[Ένα] Αρχές της δεκαετίας του 1990, τη χρονιά που τελειώναμε το Λύκειο, σχεδιάζαμε με την παρέα τις καλοκαιρινές διακοπές μας. Την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν παράδοση, με το τέλος των Πανελληνίων εξετάσεων, οι μαθητικές παρέες να πηγαίνουν στην Πάρο. Το νησί αποτελούσε την ιδανική λύση καθώς παρείχε τα απολύτως απαραίτητα για διακοπές και ήταν ταυτόχρονα οικονομικά προσιτό: είχε παραλίες, είχε φθηνά, υποτυπώδη ενοικιαζόμενα δωμάτια, ένα στοιχειώδες κάμπινγκ που το έψηνε όλη μέρα ο ήλιος (το ιστορικό «Koula-Camping»), άφθονο και φθηνό (αν και αμφιβόλου ποιότητας) αλκοόλ, εκατοντάδες μπαράκια, μουσική και φαγητό για όλα τα γούστα και όλα τα πορτοφόλια. Επιπλέον, βρισκόταν στο κέντρο του Αιγαίου κι είχε πυκνή σύνδεση με αρκετά άλλα νησιά. «Όποτε βαρεθούμε, τα ζευγάρια μπορούν να κατευθυνθούν στην Αμοργό και τα μπακούρια στην Ίο. Και τέλος πάντων, όλοι εκεί πάνε, κάτι θα ξέρουν» ήταν το επιχείρημα. Το οποίο θα λειτουργούσε, εάν εμείς δεν αντιλαμβανόμασταν τους εαυτούς μας ως εναλλακτικούς και σκεπτόμενους ανθρώπους που δεν κάνουν ό,τι κάνουν οι μάζες. Ήμασταν ταξιδιώτες, όχι τουρίστες, και επιπλέον δεν ήταν δυνατόν να πάμε σε ένα νησί που το έχει καταστρέψει ο τουρισμός, γινόμασταν «συνένοχοι στο έγκλημα». Κι έτσι μπήκαμε σε μια περίπλοκη και ατελείωτη διαδικασία αναζήτησης του κατάλληλου τόπου. Επί εβδομάδες συζητούσαμε και απορρίπταμε ένα-ένα τα διάφορα νησιά: Η Σίφνος ήταν για μικροαστούς, η Μύκονος για μπουρζουάδες, η Αμοργός για μεσόκοπους. Στην πραγματικότητα, δεν αναζητούσαμε απλώς έναν εναλλακτικό προορισμό μακριά από την εμπορευματοποίηση και τον κομφορμισμό του μαζικού τουρισμού. Ψάχναμε έναν τόπο που να μας εκφράζει συμβολικά, να επιδεικνύει αυτό που (πιστεύαμε πως) ήμασταν και πόσο συνειδητοποιημένοι ήμασταν.

Εκεί που είχαμε απελπιστεί πως στην Ελλάδα δεν υπάρχει πια μέρος για ανθρώπους «σαν κι εμάς», κάποιος πρότεινε την Αλόννησο, η οποία έμοιαζε ότι είχε όλα όσα αναζητούσαμε: Δεν ήταν αναπτυγμένη τουριστικά (ώστε να μην θέλουμε να πάμε) αλλά δεν ήταν και πραγματικά απομονωμένη (ώστε να μην την ξέρουμε καν). Ήταν ένα αληθινά εναλλακτικό, ένα πραγματικά αυθεντικό νησί. Επιστρέψαμε λοιπόν στα σπίτια μας για να εισηγηθούμε το σχέδιο και να αιτηθούμε οικονομική ενίσχυση -γιατί μπορεί να ήμασταν εναλλακτικοί αλλά δεν ήμασταν οικονομικά ανεξάρτητοι. Και όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που ο παππούς μου άκουσε πού σχεδιάζαμε να πάμε. «Στην Αλόννησο; Διακοπές στην Αλόννησο; Μα πως σας ήρθε αυτό!» Διότι ο παππούς, ως αντάρτης Ελασίτης, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας είχε βρεθεί για μεγάλο διάστημα εξόριστος στην Αλόννησο -και όπως είναι λογικό, τόσο η εμπειρία του από τον τόπο, όσο και ο συμβολισμός, ήταν πολύ διαφορετικά. Διότι, πράγματι, ο τουρισμός μέσα σε λίγες δεκαετίες είχε μεταμορφώσει τόπους εξορίας σε κοσμοπολίτικους παραδείσους. Ξαφνικά νιώσαμε σαν να είπαμε πως θα πάμε για μπάνια στη Γυάρο ή για ηλιοθεραπεία στη Μακρόνησο.

[Δύο] Φοιτητές πια λίγα χρόνια αργότερα, εξακολουθώντας να αναζητούμε την ιδιαιτερότητα, το «άθικτο» και το «αυθεντικό» σε έναν τόπο, έχουμε καταλήξει πως οι καλύτεροι προορισμοί για ανθρώπους «σαν κι εμάς» είναι στην ηπειρωτική Ελλάδα, είναι κατά προτίμηση ορεινοί και είναι ιδανικοί τη χειμερινή περίοδο. Κάπως έτσι, ανακαλύψαμε την Ελάτη, ένα όμορφο ορεινό χωριό λίγο έξω από τα Τρίκαλα. Ο μαζικός τουρισμός μέσα σε λίγα χρόνια είχε αλλάξει ριζικά το τοπίο, φυσικό και κοινωνικό, αλλά η Ελάτη στα μάτια μας ήταν ακόμη «αυθεντική». Όχι για πολύ όμως. Από τη μία επίσκεψη στην άλλη, βλέπαμε μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές οι οποίες «κατέστρεφαν» την αυθεντικότητα του τόπου. Την τελευταία φορά που την επισκεφθήκαμε, διαπιστώσαμε με θλίψη πως οι γραφικές ξύλινες παράγκες που οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν για να πουλάνε τοπικά προϊόντα είχαν αντικατασταθεί από κάτι άθλιες προκατασκευασμένες κατασκευές.

-Τι κρίμα! είπαμε απογοητευμένοι. Πόσο πιο όμορφο ήταν το παλιό ξύλο σε σχέση με τα αλουμίνια και τα ελενίτ! Τι αντιαισθητικό!
Αλλά ήρθε η κυρα-Μαρία, που μας νοίκιαζε τα δωμάτια και πουλούσε κι η ίδια μέλι και τσάι του βουνού σε μια από αυτές τις κατασκευές, και μας προσγείωσε:
-Ελάτε να δείτε τι ωραία που είμαστε τώρα, έχουμε γεννήτρια, ηλεκτρική θερμάστρα, φως. Τόσα χρόνια ξεροστάλιαζα με τις ώρες στο κρύο…

Ντραπήκαμε λίγο.

[Τρία] Το Πάσχα του 1993, ταξιδέψαμε στη Σαντορίνη. Ήταν η μόνη περίοδος που ήταν οικονομικά προσιτή για μας και το νησί, αν και πολύ τουριστικό, ήταν πολύ όμορφο για να το αγνοήσουμε. Αποφύγαμε τις τουριστικές εκδρομές με τα γκρουπ, πήγαμε όμως ένα απόγευμα στην Οία. Περπατώντας σ’ ένα δρομάκι με κατεύθυνση την καλδέρα, παρατηρήσαμε ταμπέλες που έγραφαν «ΠΡΟΣ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ». Καφετέρια θα είναι, σκεφτήκαμε, και για να είναι προς την άκρη θα έχει και θέα. Τις ακολουθήσαμε, μαζί και με άλλον κόσμο, κυρίως ζευγάρια, που όμως γινόταν όλο και πιο πυκνός, μέχρι που κάποια στιγμή πηγαίναμε πια με βήμα σημειωτόν. Ήμασταν στο τέλος μια μεγάλης ουράς που έστριβε και κατέληγε στην άκρη του γκρεμού. Το «ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ» δεν ήταν μαγαζί. Ήταν ένα σημείο που μπορούσες να φωτογραφίσεις ένα ηλιοβασίλεμα, ή μάλλον το ηλιοβασίλεμα -το πιο φωτογραφημένο στην Ελλάδα, ίσως και στον κόσμο- αυτό που διαφημίζουν αναρίθμητες καρτ-ποστάλ και τουριστικές εκδόσεις και επιδεικνύουν εκατοντάδες χιλιάδες άλμπουμ διακοπών. Ένας-ένας που έφτανε στην άκρη το φωτογράφιζε, τα ζευγάρια ζητούσαν και από τους κοντινότερους να τα φωτογραφίσουν μαζί, κι αποχωρούσαν σχεδόν αμέσως για να προχωρήσουν οι επόμενοι. Τι διαφορά είχε αυτό το ηλιοβασίλεμα από οποιοδήποτε άλλο; Αδύνατο να πει κανείς. Όπως θα έλεγε κι ο John Frow , ήμασταν τμήμα μιας συλλογικής αντίληψης. Δεν τραβούσαμε μια εικόνα. Ενισχύαμε τη διατήρηση αυτής της εικόνας. Κάθε κλικ ενδυνάμωνε την αύρα της, τη συμβολική αξία της, τη σημασία και το νόημά της. Το ηλιοβασίλεμα δεν το έβλεπε ουσιαστικά κανείς.
[Τέσσερα] Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο φωτογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος ταξίδεψε με τη δημοσιογράφο Μαριάννα Κορομηλά στη Χίο, για τις ανάγκες ενός ρεπορτάζ με θέμα τα Μαστιχοχώρια. Φτάνοντας στα Μεστά, ακριβώς στην είσοδο του χωριού ξεκινάει ένα δρομάκι, πλακόστρωτο με καμάρες, κι αντικρύζουν ένα σπίτι με ένα πέτρινο πεζούλι. Πάνω στο πεζούλι, που ήταν σκεπασμένο με ένα παραδοσιακό χρωματιστό κιλίμι, καθόταν ένας γέρος. Στεκόταν ακίνητος και μεγαλοπρεπής, φορώντας ένα μαντήλι στο κεφάλι τυλιγμένο σαν τουρμπάνι· πορτοκαλοκόκκινο, χρυσοκέντητο, έλαμπε ολόκληρο. Ωραία φυσιογνωμία, εντυπωσιακή εικόνα, ο φωτογράφος χαρούμενος για την ανακάλυψη έσπευσε να την τραβήξει, ζητώντας μάλιστα πρώτα την άδεια. «Μπορώ να σας κάνω μια φωτογραφία;» «Ναι, αν έχεις ένα τσιγάρο». Τράβηξε πολλές, κι όταν τέλειωσαν ο γέρος πήρε κάμποσα τσιγάρα και τους κάλεσε μέσα «για ένα ποτήρι νερό». Μπαίνοντας στο σπίτι, βρέθηκαν σε ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο όπου, μόλις συνήθισαν τα μάτια τους στο ημίφως, συνειδητοποίησαν με έκπληξη ότι τα πάντα -οι τοίχοι από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, τα έπιπλα, τα ντουλάπια, ακόμα και το ψυγείο- ήταν καλυμένα από φωτογραφίες του. Καθισμένος στην ίδια θέση, με το ίδιο ακριβώς μαντήλι, ο γέρος εμφανιζόταν να ποζάρει σε περιοδικά και εφημερίδες απ’ όλον τον κόσμο, από τη Figaro και το περιοδικό Times μέχρι ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Μαζί και αναρίθμητες φωτογραφικές εκτυπώσεις, ασπρόμαυρες, έγχρωμες, Polaroid, προφανώς από επαγγελματίες και ερασιτέχνες που του έστειλαν κάποιο αντίτυπο.

Το σοκ από την αποκάλυψη ότι αντί για «εικονογραφική ανακάλυψη» είχε πέσει στην παγίδα ενός εικονογραφικού στερεότυπου, μας διηγούνταν ο Παναγιωτόπουλος, ήταν πολύ μεγάλο. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Αποχαιρετώντας τον, έκανε ένα ευγενικό σχόλιο για το -παραδοσιακό, όπως νόμιζε- μαντήλι που φορούσε: «Πολύ ωραίο το μαντήλι σας, τα φτιάχνετε εδώ στη Χίο;». «Ποιο, αυτό; Όχι, είναι από απέναντι» απάντησε ο γέρος, δείχνοντας με το κεφάλι προς την Τουρκία. «Αυτό ήταν ένα πολύ καλό μάθημα», κατέληγε.

 

***

Την ίδια σχεδόν περίοδο που ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έπαιρνε το μάθημά του στη Χίο, η Αμερικανίδα πολιτική επιστήμονας και ιστορικός Σούζαν Μπακ-Μορς ταξιδεύει στην Κρήτη και, προσπαθώντας να φτάσει όσο πιο νότια μπορούσε, καταλήγει στον Μύρτο. Η ίδια τον περιγράφει ως ένα πανέμορφο χωριό, αυτό που η τουριστική βιομηχανία αποκαλούσε «άθικτο». Αυτό όμως που την κινητοποιεί να μείνει και να τον μελετήσει δεν είναι τόσο η ομορφιά ή η αυθεντικότητά του, όσο η διαδικασία μετάβασης που έμοιαζε να συντελείται εκεί: η σταδιακή µετατροπή του τόπου σε τουριστικό προορισµό. Το αποτέλεσμα, ένα σύντομο αλλά πυκνό κείμενο, εκδίδεται το 1987 , κι αποτελεί μέχρι σήμερα μια από τις σημαντικότερες μελέτες της πολιτισμικής δυναμικής του τουρισμού με αφορμή την Ελλάδα των δεκαετιών του 1970 και του 1980:
την επίσκεψη σε έναν εξωτικό και μυθικό τόπο τον οποίο επιθυμεί ο τουρίστας (και τον οποίο αναπαράγει ως τέτοιο η τουριστική βιομηχανία) ώστε να αποδράσει από τον «εξορθολογισμένο» τόπο του καπιταλιστικού / βιομηχανικού κέντρου από όπου προέρχεται. Η σχέση αυτή σταδιακά μετατρέπει τον υποτιθέμενο μη-νεωτερικό «παράδεισο» του τόπου απόδρασης σε έναν αντίστοιχα εξορθολογισμένο χώρο υποδοχής τουριστών, ο οποίος όμως συντηρεί τα χαρακτηριστικά του εξωτικού που του προβάλλει η τουριστική βιομηχανία, ως προσομοίωση.

Αν είχαμε διαβάσει τη Σούζαν Μπακ-Μορς* πριν πάμε στην Ελάτη, θα είχαμε ίσως αντιληφθεί ότι εκεί έγκειται η βαθιά αντίφαση του τουρισμού: ένας τόπος πρέπει να παραμείνει υπανάπτυκτος προκειμένου να αποτελεί πόλο τουριστικής έλξης. Ότι μολονότι ο τουρισμός δημιουργεί οικονομική «ανάπτυξη» στις χώρες υποδοχής, αυτή είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες των τουριστών και όχι των ντόπιων κι ότι είναι η έλλειψη της ανάπτυξης που κάνει μια περιοχή θελκτική ως τουριστικό προορισμό. Θα είχαμε ίσως σκεφτεί, όταν απογοητευόμασταν από τα ταξίδια στα νησιά, ότι ο τουρισμός μετατρέπει το ταξίδι σε εμπόρευμα που, όπως κάθε εμπόρευμα, φέρνει μια ψευδαισθητική υπόσχεση ευτυχίας η οποία διαρκώς αναβάλλεται. Ή ότι για το τουριστικό βλέμμα, ένας τόπος ή μια χειρονομία δεν είναι απλώς τμήμα της πραγματικότητας αλλά αντανακλούν το ιδεατό και γίνονται αντιληπτά με όρους όπως «όμορφο», «εξαιρετικό» ή «πολιτισμικά αυθεντικό»· εξ ου και ο δομικός ρόλος της απογοήτευσης στην τουριστική εμπειρία.

Το 2018, μια μεσόκοπη Αλβανίδα που ζούσε στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια, καθαρίζοντας σκάλες, έκανε αίτηση πολιτογράφησης**. Στη συνέντευξη που έδωσε ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής, ρωτήθηκε μεταξύ άλλων: «Πού θα πηγαίνατε για το τέλειο ηλιοβασίλεμα στην Ελλάδα;». Ναι, υπήρχε «σωστή» απάντηση. Ήταν «στη Σαντορίνη». Δεν το είχε υπόψη της. Αλλά και ο άνθρωπος που έβαλε το ερώτημα πιθανότατα δεν είχε υπόψη του ότι άλλο η εμπειρία του ταξιδιού για έναν τουρίστα και άλλο για έναν μετανάστη. ‘Ισως αν είχε διαβάσει τη Σούζαν Μπακ-Μορς να το είχε σκεφθεί.

 

 

*Σούζαν Μπακ-Μορς, Σημειολογικά Όρια και Πολιτικές του Νοήματος. Η νεωτερικότητα σε περιοδεία. Ένα χωριό της Κρήτης σε μετάβαση, (μτφ. Β. Πούλιος, επιμ. Γ.Μυλωνας, εισαγ. Π. Κομπατσιάρης) Θεσσαλονίκη: Ψηφίδες, 2019.

**Βλ. Δημήτρης Χριστόπουλος, «Το ‘τέλειο ηλιοβασίλεμα’ και o ‘Βοναπάρτης των Βαλκανίων’…», 14/1/2018,

*Το κείμενο αναδημοσιεύεται από την ειδική έκδοση Α-Κατάλογος του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2021).