητοποιεί τι είπε, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο.

Ο πρόσφυγας συνέχισε: «Ζητάω έλεος. Θέλω να ζήσω με την οικογένειά μου, έχω αφήσει πίσω ανάπηρα άτομα και είμαι ο φροντιστής τους», είπε.

«Όντως αυτό λέει ο νόμος, αλλά…»

Μετά το πέρας των τριών υποθέσεων η έδρα επανήλθε για να ανακοινωθεί η εισαγγελική πρόταση και οι αποφάσεις. Η εισαγγελέας είπε ότι «προβληματίστηκε πάρα πολύ σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του νόμου». Παραδέχτηκε ότι «όντως το άρθρο τρία λέει ότι δεν εφαρμόζεται στους αιτούντες διεθνούς προστασίας όμως γνωρίζουμε ότι είναι ένας νόμος με πολλά διοικητικά βήματα. Η υπεράσπιση θεωρεί ότι αφού δεν υπάρχει διοικητική πρόβλεψη, υπάρχει μία εξαίρεση». Είπε επίσης ότι «ο Άρειος Πάγος που έχει ασχοληθεί με αυτό το θέμα για το αν θα μπορεί να αναιρεθεί απόφαση του Εφετείου Αιγαίου επειδή έχρηζαν διεθνούς προστασία κατέληξε σε αυτό που λέμε σήμερα. Ότι θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι τα πρόσωπα δικαιούνται διεθνής προστασίας», επιβεβαιώνοντας αυτό που έθιξαν νωρίτερα οι δικηγόροι: τον φαύλο κύκλο για τη χορήγηση ασύλου στους προφυλακισμένους αιτούντες.

Επομένως, πρότεινε να απορριφθεί, και να προχωρήσει στην ουσία της υπόθεσης, και ομοίως έπραξε και για τους υπόλοιπους Σύριους πρόσφυγες.

Για τον πρώτο κατηγορούμενο, παρόλο που παραδέχτηκε ότι «έχει δίκιο η υπεράσπιση ότι δεν έχουμε βρει τους μεταφερόμενους και δεν τους έχουμε ταυτοποιήσει», στάθηκε μόνο στην απολογία του πρόσφυγα: «Εκείνος μας έχει πει ότι μετέφερε πέντε ανθρώπους χωρίς να αισθάνεται ότι αυτό είναι διακίνηση και μάλιστα ότι πυροβολούσαν αλλά διευκρινίστηκε ότι απλώς στράφηκε σε βάρος του ένα όπλο. Δεν σταμάτησε όμως, προσπάθησε να φύγει και με τρόπο ώστε να καταλογιστεί και η αξιόποινη πράξη της απείθειας σαν να ήταν σε πανικό. Έχει πει κιόλας ότι έκανε τη διαδρομή χωρίς να χρησιμοποιήσει gps αλλά με το μάτι».

Παρόλο που σε άλλες υποθέσεις η απολογία δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν, και ακούγονται επιχειρήματα όπως «αυτά τα λέτε εσείς», με τις έδρες των δικαστηρίων να στέκονται στα αντικειμενικά πειστήρια για να αποδειχθεί το έγκλημα, που στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν, εδώ η απολογία του πρόσφυγα για την έδρα ήταν αρκετή. Η εισαγγελία πρότεινε την ενοχή του.

«Βραδιές ολόκληρες θα μπορούσαμε να συζητάμε θεωρητικά για τον νόμο, όμως αυτά έχουν άμεση επίδραση σε ζωές ανθρώπων. Ο νομοθέτης κρίνει ότι οι πράξεις στις οποίες προχωρά ένας άνθρωπος προκειμένου να ζητήσει διεθνή προστασία δεν θα πρέπει να ποινικοποιούνται. Για παράδειγμα αν ένας πρόσφυγας στην προσπάθειά του να ζητήσει άσυλο δώσει κλωτσιά σε έναν συνοριοφύλακα, δεν πρέπει να ποινικοποιηθεί για την κλωτσιά. Το αίτημα για διεθνή προστασία είναι ισχυρότερο. Το δικαστήριο του Οκτωβρίου αυτό το αναγνώρισε. Αν ο νομοθέτης έχει κάνει λάθος τον νόμο, ας τον κάνει σωστά. Όμως εδώ συζητάμε τελικά το να ΜΗΝ εφαρμόσουμε τον νόμο. Σχετικά με το ότι προσπάθησε να διαφύγει, παρόλο που εγώ το έχω ξεπεράσει πλέον το να τα βάζω με το λιμενικό, επαναπροωθήσεις γίνονται», είπε, και πρόσθεσε: «αυτός έφερε ποιους; Τι θα γράψουμε; Πρέπει να αθωωθεί λόγω αντικειμενικής υπόστασης. Αλλά εσείς θα γράψετε την αιτιολόγηση της απόφασης…», και η έδρα αποφάνθηκε ενοχή, αναγνωρίζοντας ένα ελαφρυντικό.

«Δεν υπάρχουν νόμιμες οδοί, δεν έχουν άλλο τρόπο να αιτηθούν άσυλο»

Στην περίπτωση του δεύτερου πρόσφυγα η εισαγγελέας επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι πρέπει να απαλλαχθεί επειδή είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας και πρότεινε την ενοχή του. Η Ιωάννα Μπεγιάζη επέμεινε: «Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε τον νομοθέτη ως προς το σκοπό του, οι αιτούντες άσυλο επειδή δεν υπάρχουν νόμιμες οδοί, επειδή δεν έχουν άλλο τρόπο θα πρέπει να εξαιρούνται. Ο νόμος είναι προβληματικός, ότι δηλαδή δεν τιμωρείται η διακίνηση αλλά ο μεταφορέας και μάλιστα κατά συρροή. Επειδή έγινε η δίωξη για αυτό το αδίκημα και είναι φυλακή, γι’ αυτό δεν μπορεί να αποδείξει την αλήθεια των λεγόμενων του. Είναι φαύλος κύκλος. Εδώ έχουμε κλασική περίπτωση αυτομεταφοράς. Είναι αιτών άσυλο και ο νόμος το λέει ρητά: πρέπει να εξαιρεθεί», είπε.

«Ένοχος», είπε η έδρα, αναγνωρίζοντας μόνο ένα ελαφρυντικό, καταδικάζοντας σε 49 έτη κάθειρξης, εκτιτέα τα 25. «Πείτε του είναι πολύ αυστηρή η νομοθεσία στην Ελλάδα. Πρέπει να το μάθουν σιγά σιγά», είπε στη διερμηνεία.

«Το να αυτομεταφερθείς συνδέεται με την ανάληψη της ευθύνης ότι μεταφέρεις κι άλλους»

Ακολούθησε η υπόθεση του Ρ.Ο., επιζών πολλαπλών βασανιστηρίων, πρόσφυγα πολέμου και θύμα επαναπροώθησης. Η εισαγγελέας είπε: «ένας μεταφερόμενος τον αναγνώρισε και είπε ότι κατέβαλε το ποσό των 4.000 ευρώ. Για εμένα είναι σαφές ότι τα χρήματα δεν αφορούν άμεσα τον παρόντα κατηγορούμενο. Έστειλε πρώτα τους δικούς του ανθρώπους, την γυναίκα του την κόρη της και στη συνέχεια τον ίδιο του τον εαυτό. Η αίσθηση ότι είναι ο χειριστής προέρχεται από τη μαρτυρία των ανθρώπων που μεταφέρονταν. Πιστεύω μεν ότι μετέφερε τον εαυτό του, όμως συνδέεται με την ανάληψη ευθύνης ότι για να αυτομεταφερθείς παίρνεις και άλλους. Αυτός ο πολύ αυστηρός νόμος όμως τιμωρεί τους χειριστές κει είναι σαφές και δεν μπορούμε να το αντιπαρέλθουμε», είπε, και πρότεινε ενοχή, παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε το προσφυγικό του προφίλ, κάτι που νωρίτερα, στις υπόλοιπες υποθέσεις, δεν ήταν αυταπόδεικτο και άρα αποτελούσε εμπόδιο για να απαλλαχθούν.

«Εμείς ζητάμε την εφαρμογή του νόμου. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι πρόσφυγας, και μάλιστα το εντελώς αντίθετο σε σχέση με αυτό που “λέγεται” ότι είναι οι πρόσφυγες. Ότι δήθεν δε νοιάζονται για τα παιδιά τους, και άλλα. Νοιάζεται για τη σύζυγό του και μεγαλώνει το παιδί σαν δικό του. Πλήρωσε για εκείνες, προσπάθησε δύο μήνες να μαζέψει τα χρήματα για τον εαυτό του, δεν τα καταφέρνει και προχωρά σε αυτή την πράξη. Η γυναίκα του είχε διαβατήριο από τον Ιούλιο. Όμως δεν έφυγε. Έμεινε εδώ και τον περίμενε, γιατί είναι πρόσφυγες», είπε.

«Ένοχος», είπε η δικαστής, αναγνωρίζοντας δύο ελαφρυντικά, επιβάλλοντας φυλάκιση τριών ετών για κάθε μεταφερόμενο και έξι μηνών για την παράνομη είσοδο, σύνολο 25 ετών εκτιτέα. Το γεγονός ότι η γυναίκα του είχε μόνιμη διαμονή στη χώρα και είχε μισθώσει σπίτι, τον βοήθησε στο να ανασταλεί η ποινή του μέχρι την έφεση, με τον όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.

Όταν ο νόμος είναι αυστηρός, εφαρμόζεται κατά γράμμα, όταν εξαιρεί τους αιτούντες άσυλο όμως, χρήζει ερμηνείας

«Άλλη μία μέρα στα ελληνικά δικαστήρια», σχολίασε ο Δημήτρης Χούλης στο TPP και σημείωσε ότι «τα δικαστήρια της Σάμου συγκεκριμένα είχαν κάνει βήματα προς άλλη κατεύθυνση διότι τον Οκτώβριο αναγνώρισαν ότι ένας αιτών άσυλο δεν μπορεί να είναι διακινητής, κάτι που είναι ρητή πρόβλεψη του νόμου. Τα δικαστήρια της Δευτέρας μας πήγαν πάλι ένα βήμα πίσω», σημείωσε και πρόσθεσε ότι τον τελευταίο χρόνο 100 άτομα (τα 70 με προσφυγικό προφίλ) έχουν προφυλακιστεί. «Έχει περάσει στην κοινωνία ότι χρειαζόμαστε τιμωρία και βαριές ποινές αντί για πρόληψη, αντί να σταματήσουν οι αιτίες που προκαλούν την προσφυγιά, και αντί να δημιουργηθούν νόμιμες οδοί», συμπλήρωσε.

Η Ιωάννα Μπεγιάζη αναφέρθηκε στον φαύλο κύκλο του ασύλου: «Η ποινικοποίηση είναι λόγος για απόρριψη του αιτήματος ασύλου και η απόρριψη του αιτήματος ασύλου λόγος για καταδίκη από το ποινικό. Βλέπουμε ότι η αντιμεταναστευτική ρητορική εντείνεται από την Αμερική μέχρι τη Γερμανία και εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Πρόκειται για μία κατάσταση προβληματική, και από άποψη Κράτους Δικαίου, αλλά και κυρίως για τις ζωές των ανθρώπων. Τα θύματα των επιλογών των δυνατών, οι πρόσφυγες πολέμου, οι φτωχοί, αναλαμβάνουν στις πλάτες τους τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Ακόμη, αυτές οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές οδηγούν τον κόσμο στην ακροδεξιά, και όχι το αντίστροφο».

Σχετικά με την εφαρμογή του νόμου, άλλοτε κατά γράμμα και άλλοτε κατά το δοκούν, εξηγεί: «Η ερμηνεία του νόμου γίνεται από τα δικαστήρια, όμως εδώ εξαντλείται η αυστηρότητα σε ένα νόμο που κατακρίνεται από το σύνολο του νομικού κόσμου, αλλά σε περιπτώσεις που ο νόμος εισάγει εξαιρέσεις για ανθρώπους που χρήζουν διεθνή προστασία, τον ερμηνεύουν και τον εφαρμόζουν επιλεκτικά, και μιλούν για αμέλεια του νομοθέτη. Θεωρούν ότι ο σκοπός του νομοθέτη δεν είναι να εξαιρέσει τους αιτούντες άσυλο, αλλά να βάλει ένα φρένο στην ποινικοποίηση της παράνομης εισόδου. Όμως ο νόμος είναι ρητός, γιατί δεν τους εξαιρεί μόνο στο νόμο για την παράνομη είσοδο, αλλά και στο νόμο για τη διευκόλυνση μετακίνησης και τη μεταφορά υπηκόων τρίτων χωρών. Ο νομοθέτης μάλιστα ανέπτυξε τον νόμο, μιλώντας για τη Σύμβαση της Γενεύης», κατέληξε.