Για διακόσια χρόνια σχεδόν, από το 1789 ως το 1968, η Γαλλία θεωρούνταν πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής πολιτικής – της επαναστατικής πολιτικής. Δεν ήταν μόνοι οι γιακωβίνοι ή ο Μάης. Ήταν, επίσης, ο ουτοπικός σοσιαλισμός των Φουριέ και Σαιν Σιμόν. Ήταν η επανάσταση του 1848, πρόδρομος της Δεύτερης Δημοκρατίας. Ήταν η Κομμούνα του 1871, και αργότερα ο μετριοπαθής Ζωρές (που όμως δολοφονήθηκε από μιλιταριστές με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου). Και βεβαίως ήταν η γαλλική Αντίσταση στο φασισμό, που θύμιζε πως η ελευθερία εξαρτάται από την απειλή και την προσφυγή στη βία.
Επί δύο αιώνες, η Γαλλία ήταν ένα πολιτικό εργαστήρι παγκόσμιας εμβέλειας, πράγμα που ο γαλλικός συντηρητισμός εξηγούσε ως «εμμονή με τον γιακωβινισμό». Όμως, από το 1945 και μετά, παρατηρούσε ο Πέρι Άντερσον, το Παρίσι ήταν πια η πρωτεύουσα της αντιδραστικής σκέψης· το επίκεντρο των προσπαθειών να απονομιμοποιηθεί η ιδέα της επανάστασης και, για λόγους επιστημονικής θεμελίωσης του εγχειρήματος, να ξαναγραφτεί επί το συντηρητικότερο η ιστορία των επαναστάσεων – με πρώτη τη γαλλική.
Ας το τονίσουμε: πρωταγωνιστές του εγχειρήματος αυτού δεν ήταν ανυπόληπτοι πολιτευτές της Ακροδεξιάς. Ήταν ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι που προβλήθηκαν και διαβάστηκαν επί δεκαετίες, ασκώντας ισχυρή επίδραση, και παραμένοντας μέχρι σήμερα (και στην Ελλάδα) γραφίδες «αναφοράς», σε καιρούς που ζήτημα επανάστασης δεν τίθεται καν.
Η αναθεώρηση της ιστορίας της γαλλικής, της αγγλικής και της ρωσικής επανάστασης, η θέση των αναθεωρητισμών σε συγκριτική προοπτική, η αποδόμηση του αναθεωρητικού επιχειρήματος: αυτά συζητά ο θαυμάσιος συλλογικός τόμος Ιστορία και επανάσταση, που έχουμε πια και στα ελληνικά, χάρη στις εκδόσεις Angelus Novus και τη μετάφραση του Γιάννη Βογιατζή. Κι αν η Γαλλία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του έργου, που πρωτοκυκλοφόρησε το 2007 με τη φροντίδα δυο αγλλόφωνων πανεπιστημιακών, ένας ορισμένος «γαλλοκεντρισμός» δεν εξηγείται παρά με βάση την προαναφερθείσα εθνική «ιδιομορφία».
Πέρα, θέλω να πω, από τις υπογραφές των εννιά κειμένων του τόμου (οι τρεις εκ των οποίων είναι γαλλικές: του Μαρκ Φερό, της Φλοράνς Γκοτιέ και του Ντανιέλ Μπενσαΐντ), υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους το Ιστορία και επανάσταση επισημαίνει τους γαλλικούς χρωματισμούς μιας ιδεολογικής «αντεπανάστασης» που εξαπλώθηκε σε όλο το δυτικό κόσμο.
1. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός ως αντι-‘68
Ο πρώτος από τους τρόπους αυτούς είναι η τοποθέτηση του αναθεωρητισμού στα ιστορικά του συμφραζόμενα. Αν λοιπόν οι ρίζες και οι αναφορές του πηγαίνουν πίσω στην αντεπαναστατική σκέψη του 19ου αιώνα, ο ίδιος παίρνει μορφή και ενισχύεται ιδίως μετά τη δεκαετία του ’60 – μετά, δηλαδή, την «άμπωτη» του γαλλικού Μάη.
Το ’68, όπως θα έλεγε ο Σαρτρ, ήταν η «επέκταση του πεδίου των δυνατοτήτων»: η στιγμή που ο δυτικός κόσμος σκεφτόταν ότι μπορούσε να πετύχει περισσότερα από ποτέ στην κατεύθυνση της ισότητας και της ελευθερίας – με τις δύο αυτές να νοούνται αξεδιάλυτα μαζί. Η έκλειψη του ’68, αντίστοιχα, ήταν η στιγμή μιας ιδιότυπης διανοητικής αντι-εξέγερσης: η στιγμή, με τα λόγια του Γούλφρις, που «η ηθική άρχισε να γεμίζει το κενό του οράματος για μια άλλη κοινωνία, το οποίο είχε ακολουθήσει την πορεία ανόδου και πτώσης των επαναστατικών κινημάτων της δεκαετία του 1960» (σ. 115).
Επεισόδια της «αντιεξέγερσης» αυτής θα υπάρξουν πολλά, ιδίως μέχρι την άνοδο του Μιτεράν στον προεδρικό θώκο, τον Μάιο του 1981:
Επεισόδιο πρώτο: Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ»
Το 1974 θα εκδοθεί στα γαλλικά το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Ουσιαστικά, το βιβλίο του Ρώσου στρατοπεδικού κρατούμενου Αλεξάντερ Σολζενίτσιν δεν προσφέρει καινούριες γνώσεις για το ρωσικό στρατόπεδο: η Ευρώπη και η Αμερική ξέρουν γι’ αυτό ήδη από τη δεκαετία του ’30 και τον αναρχικό Σερζ, από τη ρωσική Αριστερή Αντιπολίτευση, από την «Έκθεση Χρουτσώφ» και από τον επιζήσαντα του Μπούχενβαλντ Νταβίντ Ρουσέ, συνεργάτη των Σαρτρ και Καμύ. Ο Ρουσέ ήταν αυτός που, σε αντιπαράθεση με το φιλοσοβιετικό Les letters Françaises, πρωτοέβαλε τη λέξη «γκουλάγκ» στο γαλλικό λεξιλόγιο το 1950. Ήδη όμως από το 1974, το βιβλίο του Σολζενίτσιν συζητιέται ευρύτατα, καθώς η έκδοσή του συμπίπτει με την ανοδική δυναμική του Κοινού Προγράμματος Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών. Στη συγκυρία εκείνη, ο Σολζενίτσιν γίνεται υποχρεωτική αναφορά για έναν διακομματικό αντικομμουνισμό, που, στην άνοδο της συνεργασίας ΣΚΓ-ΚΚΓ, βλέπει τη Γαλλία στα πρόθυρα του ολοκληρωτισμού.
Επεισόδιο δεύτερο: οι Νέοι Φιλόσοφοι
Στα μέσα του ’70 είναι, επίσης, η ώρα των Νέων Φιλισόφων: ο όρος είναι του 1976 και ανήκει σε έναν από αυτούς, τον υπερπροβεβλημένο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί. Πρόκειται για μια «σκηνή» διανοουμένων (Αλαίν Φινκελκρότ, Πασκάλ Μπρυκνέρ, Αντρέ Γκλυκσμάν), που έρχονται σε ρήξη με τον μαρξισμό, τον οποίο υποδεικνύουν ως θερμοκοιτίδα του ολοκληρωτισμού.
Ένας από αυτούς, ο Μωρίς Κλαβάλ, το λέει το 1977 με απαράμιλλο ζήλο: «Αν επιτραπεί σε αυτές τις δύο ανοησίες, το μαρξισμό ως εργαλείο ανάλυσης και το μαρξισμό ως εργαλείο κριτικής, να επιβιώσουν άλλα δύο χρόνια, υπάρχει ο κίνδυνος οι άνθρωποι να πιστέψουν ότι ο μόνος τρόπος να απελευθερωθούμε από τα γκουλάγκ είναι μέσω του Μαρξ! Και όλη η ιστορία θα ξαναρχίσει από την αρχή!» (σ. 114).
Για τον Γκλυκσμάν, η Τρομοκρατία των ιακωβίνων, το ρωσικό γκουλάγκ και το ναζιστικό στρατόπεδο έχουν έναν κοινό παρονομαστή: «την ιδεολογική δικαιολόγηση των εγκλημάτων που διαπράττονται στο όνομα του κράτους» (σ. 113). Αγαπημένα παιδιά των γαλλικών ΜΜΕ, οι Νέοι Φιλόσοφοι κάνουν σημαία τον Σολζενίτσιν και σημειώνουν πως, μετά το στρατόπεδο και το τέλος των αντιαποικιακών επαναστάσεων, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι η μόνη πολιτική υπόθεση που μπορεί να υπερασπίζεται κανείς. Ο Ντελέζ τους καταλογίζει ότι τρέφονται από πτώματα· ο Φουκώ, από την άλλη, στηρίζει τον Γκλυκσμάν.
Επεισόδιο τρίτο: η «Δεύτερη Αριστερά»
Τον Ιούνιο του 1977 είναι η στιγμή της «Δεύτερης Αριστεράς». Στο συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στη Ναντ, ο μετέπειτα πρωθυπουργός Μισέλ Ροκάρ τονίζει πως η μη κομμουνιστική Αριστερά θα παραμείνει αυτόνομη στο πλαίσιο του κόμματος, ώστε να αντιμετωπίσει την Πρώτη: μια «γιακωβίνικη, συγκεντρωτική και κρατικιστική Αριστερά».
Μη κομμουνιστές, αλλά στην πραγματικότητα σοσιαλφιλελεύθεροι, οι της Δεύτερης Αριστεράς παρεμβαίνουνν οργανωμένα στη γαλλική πολιτική ζωή, με αιχμή ακριβώς τον «αντιολοκληρωτισμό». Λίγα χρόνια μετά, διανοούμενοι όπως ο ιστορικός Φρανσουά Φυρέ και ο κοινωνιολόγος Πιερ Ροζανβαλόν συμπράττουν στο Ίδρυμα Σαιν-Σιμόν με τον Ροζέ Φαρού, υπουργό Βιομηχανίας της κυβέρνησης Ροκάρ. Το στοίχημα είναι να τελειώνουμε με τη γαλλική «εξαίρεση» που δαιμονοποιεί το επιχειρείν, στο όνομα ενός γιακωβίνικου μίσους για τον αστό. Στα 1988 πια, οι Φυρέ, Ροζανβαλόν και Ζυγιάρ θα υπογράψουν ένα μανιφέστο στο όνομα της Δημοκρατίας του Κέντρου, συνδέοντας ρεπουμπλικανισμό και αντικομμουνισμό.
2. Η «στιγμή» Φρανσουά Φυρέ
Ο δεύτερος γαλλικός «χρωματισμός» του Ιστορία και επανάσταση είναι η επισήμανση της ιδιαίτερης συμβολής του Φρανσουά Φυρέ. Ο πολυβραβευμένος γάλλος ιστορικός, μέλος της Ακαδημίας από το 1997 και συνεργάτης για χρόνια του Nouvel Observateur, υπήρξε μέλος του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Πρόθεσή του, ήδη από τη μέσα του ’60, ήταν η αποδόμηση της παραδοσιακής μαρξιστικής ιστοριογραφίας της γαλλικής επανάστασης (Αλμπέρ Σομπούλ κ.ά.), που απέδιδε μηχανιστικά την επαναστατική κατάσταση στις οικονομικές συνθήκες, ως να επρόκειτο για νομοτελειακή της απόληξη. Όμως ο Φυρέ πηγαίνει πολύ πιο μακριά, στο κλίμα, ακριβώς, των Νέων Φιλόσοφων και των «αποκαλύψεων» του Σολζενίτσιν.
Για τον ίδιο, η γαλλική επανάσταση δεν είναι αυτή που κατάργησε τη φεουδαρχία και τη δουλεία στις αποικίες, αλλά πρώτα απ’ όλα μια αιματοχυσία απολύτως περιττή: η χειραφετητική δυναμική είχε ήδη εκδηλωθεί στους κόλπους του Παλιού Καθεστώτος, και η ολοκλήρωση της μετάβασης στο νέο ήταν απλά θέμα χρόνου. Η εμμονή στη γιακωβίνικη Ιδέα, που καθοδηγούσε και την Οκτωβριανή επανάσταση, ήταν η εξήγηση για την αιματοχυσία αυτή. Ταυτίζοντας δε δημοκρατία και φιλελευθερισμό, ο Φυρέ θα πει ότι ναζισμός και κομμουνισμός συναντιούνται στην αντίθεση προς τη δημοκρατία.
3. Η επανάσταση είναι υπόθεση της ανάγκης: μια κριτική επιστροφή στον Λένιν
Η τελευταία γαλλική «στιγμή» στο Ιστορία και επανάσταση είναι το καταληκτικό κείμενο του κομμουνιστή φιλοσόφου Ντανιέλ Μπενσαΐντ, ενός από τους πρωταγωνιστές του γαλλικού Μάη. Απέναντι στις νομοτέλειες του σοβιετικού μαρξισμού, ο Μπενσαΐντ θυμίζει πως ο Λένιν «αποαντικειμενοποίησε» τις κοινωνικές σχέσεις: καμιά εξέλιξη δεν ήταν «αντικειμενική», οφειλόμενη σε αναπόδραστους «νόμους της ιστορίας», στις οικονομικές συνθήκες ή γενικώς στην κρίση. Οι κρίσεις ήταν όροι – όχι όμως αιτίες των επαναστάσεων. Και η ρωσική, εδώ, είναι το κατεξοχήν παράδειγμα.
«Δεν γεννά επανάσταση η οποιαδήποτε επαναστατική κατάσταση, αλλά μόνο εκείνη η κατάσταση, όπου οι αντικειμενικές αλλαγές συνυφαίνονται με τις υποκειμενικές και συγκεκριμένα με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναπτύσσει μαζική, αρκετά ισχυρή, επαναστατική δράση, ώστε να τσακίσει (ή να εξασθενήσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση που ποτέ, ακόμα σε εποχή κρίσεων, δεν “πέφτει”, αν δεν την “ρίξουν”».
Ανατρέχοντας στον Λένιν (σ. 452), ο Μπενσαΐντ αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο τάσεις: μια «υποκειμενιστική», που ανάγει τις επαναστάσεις γενικώς «στην επιθυμία για επανάσταση» – και μια «αντικειμενιστική», που τείνει να τις θεωρεί νομοτελειακά αποτελέσματα της φτώχειας και του πολέμου.
Το ίδιο, όμως, μπορεί να ειπωθεί και για τις ερμηνείες του ολοκληρωτισμού. Απέναντι στη Χάνα Άρεντ, που θεωρούσε ολοκληρωτική μόνο τη σταλινική περίοδο του σοβιετικού κομμουνισμού, οι αναθεωρητές δεν έπαψαν να θεωρούν «ολοκληρωτισμό» και έγκλημα μια ιδέα: την ότι οι κοινωνίες μπορούν να συλληφθούν στην ολότητά τους – και γι’ αυτό, να αλλάξουν ριζικά. Αναζητώντας έτσι τη δικαίωση του φιλελευθερισμού σε μια ιστορία ιδεών, ο αντιολοκληρωτισμός ξεχνά την κοινωνική ιστορία – την ιστορία των αναγκών, των συμφερόντων, των ανταγωνισμών, της πραγματικής συγκρουσιακής κίνησης. «Όταν μελετάμε τη φύση του ολοκληρωτισμού ή της αποικιοκρατίας ή άλλων καθεστώτων», προειδοποιεί ο Μαρκ Φερό (σ. 341), «η ανάλυση των ιδεών και της ιστορίας τους είναι πάρα πολύ περιορισμένη αν δεν συνδέεται με τη μελέτη των νοοτροπιών και των ενεργειών των ομάδων που απαρτίζουν την κοινωνία».
***
Βιβλίο απαιτητικό, όχι όμως απρόσιτο, το Ιστορία και επανάσταση καταπιάνεται με τις κοινοτοπίες της συντηρητικής και της νέας φιλελεύθερης ματιάς στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις, επισημαίνοντας πως οι επικριτές της παραγνωρίζουν ένα κρίσιμο ιστορικό συμπέρασμα: ότι αυτές οι τελευταίες δεν είχαν να επιλέξουν παρά ανάμεσα στους κινδύνους μιας επανάστασης και τις «βεβαιότητες» ενός πραξικοπήματος. Αγνοώντας το αυτό, ο αντιολοκληρωτισμός δεν υπήρξε απλώς μια πρόταση αντιστροφής της αντιφασιστικής συμμαχίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα επιχείρημα που εκτόπισε και σχετικοποίησε τη γενοκτονία των Εβραίων[1] και, τελικά, μια αναδρομική εξιλέωση για τον ακροδεξιό ολοκληρωτισμό. Στα χρόνια που εσωτερικός και εξωτερικός εχθρός δεν συγχωνεύονται πια στο σχήμα του «εβραιομπολσεβικισμού», όπως στο Μεσοπόλεμο, αλλά στο σχήμα του «ισλαμο-αριστερίστικου ολοκληρωτισμού», η ανάκαμψη του αντιολοκληρωτικού επιχειρήματος αποδεικνύεται μια επιχειρησιακή φόρμουλα προληπτικής ιδεολογικής καταστολής κάθε πολιτικού ριζοσπαστισμού: ένας φιλελευθερισμός που συναντιέται με την ακροδεξιά στο κοινό μίσος ακόμα και για τη μνήμη των επαναστάσεων.