Οι εθελοντές και η ελπίδα

Το ίδιο βράδυ συναντώ τον Victor Maijer, εθελοντή στην μη κυβερνητική οργάνωση, Yoga and Sport for Refugees (YSFR), η οποία προσφέρει μαθήματα πολεμικών τεχνών, γιόγκας, τρεξίματος και κολύμβησης σε πρόσφυγες. Ο 43χρονος Ολλανδός, πρώην αθλητής και ειδικός δημοσίων υποθέσεων, ήρθε στη Λέσβο για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2017 με σκοπό να περάσει τις 3 εβδομάδες των διακοπών του «κάνοντας κάτι ωφέλιμο για τον κόσμο». Οι εβδομάδες εκείνες ήταν τόσο καθοριστικές που ξαναγύρισε τον Μάρτιο του ‘19 για να συνεχίσει την εργασία του ως δάσκαλος κολύμβησης και σύμβουλος ανάπτυξης της YSFR.

Μου προτείνει να κάνουμε την συνέντευξη μας στο Nan, ένα κοινωνικό εστιατόριο-καφέ το οποίο προσφέρει εργασία σε πρόσφυγες και ντόπιους. Τα τραπέζια γύρω μας είναι γεμάτα κόσμο. Πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για ξένους εθελοντές μεταξύ 20 και 30 ετών, ανάμεσα τους και λίγοι νεαροί πρόσφυγες. Ζητάω από τον Victor –ο οποίος φαίνεται να γνωρίζει τους περισσότερους- να μου αποκαλύψει διακριτικά τις εθνικότητές τους. «Ισπανός, Ολλανδέζα, Ισπανίδα, Αμερικανός, Ιταλός, Γερμανός, Γαλλίδα, Ιταλίδα…ο άνδρας με τη φωτογραφική μηχανή είναι ο Αμίρ από το Αφγανιστάν. Δεν πρέπει να φύγεις από το νησί χωρίς να του μιλήσεις. Από τα πεδία μάχης της χώρας του και την κόλαση της Μόριας, έγινε πια νόμιμος, εργάζεται ως ράφτης στο νησί, μιλάει πολύ καλά ελληνικά και αγγλικά και βγάζει καταπληκτικές φωτογραφίες». Ο Αμίρ δεν σταματάει να χαμογελάει και να μιλάει με τους εθελοντές συνδαιτημόνες του. Ελπιδοφόρο, λέω στον Victor. Αλήθεια τι σημαίνει για σένα ελπίδα;

«Θέλω να διαχωρίσω τη δική μου ερμηνεία από την ελπίδα της πολιτικής που έχει γίνει πια ‘βρώμικη λέξη’», μου απαντάει. «Ελπίδα για μένα –σε σχέση με το προσφυγικό- είναι να καταφέρουμε μέσα από τη δουλειά μας στο YSFR να κάνουμε κάποιους από τους πρόσφυγες να νιώσουν ξανά άνθρωποι. Το σύστημα αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες σαν να είναι υπάνθρωποι. Δεν φταίει κάποιος συγκεκριμένος πολιτικός ή φορέας για την κατάσταση αλλά το διεθνές πολιτικό σύστημα το οποίο κατέληξε σε αυτό το νησί». Τι αλλαγές επιφέρει μέσα σου το να δημιουργείς ελπίδα για τους απέλπιδες; Κάνει μια μικρή παύση. «Για να είμαι ειλικρινής έγινα κι εγώ πιο άνθρωπος μέσα από αυτή η εμπειρία. Απέκτησα μια άλλη οπτική γωνία. Στην Ολλανδία όλα λειτουργούν ρολόι, από την παιδεία, τις υποδομές και τις συγκοινωνίες μέχρι το σύστημα υγείας. Έχουμε επαναπαυτεί τόσο στο γεγονός ότι το σύστημα θα μας φροντίσει που κάποιες φορές ξεχνάμε να είμαστε άνθρωποι, να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον και να συνδεόμαστε μεταξύ μας. Ότι είπα λοιπόν πιο πριν για τους πρόσφυγες ισχύει και για μένα. Εύχομαι να γίνω και εγώ πιο άνθρωπος κάνοντας αυτή τη δουλειά».

Την επόμενη μέρα συναντώ την 28χρονη Γαλλίδα, Estelle Jean, ιδρύτρια της οργάνωσης, Yoga and Sports for Refugees. Πρώην ιππέας και κολυμβήτρια και δεινή μαραθωνοδρόμος, η Estelle έστησε την οργάνωση το Δεκέμβριο του 2017 με σκοπό να «κάνει τη διαφορά για τη γενιά μου». Είχε μεσολαβήσει η επίθεση στο Bataclan, η οποία την άγγιξε βαθιά, καθώς και η εμπειρία της ως εθελόντρια στο κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στα Οινόφυτα Βοιωτίας το 2017. «Στα Οινόφυτα μίλησα για πρώτη φορά με πρόσφυγες και μέσα από εκείνους ανακάλυψα πράγματα όχι μόνο για το προσφυγικό και τον κόσμο αλλά και για τον εαυτό μου. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τη συγκλονιστική ιστορία της Warda Alkenawy, της Παλαιστίνιας εθελόντριας κοινωνικής λειτουργού που βρέθηκε να πλένει τα σώματα των νεκρών γυναικών και κοριτσιών πριν την ταφή τους στη Λέσβο. Ύστερα όταν ήρθα στο νησί και βρέθηκα στο κοιμητήριο των προσφύγων στο χωρίο Κάτω Τρίτος και είδα με τα μάτια μου τους τάφους, ανάμεσά τους και πολλών παιδιών, αποφάσισα πως έπρεπε κάτι να κάνω. Δεν γίνεται να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα στον κόσμο».

Τι σημαίνει για σένα ελπίδα, την ρωτάω. «Για μένα η ελπίδα είναι ένας τρόπος να κάνει κανείς τους ανθρώπους χαρούμενους προσφέροντας τους κάτι. Οι πρόσφυγες είναι χωρίς ελπίδα πραγματικά». Μου αναφέρει τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι ανήλικοι πρόσφυγες της Μόριας. «Υπάρχει ένα τεράστιο κενό μεταξύ κανονισμών και πραγματικότητας. Είναι ναι μεν ελεύθεροι να έρθουν σε μας ασυνόδευτοι για να αθληθούν αλλά ταυτόχρονα είναι ελεύθεροι να κάνουν οτιδήποτε στον έξω κόσμο. Κι έτσι οι περισσότεροι μπλέκουν με ναρκωτικά, κάνουν σεξ χωρίς προφυλάξεις, κάποιοι εκδίδονται και πέφτουν θύματα φοβερής εκμετάλευσης». Είναι εύκολο να ελπίζει κανείς σε μια τέτοια ζοφερή κατάσταση; “Ναι, ελπίζω, και όσο περνάει ο καιρός ελπίζω όλο και περισσότερο. Ακόμη κι αν αλλάξει η ζωή ενός ανθρώπου και μόνο μέσα από τη δουλειά μας, αυτό για μένα είναι ελπιδοφόρο. Ο κόσμος δεν θα σταματήσει να υπάρχει επειδή συμβαίνει ένας πόλεμος. Οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας και να κάνουμε όσα περισσότερα μπορούμε. Ακόμα και για λίγες μέρες να βρεθεί κάποιος στη Λέσβο μπορεί να κάνει πράγματα για να βοηθήσει».

Η επόμενη μέρα με βρίσκει στη συλλογική οργάνωση One Happy Family (OHF), μια κοινότητα η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα από τον Ιούνιο του 2017, αριθμεί προσωπικό 70 ατόμων (μεταξύ των οποίων και πολλοί πρόσφυγες) και δέχεται καθημερινά εκατοντάδες ανθρώπους από τη Μόρια και τον γειτονικό δημοτικό καταυλισμό, Καρά Τεπέ. Θέλω να ανακαλύψω πώς είναι να δημιουργεί κανείς ελπίδα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Στην κοινότητα λειτουργεί μια υποτυπώδης τράπεζα από την οποία οι πρόσφυγες προμηθεύονται καθημερινά κουπόνια τα οποία ονομάζονται δραχμές και μπορούν να εξαργυρωθούν κατά βούληση στο καφέ, εστιατόριο, κουρείο, και κατάστημα της κοινότητας. Σκοπός είναι να επανέλθει η κανονικότητα στις ζωές τους μέσω της εξάσκησης της αποφασιστικότητάς τους. Στους χώρους της κοινότητας λειτουργούν επίσης μια δανειστική βιβλιοθήκη, γυμναστήριο, χώρος επιδιόρθωσης και ανακύκλωσης συσκευών και ποδηλάτων, ένας κήπος με λαχανικά και λουλούδια, και ένα ιατρικό και εκπαιδευτικό κέντρο, μεταξύ άλλων.

Η 26χρονη Ελβετίδα, Julia Bürge, υπεύθυνη συντονισμού και επικοινωνίας της οργάνωσης, χαμογελάει γλυκόπικρα όταν την ρωτάω τι την κάνει να θυμώνει και τι να ελπίζει. «Θυμώνω με την πολιτική κατάσταση, το εμπόριο όπλων στην Ελβετία, με το γεγονός ότι δεν υπάρχει κατανόηση και διάθεση να δεχτούμε αυτούς τους ανθρώπους. Τον περισσότερο χρόνο είμαι αγχωμένη λες και θα δώσω εξετάσεις, είναι τόσα πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν εδώ και γενικότερα για το προσφυγικό. Κι από την άλλη αισθάνομαι χαρούμενη με τα θετικά. Υπάρχουν άνθρωποι που καταφέρνουν να βρουν δουλειές , να μάθουν ελληνικά, να ξαναστήσουν τις ζωές τους. Τα αρνητικά όμως είναι περισσότερα». Τι ελπίζει για το μέλλον, τι σημαίνει ελπίδα για εκείνη; «Ελπίζω κάποια μέρα να σταματήσει να υπάρχει αυτό το μέρος εδώ», μου λέει απλά. «Αυτή είναι η ελπίδα μου». Το βλέμμα της είναι ταυτόχρονα θλιμμένο και χαρούμενο. Μπροστά μας απλώνεται το Αιγαίο πέλαγος και αχνοφένονται οι ακτές της Τουρκίας. Σκέφτομαι τα λόγια του Michael Ondaatje από τον Άγγλο Ασθενή, ‘Καταλαβαίνεις την θλίψη της γεωγραφίας;’ Η Julia, όπως και όλοι οι άνθρωποι που ζουν και εργάζονται εδώ όχι μόνο την καταλαβαίνουν αλλά την ξορκίζουν καθημερινά αντικαθιστώντας τα γεωγραφικά σύνορα με τον πανανθρώπινο τόπο της αγάπης και της αλληλεγγύης.

 

Οι πρόσφυγες και η ελπίδα

Ο 16χρονος Μπασάρ* χαμογελάει. Έχει μόλις ολοκληρώσει τη διαδρομή 4 χιλιομέτρων στον αγώνα δρόμου που συνδιοργάνωσαν το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου και ο σύλλογος Ηφαιστεία στο χωριό Ανεμότια της Καλλονής. Στον αγώνα συμμετείχαν ξένοι εθελοντές της οργάνωσης Yoga and Sports for Refugees, πρόσφυγες που συμμετέχουν στις δράσεις της καθώς και ντόπιοι. Ο Μπασάρ κατάγεται από ένα χωριό του Πακιστάν. Ήρθε ολομόναχος στην Ελλάδα στα 14 του και ζει στη Μυτιλήνη. Έζησε για 9 μήνες στη Μόρια για να μεταφερθεί πριν από τρεις μήνες σε ένα σπίτι φιλοξενίας για ανήλικους στην πρωτεύσουσα του νησιού. Θα εκτελέσει χρέη μεταφραστή στην επικοινωνία μου με δυο νεαρούς Αφγανούς και θα γίνει εκείνος που θα μου ανοίξει πιο πολύ απ’ όλους την πόρτα στο δράμα των ανηλίκων προσφύγων.

Μου λέει πόσο αγαπάει το ποδόσφαιρο, και πόσο τον έχουν βοηθήσει τα μαθήματα κολύμβησης, γιόγκα και πολεμικών τεχνών στην οργάνωση YSFR. «Έχουμε τεράστια ανάγκη για δραστηριότητες εμείς οι ανήλικοι», μου λέει. «Η YSFR κάνει πολύ καλή δουλειά αλλά χρειαζόμαστε και άλλη βοήθεια. Μας έχουν αφήσει ολομόναχους. Δεν υπάρχει καμία ασφάλεια στη Μόρια και στα σπίτια φιλοξενίας για μας. Οι υποτιθέμενοι Κηδεμόνες μας δεν κάνουν απολύτως τίποτα. Βλέπουν ναρκωτικά (ηρωΐνη και κοκαΐνη) να διακινούνται και να καταναλώνονται από την πλειονότητα των ανηλίκων μπροστά στα μάτια τους και μένουν αμέτοχοι. Δεν έχουμε καμία μα καμία προστασία».

Στην παρέα μας έρχεται και ο 15χρονος Καρίμ* από το Αφγανιστάν. Ο Καρίμ έζησε για 8 μήνες στη Μόρια πριν μεταφερθεί σε σπίτι φιλοξενίας ανηλίκων στη Μυτιλήνη. «Αισθάνομαι χαρούμενος που συμμετείχα στον αγώνα σήμερα», μου λέει. «Αγαπώ πολύ τα σπορ. Μου αρέσει πολύ το Muai Thai (ταϊλανδέζικο μποξ) το οποίο μαθαίνουμε στην YSFR. Αγαπώ τις τεχνικές του. Μέσα απ’ αυτό αισθάνομαι δυνατότερος και παίρνω χαρά».

Τους ρωτάω για τους καυγάδες στη Μόρια. «Είναι ότι χειρότερο έχω βιώσει στη ζωή μου», λέει ο 18χρονος Άλι Μοχαμεντί* ο οποίος μόλις προστέθηκε στην παρέα. Ζει ενάμιση χρόνο στον καταυλισμό της Μόριας σε ένα δωμάτιο με 10 συγκατοίκους. «Κάθε βράδυ ξεσπούν φρικτοί καυγάδες μεταξύ προσφύγων». Σηκώνει το μπλουζάκι του για να μου δείξει το σημάδι από μαχαιριά που διασχίζει σαν πλάγια γραμμή στίξης την κοιλιά του.

Το βλέμμα μου ταξιδεύει ασυναίσθητα στο χέρι του Μπασάρ. Διακρίνω ένα μεγάλο Μ χαραγμένο με αιχμηρό αντικείμενο στον πήχη του καθώς και ένα σημάδι εγκαύματος από κάφτρα τσιγάρου. «Το Μ το έκανα με ένα σπασμένο γυαλί», μου εξηγεί. «Θέλω σιγά σιγά να χαράξω όλο το όνομα μου στο χέρι μου». Γιατί; «Γιατί είναι κάτι που κάνουμε εμείς οι έφηβοι στη Μόρια και στα σπίτια φιλοξενίας». Έζησες πολλούς καυγάδες στη Μόρια; «Κάθε βράδυ. Είναι ότι χειρότερο έχω ζήσει ποτέ στη ζωή μου».

Λίγο πια πέρα από μας, στα σκαλιά ενός πέτρινου σπιτιού έχουν καθίσει για να ξαποστάσουν δυο ντόπιοι άνδρες, ο ένας γύρω στα πενήντα και ο άλλος υπερήλικας. «Κοίτα γύρω σου παππού», λέει ο νεότερος. «Έχεις δει ποτέ σου, στα ενενήντα χρόνια που ζεις, τόσες φυλές εδώ στο χωριό;» Ο ηλικιωμένος άνδρας κοιτάζει το κενό. Δεν απαντάει. «Και που είσαι ακόμα», συνεχίζει ο νεότερος. «Δεν φαντάζεσαι τι θα δουν τα μάτια σου σε λίγα χρόνια». Η παρά λίγο συζήτηση τους μένει μετέωρη, όπως τόσα άλλα πράγματα σε αυτό το νησί που περιμένουν τη λύση και τη δικαίωσή τους στο μέλλον.

Όταν μένουμε μόνοι μας με τον 16χρονο Μπασάρ στεκόμαστε για λίγο σιωπηλοί. Ίσως ήρθε το τέλος της συνάντησής μας, σκέφτομαι. Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση, του λέω. «Χαρά μου». Κι ύστερα, με φωνή σταθερή μου εξομολογείται: «Κάπνισα κι εγώ ηρωΐνη μια βραδιά στο σπίτι φιλοξενίας. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά. Σχεδόν πέθανα. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω ούτε να κοιμηθώ για δυο μέρες. Μου άφησε κουσούρι στους πνεύμονες μου. Από τότε κουράζομαι εύκολα, έχω δύσπνοια και πονάω όταν τρέχω. Και έχω συχνά πονοκεφάλους.Τώρα πίνω μόνο ούζο μια φορά την εβδομάδα. Με βοηθάει να αντέξω».

Ξανασυναντώ και τους τρεις λίγες ώρες αργότερα στην ταβέρνα Γιατάκ όπου η Estelle Jean έχει οργανώσει βραδινό φαγητό για τους εθελοντές και τους ανήλικους πρόσφυγες που συμμετείχαν στον αγώνα. Κάθομαι δίπλα στην 41χρονη εθελόντρια, Melissa Barnetche, η οποία κατάγεται από το Μεξικό. «Έχω δει δυο αφίξεις μεταναστών με βάρκες στη Λέσβο», λέει δακρύζοντας. «Νόμιζαν ότι ήρθαν στην γη της επαγγελίας. Είχαν απόλυτη άγνοια ότι μόλις τότε άρχιζε η κόλασή τους.

Νομίζω ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τι συμβαίνει σε έναν τόπο αν δεν το δεις με τα μάτια σου. Επίσης πιστεύω πως άπαξ και δεις κάποια πράγματα δεν γίνεται να τα ξεδείς. Αυτό καθόρισε και την απόφασή μου να μείνω εδώ στη νησί».

Προς το τέλος της βραδιάς πρόσφυγες και εθελοντές χορεύουν αφγανικά τραγούδια στην υποτυπώδη πίστα του εσωτερικού του μαγαζιού. Ο Victor Maijer μου δείχνει μια φωτογραφία που τράβηξε πριν λίγα λεπτά με το κινητό του. Απεικονίζει τον εξωτερικό χώρο της ταβέρνας-καφενείου. Στα τραπέζια της κάθονται ντόπιοι ηλικιωμένοι άνδρες. «Δυο κόσμοι συναντιούνται», μου λέει. «Ελπίζω να μην τους προσβάλλουμε άθελά μας». Κοιτάζω προς τα έξω. Είναι όλοι τους αμίλητοι, στωϊκοί. Δεν φαίνονται να ενοχλούνται. Ίσως κοιτάζοντας το θορυβώδες, πολύχρωμο και ακαταχώρητο παρόν να ξεδιπλώνεται μπροστά τους να αναπολούν με κάποιο τρόπο το παρελθόν τους. Προς το τέλος της βραδιάς ένας ντόπιος ηλικιωμένος ζητάει απο την υπεύθυνη της ταβέρνας να παίξει τη Ρόζα του Μητροπάνου ξεσπώντας σε ένα ζωηρό ζεϊμπέκικο γύρω από το ενθουσιώδες νεανικό κοινό του. Ο Victor μοιάζει να μην ανησυχεί πια. Οι δυο κόσμοι ήρθαν ακόμη πιο κοντά απόψε και όλα πήγαν καλά. Η ελπίδα, όταν καλλιεργείται σταθερά και υπομονετικά, μπορεί ακόμη και να αυτοπροσκαλεστεί σε μια γιορτή.

Αποχαιρετισμός

Στον αυτοκίνητο, στο δρόμο της επιστροφής προς τη Μυτιλήνη, καταφέρνω να μιλήσω επιτέλους στον 30χρονο Αμίρ που είχα πρωτοδεί στο Nan. Πέρα από το φωτεινό και ώριμο παρουσιαστικό του, είναι η φωνή του που μου κάνει πιο πολύ απ’ όλα εντύπωση. Καθαρή, σταθερή με μια υποψία γέλιου, ή καλύτερα ελπίδας, ακόμα κι όταν μιλάει για τις δυσκολίες της πολύπαθης ζωής του. Η συζήτησή μας διαρκεί μια ώρα και αποτελεί ουσιαστική ανθρώπινη σύνδεση παρά συνέντευξη, όπως άλλωστε όλες οι επαφές που έκανα σε αυτό το νησί. «Έχω μιλήσει σε πολλούς δημοσιογράφους όλα αυτά τα χρόνια», λέει ο Αμίρ. «New York Times, The Guardian, οι πιο γνωστές εφημερίδες στον κόσμο. Όλοι ήθελαν να ακούσουν αρνητικά πράγματα μόνο. Δεν τους ενδιέφεραν οι θετικές ελπιδοφόρες ιστορίες από τη Λέσβο. Εγώ θέλω να μιλήσω για τα θετικά κυρίως, για την μεγάλη αγάπη και στήριξη που έχω δεχθεί σε αυτό το νησί. Για τη δυνατότητα που μου δώθηκε να ξαναστήσω τη ζωή μου από το μηδέν». Ποιό είναι το πιο σημαντικό μάθημα που σε δίδαξε μέχρι τώρα η ζωή, τον ρωτάω. «Να βασίζομαι στον εαυτό μου μόνο», απαντάει. «Αν είχα πάρει περισσότερη αγάπη ίσως να απαντούσα πως αυτό είναι το πιο σημαντικό μάθημα στη ζωή, όμως δεν ήμουν τυχερός. Στον αγώνα της επιβίωσης μου δεν είχα χώρο και χρόνο για την αγάπη. Έπρεπε και πρέπει να επιβιώσω με κάθε τρόπο. Είμαι αισιόδοξος όμως. Παρόλες τις δυσκολίες είμαι εδώ και ζω όμορφα». Τι σε κάνει ευτυχισμένο; Μου απαριθμεί μια σειρά από πράγματα, μεταξύ αυτών το γιασεμί, το φεγγάρι («ο πιο καλός μου φίλος στον οποίο λέω όλα μου τα μυστικά»), τα φυτά του, η θάλασσα, να φωτογραφίζει. Όταν δεν έχω πια άλλες ερωτήσεις για εκείνον με πειράζει λέγοντάς μου ότι είναι ώρα να κάνει εκείνος τον δημοσιογράφο. «Θα ήθελα να σε ρωτήσω ποιά είναι η άποψη σου για το προσφυγικό». Του απαντώ ότι όσο περισσότερο μελετάμε την ιστορία τόσο ευκολότερα θα καταλάβουμε ότι τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν και ότι όλη η ιστορία της ανθρωπότητας συνοδεύεται από μετακινήσεις πληθυσμών, προσφυγιά, ανύποτη σκληρότητα και πολέμους. Είναι καθαρά τύχη το που θα γεννηθούμε. Είναι υποχρέωσή μας να διαβάζουμε Ιστορία και να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας. Τα σύνορα είναι πάντα προσωρινά και ευμετάβλητα όπως και οι ζωές μας. Ο Αμίρ χαμογελάει. Ύστερα λέει με την καθαρή ελπιδοφόρα φωνή του. «Νομίζω πώς αν πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ένα πράγμα, αυτό είναι ότι δεν μας ανήκει κανένα μέρος της γης. Εμείς του ανήκουμε». Σκέφτομαι πως η Alexandra Ocasio-Cortez θα συμφωνούσε. Αυτός ο παραλιακός δρόμος, η θάλασσα, η Λέσβος, το φεγγάρι, η γη, δεν μας ανήκουν, τους ανήκουμε. Αν μας ανήκει κάτι πέρα από το σώμα μας, είναι η ελπίδα που δημιουργούμε για τους εαυτούς μας και για τους άλλους. Κι αυτό τελικά ίσως να είναι μια από τις προϋποθέσεις για να λέγεται κανείς άνθρωπος.

 

*Τα ονόματα των ανήλικων προσφύγων έχουν αλλαχθεί.
Photo copyright © Hilde Honerud