της Ελένης Γουργού

Πριν από καμιά δεκαριά μέρες, εστάλη ένα email σε όλους τους εργαζόμενους και τους φοιτητές του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, με την ανακοίνωση-βόμβα ότι απολύεται ο Πρόεδρος του Πανεπιστημίου, Μαρκ Σλίσελ (Mark Schlissel). Ο Πρόεδρος ενός αμερικανικού πανεπιστημίου κατέχει θέση ανάλογη με εκείνη του Πρύτανη των ελληνικών και ευρωπαϊκών, αν και τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητές του διαφέρουν ελαφρά. Σε κάθε περίπτωση είναι ο κορυφαίος στη διοίκηση του ιδρύματος και η τελευταία φορά που απολύθηκε πρόεδρος στο Μίσιγκαν ήτανε το 1863 (!).

Ο Μαρκ Σλίσελ προσελήφθη το 2014, και η θητεία του ήταν ταραχώδης. Μεταξύ άλλων, επικρίθηκε έντονα για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε την κατάσταση με την covid-19, για αδιαφανείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων προκειμένου να επιβληθεί αρχικά τηλεκπαίδευση και μετά επιστροφή στη δια ζώσης διδασκαλία, για απόκρυψη των δεδομένων που τον οδήγησαν στις αποφάσεις αυτές, για υποχώρηση στις απαιτήσεις οικονομικών συμφερόντων της περιοχής που επιθυμούσαν την επιστροφή των φοιτητών στην πόλη παρά τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, και για αποκλεισμό από τις σχετικές συζητήσεις ερευνητών του ίδιου του Πανεπιστημίου, που θα μπορούσαν να συμβάλλουν με την τεχνογνωσία τους, με την πρωτογενή έρευνά τους, ακόμα και απλώς με τη γνώμη τους. Του καταλογίστηκε ότι τα κριτήριά του ήταν καθαρά οικονομικά και όχι η υγεία και η προστασία των φοιτητών, των διδασκόντων και του πολυμελούς προσωπικού. Ο χειρισμός του στην απεργία του σωματείου μεταπτυχιακών φοιτητών-βοηθών διδασκαλίας κατακρίθηκε ως ανήκουστα άτεγκτη, καθώς προσπάθησε να την κηρύξει παράνομη αντί να ακούσει τα αιτήματα των φοιτητών-εργαζόμενων. Επίσης, κατηγορήθηκε για συγκάλυψη, όταν αποκαλύφθηκε ότι γνώριζε τις εκκρεμείς κατηγορίες εναντίον καθηγητή και υψηλόβαθμου διοικητικού στελέχους, ουσιαστικά του νούμερο2 του Πανεπιστημίου, για κατ’ εξακολούθηση σεξουαλική παρενόχληση, αλλά παρ’ όλ αυτά τον διόρισε επικεφαλής της υπηρεσίας που χειρίζεται ακριβώς τέτοιες καταγγελίες. Η διαχείριση άλλων παρόμοιων υποθέσεων προκάλεσε επίσης εκτεταμένη δυσαρέσκεια, συμπεριλαμβανομένης της διαβόητης υπόθεσης Άντερσον, με την πρόσφατη διευθέτηση του μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων ως αποζημίωση στα χιλιάδες θύματα πολύχρονης κακοποίησης.

Αποκορύφωμα αυτής της δυσαρέσκειας ήταν η πρωτοφανής, για τα δεδομένα του ιδρύματος, κατάθεση πρότασης μομφής εναντίον του την άνοιξη του 2021. Η πρόταση υπερψηφίστηκε από εκατοντάδες καθηγητές και ερευνητές, και μάλιστα τελικά πλειοψήφισε, αλλά χωρίς να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Πριν λίγο καιρό, ανακοινώθηκε ότι ο Σλίσελ θα αποχωρούσε νωρίτερα από την προγραμματισμένη λήξη της θητείας του, με πακέτο αποζημίωσης που θα περιελάμβανε μισό εκατομμύριο δολάρια ετήσιο μισθό,  εξασφαλισμένη θέση Καθηγητή πρώτης βαθμίδας, και στήριξη διακοσίων χιλιάδων το χρόνο για δυο έτη, προκειμένου να στήσει την ερευνητική του ομάδα (είναι γιατρός). Σκανδαλώδες, ειδικά όταν εν μέσω πανδημίας το πανεπιστήμιο αύξησε 2% τα δίδακτρα  για όλους τους φοιτητές ενώ απέλυσε ή διέκοψε τη σύμβαση εργασίας με αρκετούς χαμηλόβαθμους εργαζόμενους.

Αν αφήσει κανείς στην άκρη τα αστρονομικά ποσά που διακινούνται (μεγάλη επιχείρηση το αμερικανικό πανεπιστήμιο, κι ας είναι αυτό του Μίσιγκαν όντως μη κερδοσκοπικό ίδρυμα), δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί με την κίνηση για πρόταση δυσπιστίας. Η υπερψήφισή της, ακόμα και ως μη δεσμευτική, δημιούργησε πιέσεις και ισχυρό προηγούμενο, και εκτιμάται ότι έπαιξε μεγάλο ρόλο στην σχεδιαζόμενη πρόωρη αποχώρηση του Προέδρου. Στην Ελλάδα των συγκροτημένων σωματείων και των αυτοδιοίκητων πανεπιστημίων, οι Πρυτάνεις φαντάζουν αμετακίνητοι από τη θέση τους, και παρά την ομολογουμένως πολύ πιο δημοκρατική και συμμετοχική διοίκηση των ανώτατων ιδρυμάτων, τόσο οργανωμένη κριτική στη διάρκεια της πανδημίας δεν εκδηλώθηκε ούτε στο ελάχιστο. 

Ο Σλίσελ πάντως δεν απολύθηκε για τίποτα σχετικό με τα παραπάνω. Η στομφώδης αλλά σύντομη ανακοίνωση εξηγούσε ότι απολύεται λόγω «απρεπούς συμπεριφοράς», επειδή είχε σχέση με υφιστάμενή του, με την οποία επικοινωνούσε χρησιμοποιώντας το επαγγελματικό του email. Η επίσημη ανακοίνωση μάλιστα περιείχε σύνδεσμο όπου μπορούσε κανείς να διαβάσει όλα τα επίμαχα ηλεκτρονικά μηνύματα, ολόκληρες σελίδες με πολλά σύντομα, ολιγόλογα email. 

Σε αυτό το σημείο, η διαπίστωση ότι στο δημόσιο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (με ό,τι σημαίνει «δημόσιο» στις ΗΠΑ) δίνονται στην δημοσιότητα τα ηλεκτρονικά μηνύματα του Προέδρου του, και μάλιστα δίχως παρέμβαση εισαγγελέα ή άλλης αρχής, είναι συντριπτική. Η διαφάνεια αυτής της κίνησης και κατ’ επέκταση η λογοδοσία απέναντι στους πολίτες είναι απίθανες. Ειδικά αν συγκριθούν με ανύπαρκτες αντίστοιχες κινήσεις στην Ελλάδα, όπου κάνουν όλοι τα πάντα για να καλύψουν ημέτερους σε ακραίες περιπτώσεις ακόμα και ποινικά κολάσιμων πράξεων. Αναρωτιέται κανείς αν όλοι αυτοί που μνημονεύουν τα αμερικανικά πανεπιστήμια και την αριστεία τους όταν πρόκειται π.χ. για αφισοκολλήσεις στη Νομική και αναρχικά στέκια στην ΑΣΟΕΕ, έχουν πραγματική επαφή με όλες τις πλευρές των μεγάλων αμερικανικών ιδρυμάτων ή αν απλά επαναλαμβάνουν κλισέ τσιτάτα. 

Επιπλέον, πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι η ταχύτητα με την οποία αντέδρασε ο μηχανισμός είναι εντυπωσιακή. Ούτε πολύμηνες έρευνες, ούτε επιτροπές, ούτε τίποτα. Καταγγελία, μέσα σε ελάχιστες μέρες αποκάλυψη των email, και στο καπάκι απόλυση, και μάλιστα του ίδιου του Προέδρου, με αναφορά στην αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια του ιδρύματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Σλίσελ εξοστρακίστηκε για μια πράξη που δεν είναι παράνομη ή ποινικά κολάσιμη, αλλά μόνο αντίθετη στον εσωτερικό κανονισμό του ιδρύματος και στους όρους του συμβολαίου του. Παρομοίως, σε ανάλογες περιπτώσεις καταγγελιών περί σεξουαλικής παρενόχλησης φοιτητών/φοιτητριών από καθηγητές του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών, οι διδάσκοντες σταμάτησαν άμεσα να μπαίνουν στην τάξη, έως ότου διαλευκανθεί η υπόθεση (άσχετα με την τελική έκβαση των διερευνητικών διαδικασιών). Το ίδιο και στην περίπτωση καθηγητή που εναντίον  του έγινε καταγγελία για αποπλάνηση και βιασμό ανήλικης, σε χώρο εκτός πανεπιστημίου. Ο καθηγητής τέθηκε άμεσα σε αργία, ενώ τότε ακόμη δεν ήταν γνωστό αν έστεκαν καν οι κατηγορίες (σήμερα η δίκη είναι σε εξέλιξη και ο καθηγητής έχει παραιτηθεί). Προφανώς, οι εκκρεμείς υποθέσεις παιδεραστίας και τοκογλυφίας, βαριά αδικήματα με βάση το ελληνικό δίκαιο, δεν είναι άξιες να προκαλέσουν τα αντανακλαστικά κάποιων πρυτανικών αρχών στην Αθήνα, που κατά πώς φαίνεται είναι πιο αργά και από τη σκιά του Ρανταπλάν. Οι δε πολιτικοί προϊστάμενοι φαίνεται πως επιθυμούν τα ελληνικά πανεπιστήμια να μοιάσουν στα αμερικανικά μόνο ως προς τα δίδακτρα και τις κάρτες ελεγχόμενης εισόδου. Κι αυτό γιατί οι μεταλλικές θύρες ελεγχόμενης ροής που ονειρεύονται ορισμένοι υπάρχουν μόνο στο μετρό στην Αμερική και όχι στα πανεπιστήμια.

Επί της ουσίας πάντως, σε μια πρώτη αντίδραση, είναι πολύ πιθανό κάποιος να σκεφτεί ότι καλά του κάνανε του Προέδρου, ότι είναι μια κλασική περίπτωση κάποιου που εκμεταλλεύεται τη θέση εξουσίας του για να κάνει το κέφι του και ότι ποιος ξέρει τι θα γράφανε τα email που έστελνε στην καημένη την αποδέκτη. Μια προσεχτική ανάγνωση της ανακοίνωσης όμως φανερώνει ότι η σχέση δεν καταγγέλθηκε από την κυρία με την οποία ο Σλίσελ είχε σχέση-εξωσυζυγική φυσικά, καθότι παντρεμένος- αλλά από τρίτο πρόσωπο. Μέρες μετά κατέστη σαφές ότι η ίδια δεν φαίνεται να εξαναγκάστηκε με κάποιον τρόπο να συνάψει σχέση με τον Πρόεδρο, αντίθετα, φαίνεται να ενεπλάκη απολύτως με τη θέληση και την πλήρη συναίνεση της, σε μια σχέση από αυτές που συμβαίνουν τόσο συχνά στους χώρους εργασίας. Ακόμη, διαβάζοντας τα μηνύματα του επαγγελματικού λογαριασμού διαπιστώνει κανείς πολύ γρήγορα ότι δεν υπάρχουν φλογερές εκφράσεις, από καμιά πλευρά, ούτε γυμνές φωτογραφίες, όπως ομολογώ είχα φανταστεί, και ότι το πιο «απρεπές» που έχει γραφτεί είναι μετριοπαθείς εκφράσεις απογοήτευσης όταν δεν μπορούν να καθίσουν δίπλα-δίπλα σε κάποιο δείπνο και ένα λινκ σε άρθρο των New York Times για τις σεξουαλικές φαντασιώσεις των Νεοϋορκέζων.  

Οπότε; Γιατί απολύθηκε ο Σλίσελ; Μα επειδή η εξωσυζυγική του σχέση (ο χαρακτήρας της οποίας αρκεί για να σκανδαλίσει πολλές συντηρητικές αμερικανικές οικογένειες), παρά το ότι ήταν ξεκάθαρα συναινετική, δεν δηλώθηκε στο πανεπιστήμιο, όπως προβλέπει η ψηφισμένη από το 2021 διάταξη, σύμφωνα με την οποία «στην περίπτωση σχέσης με άτομο κατώτερο στη ιεραρχία, όταν η σχέση είναι συναινετική πρέπει να αναφερθεί στη διοίκηση έτσι ώστε να καταγραφεί και να παρακολουθείται». Κι ακόμα, προβλέπεται ότι αν δεν συμβεί αυτό, τότε δικαιολογείται έως και απόλυση του εργαζόμενου-αφήνεται να εννοηθεί εκείνου που βρίσκεται ψηλότερα στην ιεραρχία. (Ελπίζω αυτό πάντως να μην βάλει ιδέες στα επιτελεία των αρίστων στην Ελλάδα.)

Εδώ που τα λέμε, δεν είναι παράξενο που ο Σλίσελ και η κυρία που σχετίζονταν μαζί του δε δήλωσαν την εξωσυζυγική σχέση. Ποιος θα το έκανε, στη θέση τους; Ούτε θα ήταν παράξενο να μην δήλωναν τη σχέση τους δυο άνθρωποι που είναι μαζί μονο για το σεξ ή που δεν ξέρουν αν θα είναι μαζί για παραπάνω από ένα μήνα. Το ερώτημα είναι αν έχει δικαίωμα το Πανεπιστήμιο, ή ο οποιοσδήποτε εργοδότης, να απαιτεί κάτι τέτοιο. Είναι αυτός ο τρόπος να καταπολεμηθεί η πραγματική και εκτεταμένη σεξουαλική παρενόχληση και η κατάχρηση ισχύος με στόχο σεξουαλικά ανταλλάγματα στους χώρους εργασίας; Και, αν δεν ήταν παντρεμένος ο Σλίσελ θα είχε ενοχλήσει το ίδιο η σχέση του; Ακόμη, αν δεν είχε κάνει τόσα λάθη η διοίκηση με το χειρισμό προηγούμενων περιπτώσεων σεξουαλικής παρενόχλησης θα διύλιζε τώρα τον κώνωπα, εξαντλώντας την αυστηρότητά της; 

Σημαντικό είναι επίσης το ερώτημα αν τα κινήματα επικροτούν την απόφαση αυτή. Όπως και η διαπίστωση ότι δεν ξεσηκώθηκε το σώμα των καθηγητών όταν θεσπίστηκε ο κανονισμός περί δήλωσης των σεξουαλικών σχέσεων, ότι όλοι οι προοδευτικοί συνάδελφοι είναι αναφανδόν υπέρ της απόλυσης του Προέδρου λόγω της «ανάρμοστης σχέσης» του, και ότι πολλοί φοιτητές, στο άκουσμα της απόλυσης, διαδήλωσαν έξω από το σπίτι του πανηγυρίζοντας. Όμως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτός ο κανονισμός είναι ένδειξη προοδευτικότητας και όχι απόδειξη συντηρητισμού. Μια ακόμη ανησυχητική σκέψη είναι ότι η εξέλιξη αυτή θα ρίξει νερό στο μύλο όσων υποστηρίζουν ότι η αντιμετώπιση των έμφυλων ανισοτήτων αποσκοπεί ή καταλήγει στο να στραγγαλίσει την ελεύθερη έκφραση των ανθρώπων. Η επιβολή ρύθμισης των επαγγελματικών σχέσεων από τα πάνω και όχι μετά από απαίτηση και διεκδίκηση από τα κάτω είναι επίσης προβληματική. Τελικά, η προσπάθεια να λύσουμε τα προβλήματα με απανωτούς περιορισμούς για να θολώσουμε τα νερά και να δημιουργήσουμε μια επιφανειακή αίσθηση δικαιοσύνης, επιβαλλόμενης από φωτισμένους διοικούντες, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική όσον αφορά τη δημοκρατική συνείδηση των μελών μιας κοινότητας. Και σίγουρα δεν είναι δικαίωση των αγώνων όσων παλεύουν για την απάλειψη της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Το πιο σημαντικό όμως ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η «αριστεία». Το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν κατατάσσεται μονίμως ανάμεσα στα δέκα καλύτερα ιδρύματα των ΗΠΑ, έχει παγκόσμια εμβέλεια και τρομερή επίδραση στα ακαδημαϊκά πράγματα εντός και εκτός Αμερικής. Χωρίς το πρεστίζ του Χάρβαρντ αλλά με βαρύ όνομα και μεγάλη ιστορία, δικαιώνει πολύ συχνά το σύνθημα “Leaders and the Best” που αποτελεί το διαφημιστικό του μότο, κι ας το κοροϊδεύουμε όσοι εργαζόμαστε εδώ κάθε φορά που η διοίκηση κάνει κάποιο στραβοπάτημα. Προκειμένου να διατηρηθεί το προφίλ αυτό άσπιλο, το σύστημα δε διστάζει να εξοβελίσει με συνοπτικές διαδικασίες οποιονδήποτε ξεφεύγει από τη νόρμα και παραβιάζει τους κανονισμούς. Δεν εξαιρεί ούτε τον ίδιο του τον Πρόεδρο. Η αριστεία πρέπει να δικαιολογεί το όνομά της διαρκώς και από όλες της απόψεις. Με όλα τα στραβά του, το αμερικανικό πανεπιστήμιο παραμένει ένας θεσμός ισχυρός και εν πολλοίς διαφανής. Σε πλήρη αντίθεση, το όραμα  των «άριστων» της Αθήνας είναι πανεπιστήμια αδύναμα, έρμαια του νεποτισμού, των ευνοούμενων και των αυλικών της εξουσίας, με επιστήμονες που επιτρέπουν την εργαλειοποίησή τους, με πρυτάνεις που αφήνονται να ξεφτιλίζονται οι ίδιοι και να χλευάζονται οι φοιτητές τους, προθάλαμοι για μια βουλευτική έδρα ή για μια θεσούλα ειδικού συμβούλου-μετακλητού στο ιερατείο του Μαξίμου. Οι «άριστοι» της Αθήνας, μέσα στον κομπλεξικό, επαρχιώτικο, αμετροεπή θαυμασμό τους απέναντι σε οτιδήποτε αμερικανικό αρκεί αυτό να μην απειλεί τα «δικά μας παιδιά» και τους «ιδιοκτήτες της εξουσίας», ονειρεύονται Πανεπιστήμια απαξιωμένα στη συνείδηση των πολιτών, και για αυτό αφήνονται να αλωνίζουν εκείνοι που τα νέμονται με τις ευλογίες της πολιτικής ηγεσίας. Με τελικό στόχο την πολυπόθητη ολοκληρωτική άλωση του δημόσιου πανεπιστημίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.