Χαρακτηριστικό αυτής της επισφαλούς συνθήκης ζωής είναι η αστάθεια. Οι ραγδαίες και συνεχώς επιδεινούμενες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η αναδυόμενη φτωχοποίηση της ζωής στο σύνολο της κ.ά., αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά των όρων «εργασιακή επισφάλεια»  ή  «επισφάλεια» εν γένει.

Η επισφάλεια ενσωματώνεται πρωταρχικά και στη λειτουργία των θεσμών του κράτους, αλλά και γενικότερα στην ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Οι παραβιάσεις του Συντάγματος και της νομιμότητας από τους κρατούντες, κλιμακώνει  επιπλέον την  επισφαλή σχέση  του μέσου πολίτη με το κράτος.

 

Ο “ευέλικτος” άνθρωπος

 

Η επισφάλεια, εκλαμβάνεται και βιώνεται, για την ακρίβεια, ως βιοπολιτική συνθήκη, όπου  οι κανόνες της αγοράς κυριαρχούν και πέραν των εργασιακών σχέσεων, στις ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, η αναδυόμενη κοινωνία των «ευέλικτων» αγορών δημιουργεί, αντίστοιχα, «ευέλικτα» άτομα, των οποίων οι εργασιακές αλλά και οι ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από ετοιμότητα, μεταβλητότητα, και, κατ’ επέκταση, ανασφάλεια.

Η όλο και περισσότερη «εργασία με τον εαυτό και για τον εαυτό» εμπεδώνεται αξιολογικά ως υπεροχή του ατόμου-«επιχειρηματία» που αναλαμβάνει μόνος του τη διαχείριση της ζωής του και, ως καλός ή κακός μάνατζερ του εαυτού του, επωμίζεται παράλληλα τα οφέλη μιας καλής διαχείρισης ή, αντιθέτως, το κόστος μιας κακής, με επακόλουθο την ανεργία, φτώχεια, ψυχική κατάπτωση, κοινωνική απομόνωση, κ.ο.κ.

Συγκεκριμένα, αυτό που προτάσσεται και καλλιεργείται συστηματικά από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία ως ύψιστη ηθική δέσμευση είναι μια εξατομικευμένη αίσθηση της ευθύνης και αυτάρκειας για το άτομο, που, ως αφέντης του εαυτού του, επωμίζεται τα βάρη της ζωής του. Εάν δεν βρίσκει εργασία η ευθύνη είναι δική του. Εάν δεν έχει το απαιτούμενο πολιτισμικό κεφάλαιο (πτυχία, εκπαιδεύσεις, κ.ο.κ.), πάλι το κόστος της αποτυχίας τον βαραίνει. Με λίγα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός, αφού έχει πρότερα απορρυθμίσει αξιακά συστήματα, έχει αποδιαρθρώσει εργασιακές σχέσεις, έχει κατεδαφίσει κοινωνικά δικαιώματα, κοινωνικά αγαθά και την αναγκαία, εν γένει, κοινωνική συνοχή, ζητά από τον πολίτη και τα «ρέστα», την αποκλειστική ευθύνη απέναντι στην επιβίωσή του.

Χαρακτηριστική παράμετρος των επισφαλών συνθηκών της ζωής είναι και η οικονομική  διακυβέρνηση των πολιτών μέσου του χρέους. Η αγορά κατοικίας, αυτοκίνητου, οι σπουδές κλπ, φαντάζουν απροσπέλαστες επιθυμίες χωρίς τη μεσολάβηση διαδικασιών δανειοδότησης, οι οποίες, επί της ουσίας, μετατρέπουν ένα αυτονόητο δικαίωμα σε «ομηρία των δόσεων» και την ακόλουθη αβεβαιότητα αποπληρωμής τους σε «κανονικότητα».

Στον κόσμο των ψηφιακών μεταμορφώσεων, ως άλλο παράδειγμα, ο εργασιακός χρόνος, αποδεσμευμένος από το φυσικό υποκείμενο, τον εργαζόμενο, αιωρείται συνεχώς επιταχυνόμενος προς «αξιοποίηση», σύμφωνα με την βούληση του κεφαλαίου. Έτσι, κάθε στιγμιότυπο της ζωής, εντός αλλά και πέρα από τον εργασιακό χρόνο και χώρο, χάνει τα πρότερα διακριτικά του γνωρίσματα (π.χ., ποιος είναι ο χρόνος εργασίας, ποιος ο ελεύθερος χρόνος σε μια ψηφιοποιημένη πραγματικότητα) ενώ, ταυτόχρονα, διευρύνεται η κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω του.

 

Προς την υπαρξιακή αγωνία

 

Όλο και περισσότερες πτυχές της ζωής, όπως προσωπικές σχέσεις, φιλίες, συναισθήματα, διασκέδαση, διαμεσολαβούνται από τους όρους της αγοράς  (π.χ. επιλογή και χρήση των social media, κ.ά.). Με αυτή την έννοια, η επισφάλεια δεν έχει απλά εδραιωθεί ως εμπειρία ζωής και εργασίας στις ζωές των ανθρώπων. Είναι επίσης η ίδια η αντίληψη των ανθρώπων για την κοινωνική τους συνύπαρξη και τη μεταξύ τους ειρήνευση που αλλοτριώνεται και μετασχηματίζεται σε πεδίο ανταγωνισμού, «μάχης και πολέμου».

Αυτό σημαίνει πως  η επισφάλεια βιώνεται ως μια συνεχής πιθανή συνθήκη αναλωσιμότητας και κινδύνου. Βιώνεται ως συνθήκη τρωτότητας και ευαλωτότητας, με την οποία κανείς οφείλει να εξοικειωθεί, να συμμορφωθεί και να εσωτερικεύσει, όχι με όρους προσωρινότητας, αλλά ως κάτι που υπάρχει εδώ και τώρα, και που θα ενταθεί στο μέλλον.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ακόμη και τα όποια αισιόδοξα και ευχάριστα της ζωής, προσεγγίζονται με αμφιθυμική  διστακτικότητα, με τον φόβο της αβεβαιότητας, την αγωνία της επόμενης στιγμής, δυσφορία, απάθεια για τις ενδεχόμενες ανατροπές, άρνηση.

Η εμπειρία του ενδεχόμενου και του απρόβλεπτου, η τραυματική έκθεση στη συνεχή «έλλειψη» και ένδεια, η ενσωμάτωση μιας βαθιάς αίσθησης ανασφάλειας και δυσφορίας ως υπαρξιακή εμπειρία και συναισθηματική εκδήλωση, αφορά, εν τέλει, τη ζωή της πλειοψηφίας του κόσμου. Αυτή η καθ’ όλα τραυματική διαδικασία της διάψευσης προσδοκιών της προσωπικής αλλά και της συλλογικής ζωής, «στοιχειώνει»  βαθιά την ψυχική δομή των ατόμων και συλλογικοτήτων. Οι επώδυνες ψυχικές εκδηλώσεις, οι απόλυτα συνυφασμένες και τραυματικά εμπεδωμένες με ενοχές για αστοχίες και λάθη, απαξία εαυτού, ηθική ακαταλληλότητα, κοινωνική απομόνωση, κλπ., ξεδιπλώνονται σταδιακά και εδραιώνονται ως βαθιά αίσθηση αδυναμίας, απώλειας νοήματος και ελέγχου της ζωής.

Απέναντι σε αυτή τη συνεχώς αυξανόμενη κοινωνική αλλά και προσωπική «ασφυξία», που παίρνει την μορφή υπαρξιακής αγωνίας, ως διέξοδος προβάλλεται η πεζότητα της ζωής, με την αχαλίνωτη υπερκατανάλωση προϊόντων, υπηρεσιών, εμπειριών, κ.ο.κ. Η ξέφρενη επιδίωξη της ηδονής (ηδονοθηρία), η «εύκολη» ευχαρίστηση, η εμπορευματοποιημένη ψυχαγωγία των θεαμάτων και ακροαμάτων, οι αγορές όλων των ειδών «ίασης και θεραπείας», αποτελούν μόνο μερικά παραδείγματα κοινωνικών διεργασιών και απαντήσεων στη βάσανο της επισφαλούς ζωής, τα οποία δρουν ως  «αναλγητικά» προϊόντα,  ως προϊόντα κοινωνικής- πολιτισμικής λήθης και νάρκωσης.

 

Η λύτρωση

 

Αν, ωστόσο, οι επισφαλείς συνθήκες ζωής στην παρούσα νεοφιλελεύθερη συνθήκη, προσδιορίζουν τις επιπτώσεις των κοινωνικών ταξινομήσεων με όρους προσωπικής αποτυχίας,  η εναντίωση στην κυρίαρχη ιδεολογία του ανταγωνισμού και του  ατομικισμού αποτελεί επείγουσα ανάγκη.

Η εναντίωση στην κυρίαρχη ταξική πολιτική  αποτελεί, στην ουσία, μονόδρομη διαδικασία. Εν τέλει, η ίδια η ζωή ως βιώσιμη εμπειρία βρίσκεται σε κίνδυνο. Είναι ακριβώς η στιγμή της αμφισβήτησης αυτής της πραγματικότητας, μέσω πρωτίστως της κατανόησης των επιπτώσεων του καπιταλισμού στην κατάρρευση των κοινωνικών σχέσεων και την επακόλουθη επίπτωση στην ψυχική και σωματική υγεία των ανθρώπων.

Ωστόσο, για να μπορέσουν να προσδιοριστούν οι αιτίες τέτοιων φαινομένων,  απαιτείται η κατανόηση των επιπτώσεων του συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικού συστήματος  στην ανθρώπινη εμπειρία εν γένει, ως εμπειρία εκμετάλλευσης. Οφείλει να κατανοηθεί η ανθρώπινη εμπειρία σε ένα σύστημα άνισα δομημένων κοινωνικών σχέσεων που θα αντιλαμβάνεται την ιστορική και δομική συμπόρευση επισφάλειας και καπιταλισμού.

 

* Η Άννα Οικονομίδη είναι Ψυχολόγος Μsc Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτικός Επιστήμονας