του Κωνσταντίνου Πουλή
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1990, έχω μια σχετική ημερολογιακή εγγραφή. Κρατάω ημερολόγιο από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, από τότε που ξεκίνησα να γράφω. Λοιπόν, έχω γράψει μία παράγραφο, όπου μιλάω για το αλώνι. Έλεγε ο πατέρας μου όλα αυτά, και σκέφτομαι ότι αυτό είναι απίστευτο, αυτό πρέπει να το καταγράψω. Κι έχω γράψει μία παράγραφο για το αλώνι, τον «σέμπρο» και τη «ζεύλα» και όλο αυτό το εξωτικό αγροτικό λεξιλόγιο, το οποίο είναι χαμένο για μας σήμερα, και το αναζητούμε στα λεξικά και τη λαογραφία. Αυτή η παράγραφος καταλήγει σε μια φράση που διακόπτεται στη μέση. Δεν ξέρω γιατί. Είναι αυτή η σούπα που λέει ο Μπαλζάκ, που ο συγγραφέας ξαφνικά αφήνει ένα μυθιστόρημα που θα γεννιόταν, για να φάει σούπα. Το απόσπασμα το θυμήθηκα πρόσφατα, αφού είχε ολοκληρωθεί το γράψιμο, λοιπόν δεν έχει μπει στο βιβλίο αυτή η ιστορία, αλλά μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον ότι υπήρχε αυτή η ημιτελής παράγραφος, σαν να το είχα αφήσει στη μέση και έπρεπε να επιστρέψω μετά από 30 χρόνια, να γράψω αυτό το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα.
Το βιβλίο αυτό γεννιέται από τη φοβερή έκπληξη που μου γεννούσε πάντοτε το γεγονός ότι μόνο η γενιά του πατέρα μου μπορούσε να πατάει ταυτοχρόνως σ’ αυτούς τους δύο κόσμους, τον σχεδόν πρωτόγονο, προτεχνολογικό αγροτικό κόσμο, και τη σύγχρονη τεχνολογία. Ο παππούς μου ο Νίκος δεν εξοικειώθηκε με την τεχνολογία, κι εγώ γεννήθηκα παιδί της πόλης. Ο πατέρας μου είναι ένας άνθρωπος που μπορούσε να μας διηγηθεί αυτό το πέρασμα. Αυτό σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, όπως αντιλαμβάνεστε, συμβαίνει μόνο μία φορά. Και όσο κι αν μας λένε οι ιστορικοί να μην υπερτιμούμε τις αλλαγές που έχουν συμβεί πρόσφατα, η αλήθεια είναι, ότι ο κόσμος δεν έχει αλλάξει ποτέ όσο άλλαξε τους τελευταίους δύο αιώνες. Ένα ωραίο παράδειγμα είναι η φοβερή φράση του Βαλερύ, που λέει ότι ο Καίσαρας και ο Ναπολέων κινούνταν με την ίδια ταχύτητα. Βεβαίως η ανακάλυψη του τροχού είναι μια συνταρακτική ανακάλυψη, αλλά στη διάρκεια όλων αυτών των ετών η ταχύτητα των μετακινήσεων δεν έχει αλλάξει, και πρέπει να φτάσουμε στο τρένο, πρέπει να φτάσουμε στον 19ο αιώνα, για ν' αγγίξουμε τις ταχύτητες των περίπου 90 με 100 χιλιομέτρων την ώρα, οι οποίες μεταμορφώνουν το εμπόριο και αλλάζουν τον κόσμο.
Ο πατέρας μου, λοιπόν, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ξεκινάει από τα γουρνοτσάρουχα και την μπομπότα, κι εγώ έχω συζητήσει μαζί του για όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής, από τότε μέχρι σήμερα. Για το φαγητό, για τα ρούχα, για το ντύσιμο, για τα έπιπλα, που δεν υπήρχαν. Τα σπίτια ήταν άδεια. Γνωρίζουμε τι είχαν μέσα τα σπίτια για δύο λόγους, για τους οποίους συνήθως καταγράφουν οι άνθρωποι τι είχανε: Σε προικοσύμφωνα και διαθήκες, δηλαδή όταν παντρεύονται και όταν πεθαίνουν. Οπότε έχουμε μία εικόνα, ιστορικά, του τι είχαν μέσα τα σπίτια. Ο πατέρας μου ξεκινάει από αυτές τις συνθήκες, όπου μόνο περιστασιακά εμφανίζεται η τεχνολογία. Υπάρχει ένα φορτηγό, το φορτηγό του Γεωργαλή. Ξέρουμε ποιος το έχει. Πού και πού εμφανίζεται αυτό. Αλλά ακούγανε μουσική μια φορά το χρόνο, στο πανηγύρι. Μετά μόνο σφυράνε και τραγουδάνε. Αλλά για μας, που όλος αυτός ο πλούτος του πολιτισμού είναι διαθέσιμος στην παλάμη του χεριού μας, με το youtube στο έξυπνο κινητό, αυτό είναι βεβαίως απολύτως ακατανόητο. Ο πατέρας μου φτάνει τώρα να χρησιμοποιεί αυτές τις τεχνολογίες: Είχε έρθει στον «Σταυρό του Νότου», να με δει, που έκανα την Ανασκόπηση ζωντανά, και είχε στήσει και το κινητό του και το μετέδιδε με facebook live.
Το βιβλίο αυτό που έχω γράψει δεν είναι ένα βιβλίο βιογραφικό, για τον πατέρα μου. Όλη αυτή η πλευρά της συνεισφοράς του στον επιστημονικό του κλάδο – που, να μην παινεύουμε το σπίτι μας τώρα, αλλά είναι μάλλον αντικειμενικά σημαντική – σχεδόν απουσιάζει ή υπάρχει ως απόηχος, ως υπόστρωμα αυτής της ιστορίας. Αυτό που καταγράφω είναι η ιστορία της καθημερινής ζωής, στο πεδίο του υλικού πολιτισμού, όλα αυτά για τα οποία σας μίλησα, και τις τεχνολογίες της επικοινωνίας. Και όποιος έχει ένα ενδιαφέρον για την αρχαιολογία ή την ιστορία μας, ξέρει ότι μας γοητεύει πάντοτε αυτό που είναι τελείως διαφορετικό, εξωτικό, ή αυτό που είναι απρόσμενα οικείο. Οπότε, μιλώντας για τον φοβερό «πύργο», στον οποίο μένανε στο χωριό, εγώ ένιωσα ότι έκανα μία πολύ συναρπαστική έρευνα, όταν ανακάλυπτα ότι στο Βυζάντιο υπήρχαν ήδη πολυώροφα σπίτια και ότι καυγαδίζανε οι οικογένειες για δύο λόγους: Ο ένας ήταν ότι έριχνε νερά ο από πάνω στους από κάτω και ο δεύτερος ότι κάνανε φασαρία τα παιδιά.
Το βιβλίο, λοιπόν, αυτό, έχει σε όλα αυτά τα πεδία, ένα σύντομο σχόλιο από εμένα, και την προσπάθειά μου ν' απαντήσω σε ένα βασικό ερώτημα. Η αγωνία μου δεν είναι αυτό που έλεγε ο Καρυωτάκης, «φωτογράφε να μας απαθανατίσεις, πριν να χαθεί αυτός ο κόσμος». Υπάρχουν άλλοι, που το έχουν κάνει πολύ μεθοδικότερα αυτό, από εμένα. Εγώ προσπάθησα να συνδυάσω το κομμάτι αυτό της καταγραφής, με την προσπάθεια να σκεφτώ τι κερδίζουμε και τι χάνουμε με το πέρασμα στον σύγχρονο κόσμο και να το δω από την πλευρά ενός ανθρώπου που χρησιμοποίησε αυτά τα εργαλεία. Γιατί ενδιαφέρει η ιστορία των εργαλείων από τη σκοπιά της ιστορίας της χρήσης και όχι της εφεύρεσης, και αυτό δεν είναι καθόλου το ίδιο. Αν δούμε τι έχει εφευρεθεί και πότε, το καθημερινό μπάνιο, ας πούμε, υπήρχε ήδη στην Αρχαία Ρώμη. Όπως φαντάζομαι οι περισσότεροι ξέρετε, στην πορεία ξεχάστηκε, δεν πλενόντουσαν κάθε μέρα στη γενιά του πατέρα μου, οπότε έχω γράψει ένα κεφάλαιο, για το καθημερινό μπάνιο, με ιστορικές πληροφορίες για την πρώτη διαφημιστική καμπάνια για το αποσμητικό, και αυτό το έχω κάνει σε όλα τα επί μέρους πεδία.
Ξεκινώ δηλαδή από μία μαρτυρία, διότι μ’ ενδιαφέρει η πραγματική χρήση της τεχνολογίας. Ήταν γνωστό π.χ. από το Βυζάντιο το μπόλιασμα, αλλά στο χωριό δεν ξέρανε να μπολιάζουνε. Οπότε μ’ ενδιαφέρει το τι όντως κάνανε οι άνθρωποι, όχι τι αναφέρουν μόνο οι γραπτές πηγές που χρησιμοποιεί ο Φ. Κουκουλές. Όχι το αν μια γνώση ήταν με βάση τις ιστορικές μας πληροφορίες υπαρκτή.
Η λαογραφία, σε αντίθεση με άλλες κοινωνικές επιστήμες, ωφελείται πολύ από την συνεισφορά των ερασιτεχνών. Στην ιστορία δηλαδή, μπορεί να κάνουν και κακό οι ερασιτέχνες, δεν ξέρω. Αλλά στη λαογραφία υπάρχει ένας τεράστιος πλούτος από πληροφορίες που καταγράφουν ερασιτέχνες λαογράφοι. Γράφουν ένα βιβλίο για το χωριό τους, και αυτό είναι ωφέλιμο για τη συγκέντρωση του υλικού. Οπότε υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία, όπου κάποιος γράφει για το χωριό του και λέει λίγο τι συνέβαινε στην αρχαιότητα, λίγο τι συνέβαινε στην επανάσταση του ’21, έτσι οι τοπικοί οπλαρχηγοί, έτσι τα έθιμα του χωριού, τα παλιά επαγγέλματα, και αυτό είναι χονδρικά ένα είδος λαογραφικού βιβλίου. Δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο.
Αυτό που έχω επιχειρήσει να κάνω και που δεν είναι ούτε βιογραφικό, ούτε ένα βιβλίο ερασιτεχνικής λαογραφίας, είναι να σκεφτώ ένα ερώτημα. Τι χάνουμε και τι κερδίζουμε με το πέρασμα στον σύγχρονο κόσμο.
Για το ίντερνετ υπάρχει ένας πάρα πολύ έντονος διάλογος μεταξύ των θεωρητικών για το πώς είναι η «αυθεντική επικοινωνία». Όμως τι είναι η «αυθεντική επικοινωνία»; Αυτά τα πιτσιρίκια δηλαδή που κατεβαίνουν από το πούλμαν στην εκδρομή και σκύβουν όλα στα κινητό τους, που περιέγραψε ο πατέρας μου στην ομιλία του, επικοινωνούν αυθεντικά ή ψεύτικα; Έχει νόημα να λέμε ότι ένας τύπος επικοινωνίας είναι ψεύτικος; Ή έχουν δίκιο οι ανθρωπολόγοι που μας λένε ότι ο gamer από την Κορέα, ο αφρικανός σαμάνος και ο λογιστής από τη Νέα Υόρκη είναι εξίσου «αυθεντικοί»; Έχει νόημα να λέμε ότι αν δεν συναντιούνται δύο άνθρωποι σωματικά, η επικοινωνία που συμβαίνει χωρίς σωματική εγγύτητα δεν είναι αληθινή επικοινωνία; Αυτά είναι ερωτήματα με τα οποία θα ασχολούμαστε όλο και περισσότερο σήμερα, καθώς ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας το απορροφά ο υπολογιστής στις διάφορες μεταμορφώσεις του.
Υπάρχει μια κουβέντα για το παρελθόν, η οποία είναι πρωτίστως νοσταλγική. Αν ακούσατε και την αναφορά του πρωθυπουργού μας στην «αποανάπτυξη», αυτό είναι ένα κλείσιμο του ματιού προς αυτή τη θεωρία. Κρίνει τον καταναλωτισμό ως κατάρα και κοιτάζει το παρελθόν με μια ματιά που αποτελεί ένα μείγμα νοσταλγίας και πολιτικής κριτικής και λέει: τι ωραία που ήταν η ζωή τότε. Οπότε ένα κομμάτι της συζήτησης είναι η τάση που έχει ο κόσμος να νοσταλγεί και να εξιδανικεύει το παρελθόν, και εγώ προσπαθώ, πεδίο προς πεδίο, μαχαιροπήρουνο προς μαχαιροπήρουνο και γιατροσόφι προς γιατροσόφι να εξηγήσω τι σκέφτομαι σε σχέση μ' αυτές τις ιδέες εντελώς συγκεκριμένα.
Και υπάρχει και ένα κομμάτι στον αντίποδα αυτής της σκέψης, που από δέος μπροστά στην τεχνολογία, απολύτως δικαιολογημένο δέος να μου επιτρέψετε να πω, θεωρεί πως η γκρίνια εναντίον της σύγχρονης εποχής είναι περιττή και αδιέξοδη. Όχι μόνο διότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, αλλά ο συγγραφέας που ανέφερε η Άννα Λυδάκη, ο Χαράρι, είναι ένας από τους χαρακτηριστικούς συγγραφείς που έχει γράψει και best seller μ’ αυτή την οπτική, που σου λέει ότι η ζωή αυτή που ζούμε τώρα, όσο και να γκρινιάζετε, είναι η καλύτερη που υπήρξε ποτέ. Κι αν έχουμε παράπονα από τη ζωή μας, αυτό οφείλεται στην ανιστορική ματιά μας. Στο ότι δεν γνωρίζουμε αρκετά καλά πώς ζούσαν οι παλιοί και γι’ αυτό σκεφτόμαστε έτσι. Λοιπόν, ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο πόλους προσπαθώ να κινηθώ, μ’ έναν τρόπο που δεν είναι ακριβώς θεωρητικός, είναι δοκιμιακός.
Το ότι είναι δοκιμιακός θα πει ότι αντλεί τη νομιμοποίησή του από την προσωπική μου ματιά, όχι από τη βιβλιογραφία. Η βιβλιογραφία υπάρχει, αλλά είναι αδύνατο να κινηθεί κανείς σε όλα αυτά τα πεδία με επάρκεια και με αληθινή εποπτεία του υλικού. Ο Μπρωντέλ για να γράψει το ογκώδες βιβλίο του για τον υλικό πολιτισμό χρειάστηκε είκοσι χρόνια και επίσης είναι και ο Μπρωντέλ. Οπότε αυτό που έχω επιχειρήσει είναι, ως δοκιμιογράφος, δηλαδή ως ένας λογοτέχνης που προσπαθεί να σκεφτεί, να αντλώ τη νομιμοποίησή μου από τη ματιά μου, απ’ όσα κατάφερα να σκεφτώ και να παρατηρήσω, και από το ύφος μου, από το πόσο καλά μπόρεσα να το γράψω.
Θέλω να ευχαριστήσω την Πόπη την Γκανά που ανέλαβε να εκδώσει ένα βιβλίο τόσο αλλόκοτο και παχύ και ελπίζω να μην το μετανιώσει. Θέλω να ευχαριστήσω τους γονείς μου – δεν το κάνω πάντα, είναι λίγο αστείο να ευχαριστεί κανείς τους γονείς του, αλλά μια που αυτό το βιβλίο είναι για τον πατέρα μου, θέλω να εξηγήσω στην μητέρα μου ότι αν απουσιάζει από το βιβλίο αυτό, αυτό οφείλεται στο ότι μεγάλωσε στο Παγκράτι, οπότε δεν είναι εξίσου εξωτικές οι αναμνήσεις της. Δεν περιέχουν γουρνοτσάρουχα με λίγδα και τέτοια.
Μία πλευρά ακόμη που απουσιάζει από το βιβλίο αλλά δεν θα ’θελα να απουσιάζει από την παρουσίαση, είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι αυτοί στους οποίους οφείλω το ότι εγώ, όσο κι αν έχω φήμη γκρινιάρη, είμαι κατά βάθος ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Αυτή μου την ευτυχία την οφείλω στα παιδικά μου χρόνια. Στο ότι δηλαδή οι πρώτοι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με το να με μεγαλώσουν, έφτιαξαν γύρω μου συνθήκες που λέγανε ότι μπορείς και αξίζεις να είσαι ευτυχισμένος. Αυτό, όσο απλό κι αν ακούγεται, είναι αυτό που καθορίζει κατά βάθος το αν ένας άνθρωπος καταλήγει ή όχι ικανοποιημένος από τη ζωή του.
Η Εύα, η γυναίκα μου, στήριξε τη συγγραφή αυτού του βιβλίου με έναν τρόπο που νομίζω πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι, απ' όσο ξέρω εγώ τα ζευγάρια και πώς λειτουργούν, θα ’χαν τη διάθεση να το κάνουν. Που θα πει ότι μου εξασφάλισε πάρα πολλές ώρες κατά τις οποίες εγώ καταπιανόμουν μ’ αυτή την εργασία και τις προστάτευσε, αναλαμβάνοντας βάρη τα οποία εγώ της φόρτωνα, προκειμένου εγώ να μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Αυτό το θεωρώ πολύ σπάνιο και την ευχαριστώ γι’ αυτό.
Και ο τελευταίος άνθρωπος που δεν ζει τώρα πια αλλά που θα ’θελα να τον αναφέρω γιατί του έχω αφιερώσει το βιβλίο είναι ο Κώστας Εφήμερος. Το βιβλίο θα το αφιέρωνα στον Κωστή Παπαγιώργη, που είναι ο σημαντικότερος Έλληνας δοκιμιογράφος, κατά την ταπεινή μου άποψη, και οπωσδήποτε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς. Όμως έτυχε μέσα στα τελευταία αυτά χρόνια να χάσω από έμφραγμα τον πιο αγαπημένο μου φίλο, τον Κώστα Εφήμερο, ο οποίος είχε παίξει και ένα ρόλο σ' αυτό το βιβλίο. Ήταν σπάνια η κατανόησή του της τεχνολογικής εποχής και ακόμη πιο σπάνια η φιλία μας, και γι’ αυτό και του το αφιερώνω.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθατε και καλό βράδυ.