Είναι αυτή η δυσνόηση στον τίτλο του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας να έχει δηλαδή ως αποστολή την «προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας», για ένα ν/σ το οποίο πριν καν τεθεί σε διαβούλευση (μέχρι τις 20 Ιανουαρίου), έχει σηκώσει κύμα αντιδράσεων για τις επιμέρους διατάξεις του, με αιχμές που κυμαίνονται από την εντονότερη προσκόλληση των πανεπιστημίων στην αγορά εργασίας μέχρι και τη δημιουργία «αποστειρωμένων» χώρων που μεταστρέφουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους.

γράφει ο Βασίλης Βήττας

«Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» είναι ο τίτλος του νομοσχεδίου που παρουσιάστηκε από την υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμεώς, έχοντας στο πλάι της τον υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, σε ένα πλαίσιο που φαίνεται ότι η λέξη «προστασία» λαμβάνει εξέχοντα ρόλο στις γραμμές του σχεδίου νόμου.

Η συγκυρία φαίνεται κομβική, αν σκεφτεί κανείς το μπάχαλο που έχει προκύψει με το άνοιγμα-κλείσιμο-άνοιγμα των σχολείων, με το σπασμένο τηλέφωνο για τις εισηγήσεις των ειδικών για τα γυμνάσια και τα λύκεια, αλλά και τις ανησυχίες των ίδιων σχετικά με το αν πρέπει να δοθεί το βάρος στο άνοιγμα της οικονομίας ή της Εκπαίδευσης. Ένα δίπολο, το οποίο δεν προκύπτει από πουθενά, εκτός από το θολό τοπίο μέσα στο οποίο προτιμά να κινείται η κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της πανδημίας. Προσοχή. Δεν είναι ότι τα λέμε αυτά εμείς, αλλά οι ίδιοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ που προτάσουν τα ανοιχτά παράθυρα στις τάξεις και την μετέπειτα «ικανοποίηση» τους ότι αυτά μένουν ορθάνοιχτα (;).

Στα καθ’ ημάς, βασικά σημεία του νομοσχεδίου αποτελούν η σύσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας υπό τον τίτλο Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος (ΟΠΠΙ), η αλλαγή στα όρια φοίτησης, οι αλλαγές στις διαδικασίες αλλά και στις βάσεις εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, και τέλος η σύσταση «φοιτητοδικείων» υπό τη μορφή πειθαρχικού δικαίου στα ΑΕΙ, για περιπτώσεις «αντιγράφων, έως και φοιτητικών κινητοποιήσεων και καταλήψεων» με τις αντίστοιχες προβλεπόμενες ποινές που συνεπάγονται.

Πριν περάσουμε στο επίδικο, πρέπει να αναφερθεί ότι σε περίπτωση που τα πανεπιστήμια δεν εφαρμόσουν το παρακάτω μοντέλο φύλαξης, αυτο θα έχει επιπτώσεις στην τακτική τους χρηματοδότηση, με την κυβέρνηση να συνθέτει επί του πρακτέου μια έμμεση απειλή -με καρότο και μαστίγιο- προς τα ιδρύματα της χώρας.

Μονάδες και Επιτροπές για την «προστασία» στα ΑΕΙ ακόμα και με χρήματα για την Έρευνα

Στα ψιλά γράμματα φαίνεται ότι περνάει η πρόβλεψη του νομοσχεδίου για την «ίδρυση Μονάδας και Επιτροπής ασφαλείας και προστασίας στα ΑΕΙ». Ο πρύτανης είναι και πρόεδρος της Επιτροπής, ενώ έχει και εποπτικό ρόλο για τη λειτουργία της Μονάδας.

Η «Μονάδα Ασφάλειας και Προστασίας» αποτελεί ξεχωριστό βραχίονα σε σχέση με την Πανεπιστημιακή Αστυνομία (παρά το γεγονός ότι έχουν -πολλές φορές- ίδιο πεδίο αρμοδιοτήτων), και υπάγεται απευθείας στον πρύτανη του ΑΕΙ, έχοντας την «Επιτροπή Ασφάλειας και Προστασίας» ως εισηγητικό όργανο για την «ασφάλεια και προστασία» των πανεπιστημίων προς την Σύγκλητο.

Ειδικότερα, αντικείμενο της Μονάδας είναι η εξασφάλιση της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας του ΑΕΙ, η φύλαξη υποδομών, η εφαρμογή του συστήματος ελεγχόμενης πρόσβασης, ακόμα και η «προστασία διδακτικού και διοικητικού προσωπικού, φοιτητών και τρίτων φυσικών προσώπων κατά τον χρόνο που βρίσκονται εντός των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων του ΑΕΙ». Η συγκεκριμένη ομάδα επιφορτίζεται και με τη λειτουργία του «Κέντρο Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων» που θα εγκατασταθεί σε κάθε ΑΕΙ (σαν κέντρο ελέγχου, το οποίο θα είναι συνδεδεμένο και με την αστυνομία).

Άξιο σημασίας είναι ότι θα μπορεί να σχεδιάζει δράσεις και σεμινάρια ενημερωτικού χαρακτήρα για να ευαισθητοποιήσει προσωπικό και φοιτητές σχετικά με θέματα «παραβατικής συμπεριφοράς και πολιτικής προστασίας», καθώς και ότι η μονάδα στελεχώνεται, μεταξύ άλλων, και από τακτικό προσωπικό του πανεπιστημίου και χρηματοδοτείται από τους ίδιους πόρους του πανεπιστημίου. Μάλιστα, η ειρωνεία φαίνεται ως επί το πλείστον και στο ότι τα χρήματα (για το πρόσθετο προσωπικό) της Μονάδας θα αντλούνται από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας του ΑΕΙ.

Στο μενού και η Πανεπιστημιακή Αστυνομία με ορίζοντα νέων προσλήψεων

Η Πανεπιστημιακή Αστυνομία θα λάβει σάρκα και οστά με την αρχική πρόσληψη 1.000 ειδικών φρουρών (200 άτομα ανά βάρδια) με έμφαση -σε πρώτο χρόνο- στα πέντε μεγαλύτερα ιδρύματα της χώρας, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο της Πάτρας.

Οι προσλήψεις θα βαρύνουν τον προϋπολογισμό του υπουργείου ΠΡΟ.ΠΟ , ενώ πρόκειται για ένα μέτρο που έχει σηκώσει κύμα αντιδράσεων στον πολιτικο, φοιτητικό και πανεπιστημιακό χώρο, με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη να δηλώνει: «είναι μια ομάδα ήπιας αστυνόμευσης, η ομάδα θα υπάγεται απευθείας στον αρχηγό της αστυνομίας θα αποτελείται από αστυνομικούς νεοπροσληφθέντες ειδικούς φρουρούς. Οι αστυνομικοί θα διατίθενται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα για διάστημα 4 ετών και θα συντονίζονται και θα συνεργάζονται με τον Πρύτανη ή τον αρμόδιο αντιπρύτανη. Δεν θα φερουν πυροβόλα όπλα, θα φορούν ειδικά προσαρμοσμένη στολή που θα τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους αστυνομικούς».

«Στα καθήκοντά τους θα περιλαμβάνεται η πρόληψη και η αντιμετώπιση της παραβατικότητας εντός και πέριξ των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Οι αστυνομικοί αυτοί έχουν προανακριτικά καθήκοντα και σε περιπτώσεις τέλεσης αξιόποινων πράξεων θα πραγματοποιούν αυτεπάγγελτη επέμβαση δικογραφία εισαγγελέας κλπ» πρόσθεσε ο υπουργός στην παρουσίαση, ενώ από την μεριά της η υπουργός Παιδείας έκανε μία σχετικά αντιφατική δήλωση: «Δεν επιθυμούμε τρομοκρατημένα πανεπιστήμια αυτό το μέτρο αφορά μόνο στα πανεπιστήμια που έχει διαπιστωθεί επιχειρησιακά μεγαλύτερη παραβατικότητα».

Σημειώνεται ότι πλήθος διαρροώνσ τον Τύπο αναφέρουν ότι οι αστυνομικοί θα έχουν μαζί τους γκλοπ, χειροπέδες αλλά και σπρέι πιπεριού, ενώ ασαφής παραμέμνει η διαδικασία της εκπαίδευσης τους και φυσικά μέσα σε ένα σώμα το οποίο είναι γνωστό για περιπτώσεις αυθαιρεσίας, σεξιστικών σχολίων, ρατσιστικών προκαταληψεων, δημιουργώντας εύλογα ερωτήματα σχετικά με την καταλληλότητα της ΕΛΑΣ να αναλάβει ένα τέτοιο έργο.

Συστήματα ασφαλείας και σχέδιο προστασίας ΑΕΙ

Ταυτόχρονα, όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου, κάθε ΑΕΙ είναι ελεύθερο «με κριτήριο το μέγεθός του, τις ιδιαίτερες ανάγκες, τη συχνότητα εμφάνισης παραβατικών συμπεριφορών και τη διαβάθμιση του επιπέδου ασφαλείας και προστασίας του» να τοποθετεί ηλεκτρονικά και λοιπά συστήματα ασφαλείας που καλύπτουν μέρος ή το σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων του. Πρόκειται για συστήματα που δεν θα καταγράφουν παραδόσεις ή χώρους εργασίας των μελών ΔΕΠ, και αφορούν κάμερες με μικρόφωνα με «σκοπό την αποτροπή και καταστολή των αξιόποινων πράξεων».

Επιπλέον, τα ΑΕΙ  θα μπορούν να τοποθετούν ανιχνευτές αντικειμένων στην είσοδο κτιρίων ή εσωτερικών χώρων των πανεπιστημίων, συναγερμούς, και αισθητήρες ανίχνευσης κίνησης και αποσυναρμολόγησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα ΑΕΙ έχουν την επιλογή και να προσλάβουν προσωπικό ασφαλείας, προσωπικό που θα μπορεί να αναλαμβάνει και το νεόφερτο «Κέντρο Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων».

Εν συνεχεία, προβλέπεται και ότι με απόφαση της Συγκλήτου κάθε ΑΕΙ, καταρτίζεται «σχέδιο ασφαλείας και προστασίας του ΑΕΙ, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα τεχνικά και μη μέτρα ασφαλείας του Α.Ε.Ι. για την ενίσχυση του επιπέδου ασφαλείας και προστασίας, το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής, καθώς και οι χώροι εφαρμογής αυτών», ενώ η απόφαση δεν δημοσιεύεται στο κοινό, εκτός από το κομμάτι για τα συστήματα «επιτήρησης».

Σύστημα ελεγχόμενης πρόσβασης

Σε κάθε ΑΕΙ εφαρμόζεται υποχρεωτικά σύστημα ελεγχόμενης εισόδου με το σχέδιο νόμου να κάνει λόγο για εξοπλισμό «ελέγχου πρόσβασης προσώπων, οχημάτων και αντικειμένων», αλλά και μεθόδους «ταυτοπροσωπίας».

Αυστηρό πειθαρχικό σε θολό τοπίο και με φόντο αντιγραφές και καταλήψεις

Μέσα στις διατάξεις του ν/σ, εντύπωση προκαλούν εκείνες που αφορούν τη συγκρότηση πειθαρχικού συμβουλίου για τους φοιτητές με τα αδικήματα που θα καλείται να εξετάζει να αφορούν από τις αντιγραφές, έως και τις φοιτητικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις (όπως πρόφτασε να συμπληρώσει ο ελληνικός Τύπος), ενώ οι ποινές θα κυμαίνονται από απλή επίπληξη έως και διαγραφές.

«Φοιτητοδικεία» για αντιγραφές και καταλήψεις στήνει το υπουργείο Παιδείας

Εκεί βρίσκει κάνεις και την «παρεμπόδιση λειτουργίας των πανεπιστημίων», μία άκρως θολή αναφορά η οποία βάζει στο κάδρο καταλήψεις αλλά και ενδεχομένως αποφάσεις των φοιτητικών συλλόγων όπως οι φοιτητικές κινητοποιήσεις ή και διαδικασίες φοιτητικών συλλόγων, όπως συνελεύσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος, πειθαρχικά παραπτώματα συνιστούν και οι έωλες αναφορές περί χρήσης των στεγασμένων ή ανοικτών χώρων, των εγκαταστάσεων, των υποδομών και του εξοπλισμού του ιδρύματος χωρίς την άδεια των αρμόδιων οργάνων του, όπως και η χρήση των στεγασμένων ή ανοικτών χώρων, των εγκαταστάσεων, των υποδομών και του εξοπλισμού του ιδρύματος για την εξυπηρέτηση σκοπών που «δεν συνάδουν με την αποστολή του».

Σε σχέση δε, με τη σύστασή του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αυτό θα προσιδιάζει σε εκείνο των καθηγητών ΑΕΙ και θα αποτελείται από τον έναν αντιπρύτανη του εκάστοτε ιδρύματος, τον κοσμήτορα κάθε σχολής, τον πρόεδρο τμήματος του φοιτητή που διέπραξε τυχόν πειθαρχικό αδίκημα και τέλος έναν εκπρόσωπο των φοιτητών που θα εκλέγεται ηλεκτρονικά από το σύνολό τους, ο οποίος αν απουσιάζει ή δεν υπάρχει(!) (στην επιτροπή του πειθαρχικού), οι διαδικασίες του Σώματος θα συνεχίζονται κανονικά.

Ακόμα πιο περίεργη σχετικά με τη στόχευση του Πειθαρχικού είναι η παράγραφος 5 του Άρθρου 18, στην οποία αναφέρεται ρητά ότι η πειθαρχική ευθύνη του φοιτητή παύει -αν ο ίδιος απωλέσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη φοιτητική ιδιότητα -κάτι σαν μαστίγιο και καρότο. Στον αντίποδα, παραμένει προβληματικό το τοπίο στο πότε ο φοιτητής χάνει το δικαίωμα στην ανάκριση -άρα και το δικαίωμα να τοποθετηθεί- καθώς προβλέπεται ότι δεν είναι υποχρεωτική η ανάκριση του «όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από τον φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο».

Στο προσκήνιο ξανά οι «αιώνιοι φοιτητές» και οι εξισώσεις των κυβερνήσεων της ΝΔ

Μερίδα του ελληνικού Τύπου σε συνδυασμό με κυβερνητικά στόματα έχουν φέρει στο προσκήνιο το -κατ’ εμέ- μειωτικό αφήγημα των «αιώνιων φοιτητών», επικαλούμενοι και στοιχεία στα οποία προκύπτει -όπως λένε οι ίδιοι- ότι «έχουμε πολύ λιγότερους απόφοιτους σε σχέση με όσους εισέρχονται στα Πανεπιστήμια» -κάτι που δένουν στη συνέχεια και με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής που θα δούμε παρακάτω, ενώ από το νομοσχέδιο δεν προβλέπεται καμία μέριμνα ως απάντηση στο πρόβλημα των «αιώνιων φοιτητών» που επικαλούνται.

Δύο σημαντικοί παράγοντες που θα έπρεπε να δώσει βαρύτητα το υπουργείο, είναι η οικονομική κατάσταση του φοιτητή ή/και της οικογένειας που τον στηρίζει, σε συνδυασμό πάντα με την σχεδόν ολοκληρωτική άγνοια που υπάρχει στις τάξεις του Λυκείου και των ΕΠΑΛ για το περιεχόμενο των Σχολών και της διαδικασίας να αναζητήσουν τι θέλουν να σπουδάσουν.

Στο τεχνικό κομμάτι, η κυβέρνηση Σαμαρά είχε εισάγει το Ν+2 ως ανώτατο χρονικό όριο ολοκλήρωσης σπουδών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αναιρέσει την διάταξη διαγραφής φοιτητών, και καθώς η μπίλια έκατσε ξανά στη Νέα Δημοκρατία, η υπουργός Παιδείας από το 2019 μιλούσε για επαναφορά του. Έτσι στο σχέδιο νόμου προβλέπεται η διαγραφή των φοιτητών σε Ν+2 έτη, ή αλλιώς σε 4 χρόνια συν 2 χρόνια (+3 χρονια για όσα ιδρύματα έχουν 5 χρόνια βασικό πρόγραμμα).

Για τους ήδη φοιτούντες, ο ανώτατος χρόνος φοίτησης ξεκινά να υπολογίζεται από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, 2021-2022.

Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και αλλαγές στο μηχανογραφικό

Καθιερώνεται η ελάχιστη βάση εισαγωγής στα πανεπιστημιακά τμήματα, όχι με απόλυτο αριθμό τελικά (πχ. 10), αλλά ορισμένη από το κάθε τμήμα.

Συγκεκριμένα, η βάση εισαγωγής για κάθε τμήμα θα προκύπτει, από ένα ποσοστό (80%-120%) του μέσου όρου των μέσων επιδόσεων των υποψηφίων κάθε επιστημονικού πεδίου στα μαθήματα που εξετάστηκαν. Τα παραπάνω θα ισχύσουν από τις φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις, του 2021. Από του χρόνου (Πανελλαδικές Εξετάσεις 2022), το υπουργείο προγραμματίζει, επιπλέον, να δώσει στα τμήματα την δυνατότητα να επιλέγουν συντελεστές βαρύτητας για τα εξεταζόμενα μαθήματα.

Μία ακόμα αλλαγή αφορά τον περιορισμό του αριθμού των επιλογών του μηχανογραφικού και τη συμπλήρωσή του σε δύο φάσεις.

Η αλλαγή αυτή, που επίσης προγραμματίζεται -εν τέλει- για τις επόμενες Πανελλαδικές (2022) εισάγει 2 φάσεις συμπλήρωσης μηχανογραφικού, όπου στην Α φάση, οι υποψήφιοι θα μπορούν να συμπληρώσουν συγκεκριμένο αριθμό τμημάτων στο μηχανογραφικό. Ο αριθμός θα προκύπτει από το 10% του συνόλου των τμημάτων για τα ΓΕΛ και το 20% για τα ΕΠΑΛ, με πλήθος σχολίων στη δημόσια διαβούλευση να στέκονται στο πολύ μικρό ποσοστό επιλογής σχολών.

Στη Β φάση, θα συμμετέχουν όσοι δεν «έπιασαν» καμία σχολή στην πρώτη φάση, χωρίς περιορισμό επιλογών και για τις θέσεις των ΑΕΙ που θα έχουν απομείνει. Παράλληλα, θα υπάρξει μηχανογραφικό για την εισαγωγή στα δημόσια ΙΕΚ, με βάση το απολυτήριο, κάτι που θα ισχύσει από φέτος.

O τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης, έκανε λόγο για περικοπή των εισακτέων στα ΑΕΙ κατά περίπου 20.000 λόγω των παραπάνω, με τον υφυπουργό για θέματα ανώτατης εκπαίδευσης, Άγγελο Συρίγο, να μην απαντά στο συγκεκριμένο, αλλά να επικαλείται τα ποσοστά των «ανενεργών φοιτητών» και τα περιστατικά όπου μαθητές περνάνε σε σχολές με πολύ χαμηλή βαθμολογία.

Ο Ν. Φίλης κατηγόρησε μάλιστα την κυβέρνηση ότι ενώ νομοθετεί Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στα δημόσια πανεπιστήμια, δεν κάνει το ίδιο για τα ιδιωτικά Κολλέγια, για τα οποία υπενθυμίζεται ότι -προ ολίγων εβδομάδων- η κυβέρνηση ψήφισε την εξίσωση των επαγγελματικων δικαιωμάτων (που παρέχουν) με αυτή των δημόσιων πανεπιστημίων, ενώ στη συνέχεια άφησε αιχμές ότι το σχέδιο νόμου στην ουσία αβαντάρει τους κολεγιάρχες και τις οικογένειες που «έχουν να πληρώσουν δίδακτρα».

Νομοσχέδιο «αυταρχικών μεθοδεύσεων» με φοιτητές που δεν βρίσκονται καν στις σχολές λόγω πανδημίας

Κάνοντας μία επισκόπηση όλων των παραπάνω, τα ερωτήματα που γεννιούνται σχετικά με το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας σε αγαστή συνεργασία με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αποτυπώνουν το προβληματικό τοπίο που θα δημιουργηθεί σχετικά με το αυτοδιοίκητο των ελληνικών Πανεπιστημίων, τα οποία καλούνται να υιοθετήσουν ένα πλαίσιο είτε το θέλουν είτε όχι, μέσα σε ένα αφήγημα ότι επικρατεί καθεστώς ανομίας εντός των ιδρυμάτων που άλλοτε φωτογραφίζει και άλλοτε παραμένει επίτηδες ασαφές.

Σκιώδες σημείο παραμένει και η εισαγωγή Μονάδων – Επιτροπών ασφαλείας, οι οποίες αποτελούν διαφορετικό σκέλος «πανεπιστημιοκρατίας» σε συνεννόηση και συνεργασία όμως, με την Πανεπιστημιακή Αστυνομία. Μονάδες που θα χρηματοδοτούνται και από τα κονδύλια έρευνας, με τον τρέχοντα προϋπολογισμό να βαίνει μειούμενος για την Παιδεία εν μέσω πανδημικής κρίσης.

Ταυτόχρονα, η υπουργός Παιδείας φτάνει στο σημείο να μιλήσει για «προληπτική δράση» της πανεπιστημιακής αστυνομίας αναρωτώμενη στη συνέχεια «τι ακριβώς θέλουν;» όσοι αντιδρούν, παρά το πλήθος ανακοινώσεων από τα πανεπιστήμια και τον πολιτικό χώρο, οι οποίες καταδεικνύουν την κυβερνητική αναλγησία ακόμα και στο αίτημα να μην υπάγεται η πανεπιστημιακή αστυνομία στην ΕΛΑΣ.

Μάλιστα, τα παραπάνω εκτυλίσσονται σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που φαίνεται ότι δεν κατάφερε να σηκώσει το βάρος της πανδημίας, καθώς τα πάγια αιτήματα των φοιτητών για δια ζώσης μαθήματα δεν βρήκαν αντίκτυπο και η κυβέρνηση ακολούθησε και ακολουθεί το δρόμο της εξ’ αποστάσεως εκπαίδευσης με ορίζοντα καλοκαιριού. Η κυβερνητική αποτυχία στο να βρεθεί μια στέρεα λύση στο παραπάνω, φαίνεται ότι δεν εμποδίζει τον κυβερνητικό μηχανισμό να νομοθετήσει για μία ακόμη φορά κάτι παντελώς άσχετο με τις πραγματικές ανάγκες των πανεπιστημίων.

Στο ίδιο μοτίβο, μέλος συλλόγου διοικητικού προσωπικού του ΑΠΘ, Γιάννης Κουρμούλης, υπογραμμίζει το παράδοξο η κυβέρνηση να βρίσκει χώρους για τις Μονάδες, τις Επιτροπές και την αστυνομία, αλλά να μην μπορεί να βρει χώρους για τη δια ζώσης εκπαίδευση φοιτητών κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Το άτοπο της νομοθέτησης καταδεικνύεται και από τον Δημήτρη Μιχελιουδάκη, επίκουρο καθηγητή φιλολογίας στο ΑΠΘ, ο οποίος υπενθυμίζει ότι υπήρχαν ήδη τα εργαλεία για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας στα πανεπιστήμια (ακόμα και πριν την κατάργηση του ασύλου). Ο ίδιος στηλιτεύει το μέτρο της Πανεπιστημιακής αστυνομίας και το αφήγημα που το συνοδεύει ως «πρότυπο πανεπιστημίων του εξωτερικού», λέγοντας ότι στο εξωτερικό τυχόν μονάδες φύλαξης υπάγονται στη διοίκηση των ιδρυμάτων και όχι των αρχών.

Τέλος, μεγάλη σημασία για το νομικό κομμάτι, έχουν όσα καταθέτει ο Χαράλαμπος Κουρουνδής, μεταδιδακτορικός ερευνητής Νομικής ΑΠΘ. Μεταξύ άλλων, στέκεται στον τίτλο του ν/σ περί «προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας», υπογραμμίζοντας ότι η ακαδημαϊκή ελευθερίας νοείται ως η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας.

Για την αστυνομία στα πανεπιστήμια, αναφέρει ως κρίσιμο κομμάτι αντισυνταγματικότητας, το ότι αυτή υπάγεται και λογοδοτεί στην ΕΛΑΣ, και ότι βασικό είναι η «αυτοπροστασία των ιδρυμάτων».

Αναφορικά με τις επιμέρους διατάξεις του ν/σ, η «πρόληψη και αντιμετώπιση της παραβατικότητας» που έχει ως αποστολή η αστυνομία, είναι μια στοχευμένη πρόταση που δεν αφορά μόνο τις εγκληματικές πράξεις αλλά καλύπτει ένα γενικότερο φάσμα πράξεων, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι και σε πειθαρχικού τύπου αρμοδιότητες.

Ο Κουρουνδής φέρνει ως παράδειγμα τον δυστοπικό ρόλο που μπορεί να λάβει η πανεπιστημιακή αστυνομία, καθώς λόγω του φάσματος της «παραβατικότητας», παραμένει ανοιχτό το σενάριο οι αρχές να επιφορτίζονται μέχρι και με την επιτήρηση των εξετάσεων για δύο αλληλένδετους λόγους: «Γιατί έχουν ως αποστολή την πρόληψη» και στη συνέχεια γιατί η τυχόν παραβίαση του αδιάβλητου των εξετάσεων συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα -άρα έργο της αστυνομίας.