άρθρο ειδικού συνεργάτη
Στο πρώτο άρθρο, ασχολήθηκα με τη σημασία της αλλαγής στο μοντέλο διοίκησης. Στο δεύτερο και τρέχον άρθρο, θα ασχοληθώ με τη ρητορική περί αποδοχής (ή μη) του νομοσχεδίου από την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία. Στη συνέντευξή της η Υπουργός αναφέρει ότι:
«στα 9/10 [του νομοσχεδίου] δεν ακούμε καμία συζήτηση, γιατί πιστεύω ότι κατά γενική ομολογία υπάρχει σύμπνοια» (σημείο [01:42]).
Με την τοποθέτηση αυτή εγείρονται δύο ερωτήματα:
- Συζητά πράγματι η ακαδημαϊκή κοινότητα για το νομοσχέδιο στο σύνολό του ή μόνο για μικρό μέρος αυτού, και
- Υπάρχει πράγματι κάποια σύμπνοια με τις την ευρεία πλειοψηφία των διατάξεων που το διέπουν;
Θα ξεκινήσουμε από το πρώτο ερώτημα, και στις επόμενες ενότητες θα ασχοληθούμε με την σύμπνοια που επικαλείται η Υπουργός. Στο τέλος, θα ασχοληθούμε με ένα άλλο επιχείρημα, που αφορά τη θεωρούμενη στήριξη της κοινωνίας απέναντι στο νομοσχέδιο.
Που συγκεντρώνεται το ενδιαφέρον της συζήτησης για το νομοσχέδιο;
Αρχικά να πούμε ότι ένας υπουργός, όπως και όλοι μας, έχει περιορισμένες δυνατότητες να αντιληφθεί τι συζητάται πέρα από τους κύκλους με τους οποίους έχει επαφές, ή από αυτούς που δημοσιεύουν σκέψεις για μέρος από αυτά για τα οποία συζητούν. Ένα πρόβλημα με τη συγκεκριμένη Υπουργό είναι ότι δεν επισκέπτεται τα Πανεπιστήμια (ακόμα και όταν ήταν άδεια λόγω καραντίνας, δε φιλοτιμήθηκε να κάνει κάποια επίσκεψη), και δε δείχνει να έχει ιδιαίτερη θέληση να ακούσει πολλά πράγματα, αφού επαγγελματικοί και συλλογικοί φορείς παραπονούνται ότι δεν τους δέχεται προς ακρόαση, παρ’ όλες τις οχλήσεις τους,. Συνεπώς ας περιοριστούμε σε κάτι πιο «μετρήσιμο» και ας εστιάσουμε στη διαβούλευση του opengov.gr, ως το μόνο μέσο που διαθέτει οποιοσδήποτε πολίτης για να εκφράσει ελεύθερα την άποψή του, αφού οι εφημερίδες και τα άλλα ΜΜΕ επιλέγουν τις απόψεις που θα αφήσουν να εκφραστούν.
Μεγάλο μέρος του νομοσχεδίου, όπως ομολογεί και η ίδια η υπουργός, αποτελεί ομαδοποίηση και κωδικοποίηση διατάξεων που ήδη ισχύουν. Οι περισσότερες από αυτές είναι διατάξεις που είτε είναι απόλυτα λειτουργικές, είτε είναι τέτοιες με τις οποίες «μάθαμε να ζούμε» εδώ και δεκαετίες και άρα είναι λογικό να μην δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή και νόημα σχολιασμού. Άλλες είναι διατάξεις που έχουν έρθει πρόσφατα στη διαβούλευση και για τις οποίες έχουν ήδη προσφάτως διατυπωθεί τα σχετικά σχόλια (π.χ. ο νόμος για το πειθαρχικό δίκαιο και την ΕΒΕ, 569 σχόλια – εδώ αξίζει να πούμε πως τα σχόλια δείχνουν να έχουν αγνοηθεί από το υπουργείο, εκτός από την αλλαγή κάποιων διατυπώσεων, όπως προκύπτει και από τη σχετική έκθεση διαβούλευσης). Συνεπώς παραμένει ένα μικρό μόνο μέρος του νομοσχεδίου που προσφέρεται για ουσιαστική συζήτηση, ήτοι το μέρος που αφορά τις νέες αλλαγές.
Είναι προφανές λοιπόν ότι μόνο αυτό το μικρό μέρος που συμπεριλαμβάνει τις «καινοτομίες» του νόμου θα μπορούσε να συγκεντρώσει τα περισσότερα σχόλια και να «μονοπωλήσει» κατά κάποιο τρόπο τη συζήτηση. Αλλά ακόμη κι έτσι, αν μελετήσει κανείς τα 1662 σχόλια στη διαβούλευση, θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν σχόλια, αν όχι για όλα, τουλάχιστον για τα περισσότερα άρθρα που αφορούν νέες διατάξεις ή ρυθμίσεις (ή παραλείψεις). Συνεπώς ο προσεκτικός αναγνώστης της διαβούλευσης, θα παρατηρήσει ότι μπορεί να μη σχολιάστηκαν 9 στα 10 άρθρα του νομοσχεδίου, αλλά σίγουρα σχολιάστηκαν 9 στα 10 από εκείνα τα άρθρα που περιέχουν νέες αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των ΑΕΙ. Μάλιστα, το εύρος του σχολιασμού είναι τέτοιο, που μαθαίνουμε ότι το κείμενο των διορθώσεων που έχουν προετοιμαστεί για να ενσωματωθούν στο τελικό νομοσχέδιο φτάνει τις 45 σελίδες (αυτό αφορά βέβαια μόνο όσα σημεία έχει θεωρήσει το Υπουργείο ότι επιθυμεί να αλλάξει, και όχι το σύνολο των σχολίων).
Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι στην ανοικτή διαβούλευση έγινε κάτι πρωτοφανές: Δεν αναρτήθηκαν τα άρθρα ένα προς ένα, όπως συνηθίζεται σε όλα τα νομοσχέδια, αλλά μόνο κατά κεφάλαιο. Αυτός ο τρόπος ανάρτησης δυσχεραίνει πολύ τη διαδικασία τόσο ανάγνωσης, όσο και του σχολιασμού, και δρα αποθαρρυντικά για τη συμμετοχή στην έκφραση απόψεων αλλά και τη συζήτηση γύρω από μεμονωμένα άρθρα. Θα έλεγε κανείς πως το υπουργείο έκανε ότι μπορούσε για να μη διευκολύνει τους αναγνώστες, ώστε να μη χρειαστεί να αναγκαστεί να ακούσει αυτά που ίσως έχουν να πουν.
Κλείνοντας να τονίσουμε ξανά ότι σε ένα νομοσχέδιο που, στη μεγαλύτερη έκτασή του, κυρίως αφορά τη συγκέντρωση και κωδικοποίηση διατάξεων που ήδη ισχύουν, δεν έχει νόημα να επισημαίνουμε πόσες διατάξεις συζητούνται επί τω συνόλω, αλλά επί αυτών που περιέχουν νέες αλλαγές. Αυτή είναι μια πιο σφαιρική ανάγνωση του ενδιαφέροντος για τη συζήτηση, και προφανώς δηλωτική για το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον που έχει επιδείξει η ακαδημαϊκή κοινότητα για τις επερχόμενες αλλαγές.
Υπάρχει «σύμπνοια» στην πλειοψηφία των διατάξεων του νομοσχεδίου;
Υπάρχει πράγματι «σύμπνοια κατά γενική ομολογία» για την πλειοψηφία των διατάξεων, όπως ισχυρίζεται η Υπουργός; Όπως είπαμε, δεν έχει νόημα να ασχοληθούμε με διατάξεις που ήδη ισχύουν. Για τις υπόλοιπες, που φέρνουν τις ουσιαστικές αλλαγές, πέρα από τα σχόλια μεμονωμένων πολιτών, έχουν εκδοθεί αποφάσεις 17 συγκλήτων (από τα 23 συνολικά πανεπιστήμια της χώρας), πληθώρας τμημάτων και σχολών, συλλόγων μελών ΔΕΠ σε επίπεδο ιδρύματος, άλλων επαγγελματικών φορέων όπως η ΠΟΣΔΕΠ, η ΠΟΣΕΕΔΙΠ, η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών, το Τεχνικό Επιμελητήριο, η Ελληνική Εταιρεία Γυναικών Πανεπιστημιακών, που θίγουν πληθώρα ζητημάτων που αφορούν τις νέες αλλαγές και εκφράζουν την αντίθεσή τους σε αυτές. Στο σύνολό τους, η ΠΟΣΔΕΠ έχει καταμετρήσει 91 ανακοινώσεις συλλογικών οργάνων και μεμονωμένων προσώπων.
Σε κάποιες από τις ανακοινώσεις, εκτός από τα σημεία διαφωνίας, εκφράζεται μια επί της αρχής συμφωνία με κάποιες από τις προβλέψεις, όπως π.χ. το φοιτητικό Erasmus ή τα βιομηχανικά διδακτορικά. Ωστόσο όλες αυτές οι ανακοινώσεις καταλήγουν σε ένα κοινό τόπο, ο οποίος είναι πως το νομοσχέδιο πρέπει να αποσυρθεί, καθώς χρειάζεται σημαντικά περισσότερος διάλογος και συνδιαμόρφωση στο σύνολό του, ακόμα και για τις διατάξεις που φαίνεται να διαμορφώνεται κάποια συναίνεση. Τελικά, αν διαμορφώνεται κάποια σύμπνοια, αυτή είναι μάλλον προς την κατεύθυνση της απόσυρσης του νομοσχεδίου στο σύνολό του.
Μα δε συμφώνησε η Σύγκλητος των Πρυτάνεων στο μεγαλύτερο μέρος του νομοσχεδίου;
Στο χρονικό σημείο της συνέντευξης [06:50] η Υπουργός αναφέρει ότι «Η σύνοδος πρυτάνεων συμφωνεί στο corpus (4/5) του νομοσχεδίου, εκτός από το θέμα της διοίκησης». Σύμφωνα πάντως με τις πληροφορίες που έφθασαν στη δημόσια σφαίρα, μόνο 6 από τους 23 πρυτάνεις διατύπωσαν την πλήρη συμφωνία τους με το νομοσχέδιο. Από τους 6, οι δύο είναι πρόεδροι διοικουσών επιτροπών (ΕΑΠ, ΔΙΠΑΕ) που έχουν διοριστεί από την Υπουργό και η γνώμη τους δε μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη ή έστω αντιπροσωπευτική των ακαδημαϊκών που εκπροσωπεύουν. Εν τέλει, το κείμενο που εξέδωσε κατά πλειοψηφία η σύνοδος αναφέρει ενδεικτικά έξι θετικά στοιχεία στο νομοσχέδιο, χωρίς να διατυπώνεται πουθενά κάποια άποψη περί πλήρους συμφωνίας στους 4 από τους 5 πυλώνες. Συνεπώς μια τέτοια εκτίμηση φαίνεται να είναι αποκλειστικό κατασκεύασμα της Υπουργού και δεν προκύπτει από κάποιο τεκμήριο.
Δεν αμφιβάλλω πως η Υπουργός, σαν παρούσα στη σχετική Σύνοδο, μπορεί να έχει σχηματίσει αυτή την άποψη βασιζόμενη σε λόγια και στοιχεία τα οποία εμείς δε γνωρίζουμε. Σε αυτή την περίπτωση όμως οφείλει να διαψεύσει την ορθότητα του κοινού κειμένου της Συνόδου των Πρυτάνεων, που δεν αναφέρεται καθόλου σε μια τέτοιας έκτασης συναίνεση, και ας μας εξηγήσει πως προχωρά μόνη της, επειδή δε μπορεί να συνεργαστεί με θεσμικά όργανα που δεν είναι αξιόπιστοι συνομιλητές. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και ένα επιχείρημα σχετικά με την ανάγκη αλλαγής του τρέχοντος μοντέλου διοίκησης, ως ανίκανο να αναδείξει κατάλληλες ηγεσίες.
Όμως θεωρώ ότι δε μπορεί να το κάνει – η εκλογή από τη βάση δίνει τέτοια νομιμοποίηση στους Πρυτάνεις, που οποιαδήποτε απόπειρα δυσφήμισής τους, θα έστρεφε σύσσωμη την ακαδημαϊκή κοινότητα, και μεγάλο μέρος του πληθυσμού εναντίον της. Οι πρυτάνεις εκπροσωπούν το Πανεπιστήμιο. Τα Συμβούλια Διοίκησης και οι εξαρτημένοι από αυτά πρυτάνεις, εκπροσωπούν τις ατομικές φιλοδοξίες των εσωτερικών μελών και τα συμφέροντα έξω από αυτά του Πανεπιστημίου που έχουν τα εξωτερικά μέλη. Άραγε σε μελλοντικές τέτοιες περιπτώσεις, με ποια νομιμοποίηση θα προσέρχονταν οι πρυτάνεις για να συνομιλήσουν με την ή τον Υπουργό; Καθίστανται οι μη-δημοκρατικά εκλεγμένοι πρυτάνεις ανίσχυρα υποχείρια του Υπουργείου ή όχι;
Έχει κάποια αξία η επιστολή των 1000 ακαδημαϊκών που διαφωνούν;
Πρόσφατα, ανακοινώθηκε μια ανοικτή επιστολή 1000 ακαδημαϊκών που διαφωνούν με το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια. Για να είμαστε ακριβείς, οι υπογράφοντες είναι 978. Στη σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου προς την Υπουργό κατά τη συνέντευξή της, η κα. Κεραμέως φάνηκε να υποβιβάζει τη σημασία της επιστολής αυτής (σημείο [06:40]) λέγοντας πως «είναι σχετικό, δηλαδή πρέπει να δει κανείς και πόσα είναι τα μέλη». Με άλλα λόγια, οι υπογράφοντες είναι μια μειοψηφία και άρα η γνώμη της δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Κατ’ επέκταση, αφήνεται να εννοηθεί ότι η πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ είναι σύμφωνη με το νομοσχέδιο.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΘΑΑΕ τα μέλη ΔΕΠ στην Ελλάδα είναι περίπου 10.000 (το λέει και η ίδια η Υπουργός λίγο αργότερα, στο 07:38). Πράγματι, με την επιστολή που υπογράφουν περίπου 1000 από αυτά, μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως περίπου το 10% των μελών ΔΕΠ είναι κατά του νομοσχεδίου, επί πληθώρας ζητημάτων. Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο 90% αδιαφορεί, ή είναι υπέρ του νομοσχεδίου;
Μια τέτοια σκέψη αποτελεί μεγάλο λογικό άλμα. Ας εξηγήσουμε τα προφανή. Σίγουρα, δεν ήταν όλα τα μέλη ΔΕΠ ενήμερα για τη συλλογή υπογραφών, ούτε είναι ξεκάθαρο πότε ξεκίνησε η πρωτοβουλία και άρα αν υπήρχε εύλογος χρόνος ώστε να θεωρηθεί ότι είχαν όλοι ενημερωθεί. Για παράδειγμα, στο πανεπιστήμιο που υπηρετώ, κοινοποιήθηκε ο σχετικός σύνδεσμος σε ομαδικό email προς όλα τα στελέχη του Πανεπιστημίου, μόλις 2 ημέρες πριν κατατεθεί η επιστολή. Αρκετοί μπορεί να μην είδαν το μήνυμα καν. Άλλοι να το είδαν καθυστερημένα. Άλλοι μπορεί να το είδαν αλλά δεν υπέγραψαν για διάφορους λόγους. Ποιοι μπορεί να είναι αυτοί;
Αρχικά να πούμε ότι οι ακαδημαϊκοί έχουμε ένα συνήθειο (σε αντίθεση με αρκετούς πολιτικούς, όπως έχουμε διαπιστώσει και κατά την ψήφιση κρίσιμων νομοσχεδίων), που είναι απαίτηση του λειτουργήματός μας, να θέλουμε να μελετήσουμε σχολαστικά κάτι, προτού εκφέρουμε άποψη. Η έκταση του νομοσχεδίου, ο τρόπος ανάρτησής του στη διαβούλευση, αλλά και η χρονική στιγμή της κατάθεσής του (ενώ το εαρινό εξάμηνο δεν είχε ολοκληρωθεί και εν όψει της εξεταστικής περιόδου) αφήνουν στενά περιθώρια μελέτης και άρα δημιουργίας της πεποίθησης ότι μπορεί κάποιος να εκφράσει την άποψή του τεκμηριωμένα. Άρα ένα ποσοστό συναδέλφων μπορεί να απείχε για αυτό το λόγο.
Στη συνέχεια, η επιστολή δεν είναι ξεκάθαρο από ποιους συντάχθηκε και άρα μπορεί κάποιος να συμφωνεί με το περιεχόμενο, αλλά χωρίς να θέλει όμως να δώσει δύναμη σε κάποια ομάδα ή άτομα με τα οποία σε άλλα θέματα θα διαφωνούσε. Ακόμη, η υπογραφή συνεπάγεται την έκθεση του υπογράφοντος στη δημόσια σφαίρα, καθιστώντας τον δυνητικά θύμα στοχοποίησης, διάκρισης, απομόνωσης ή εκδικητικών συμπεριφορών. Είναι ενδεικτικό πως αυτοί που βρίσκονται στην πλέον ευάλωτη θέση (επίκουροι καθηγητές) και των οποίων τα δικαιώματα πλήττονται σημαντικά από το νομοσχέδιο (περίοδος θητείας και διαδικασίες εξέλιξης) αντιπροσωπεύουν μόλις το 20% των υπογραφών, χωρίς να είναι ξεκάθαρο πόσοι από τους υπογράφοντες τελούν υπό το καθεστώς της μονιμότητας και άρα έχουν κάποιο επίπεδο προστασίας της θέσης τους, και πόσοι είναι επί θητεία, κινδυνεύοντας φυσικά να τη χάσουν, ή να υποστούν ανήκεστο βλάβη λόγω των δυνατοτήτων καθυστερήσεων και αναπομπής που έχει τόσο το Υπουργείο, όσο και άλλα διοικητικά όργανα.
Θα έπρεπε μήπως να είναι περισσότεροι οι υπογράφοντες ώστε να μην απορρίπτεται από την Υπουργό ως περιθωριακή ή μειοψηφική η άποψή τους; Η απάντηση είναι στην κρίση του αναγνώστη. Όμως αν μη τι άλλο, χίλιοι άνθρωποι που κατά τεκμήριο είναι «ειδικοί» επάνω στο επάγγελμά τους, δεν είναι και λίγοι. Μια διαφορετική ανάγνωση για το τι θα έπρεπε να θεωρείται «αξιόλογο» ποσοστό σε μια κοινωνία, μπορεί να έρθει από την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 6, 500.000 (μη-ειδικοί) πολίτες μπορούν με τις υπογραφές τους να καταθέσουν πρόταση νόμου η οποία πρέπει υποχρεωτικά να συζητηθεί στη Βουλή. Αυτό σημαίνει ότι στο πολίτευμά μας, ένα ποσοστό περίπου ίσο με το 5% του πληθυσμού, και μάλιστα χωρίς κριτήρια ειδικότητας ή έννομου συμφέροντος, μπορεί να εκφράσει άποψη την οποία το πολιτικό σύστημα υποχρεούται να συμπεριλάβει στις επίσημες νομοθετικές διαδικασίες. Κατ’αναλογία, η ισχυρή διαφωνία του 10% των μελών ΔΕΠ με το νομοσχέδιο, θα έπρεπε να είναι αρκετή ώστε να χρήζει ιδιαίτερης προσοχής από την Υπουργό, και όχι να προσπερνιέται ως άποψη ελαχίστων ατόμων σε σχέση με το σύνολο.
Τέλος, πέρα από τα μεμονωμένα άτομα, μέχρι ώρας έχουν τοποθετηθεί κατά του νομοσχεδίου στο σύνολο ή μέρος αυτού οι σύγκλητοι 16 μέχρι σήμερα πανεπιστημίων, που αντιπροσωπεύουν αδιαμφισβήτητα την πλειοψηφία των 10000 μελών ΔΕΠ που εργάζονται σε αυτά (ένα από τα πλεονεκτήματα της νομιμοποίησης μέσω της εκλογής από τη βάση είναι πως γνωρίζουμε ότι τα όργανα αυτά εκπροσωπούν πλειοψηφίες). Μια ακόμη καταμέτρηση προέρχεται από τις 17 πρυτανικές αρχές που τοποθετούνται και αυτές ενάντια του νομοσχεδίου, που και πάλι εκπροσωπούν τις πλειοψηφίες των μελών ΔΕΠ των πανεπιστημίων τους. Θα ρωτήσει κανείς, πόσοι είναι αυτοί που πράγματι ψηφίζουν; Η απάντηση έρχεται από πρόσφατα στατιστικά: μεγαλύτερη του 90% των μελών ΔΕΠ. Θυμίζουμε ότι οι πρυτανικές αρχές εκλέγονται με απόλυτη πλειοψηφία είτε στον 1ο γύρο, είτε στον 2ο μεταξύ των δύο επικρατέστερων.
Κατά συνέπεια η εντύπωση που προσπαθεί να δημιουργήσει η Υπουργός ότι ενάντια του νομοσχεδίου είναι μόνο μια μικρή μερίδα των μελών ΔΕΠ, είναι μάλλον παραπλανητική. Ακόμα και τα δικά μου επιχειρήματα πάντως, αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης, αν και θεωρώ σχετικά μικρό, ή τουλάχιστον αρκετά μικρότερο από το περιθώριο σφάλματος της Υπουργού. Στην πραγματικότητα, ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ πόσα μέλη ΔΕΠ είναι υπέρ ή κατά του νομοσχεδίου, αφού ουδέποτε ερωτήθηκε το σύνολό τους, ή έστω ικανοποιητικό δείγμα τους. Εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε, τίνος ευθύνη είναι να το γνωρίζει πολύ καλά αυτό, προτού προβεί σε συμπεράσματα και δηλώσεις; Γιατί δεν οργανώθηκε μια έρευνα εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας από το Υπουργείο για να φανεί πράγματι το ποσοστό διαφωνίας ή συμφωνίας (ή και αδιαφορίας) για το νομοσχέδιο; Το νομοσχέδιο αναφέρει πολλές φορές το σύστημα Ζευς για τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες – αναρωτιέται εύλογα κανείς, γιατί δεν αξιοποιήθηκε και για το σκοπό αυτό, ενώ θα μπορούσε ευκολότατα.
Είναι το νομοσχέδιο απαίτηση της κοινωνίας;
Όπως είπαμε και στο προηγούμενο άρθρο, η οικειοποίηση και αυθαίρετη χρήση λέξεων όπως «καινοτομία», «αναβάθμιση», «εκσυγχρονισμός», «αριστεία», «βελτίωση» για την περιγραφή του νομοσχεδίου, δεν είναι τυχαία. Με την χρήση τους, υπονοείται για τους αντιτιθέμενους ότι δεν επιθυμούν την αναβάθμιση, είναι κατά της καινοτομίας, ενάντια στον εκσυγχρονισμό, δηλαδή οπισθοδρομικοί άνθρωποι με αμφισβητήσιμη ευφυία (ποιος λογικός άνθρωπος είναι ενάντια σε όλα αυτά τα καλά;). Και σαν να μη φτάνει αυτό, δεν ελλείπουν και οι περιπτώσεις που η απαξίωση δεν περιορίζεται σε όσα υπονοούνται, αλλά γίνεται και πιο σαφής, για παράδειγμα χαρακτηρίζονται οι αντιτιθέμενοι ως έχοντες «αγκυλώσεις», «ιδεοληψίες», «φοβικά σύνδρομα», τα οποία και θα πρέπει να ξεπεράσουν. Συναντούμε επίσης αναφορές στις ευθύνες ή τα συμφέροντα των ακαδημαϊκών, με υπόνοιες ότι όσοι αντιτίθενται στο νομοσχέδιο το κάνουν για να καλύψουν τις πρώτες, ή να περιφρουρήσουν τα δεύτερα,. Ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται μια παράλληλη συστηματική προσπάθεια απαξίωσης των Ελληνικών Πανεπιστημίων ως κέντρα ανομίας, νεποτισμού, σπατάλης και διαπλοκής,,,,,. Δε λέμε προφανώς ότι δεν προκύπτουν προβλήματα μέσα στα Πανεπιστήμια – όμως όλα αυτά που εκτοξεύονται ως κατηγορίες, ουδέποτε ποσοτικοποιήθηκαν, μετρήθηκαν ή τοποθετήθηκαν μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται η εικόνα ότι οι όποιες αποτυχίες εντοπίζονται, αποτελούν τον κανόνα, και όχι την εξαίρεση. Τι κι αν η πραγματικότητα είναι διαφορετική, όπως φαίνεται εκεί που έχει γίνει κάποια στοιχειώδης προσπάθεια να εντοπιστούν ποσοτικά στοιχεία που καταγράφουν την έκταση ενός προβλήματος, όπως π.χ. η ανομία; Σημασία έχει η καλλιέργεια της εντύπωσης, και της δημιουργίας ενός «φανταστικού προβλήματος» που πρέπει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει.
Απέναντι σε αυτό το κλίμα που λοιδορεί ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα απέναντι στην κοινωνία, και απαξιώνει όσες φωνές μέσα από αυτή αντιδρούν, όπως είδαμε και στις προηγούμενες ενότητες, η Υπουργός επιχείρησε να υπερασπιστεί το νομοσχέδιο αναφέροντας ότι «πολλές από τις αλλαγές απαίτηση της κοινωνίας», στο σημείο [06:08] της συνέντευξής της. Για να τεκμηριώσει την άποψή της, αναφέρθηκες σε δημοσκόπηση που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Πρώτο Θέμα έχοντας εντολέα την εφημερίδα. Έχει ενδιαφέρον ότι λίγες μέρες μετά, η Καθημερινή μας ενημερώνει για κυλιόμενες δημοσκοπήσεις που διεξάγονται για λογαριασμό του Μαξίμου, αναφέροντας ακριβώς τις ίδιες ερωτήσεις όπως σε αυτή του «ΠΘ» και, στις περισσότερες απαντήσεις, ακριβώς τα ίδια ποσοστά. Είναι πράγματι απαίτηση της κοινωνίας να γίνουν όχι απλά αλλαγές, αλλά συγκεκριμένα και ειδικά οι αλλαγές που προτείνει η Υπουργός;
Κατ΄αρχάς για να μιλάμε για απαίτηση, θα πρέπει κάποιος να ερωτηθεί «τι θέλει» ώστε να εκφράσει ελεύθερα μια απάντηση. Η δημοσκόπηση στην πράξη παίρνει ως δεδομένο αυτό που θέλει η κυβέρνηση, και ρωτά αν κάποιος συμφωνεί με αυτό. Συνεπώς δεν πρόκειται για την καταγραφή κάποιας απαίτησης της κοινωνίας, αλλά για αξιολόγηση των αποφάσεων που κάποιος έχει ήδη πάρει.
Ωστόσο ακόμη κι έτσι, το να ρωτάς 1003 νοικοκυριά την άποψή τους για κάποιες προτεινόμενες αλλαγές, σίγουρα είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να σχεδιάσεις κάτι ίσως να βελτίωνε την κατάσταση στα πανεπιστήμια με βάση όσα φαντάζονται ή θεωρούν πως γνωρίζουν (με την περιορισμένη τους οπτική και σαφώς επηρεασμένα από την κατασκευασμένη εικόνα) τα νοικοκυριά αυτά, αλλά όχι απαραίτητα και κάτι που έχει πραγματικές πιθανότητες να βελτιώσει την κατάσταση στα πανεπιστήμια με βάση πραγματικά δεδομένα που διαμορφώνουν μια συνεκτική αντίληψη για την κατάσταση στα πανεπιστήμια.
Θα μπορούσαν τα νοικοκυριά να έχουν κάποια τεκμηριωμένη και ουσιαστική άποψη περί των σχεδιαζόμενων ρυθμίσεων; Με βάση τα στατιστικά που δείχνουν ότι περίπου το 40% του πληθυσμού έχει κάποιο πτυχίο ΑΕΙ, θα περίμενε κανείς πως, στατιστικά, μόνο περίπου οι 400 από τους 1003 συμμετέχοντες έχουν κάποια προσωπική εμπειρία από την κατάσταση στα ΑΕΙ και τις ανάγκες τους, οι περισσότεροι εξ’ αυτών ως νυν, ή πρώην φοιτητές, αφού το σύνολο του προσωπικού στα ΑΕΙ είναι ένα απειροελάχιστο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας. Οι υπόλοιποι μπορεί ίσως να έχουν έμμεση εμπειρία (ίσως από τα παιδιά τους, φίλους τους, γνωστούς κ.α.), συνεπώς σίγουρα πολύ περιορισμένη γνώση, που δεν είναι και απαραίτητα αξιόπιστη. Θα λέγαμε λοιπόν πως αυτό που αποκαλούμε «κατάλληλο δείγμα» που συμπεριλαμβάνεται στην έρευνα είναι μάλλον απελπιστικά ποιοτικά και ποσοτικά ανεπαρκές για τους σκοπούς της έρευνας – αν βέβαια σκοπός της έρευνας είναι να γίνει μια εκτίμηση για την ορθότητα των προτάσεων, και όχι απλά να επιβεβαιώσει το «εγώ» του νομοθέτη.
Μα ακόμα κι αν το δείγμα θεωρείτο επαρκές και κατάλληλο, οι ερωτήσεις της δημοσκόπησης προκαλούν δεν αφήνουν περιθώρια για άλλο αποτέλεσμα της έρευνας, πέρα ίσως από την επιβεβαίωση του «εγώ» του νομοθέτη. Μάλιστα, οδηγούμαστε στη βάσιμη υποψία ότι η έρευνα δεν κατασκευάστηκε καν για το σκοπό αυτό, αλλά για να εξυπηρετήσει την κατασκευή μιας ακόμη πλαστής εντύπωσης, αυτή τη φορά όχι για το «φανταστικό πρόβλημα», αλλά για να επιβεβαιώσει ότι «φανταστική λύση» είναι η ενδεικνυόμενη.
Ας δούμε για παράδειγμα μία από τις ερωτήσεις: Ερωτώνται τα νοικοκυριά αν «κρίνουν θετικά ή αρνητικά το νέο σύστημα επιλογής καθηγητών για περισσότερη αξιοκρατία και διαφάνεια». Όπως είναι προφανές, η ερώτηση προκαταλαμβάνει τις απαντήσεις, παρουσιάζοντας ως δεδομένο πως το νέο σύστημα θα φέρει περισσότερη αξιοκρατία και διαφάνεια. Ειλικρινά, πόσοι άνθρωποι με μισό μυαλό θα μπορούσαν να διαφωνήσουν με την υλοποίηση ενός συστήματος που θα φέρει περισσότερη αξιοκρατία και διαφάνεια;
Όμως, μια πραγματικά ενημερωμένη απάντηση για τη συγκεκριμένη ερώτηση, προϋποθέτει καλή γνώση των διατάξεων, τόσο στο ισχύον σύστημα, όσο και στο προτεινόμενο. Πόσοι από τους 1003 συνεντευξιαζόμενους πράγματι διάβασε τα σχετικά άρθρα, γνώριζε τις παλαιότερες διατάξεις, και συγκρίνοντας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι το νέο σύστημα πρέπει να αξιολογηθεί θετικά; Επειδή προφανώς ελάχιστο ποσοστό του πληθυσμού έχει αυτή τη γνώση, και επειδή η εταιρεία δημοσκοπήσεων το γνωρίζει, είναι ξεκάθαρο γιατί υποψιαζόμαστε πως η εταιρεία ένιωσε την ανάγκη να συμπεριλάβει την αξιολογική κρίση περί του νέου συστήματος μέσα στην ερώτηση. Για όσους δεν κατάλαβαν, ας το πούμε ξεκάθαρα: για να βγει το ευκταίο αποτέλεσμα. Θα είχε πράγματι ενδιαφέρον να βλέπαμε το ποσοστό των απαντήσεων «Δεν Γνωρίζω / Δεν Απαντώ» (τώρα 12.1%) αν η ερώτηση ήταν απλά αν «κρίνετε θετικά ή αρνητικά το νέο σύστημα επιλογής Καθηγητών», σκέτο.
Μετά από αυτά, επανέρχομαι στην προηγούμενη ερώτησή μου: πόσοι άνθρωποι με μισό μυαλό θα μπορούσαν να διαφωνήσουν με την υλοποίηση ενός συστήματος που θα φέρει περισσότερη αξιοκρατία και διαφάνεια; Σύμφωνα με την έρευνα, 9.9%. Μπορούμε να φανταστούμε ότι μέσα σε αυτούς, είναι ίσως και κάποιοι άνθρωποι που είχαν καταλάβει την παγίδα των ερωτήσεων και απάντησαν αρνητικά. Βλέπετε πως το σύστημα δουλεύει έτσι ώστε αυτοί που δε συμφωνούν, να καταδεικνύονται ως «τρελοί», «κατά της προόδου», κ.α.
Και κάτι ακόμα. Από όλες τις αλλαγές του νομοσχεδίου, η εταιρεία επέλεξε να παρουσιάσει μόνο 9 στους ερωτώμενους. Από αυτές λείπει το νέο μοντέλο διοίκησης. Αναρωτιέμαι γιατί. Aν τα νοικοκυριά θεωρούνται ικανά να κρίνουν τον τρόπο εκλογής των καθηγητών, γιατί δεν είναι ικανά να κρίνουν τον τρόπο ανάδειξης των πρυτανικών αρχών; Επίσης, γιατί απουσιάζει μια ερώτηση για την άποψη των νοικοκυριών για την κατάργηση των επιτροπών ισότητας φύλου, ή τη μη συμπερίληψη της σεξουαλικής παρενόχλησης στις διατάξεις περί πειθαρχικού δικαίου, όπως επισημαίνει η Ελληνική Εταιρεία Γυναικών Πανεπιστημιακών;
Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν αφορούν την Υπουργό, αφού δε σχεδίασε η ίδια την έρευνα. Θα περίμενε κανείς όμως ένας επαγγελματίας με την ακαδημαϊκή κατάρτιση της Υπουργού να μπορεί να διαβάσει μια έρευνα και να αξιολογήσει αν πρέπει, από το θεσμικό της ρόλο, να την επικαλεστεί ως επιχείρημα για την υπεράσπιση του νομοσχεδίου της. Σε κάθε περίπτωση, αν η στόχευση ήταν να σχεδιαστεί κάτι που βελτιώνει την κατάσταση στα πανεπιστήμια, τότε δε θα ήταν καλύτερο να ρωτήσει το υπουργείο, και όχι μια δημοσκοπική εταιρεία κατ’ εντολή εφημερίδας, αυτούς που ήδη εργάζονται στα πανεπιστήμια και έχουν καλύτερη εικόνα της κατάστασης, ή τουλάχιστον ΚΑΙ αυτούς;
Την ερώτηση αυτή την έχω ήδη θέσει προηγουμένως, αλλά αξίζει να επιμείνουμε. Πραγματικά είναι άξιο απορίας γιατί δεν έγινε μια τέτοια έρευνα και εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας, που αποτελεί το αντικειμενικά πλέον καταρτισμένο κομμάτι του πληθυσμού αναφορικά με το αντικέιμενο, ώστε να μπορεί να εκφέρει τεκμηριωμένες και βάσιμες απόψεις. Δεν είναι αρμοδιότητα του υπουργείου να καταγράψει στοιχεία, να ποσοτικοποιήσει τα προβλήματα, να διαμορφώσει απόψεις για το μεγεθός τους, να συλλέξει προτάσεις; Τι έκανε προς αυτή την κατεύθυνση; Και ποια άποψη έχει για τη σημασία της χάραξης πολιτικής και κατάρτισης νομοσχεδίων βάση τεκμηρίων που βασίζονται σε δεδομένα (evidence-based), κάτι που αποτελεί κατευθυντήρια οδηγία της ΕΕ (Better Regulation agenda); Είναι κάτι που θεωρεί ότι μπορεί να αγνοεί κατά βούληση ή μήπως δεν αξίζει η χώρα μας την εφαρμογή των βέλτιστων πρακτικών που περιγράφονται στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμους στην επικράτειά της;
Συμπέρασμα
Όπως και στο πρώτο μου άρθρο, παρέθεσα αρκετά, και ελπίζω πειστικά, επιχειρήματα που στηρίζονται από τεκμήρια, για να καταδείξω αυτή τη φορά την πλάνη που συντελείται με τον υποβιβασμό της γνώμης της ακαδημαϊκής κοινότητας. Συνεχίζει να αποτελεί βασική υπόθεση για όλα όσα έγραψα, ότι συνεχίζουμε να μιλάμε για το σχεδιασμό ενός ουσιαστικού πλαισίου για την παιδεία, που θεραπεύει τα προβλήματα του παρελθόντος, προς όφελος των παιδιών μας και της κοινωνίας.
Επιπρόσθετα, κατέδειξα ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν επιχειρείται να «περάσει» ως αποτέλεσμα επιστημονικής ενασχόλησης και μεθοδικής εργασίας, βασισμένης σε τεκμήρια, στοιχεία, ορθολογικούς συλλογισμούς που καταλήγουν σε κάποια ουσιαστική και πολύτιμη πρόταση. Όντας αντικειμενικά αδύνατο να σταθεί απέναντι σε στοιχειώδη κριτική, επιχειρείται να περάσει χρησιμοποιώντας α) την συκοφάντηση της ακαδημαϊκής κοινότητας και της προσφοράς της στην κοινωνία, και β) την εξαπάτηση της ίδιας της κοινωνίας, μέσα από «στημένες» δημοσκοπήσεις που αξιοποιούνται ως πολιτικό επιχείρημα, το οποίο σίγουρα θα ακούσουμε και μέσα στη Βουλή. Αυτά όμως δεν είναι «Αριστεία».
Χωρίς δισταγμό για τα παραπλανητικά επιχειρήματα, χωρίς ήθος απέναντι στο συνομιλητή, χωρίς ειλικρίνεια προς τον Ελληνικό Λαό που παρακολουθεί και αγωνιά για τα παιδιά του, κατέρχεται ένα νομοσχέδιο, το οποίο μετά από όλα αυτά, νομιμοποιούμαστε όλοι, ή μάλλον είμαστε υποχρεωμένοι, να αμφισβητήσουμε τις προθέσεις του και την πραγματική στόχευσή του. Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται, λέει ο λαός. Αν το νομοσχέδιο αυτό ήταν «καθαρό» και πράγματι προς το συμφέρον τόσο της ακαδημαϊκής κοινότητας, όσο και της κοινωνίας, καμία από τις παραπάνω μεθόδους και από όλα αυτά δε θα χρειαζόταν.
Για 40+ χρόνια, το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο, φρόντισε και φροντίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και παρά τα όποια ελαττώματα μπορεί να έχει, τα παιδιά της κοινωνίας. Τα έκανε επιστήμονες, επαγγελματίες, τα έστειλε στο εξωτερικό, τους έδωσε εφόδια για τη ζωή τους, κοιτάζοντας το συμφέρον τους και διασφαλίζοντας το μέλλον τους. Απεναντίας, μπορεί να αναλογιστεί ο καθένας, τι έκαναν κατά την περίοδο αυτή οι κυβερνήσεις που τώρα στρέφονται κατά του Ελληνικού Πανεπιστημίου, και για τίνος το συμφέρον πραγματικά εργάστηκαν. Εκ του αποτελέσματος κρινόμαστε όλοι, και ο καθένας ας αναλογιστεί ποιον πρέπει να ακούσει προσεκτικά σε αυτή την περίσταση.
Ο Συγγραφέας
Είναι μέλος ΔΕΠ σε ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ελλάδας, στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή επί θητεία, έχοντας πάνω από 100 επιστημονικές δημοσιεύσεις σε διεθνή περιοδικά και συνέδρια. Έχει διατελέσει μέλος ΔΕΠ και ερευνητής σε πανεπιστήμια της Μεγάλης Βρετανίας από το 2005. Επιλέγει να μην αποκαλύψει τα πραγματικά του στοιχεία, καθώς οι προβλέψεις του νέου νομοσχεδίου σχετικά με την κατάργηση της μονιμοποίησης και την εξέλιξη τον αφήνουν σε ευάλωτη θέση, απέναντι σε μια κυβέρνηση που έχει αποδείξει πολλάκις ότι δε διστάζει να κινηθεί εκδικητικά εναντίον όσων αμφισβητούν το αφήγημά της.