Ανταπόκριση από τη Μυτιλήνη
Γεωργία Κριεμπάρδη & Νεκταρία Ψαράκη

Μετά από πολλά κύματα, ολοκληρώθηκε αισίως η πεντάωρη εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό της υπόθεσης του Σομαλού πρόσφυγα Μοχάμαντ Χάναντ, ο οποίος καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 142 χρόνια κάθειρξης με την κατηγορία της διακίνησης μεταναστών κατά την οποία επήλθε θάνατος. Η έδρα συμφώνησε ότι ο Μοχάμαντ Χάναντ είναι ένοχος. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, και κατόπιν ενός προκλητικά ρατσιστικού «μανιφέστο» κατά της μετανάστευσης από την Προϊσταμένη Εισαγγελέα Εφετών, κα. Καζαμπάκα, το οποίο αρχικά άφησε άφωνη σύσσωμη τη δικαστική αίθουσα, ενώ στη συνέχεια επήλθαν αποδοκιμασμοί από το ακροατήριο και αντίδραση των δικηγόρων υπεράσπισης μέσω των αγορεύσεων τους, φαινόταν ότι ο Μοχάμαντ θα καταδικαστεί ξανά σε 140 χρόνια. Η έδρα δε δέχτηκε τη μεταβολή της κατηγορίας από διακίνηση μεταναστών, έστω σε διευκόλυνση, δεδομένου ότι αναγκάστηκε δια της βίας να οδηγήσει τη λέμβο. Επέμειναν ότι είναι διακινητής, με τους δικηγόρους να ζητούν την αναγνώριση ελαφρυντικών, όπως και έγινε. Έτσι, στον Χάναντ επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 ετών. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία στις ποινές φυλάκισης είναι εκτιτέα τα 2/5. Δεδομένου ότι ο Χάναντ βρίσκεται στη φυλακή ήδη δύο χρόνια έχοντας πραγματοποιήσει πολλά μεροκάματα, μέσα στις επόμενες μέρες θα είναι ελεύθερος. Ελεύθερος αλλά στιγματισμένος ως διακινητής, και με λερωμένο το ποινικό του μητρώο για ένα έγκλημα που δε διέπραξε ποτέ.

Κι εκείνος, όπως χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες που σαπίζουν σήμερα στις ελληνικές φυλακές όντες επί της ουσίας αθώοι, είναι θύμα της ποινικοποίησης της μετανάστευσης. Θύμα του δρακόντειου νόμου 4251/2014 ο οποίος προβλέπει την καταδίκη σε 8 χρόνια ανά μεταφερόμενο πρόσωπο σε όποιον ακουμπήσει πηδάλιο λέμβου που μεταφέρει πρόσφυγες. Ο νόμος δεν κοιτά καταστάσεις ανάγκης. Δεν υπολογίζει αν ο καπετάνιος δε χρηματίστηκε ποτέ, αλλά αναγκάστηκε, με το όπλο στον κρόταφο από τον πραγματικό διακινητή, ο οποίος πλέον δεν μπαίνει στις προσφυγικές βάρκες. Ο πραγματικός διακινητής σήμερα απολαμβάνει το φρέσκο χρήμα σε κάποια βίλα της Τουρκίας, εξαπατώντας τους πρόσφυγες από τους οποίους χρηματίστηκε για τη μεταφορά τους. Ορίζει από τα τουρκικά παράλια υπό την απειλή όπλου, ξυλοδαρμού και απειλών, έναν διακινούμενο ως κυβερνήτη. Αν μπει στη βάρκα, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Μοχάμαντ, φροντίζει μερικά μέτρα απ’ τα τουρκικά παράλια να επιστρέψει πίσω στην ασφάλεια, αφήνοντας την ακυβέρνητη λέμβο έκθετη στην ανοιχτή θάλασσα, με τους πρόσφυγες να πρέπει να γίνουν οι ίδιοι χειριστές για να σώσουν εαυτόν και την οικογένειά τους.

Η νύχτα της φρίκης

Την 1η Δεκεμβρίου 2020 ο Μοχάμαντ έφτασε στην παραθαλάσσια τοποθεσία στο Αϊβαλί της Τουρκίας, όπως του είχε υποδείξει ο διακινητής του. Εκεί βρίσκονταν κι άλλοι άνθρωποι. Μόλις νύχτωσε, κατέβηκαν όλοι μαζί στην κοντινή παραλία. Η φουσκωτή βάρκα ήταν έτοιμη και μερικοί επιβάτες – Σομαλοί υπήκοοι – είχαν ήδη επιβιβαστεί. «Ξεκινήσαμε το ταξίδι και κανένας δεν είχε στο μυαλό του ότι κάποιος θα χρειαστεί να οδηγήσει, διότι μέσα στη βάρκα ήταν ο Τούρκος ο οποίος ήταν ο χειριστής του πηδαλίου», ανέφερε ενώπιον των δικαστών ο Μοχάμαντ χθες. Όπως υποστήριξε τόσο εκείνος όσο και αυτόπτης μάρτυρας, συνεπιβάτης του Μοχάμαντ και μάρτυρας στη χθεσινή διαδικασία, ο διακινητής τους εγκατέλειψε κατά μεσής της θάλασσας αφού τον παρέλαβε δεύτερη λέμβος – όχι πολύ μακριά από τα τουρκικά παράλια – . Πριν εγκαταλείψει την προσφυγική λέμβο, επέλεξε τον Μοχάμαντ ως τον χειριστή της λέμβου από τότε και στο εξής, δεδομένου ότι ήταν ο μόνος που μιλούσε ελάχιστα τουρκικά και που καθόταν πολύ κοντά στο πηδάλιο. Απειλώντας τον με μαχαίρι τον ανάγκασε να οδηγήσει υποδεικνύοντάς του να πάει ευθεία, και στη συνέχεια εγκατέλειψε το σκάφος.

Τα πράγματα ωστόσο δεν πήγαν καλά. Ο Μοχάμαντ προσπάθησε να ξαναβάλει μπρος τη μηχανή και δεν ανταποκρινόταν. Όταν συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο που διέτρεχαν, με τη λέμβο να είναι ακινητοποιημένη στην ανοιχτή θάλασσα στο έλεος των ισχυρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή, κάλεσαν το τουρκικό λιμενικό για να μεταβεί και να τους διασώσει. Όμως μάταια, η τουρκική ακτοφυλακή απαντούσε ότι δεν είναι στη δική της δικαιοδοσία. Οι πρόσφυγες καλούσαν και εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Ξανά και ξανά. Στη λέμβο βρίσκονταν τρία παιδιά και ενήλικες χωρίς σωσίβια που δεν ήξεραν κολύμπι. Μία κατάσταση εφιαλτική. Τελικώς, μετά από ώρες, το τουρκικό λιμενικό ήρθε και όπως κατέθεσαν όλοι οι επιβαίνοντες, αντί να τους διασώσει, άρχισε να κυκλώνει τη λέμβο δημιουργώντας έντονο κυματισμό, σπρώχνοντάς τους στην ελληνική πλευρά. Η λέμβος γέμιζε με νερά ολοένα και περισσότερο από τον έντονο κυματισμό. Παρά το γεγονός ότι οι πρόσφυγες ούρλιαζαν και παρακαλούσαν για έλεος το αποτέλεσμα ήταν ένα: ναυάγιο. Η τουρκική ακταιωρός ξαφνικά αποχώρησε, πράγμα που εξηγήθηκε αργότερα, διότι μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκε σκάφος του ελληνικού λιμενικού. Το κακό όμως είχε συμβεί. Δύο κορίτσια από τη Σομαλία είχαν πέσει από τη βάρκα, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο στο Αιγαίο από πνιγμό. Ο Μοχάμαντ, ο οποίος εξ αρχής με αυταπάρνηση, αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και χωρίς σχετικές γνώσεις προσπάθησε να επισκευάσει τη μηχανή και να οδηγήσει άπαντες στην ασφάλεια, ανέλαβε ξανά δράση. Το μπροστινό μέρος της βάρκας έχανε αέρα, οπότε έδεσε ένα σχοινί στο πίσω μέρος, στη μηχανή η οποία παρέμενε στην επιφάνεια ακόμη, ώστε να κρατούνται εκεί όσοι βυθίζονται μέχρι να φτάσει η ελληνική ακτοφυλακή και να επιχειρήσει διάσωση.

Μετά από λίγη ώρα, και χωρίς να υπάρχουν άλλα θύματα, το ελληνικό λιμενικό έφτασε, μεταφέροντας τους πρόσφυγες σε δικό τους σκάφος και στη συνέχεια στη στεριά. Το Λιμενικό Σώμα διενήργησε προανάκριση για το συμβάν. Στην ερώτηση στους μεταφερόμενους για το ποιος ήταν στο πηδάλιο, εκείνοι ονομάτισαν τον Μοχάμαντ Χάναντ. Έτσι, εκείνος έκατσε στο εδώλιο του κατηγορουμένου αντιμέτωπος με τη βαρύτατη κατηγορία της διακίνησης. Η καταδίκη του ήταν 142 χρόνια κάθειρξης, με το δικαστήριο να απορρίπτει την ακρόαση 8 μαρτύρων – επιβαινόντων, οι οποίοι θα εξηγούσαν πώς ο Μοχάμαντ Χάναντ τους έσωσε τη ζωή.

Καρέ καρέ όσα συνέβησαν στη δίκη

Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, του Λιμενικού. Ο ίδιος ανέφερε ότι βουλγάρικο σκάφος της Frontex που έκανε περιπολία στην περιοχή, είχε εντοπίσει μία λέμβο η οποία «συνοδευόταν» από τουρκική ακταιωρό μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα: «Όταν είδε ότι πλησιάζουμε στη λέμβο, εκείνο αποχώρησε, τραβήχτηκε στα τουρκικά χωρικά ύδατα, και μας ειδοποίησε μέσω του καναλιού 16 ότι υπάρχει και δεύτερη λέμβος με αποτέλεσμα το βουλγαρικό να φύγει από την περιοχή, πράγμα που εν τέλει αποδείχτηκε ψέμα. Οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν οι καλύτερες. Όλο το περιστατικό κατέληξε σε ναυάγιο, δυστυχώς, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να γνωρίζω γιατί γινόταν ένας πανικός. Η σωσίβια λέμβος έχασε αέρα με αποτέλεσμα όσοι ήταν πάνω να γλιστρούν στο νερό. Υπολογίζω ότι στη λέμβο ήταν περισσότερα από 30 άτομα. Προσπάθησα με τα μέσα που διέθετα να σώσω όσους μπορούσα. Στο τέλος σώθηκαν οι 30 και σύμφωνα με τα λεγόμενα των διασωθέντων υπήρχαν και δύο αγνοούμενοι οι οποίοι βρέθηκαν από σωστικές ομάδες διασωστών αργά το απόγευμα. Ήταν δύο κορίτσια. Επειδή ήταν άσχημες οι καιρικές συνθήκες ζήτησα συνδρομή από το βουλγαρικό και άλλο ελληνικό περιπολικό που περιπολούσε σε άλλη ζώνη. Ψάξαμε για επιζώντες. Η βάρκα καταστράφηκε έχασε τον αέρα το εμπρόσθιο τμήμα της με αποτέλεσμα να γλιστρούν όλοι από την πλώρη. Επικρατούσε πανικός προσπαθούσαν όλοι να σωθούν ο ένας πάνω στον άλλο. Γύρω στα τέσσερα άτομα ήταν με σωσίβια και όλοι οι άλλοι με τα μπουφάν τους και τα ρούχα τους. Δεν γνωρίζω  αν βρέθηκε κάποιο μαχαίρι. Ένα μαχαίρι βρέθηκε στο δικό μας το σκάφος από κάποιον επιβαίνων. Εμείς δεν είχαμε μαχαίρι στο σκάφος, αλλά για να λέμε ότι βρέθηκε μαχαίρι, αυτό πάει να πει ότι δεν ήταν δικό μας».

Αργότερα, ερωτήθηκε αν θυμάται τον κατηγορούμενο στο πηδάλιο της λέμβου, με τον ίδιο να αναφέρει ότι δεν τον θυμάται, σημειώνοντας ότι τον υπέδειξαν άλλοι. «Η δική μας δουλειά είναι συγκεκριμένη. Όταν βλέπουμε χειριστή τον παραδίδουμε στην προανάκριση. Αλλά σαν προσωπικότητα δεν τον θυμάμαι τον άνθρωπο. Οι περισσότεροι ήταν από Αφρική. Δεν γνωρίζω τι γλώσσα μιλούσαν. Κάποιοι έδωσαν καταθέσεις και είπαν ότι στο τιμόνι ήταν ο κατηγορούμενος», ανέφερε.

Η εισαγγελέας ενδιαφέρθηκε για την άποψη του Λιμενικού: «Υπάρχει λόγος να φύγει κάποιος από τη Σομαλία;»

Η εισαγγελέας ωστόσο δεν ήταν ικανοποιημένη. Ρώτησε ξανά: «Είδατε τον κατηγορούμενο να οδηγεί;», με τον Λιμενικό να επαναλαμβάνεται: «Θυμάμαι ένα κύριο αφρικανικής καταγωγής δεν θυμάμαι το πρόσωπο του». «Προέκυψε ο συγκεκριμένος επειδή τον υπέδειξαν;», ρώτησε, «Ανεβάσαμε στο σκάφος όλο τον κόσμο που είχαμε σώσει. Είχαμε δει ότι κάποιος ήταν ο χειριστής και μετά στο λιμάνι υποδείχτηκε ότι ήταν ο ίδιος από όσους μαζέψαμε», απάντησε ξανά εκείνος. Τότε η εισαγγελέας άρχισε να απευθύνει επικριτικές γενικές ερωτήσεις για την προσφυγιά στον Λιμενικό που προκάλεσαν την πρώτη αντίδραση των δικηγόρων αλλά και του ακροατηρίου: «Γνωρίζετε αν στη Σομαλία υπάρχουν λόγοι να φύγει κάποιος απ’ τη χώρα του; Ήρθαν από Τουρκία. Πως πήγαν Τουρκία πήραν αεροπλάνο; Πήραν κάτι άλλο; Πως έφτασαν; Για να φτάσουν χρησιμοποίησα διαβατήρια; Πολλές φορές στις δικογραφίες βλέπουμε ότι χρησιμοποίησαν αεροπλάνο», με τον Λιμενικό να απαντά: «Αυτά που με ρωτάτε δεν τα ξέρω».

Στη συνέχεια η εισαγγελέας συνέχισε τις ερωτήσεις. Ενδιαφερόταν να μάθει για το μαχαίρι που βρέθηκε στο σκάφος του λιμενικού, τις συνθήκες του ταξιδιού, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο η λέμβος καταστράφηκε. Εν τέλει, κατέληξε ρωτώντας: «Μπορεί αυτό το μαχαίρι να σκίσει τη λέμβο για να βυθιστεί; Το κάνουν για να εξαναγκάσουν τις ελληνικές αρχές για να τους σώσουν», με τον Λιμενικό να απαντά: «Από την εμπειρία μου έχει συμβεί να σκίζουν τη βάρκα για να θεωρείται ναυάγιο. Τώρα δεν ξέρω αν έγινε. Όσον αφορά τις συνθήκες, κανονικά αυτές οι λέμβοι πρέπει να φιλοξενούν 12-15 άτομα ενώ τότε ήταν 30. Δεν είχε φώτα, ούτε δεύτερη μηχανή, ούτε σωστικά μέσα».

Δικηγόροι στον Λιμενικό: «Γιατί αλλάζετε όλα όσα είχατε πει;»

Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο ένας εκ των συνηγόρων υπεράσπισης του Μοχάμαντ, Δημήτρης Χούλης, σχολιάζοντας τόσο τις ερωτήσεις της εισαγγελέως χαρακτηρίζοντάς τες ως «μη σωστές», αλλά και την κατάθεση του Λιμενικού, καθώς όπως είπε ο δικηγόρος «λέει διαφορετικά πράγματα από όσα είπε τις προηγούμενες φορές». «Ξαφνικά μας λέτε ότι τους συνόδευε, ενώ είχατε πει ότι τους έσπρωχνε. Σας διαβάζω τι είχατε πει: «Είδαμε μία τουρκική ακταιωρό να τους σπρώχνει από τα τουρκικά προς τα ελληνικά θαλάσσια σύνορα. Σήμερα λέτε ξαφνικά ότι ήταν μέσα στα ελληνικά σύνορα και ότι δεν τους έσπρωχνε, αλλά τους συνόδευε. Πότε θυμάστε καλύτερα; Σας διαβάζω: “Μας ενημέρωσε η Frontex για ακυβέρνητο πλοιάριο”. Ακυβέρνητο. “Είδαμε τουρκική ακταιωρό να τους σπρώχνει στα ελληνικά θαλάσσια ύδατα”. Άρα τους συνόδευε ή τους έσπρωχνε; Εγώ θεωρώ ότι έκανε push forward. Εσείς τα είπατε. Θέλω να μου πείτε το σημαίνει συνόδευε», με τον Λιμενικό να του απαντά: «Αυτό σημαίνει ότι δεν έκαναν κάποια κίνηση για να το εμποδίσουν. Θα μπορούσαν να τους έχουν σπρώξει. Μα, το ίδιο είναι». «Δεν είναι το ίδιο για το νόμο», εξήγησε ο δικηγόρος, «Άλλο φτάνω στη χώρα επειδή με αναγκάζουν και άλλο από επιλογή. Θα μπορούσαν όπως είπατε αντί να κάνουν αυτό που έκαναν -δηλαδή να τους σπρώχνουν στην Ελλάδα- να τους σώσουν και όχι να βρίσκεστε εσείς σήμερα εδώ και να έχουν πεθάνει δύο άνθρωποι».

Ο δικηγόρος Αλέξης Γεωργούλης πήρε τον λόγο. «Όταν φτάσατε στο σημείο η μηχανή ήταν σε λειτουργία;». «Όχι». «Άρα πώς έφτασε; Δεν την έσπρωχνε κάποιος;». «Ναι». «Άρα το λογικό συμπέρασμα δεν είναι η τουρκική ακτοφυλακή να έσπρωχνε τη λέμβο;». «Ε, ναι». «Κατέθεσαν όλοι ότι η τουρκική ακταιωρός έκανε κύκλους γύρω από τη λέμβο. Ξαφνικά μιλάτε για μαχαίρι και πάνε να δημιουργηθούν εντυπώσεις. Δακτυλοσκοπικό έλεγχο κάνατε;». «Δεν έχω δικαιοδοσία. Δε γνωρίζω». «Άρα, μπορούμε να μιλάμε με βεβαιότητα και να λέμε ότι η βάρκα κόπηκε; Αποκλείεται να βυθίστηκε από τα απόνερα της τουρκικής ακταιωρού;». «Η βάρκα έχασε αέρα. Άρα είτε κόπηκε ή ήταν αστοχία του υλικού κατασκευαστικά». «Μάλιστα. Σε τι κατάσταση είναι συνήθως οι λέμβοι; Είναι καινούριες ή μπαλωμένες;». «Είναι σε καλή κατάσταση συνήθως», απάντησε ο Λιμενικός, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν γέλια στο ακροατήριο. «Παρακαλώ, κοιτάξτε τον κατηγορούμενο και πείτε αν τον θυμάστε», συνέχισε ο δικηγόρος. «Σας είπα, δεν θυμάμαι», είπε ο Λιμενικός και η κατάθεσή του έληξε.

Στη συνέχεια η πρόεδρος διάβασε όλα όσα είχαν καταθέσει προανακριτικά οι επιβαίνοντες. Στην ερώτηση για το ποιος οδηγούσε τη βάρκα όλοι απαντούσαν το εξής: «Ονομάζεται Χάναντ, σας τον υποδεικνύω». Οι δικηγόροι διερωτήθηκαν: «Τον υπέδειξαν από πού ακριβώς; Υπάρχει φωτογραφία; Ακόμη, οι Σομαλοί επιβαίνοντες μιλούν περιέργως στις καταθέσεις τους αγγλικά και όχι σομαλικά και λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Όλοι, με τα ίδια λόγια. Είναι δυνατόν; Επιθυμούμε να αναγνωστούν και οι καταθέσεις των μαρτύρων από το πρώτο δικαστήριο».

Έτσι και έγινε. Η πρόεδρος ανέγνωσε τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι ανέφεραν αφενός ότι εγκαταλείφθηκαν από τον διακινητή στη μέση της θάλασσας και ότι αφετέρου ο Μοχάμαντ Χάναντ τους έσωσε τη ζωή. Ακόμη, υπέδειξαν ως υπεύθυνη για το ναυάγιο και τους θανάτους την τουρκική ακταιωρό. Το ίδιο είχαν καταθέσει μάλιστα και όλοι οι επιζώντες κατά την προανάκριση. Ακόμη, κατόπιν έκκλησης των δικηγόρων, αναγνώστηκε και η δήλωση του Υπουργού Μετανάστευσης για το περιστατικό, ο οποίος μίλησε για ευθεία παραβίαση της Τουρκίας και έκανε λόγο για pushforward μεταναστών.

«Μιλάμε για εξιλαστήρια θύματα τη πρακτικής των Τούρκων διακινητών. Θέλω να σας καταθέσω μία πρόσφατη απόσπαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Ίου που αφορά το ναυάγιο της Μυκόνου. Παρότι ήταν οκτώ οι αγνοούμενοι, το δικαστήριο δέχτηκε τη μεταβολή της κατηγορίας από το άρθρο 30 (σ.σ. διακίνηση μεταναστών) στο άρθρο 29 (διευκόλυνση μετακίνησης). Επομένως ήδη τα δικαστήρια έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τις πολύ σκληρές ποινές. Οι σκληρές δικαστικές αποφάσεις αποτελούν δυσφήμιση για τη χώρα μας στο εξωτερικό», ανέφερε ο Αλέξης Γεωργούλης, παραδίδοντας στα πρακτικά διάφορα δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου.

Χαμένοι στη μετάφραση – Ο διερμηνέας ανέφερε αυθαίρετα ότι κάποιος έσκισε τη βάρκα

Η εκδίκαση συνεχίστηκε με την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα υπεράσπισης. Επρόκειτο για έναν 22χρονο Σομαλό πρόσφυγα ο οποίος εκείνη τη νύχτα ήταν συνταξιδιώτης του Μοχάμαντ. Σήμερα ζει ως αναγνωρισμένος πρόσφυγας σε χώρα της κεντρικής Ευρώπης, όπου και έγινε δεκτή η αίτηση ασύλου του.

«Στη βάρκα ήμασταν 33 άτομα. Τα τρία ήταν μωρά και οι άλλοι ενήλικες. Τη βάρκα την οδηγούσε ένας Τούρκος, ο οποίος στη μέση της διαδρομής μας εγκατέλειψε. Ο Χάναντ ήταν ένας από εμάς. Μεταφερόμενος», είπε αρχικά ο μάρτυρας. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι τα λεγόμενα του πρόσφυγα γίνονταν δύσκολα κατανοητά. Η μετάφραση ήταν διπλή. Από τα σομαλικά στα αγγλικά, και με δεύτερο διερμηνέα από τα αγγλικά στα ελληνικά. Ο πρώτος διερμηνέας ήταν Σομαλός, με άριστη γνώση της αγγλικής. Ο δεύτερος διερμηνέας ωστόσο, είχε ως μητρική γλώσσα τα φαρσί. Δε γνώριζε ούτε καλά αγγλικά, αλλά ούτε καλά ελληνικά, με αποτέλεσμα να παραλείπονται αρκετά σημεία της κατάθεσης του μάρτυρα, και να παραποιούνται άλλα. «Βρέθηκε στο τιμόνι ο κατηγορούμενος;», ρώτησε η πρόεδρος. «Όχι», απάντησε ο μάρτυρας. «Ούτε όταν την εγκατέλειψε ο Τούρκος;», διευκρίνισε η πρόεδρος. «Ανάγκασε τον Χάναντ με μαχαίρι να οδηγήσει», απάντησε ο μάρτυρας.

Στη συνέχεια ακολούθησε ένταση. Ο διερμηνέας ανέφερε στην έδρα ότι «κάποιος έσκισε τη βάρκα με μαχαίρι», παρά το γεγονός ότι δεν ειπώθηκε ποτέ αυτό από τον μάρτυρα. Οι δικηγόροι παρενέβησαν. «Κυρία πρόεδρε, γνωρίζω αγγλικά. Αυτό δεν ειπώθηκε ποτέ, το είπε αυθαίρετα ο διερμηνέας. Επίσης δεν σας τα μεταφράζει όλα», είπαν. Ακολούθησε χάος. Η έδρα προσπαθούσε να καταλάβει αν ειπώθηκε ή όχι από τον μάρτυρα η πρόκληση ναυαγίου με μαχαίρι, αλλά οι ερωτήσεις δεν μεταφέρονταν σωστά από τα ελληνικά στα αγγλικά στον Σομαλό διερμηνέα. «Αιτούμαστε αλλαγή διερμηνείας!», ζήτησαν οι δικηγόροι, και η έδρα διέκοψε για να αποφασίσει.

Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψαν. Η πρόεδρος ρώτησε τον διερμηνέα αν επιθυμεί να συνεχίσει. Εκείνος απάντησε ότι εφόσον δε συμφωνούν οι δικηγόροι, τότε δεν το θέλει ούτε ο ίδιος. Η εισαγγελέας όμως, παρά το γεγονός ότι είχε σχολιάσει και η ίδια ότι δεν τον καταλαβαίνει, προσπάθησε να τον μεταπείσει: «Ίσως αν μιλούσαμε πιο αργά;», τον ρώτησε. «Μα, ούτε εσείς τον καταλαβαίνετε κυρία εισαγγελέα!», είπαν οι δικηγόροι με την εισαγγελέα να τους ζητά να μην επεμβαίνουν. Ο διερμηνέας δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να συνεχίσει, οπότε η διαδικασία συνεχίστηκε με άλλη διερμηνέα που πρότειναν οι δικηγόροι. «Έσκισε κάποιος τη βάρκα;», ρώτησε η πρόεδρος ώστε να ξεκαθαριστεί. «Όχι», είπε ο μάρτυρας.

Εισαγγελέας: «Γιατί ήρθατε εδώ; Δηλαδή παντού στην Αφρική είναι επικίνδυνα; Αν πηγαίνατε στην Αίγυπτο τι θα παθαίνατε;»

Τον λόγο πήρε η εισαγγελέας, η οποία περιέργως, αντί να σταθεί στο συμβάν, προχώρησε σε ερωτήσεις στον Σομαλό μάρτυρα: «Γιατί ήρθατε στην Ελλάδα;». «Στη Σομαλία τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα, κινδυνεύαμε», είπε ο μάρτυρας. «Πώς γίνεται όλα τα κράτη της Αφρικής να είναι δηλαδή επικίνδυνα; Αν πηγαίνατε στην Αίγυπτο τι θα παθαίνατε;», ήταν η ερώτηση της εισαγγελέως η οποία σόκαρε το ακροατήριο το οποίο ξέσπασε σε γέλια και γιουχαΐσματα. «Δε θα γελάτε. Το δικαστήριο θα ρωτήσει ό,τι χρειάζεται για να μάθει την αλήθεια!», επέπληξε η έδρα. «Πώς πήγατε στην Τουρκία;», επέμεινε η εισαγγελέας. «Ήρθα με το αεροπλάνο απ’ τη Σομαλία στην Τουρκία. Έχασα το διαβατήριο και τα έγγραφά μου όταν έπεσα μέσα στη θάλασσα», είπε ο μάρτυρας. «Μάλιστα. Χάσατε όλοι σας τα διαβατήριά σας μέσα στη θάλασσα…», σχολίασε ειρωνικά η εισαγγελέας. «Κυρία εισαγγελέα πήγαν να πνιγούν!», παρενέβη ο Αλέξης Γεωργούλης. «Μην επεμβαίνετε. Γιατί δεν μείνατε στην Τουρκία;», επέμεινε η εισαγγελέας. «Είναι αδύνατον να βγάλεις χαρτιά στην Τουρκία. Δεν βρίσκεις δουλειά. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί!», είπε ο μάρτυρας.

«Η βάρκα πώς ξεφούσκωσε;», ρώτησε στη συνέχεια. «Όταν σταματήσει να λειτουργεί η μηχανή καλέσαμε την τουρκική ακτοφυλακή και εκείνη άρχισε να μας περικυκλώνει. Ο λόγος που μας περικύκλωναν ήταν γιατί προσπαθούσαν να μας σπρώξουν προς τα μπροστά. Οπότε όπως έκαναν την κυκλωτική κίνηση άρχισε να βουλιάζει η βάρκα από νερά που έμπαιναν και έτσι βρέθηκαν οι δύο γυναίκες στο νερό. Και επίσης, η ελληνική ακτοφυλακή φάνηκε ότι πλησίαζε, και γι’ αυτό έφυγε η τουρκική. Η κατάσταση ήταν τραγική, ήμασταν σε πανικό. Το καράβι βούλιαζε. Δεν ξέρω τι είπαν οι άλλοι, αλλά σίγουρα ο Χάναντ δεν ήταν ο οδηγός και μπορώ να το πω με σιγουριά αυτό», είπε. «Και γιατί τον υπέδειξαν ως οδηγό;», επανέλαβε η εισαγγελέας. «Δεν ξέρω ενδεχομένως να τον είδαν να προσπαθήσει να κρατήσει τη βάρκα απ’ το να βουλιάξει και γι’ αυτό το είπαν», απάντησε ο μάρτυρας.

«Ο μόνος λόγος που θα ερχόμουν για να καταθέσω θα ήταν για έναν άνθρωπο που με βοήθησε να ζήσω»

Τον λόγο πήρε ο Αλέξης Γεωργούλης: «Αν μιλάμε σήμερα για μόνο δύο θανάτους αυτό το οφείλουμε στον Χάναντ και στις κινήσεις που έκανε;». «Ο Μοχάμεντ είναι ο μοναδικός που έκανε ότι μπορούσε και είναι ο λόγος που σήμερα είμαι ζωντανός. Και τον ευχαριστώ για αυτό», είπε ο μάρτυρας. «Θα έκανες τόσο μεγάλο ταξίδι ποτέ για να καταθέσεις για κάποιον τον οποίο θα θεωρούσες υπεύθυνο για τον θάνατο των δύο κοριτσιών η για κάποιον που θα θεωρούσες υπεύθυνο για τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεξες ο ίδιος;». «Ο μόνος λόγος που θα ερχόμουν για να καταθέσω θα ήταν για έναν άνθρωπο που με βοήθησε να ζήσω», είπε ο πρόσφυγας. «Καλέσατε επανειλημμένα το τουρκικό λιμενικό για διάσωση. Γνωρίζατε ότι αν έρθουν θα επιστρέψετε πίσω στην Τουρκία;», ρώτησε ο δικηγόρος. «Γνωρίζαμε ότι θα γυρνούσαμε πίσω αλλά ήμασταν σε τόσο απελπιστική κατάσταση που θέλαμε να επιβιώσουμε. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε πίσω διότι σχεδόν πεθαίναμε», κατέληξε ο μάρτυρας.

Σειρά είχε ο ξάδελφος του Χάναντ, Μοχάμαντ, ο οποίος είναι αναγνωρισμένος πρόσφυγας στο Λονδίνο. Περιέγραψε τον κατηγορούμενο ως έναν πολύ ήρεμο άνθρωπο, που τον φρόντισε σαν μεγάλο αδελφό. Ανέφερε ότι σε όλη του τη ζωή πάλευε να συντηρήσει την οικογένειά του κάνοντας δύο δουλειές. «Έφυγε για τους ίδιους λόγους που έφυγα κι εγώ. Έχουμε 33 χρόνια εμφύλιο πόλεμο. Ήθελε αυτό που ήθελε κάθε άνθρωπος. Ασφάλεια και να έχουν τα παιδιά του πρόοδο. Έφυγε επίσης λόγω της βίας που υπέστη ο ίδιος. Έχει πυροβοληθεί στο παρελθόν από μια τρομοκρατική ομάδα. Έχει ακόμη την ουλή από τη σφαίρα. Ήθελε άσυλο για να ενωθεί ξανά με την οικογένειά του».

Εισαγγελέας σε Ι. Αποστολόπουλο: «Γιατί δε γύρισαν πίσω; Τους απειλεί κανείς να μπει στην Ελλάδα; Οικειοθελώς έρχονται»

Σειρά είχε ο διασώστης Ιάσονας Αποστολόπουλος ο οποίος βρέθηκε στο δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας. Στο άκουσμα του ονόματός του η εισαγγελέας εξέφρασε μία δυσφορία, ωστόσο η έδρα έκανε δεκτή τη μαρτυρία του. «Είμαι διασώστης στο πεδίο της προσφυγικής κρίσης. Εκεί δεν ήμουν, αλλά έχουμε διασώσει 500 βάρκες», ξεκίνησε ο μάρτυρας αλλά τον διέκοψε η εισαγγελέας: «Δεν μας ενδιαφέρει τι γίνεται σε άλλες περιπτώσεις!», είπε, αλλά η πρόεδρος κάλεσε τον διασώστη να συνεχίσει:  «Υπάρχει η τάση να μην υπάρχει διακινητής μέσα στις λέμβους. Δύο είναι οι πρακτικές. Είτε τους αναγκάζουν να οδηγήσουν, είτε τους εγκαταλείπουν. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκασμένοι να πιάσουν το τιμόνι», είπε ο Ι. Αποστολόπουλος, αλλά η εισαγγελέας παρενέβη ξανά: «Ποιο είναι το πρόβλημα να γυρίσει πίσω η βάρκα; Ο κύριος έχει τα ινία της βάρκας. Τους απειλεί κανείς να μπει στην Ελλάδα; Οικειοθελώς έρχονται. Κάθε υπόθεση είναι διαφορετική. Τον υποχρέωσε κανείς τον κύριο να μπει στη βάρκα;», ρώτησε, χωρίς να δίνει περιθώριο στον μάρτυρα να απαντήσει. «Θα μπορούσε να πάει κόντρα στον καιρό η βάρκα για να γυρίσει πίσω;», ρώτησε ο Δημήτρης Χούλης. «Μιλάμε για μία κατάσταση που επιβαίνουν 30 άτομα σε μία βάρκα φτιαγμένη για πέντε. Όταν κάποιος αναλαμβάνει το τιμόνι συνεχίζει προς τα εκεί που πηγαίνει η βάρκα. Ακολουθείς την πορεία που είχες. Δεν χρειάζεται να είμαστε καπετάνιοι για να καταλάβουμε τι θα γίνει αν ο καιρός είναι κόντρα και επιχειρήσεις στροφή 180 μοιρών σε μία υπερφορτωμένη βάρκα. Είναι βέβαιο ναυάγιο», είπε ο Ι. Αποστολόπουλος.

Το εφιαλτικό ταξίδι, όπως το διηγήθηκε ο Χάναντ

Ήρθε η ώρα να ακουστεί ο ίδιος ο Χάναντ. «Ξεκινήσαμε 1η Δεκεμβρίου. Μας πήρε ένα αυτοκίνητο και μας πήγε κοντά σε μία παραλία. Όταν κατεβήκαμε στην ακτή η βάρκα ήταν έτοιμη και είχε ήδη πάνω κόσμο. Ξεκινήσαμε το ταξίδι και κανένας δεν είχε στο μυαλό ότι κάποιος θα χρειαστεί να οδηγήσει διότι μέσα στη βάρκα ήταν ο Τούρκος ο οποίος ήταν ο χειριστής. Όταν πλησίασε το άλλο σκάφος εγώ καθόμουν πιο κοντά και άρχισε να με απειλεί με ένα μαχαίρι να πιάσω το πηδάλιο. Είχε πιστόλι. Από φόβο έπιασα το πηδάλιο. Δεν είχα ξανά οδηγήσει ποτέ στη ζωή μου λέμβο αλλά από φόβο για τη ζωή μου έκατσα και έκανα ακριβώς όσα μου είπε ο Τούρκος. Μετά από αυτό ο άνθρωπος αυτός πήδηξε στην άλλη βάρκα και έφυγε. Εγώ καθόμουν ήδη στη μηχανή 20 λεπτά χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Τότε ξαφνικά η μηχανή σταμάτησε. Προσπαθούσαμε να ξαναξεκινήσουμε αλλά δεν έπαιρνε μπρος. Μετά από αυτό ξεκινήσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την τουρκική ακτοφυλακή και τελικώς ήρθαν αλλά μετά από πολλές ώρες. Τους φωνάζαμε και ουρλιάζαμε να μας βοηθήσουν αλλά αντί να κάνουν αυτό μας έσπρωχναν και μας έριχναν νερά μέσα στη βάρκα. Στην βάρκα ήμασταν πολύ περισσότεροι άνθρωποι. Ο καιρός ήταν πολύ κακός. Εξαιτίας των συνθηκών οι άνθρωποι άρχιζαν να πανικοβάλλονται, να φωνάζουν στους Τούρκους οι οποίοι δεν έκαναν τίποτα. Μετά από αυτό νομίζω ότι είδαν μια βάρκα από μακριά να έρχεται και έτσι μας παράτησαν. Προσπάθησα να βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορούσα», κατέθεσε.

«Τι έκανε για να βοηθήσει;», ρώτησε η πρόεδρος. «Η βάρκα ήταν λαστιχένια και βυθιζόταν. Το μόνο που ήταν βαρύ ήταν η μηχανή οπότε έδεσα εκεί ένα σχοινί για να κρατηθούν οι υπόλοιποι -δεν ήξεραν κολύμπι- μέχρι να έρθουν να μας σώσουν», είπε. «Γιατί επέλεξαν εσένα να είσαι στο πηδάλιο;». «Δεν είχε πολλές επιλογές ο Τούρκος. Έπρεπε να φύγει. Μιλούσα λίγα τουρκικά και ήμουν πιο κοντά στο πηδάλιο. Δεν ξέρω πως ήξερε ότι καταλάβαινα τα τουρκικά. Αν και δεν τα καταλάβαινα όλα. Προσπαθούσα να καταλάβω όσα μου έλεγε να κάνω. Τον συνάντησα πρώτη φορά στη θάλασσα», είπε. «Κάποιοι μεταφερόμενοι υπέδειξαν από την αρχή ότι εκείνος οδηγούσε από την αρχή τη βάρκα. Γιατί;», αναρωτήθηκε η πρόεδρος. «Όταν φτάσαμε στην Ελλάδα τους ρώτησαν κάποια πράγματα. Δεν ξέρω αν κατάλαβαν ότι η ερώτηση ήταν αν οδηγούσα εγώ από την αρχή», είπε. «Αφού έμεινε για 10 μήνες στην Τουρκία γιατί δεν παρέμεινε;» ρώτησε η εισαγγελέας. «Τουρκία πήγα για να βοηθήσω έναν ξάδερφο που χρειαζόταν ιατρική φροντίδα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί. Κινδυνεύω από έναν θείο μου ο οποίος συνεργαζόταν με το κόμμα της Τουρκίας. Αν έμενα εκεί θα κινδύνευα. Θέλω ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μου», είπε ο Χάναντ. «Στην Τουρκία θα μπορούσες να βοηθήσεις τα παιδιά σου πιο εύκολα γιατί δεν έμεινες;», επέμεινε. «Στην Τουρκία δεν μπορούσα να βρω δουλειά. Είναι ρατσιστές, δεν συμπαθούν τους Σομαλους δεν θα μπορούσα να μείνω διότι θα με έβρισκε ο θείος μου», είπε.

Εισαγγελέας: «Γιατί δεν ήρθε με το αεροπλάνο στην Ελλάδα αλλά ήρθε παράνομα;»

Και τότε επεκράτησε ο παραλογισμός. «Αντί να πάει στην Τουρκία με αεροπλάνο, γιατί δεν πήρε το διαβατήριό του και ένα αεροπλάνο για να έρθει έτσι στην Ελλάδα;», ρώτησε η εισαγγελέας με το ακροατήριο να ξεσπά ξανά σε γέλια και την πρόεδρο να καλεί για επαναφορά της τάξης. «Ο μόνος τρόπος που μπορούσα να φύγω ήταν με το να συνοδεύσω τον ξάδερφο που είχε ιατρικό πρόβλημα. Εκείνος πήρε τη βίζα από το νοσοκομείο. Με το διαβατήριο από τη Σομαλία, δεν μπορείς να έρθεις στην Ελλάδα», απάντησε ο Χάναντ. «Με αυτούς τους υπόλοιπους 32 πήγατε μαζί από τη Σομαλία Τουρκία;». «Όχι, τους γνώρισα στη βάρκα», είπε ο Μοχάμαντ. «Και; Αυτοί οι 32 είχαν όλοι μαζί τους από έναν άρρωστο;», ρώτησε ειρωνικά η εισαγγελέας με αποτέλεσμα να επέλθει ξανά ένταση. «Εντάξει, εντάξει κυρία εισαγγελέα», είπε η πρόεδρος. Αλλά η εισαγγελέας συνέχισε: «Σας διαβάζω τι είπατε στην αστυνομία: “Ναι. Οδηγούσα τη βάρκα διότι με ανάγκασαν οι Τούρκοι δουλέμποροι από το Αϊβαλί της Τουρκίας”. Λέει ρητά ότι τον ανάγκασαν οι Τούρκοι δουλεμπόριο απ’ την ακτή και όχι στη μέση της θάλασσας». «Κυρία εισαγγελέα, σημειώστε όμως σας παρακαλώ ότι τον έβαλαν να καταθέσει στα αγγλικά. Ο Μοχάμαντ Χάναντ δεν μιλάει καλά αγγλικά», λέει ο δικηγόρος Δημήτρης Χούλης. «Κύριε συνήγορε μην παρεμβαίνετε! Να μιλήσει ο κατηγορούμενος!», είπε η εισαγγελέας (σ.σ. στον κατηγορούμενο δεν μεταφράστηκε η παρέμβαση του Δημήτρη Χούλη). «Όχι. Δεν το είπα αυτό. Είπα ότι φύγαμε μαζί από το Αϊβαλί και ότι ναι, αναγκάστηκα, αλλά στη μέση. Ίσως έγινε λάθος στη μετάφραση», είπε ο Μοχάμαντ. « Γιατί ποτέ δεν είπε την ιστορία με τον διακινητή;», επέμεινε η εισαγγελέας. «Δεν καταλάβαινα τι με ρωτάνε. Δεν με ρώτησαν ποτέ κάτι τέτοιο για το ποιος οδήγησε», είπε. «Από που ήρθε η βάρκα του διακινητή. Διαβάζω τι είπατε προανακριτικά: “Αφού επιβιβάστηκε σε μία βάρκα που είχε…”, άρα την είχε;». «Χρησιμοποίησα αυτή την έκφραση γιατί δεν ήξερα αν είναι αυτή η βάρκα δική του», είπε ο Μοχάμαντ.

«Εκείνη τη νύχτα δε βοήθησα τη μαφία αλλά τους ανθρώπους – Αν επέστρεφα στο χρόνο, θα έκανα το ίδιο»

«Στην Ελλάδα πώς θα ζούσες; Πώς θα έβγαζες λεφτά;», τον ρώτησε. «Θα ερχόμουν εδώ και θα μάθαινα τη γλώσσα. Ξέρω να οδηγώ αυτοκίνητα και φορτηγά. Κανείς δεν ξέρει τα πάντα σε αυτή τη ζωή. Συνεχίζεις να μαθαίνεις ξανά και ξανά… Έφυγα από τη Σομαλία αναζητώντας ασφάλεια. Δεν έχω ούτε τις γνώσεις ούτε τα χρήματα να βρω μια βάρκα να οργανώσω ένα ταξίδι. Ήμουν ένας επιβάτης όπως όλοι οι υπόλοιποι. Αυτοί που θα έπρεπε να τιμωρηθούν είναι η μαφία που μας είπε ότι θα είμαστε 6 άτομα στη λέμβο και τελικά ήμασταν 33 και η τουρκική ακτοφυλακή που ενώ μας είδαν να πνιγόμαστε δεν έκαναν τίποτα. Αυτό που έκανα εκείνη τη νύχτα δεν ήταν να βοηθήσω τη μαφία που μας έβαλε στη βάρκα αλλά τους ανθρώπους που κινδύνευαν. Αν επέστρεφα στο χρόνο θα έκανα το ίδιο», κατέληξε ο Μοχάμαντ Χάναντ.

Η ξενοφοβική αγόρευση της εισαγγελέως: «Κάποιος πρέπει να προστατεύσει την Ελλάδα από τις συνέπειες του μεταναστευτικού προβλήματος»

Το αυτί της εισαγγελέως ωστόσο «δεν ίδρωσε». Στην πρότασή της – η οποία έμοιαζε περισσότερο με ανάγνωση της προανακριτικής κατάθεσης των λιμενικών συνοδευμένη με προσωπικές διαπιστώσεις χωρίς δικονομικά στοιχεία χρησιμοποιώντας μάλιστα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποίησε ο Λιμενικός-, επέμεινε κυρίως στο αδίκημα της παράνομης εισόδου, το οποίο τιμωρείται με δύο μήνες φυλάκισης. «Δεν μπορεί η Ελλάδα να δέχεται τις συνέπειες του μεταναστευτικού προβλήματος», ακούστηκε από τα εισαγγελικά χείλη, μετατρέποντας την ακροαματική διαδικασία περισσότερο σε καφενειακή έκθεση ιδεών σχετικά με τη διαχείριση του μεταναστευτικού στη χώρα, παρά σε αποδεικτική διαδικασία με σκοπό την απονομή της δικαιοσύνης. Για το σοβαρό δε κακούργημα της διακίνησης που θα κόστιζε την ελευθερία του Μοχάμαντ, η εισαγγελέας κατέληξε ότι ο κατηγορούμενος είχε έναν στόχο και τον πέτυχε: «Να έρθει, μεταφέροντας άλλους, στη χώρα παράνομα», ενώ πρότεινε να θεωρηθεί η ιστορία με την εγκατάλειψη από τον Τούρκο προϊόν μυθοπλασίας.

Μεταξύ άλλων, είπε: «Δεν μπορεί να εξιχνιάσουν το γιατί η φουσκωτή λέμβος καταστράφηκε. Δημιουργείται η υπόνοια ότι κάποιος επιβαίνων το έκανε για να αναγκαστεί το λιμενικό να τους σώσει και να έχουν την ιδιότητα του πρόσφυγα. Οι μάρτυρες υπέδειξαν τον κατηγορούμενο ως οδηγό. Κανείς δεν είπε ότι υπάρχει και κάποιος άλλος που απείλησε τον κατηγορούμενο. Αν είχε συμβεί, κανένα λόγο δε θα είχαν να το αποκρύψουν. Αυτά που ακούσαμε ότι δήθεν έγινε λάθος στη μετάφραση θεωρώ ότι είναι ένας ισχυρισμός που υποτιμά την νοημοσύνη του δικαστηρίου. Οι άνθρωποι αυτοί κατέθεσαν κανονικά και μάλιστα κανένας από αυτούς δεν είπε ότι δεν ήξερε αγγλικά. Περεταίρω και ο κατηγορούμενος λέει προανακριτικά ότι οδηγούσε τη βάρκα. Λέει κάτι για Τούρκο που εξαφανίστηκε ξαφνικά; Όχι. Μήπως επειδή είναι δημιούργημα φαντασίας; Ποιος μας λέει επίσης ότι ο μάρτυρας δεν λέει ανακρίβειες για να απαλλάξει τον κατηγορούμενο; Δεν είναι ότι απλώς δεν το κατέθεσαν οι μάρτυρες, αλλά ούτε και ο ίδιος. Το λέει πρώτη φορά στον ανακριτή και σήμερα μας λέει ξαφνικά ότι ήρθε μία βάρκα για να μαζέψει τον διακινητή απ’ το πουθενά. Μια βάρκα χωρίς ναυτικά όργανα σε κυματισμό 5 μέτρων βρήκε μια άλλη βάρκα μέσα στη νύχτα; Πώς;»

«Ήθελαν να έρθουν παράνομα και το πέτυχαν»

«Ακόμη ο μάρτυρας είπε ψέματα και για το αν ο κατηγορούμενος οδήγησε. Μπήκαν όλοι οι μεταφερόμενοι στη βάρκα για να έρθουν Ελλάδα. Στην Ελλάδα δεν τους έφερε η ακτοφυλακή. Ούτε ο άνεμος. Εκείνοι ήθελαν να έρθουν. Και ήθελαν να έρθουν παράνομα και το πέτυχαν. Είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι είχε έναν άρρωστο συγγενή που θα τον μετέφερε στην Τουρκία για να γίνει καλά; Δεν μπορούσε με το διαβατήριο του να έρθει Ελλάδα; Μια χαρά μπορούσαν. Το ερώτημα είναι γιατί δεν ήθελαν να έρθουν νόμιμα; Γιατί τι θα έκαναν εδώ; Εδώ αγγλικά δεν ξέρουν καλά καλά; Γιατί δεν πήγαν σε κάποια άλλη χώρα; Γιατί δεν πήγαν σε μια χώρα της Αφρικής; Ρωτάτε την Ελλάδα αν μπορεί να δεχτεί ένα τόσο μεγάλο αριθμό προσφύγων; Κάποιος πρέπει να προστατεύσει την Ελλάδα από τις συνέπειες του μεταναστευτικού προβλήματος. Θέλουν να έρθουν στην Ελλάδα με σκοπό είτε να πάνε κάπου αλλού είτε να μείνουν. Σημασία έχει ότι αποφάσισαν να έρθουν με τον παράνομο τρόπο για να βγουν πρόσφυγες. Είχαν διαβατήρια. Δεν τα έχασαν διότι έπεσαν στη θάλασσα. Ίσως τα ξεφορτωθηκαν. Συνεπώς, ήθελε να έρθει παράνομα στην Ελλάδα. Αυτό επέλεξε και αυτό έπραξε. Όσον αφορά στην ευθύνη της παράνομης μεταφοράς. Ο ίδιος οδήγησε τη βάρκα το παραδέχτηκε εξ αρχής. Η πρώτη κατάθεση του, η παρθενική, ήταν ότι οδήγησε από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Ακόμη, αν ισχύει η ιστορία με τον Τούρκο διακινητή, θα μπορούσε να γυρίσει πίσω. Αλλά ήθελε να έρθει παράνομα και να μεταφέρει και τους άλλους μαζί του. Η μεταφορά ήταν μάλιστα επικίνδυνη. Επήλθε θάνατος. Άρα η κατηγορία ευσταθεί», κατέληξε η εισαγγελέας.

Χούλης: «Όσα ακούστηκαν από την κυρία εισαγγελέα είναι λάθος»

Τότε, πήρε τον λόγο ο Δημήτρης Χούλης. Το πρώτο πράγμα που είπε είναι ότι η αγόρευσή του, του επιφυλάσσει συνέπειες για το μέλλον, αλλά θα συνεχίσει: «Κυρία πρόεδρε, κυρία Εισαγγελέα, κύριοι Εφέτες και αξιότιμο δικαστήριο νόμιζα ότι σήμερα θα κάνουμε μία διαφορετική συζήτηση. Νόμιζα θα συζητούσαμε τι είναι υπαναχώρηση, τι είναι απόπειρα… ξέρετε, πράγματα δικονομικά. Αλλά αυτό δε θα γίνει. Είμαστε τυχεροί που σήμερα έχουμε δημοσιογράφους. Και για παιδί του γυμνασίου που θέλει να ασχοληθεί με τη νομική είναι προφανές ότι όσα ακούστηκαν από την κυρία εισαγγελέα είναι λάθος. Αγνοεί τη συνθήκη Σένγκεν. Για να μπεις στην Ελλάδα χρειάζεσαι βίζα. Ρωτάει ξανά και ξανά γιατί δεν ήρθαν με το αεροπλάνο και μάλιστα εν είδει σοφίας. Ακούσαμε την ερώτηση γιατί δεν πήγε σε γειτονικές χώρες. Πραγματικά, καλούμε να πω στην αγόρευσή μου πράγματα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα στο δικαστήριο. Ας τα πω όμως. Δηλώσαμε ότι έχει τραύμα στο πόδι του από σφαίρα. Έχει εμφύλιο. Το 98% των γυναικών στη Σομαλία έχουν κλειτοριδεκτομή. Το 95% στο γειτονικό Σουδάν. Γιατί φεύγουν; Για να ζήσουν. Είναι αυτή ερώτηση που κάνουμε σε έναν άνθρωπο που έχει φάει 142 χρόνια; Αυτή είναι ερώτηση για την υπηρεσία ασύλου. Πάμε στη συνθήκη της Γενεύης. Κάθε τρόπος εισόδου είναι νόμιμος αρκεί ο σκοπός σου να είναι νόμιμος. Μπορούσε να ζητήσει άσυλο Τουρκία; Όχι. Γιατί δεν έχει υπογράψει τη συνθήκη της Γενεύης. Μπορούσε στην Αίγυπτο, όπως διερωτήθηκε η κυρία Εισαγγελέας; Όχι. Γιατί δεν έχει υπογράψει τη συνθήκη της Γενεύης. Μας είπε ότι πρέπει να κόψουμε τις μεταναστευτικές ροές. Ναι. Με νόμιμες οδούς. Στα δικονομικά τώρα. Οτιδήποτε γίνεται προκαταρκτικά δεν είναι αξιόπιστο όσο είναι στον ανακριτή. Και οτιδήποτε γίνεται στον ανακριτή δεν είναι τόσο αξιόπιστο όσο στην ακροαματική διαδικασίας. Στην ακροαματική διαδικασία ακόμη περισσότερο. Σε ένα περιστατικό που στις 6:00 το πρωί πνίγονται, στις 8:40 ο Μοχάμαντ Χάναν ξεχώρισε, και οι καταθέσεις έγιναν 4 ώρες αργότερα, μετά τη σύλληψή του. Πώς γίνεται αυτό; Αυτά τα κρίσιμα δικονομικά θέματα ήθελα να σχολιάζω όταν έγινα δικηγόρος και όχι άλλα των άλλων.

»Τι λέει ο λιμενικός; Ότι έσπρωχνε τη βάρκα από το τουρκικό λιμενικό. Δεν το λέω εγώ. Ο λιμενικός. Τη στιγμή που χάλασε η βάρκα βρίσκονταν σε τουρκικά νερά. Άρα η βάρκα δεν πέρασε από τους πρόσφυγες στα ελληνικά νερά, αλλά από την τουρκική ακτοφυλακή. Άρα η πράξη πραγματώνεται από εταίρο πρόσωπο. Όταν περνούσαν την οριογραμμή ποιος οδηγούσε; Εφόσον είμαστε ακριβείς και λέμε ότι είσαι ένοχος αρκεί να ακουμπήσεις τιμόνι η απάντηση είναι μια. Κανένας.

«Έχουμε τον ισχυρισμό της υποναχώρησης. Ξεκινάνε απ’ την Τουρκία όλοι μαζί, με σκοπό να παραβιάσουν τα σύνορα και να ζητήσουν άσυλο. Πιάνει κακοκαιρία. Συνεχίζω ευθεία η καλώ το λιμενικό της Τουρκίας και με παίρνει πίσω. Τι κάνω; Υπαναχωρώ. Σύμφωνα με τον νόμο αν έχω ένα μαχαίρι και πάω να σκοτώσω κάποιον, αν στη διαδρομή το μετανιώσω για τον οποιονδήποτε λόγο και γυρίσω πίσω, υπαναχωρώ. Ποιος κάλεσε το λιμενικό για να τους μαζέψει και να γυρίσουν πίσω; Αυτός που μιλούσε τουρκικά. Ο κατηγορούμενος. Δεν μπορούμε να τον καταδικάσουμε ακόμη και αν είναι ένοχος διότι υπαναχώρησε. Ακόμη και αν έσκισε τη βάρκα. Πράγμα που φυσικά αντιφάσκει διότι αν όπως λέτε οδηγούσε, ήταν πίσω, ενώ οι φθορές ήταν μπροστά. Το να λέμε ότι οι πρόσφυγες αναζητούν άσυλο στην πρώτη ασφαλή χώρα μοιάζει με ενημέρωση απ’ το twitter», και τον διακόπτει η εισαγγελέας: «Είναι απόφαση Αρείου Πάγου δεν μπορείτε να με προσβάλλετε ότι διαβάζω twitter», και συνεχίζει ο δικηγόρος: «Είναι όντως προσβλητικό. Οι Ουκρανοί πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο στις Βρυξέλλες, στο Λουξεμβούργο, εδώ. Ο μάρτυρας υπεράσπισης, αυτά εδώ, πού τα βρήκε (σ.σ. δείχνει το διαβατήριό του που είναι από χώρα της κεντρικής Ευρώπης). Άσυλο ζητάμε εκεί που αισθανόμαστε ασφαλείς. Τι έχει περισσότερη αξία στο δικαστήριο; Οι προανακριτικές καταθέσεις τριών ή η κατάθεση ενός ανθρώπου που ταξίδεψε από τη Βιέννη; Ή η κατάθεση των ανθρώπων στο πρωτόδικο που λένε ότι ό,τι έκανε το έκανε για να μας σώσει. Δεν έχει εν τέλει μεγαλύτερη αξία η παρουσία μας ενώπιον σας;

»Πιστεύω ότι το δικαστήριο σας γνωρίζει ότι αυτός ο άνθρωπος δεν αξίζει 142 χρόνια κάθειρξης επειδή μετέφερε και έσωσε. Βλέπουμε ποινές τριών ετών σε βιαστές. Εγώ πιστεύω ότι είναι αθώος. Άλλοι το ότι υπαναχώρησε λόγω κατάστασης ανάγκης. Όμως αν το δικαστήριο σας δεν πιστεύει όσα σας λέει και πάλι πιστεύω ότι πρέπει να τον καταδικάσει για κάτι που να αντιστοιχεί στην πραγματική απαξία της πράξης του. Δεν είναι όμως η πράξη του το 4251/2014. Με το 29/2005 (σ.σ. διευκόλυνση μετακίνησης υπηκόων, τιμωρείται με 10 χρόνια κάθειρξης όσοι και αν ήταν οι μεταφερόμενοι και όχι 10 για κάθε έναν τους) η πράξη και η ποινή είναι πιο σωστά για όλους. Καταλαβαίνω ότι ήμουν προσβλητικός, ζητώ συγγνώμη από την κυρία εισαγγελέα αλλά οι ερωτήσεις δεν ήταν σωστές. Ζήτω αναγνώριση των ελαφρυντικών, αν δεν γίνει μεταβολή στον 29/2005», καταλήγει.

Γεωργούλης: «Σήμερα θα μετρούσαμε περισσότερους νεκρούς αν δεν ήταν ο Χάναντ»

Σειρά είχε ο Αλέξης Γεωργούλης ο οποίος συμφώνησε με τον συνάδελφό του και πρόσθεσε: «Η εισαγγελέας αναλώθηκε σε μία στία επανάληψη του κατηγορητηρίου. Εστίασε στο αν χρήζουν οι Σομαλοί διεθνούς προστασίας. Ο Χάναντ είναι άνθρωπος που από μεταφερόμενος κατέληξε μεταφορέας. Εγκατέλειψε τη χώρα του για ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη αιτούμενος διεθνούς προστασίας. Συνάγεται ότι ανέλαβε το πηδάλιο όταν η λέμβος εγκαταλείφθηκε αφήνοντας τους πάντες αβοήθητους. Αυτά κατέθεσαν οι επιβαίνοντες. Διαλέξατε πολύ προσεκτικά ποιες καταθέσεις θα μας αναγνώσετε. Είχαν έρθει 8 άτομα στο πρωτόδικο. Δεν καταφέραμε να τους ακούσουμε όμως όλους. Σήμερα ακούσαμε άλλον έναν άνθρωπο ο οποίος περιέγραψε και το πώς τους αγνόησαν οι Τούρκοι λιμενικοί. Ακόμη, ο Μοχάμαντ δεν κατανοεί αγγλικά. Είναι σε στοιχειώδες επίπεδο. Τον επισκέπτομαι στη φυλακή. Δεν είναι δυνατόν να κατέθεσε προανακριτικά λοιπόν στα αγγλικά και να το λαμβάνουμε στα υπόψιν. Γιατί λοιπόν επιλέχθηκε εκείνος; Διότι πιθανώς μιλούσε περισσότερα τουρκικά. Αλλά δεν έχει σημασία διότι δεν είχε επιλογή. Σήμερα θα μετρούσαμε περισσότερους νεκρούς αν δεν ήταν εκείνος. Έχει αξία να μιλήσουμε για τις ευθύνες του τουρκικού λιμενικού. Ήταν προσπάθεια push forward. Οι θάνατοι αυτοί προκλήθηκαν απ’ τις ενέργειες του τουρκικού λιμενικού. Η ακταιωρός σήκωνε κύματα που τους παρέσυραν στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Ο ίδιος ο Νότης Μηταράκης δήλωσε για ρυθμεία παράβαση και προκλητική κίνηση του τουρκικού λιμενικού που έσπρωχνε μετανάστες.

»Αν δεν κριθεί εδώ κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δεν ξέρω πού θα χρησιμοποιηθεί το άρθρο 25. Απ’ τη στιγμή που άπαντες οι επιβαίνοντες καλούσαν το τουρκικό λιμενικό για διάσωση, ήξεραν ότι θα επιστρέψουν Τουρκία. Άρα δεν υπάρχει υπόσταση. Ζητάμε την αθώωση, ή εφαρμογή 29/2005 διευκόλυνση μεταφοράς όπως έκρινε το εφετείο Σύρου σε παρόμοια υπόθεση. Δεν αξίζει να παραμείνει 12 χρόνια φυλακή. Θα παραμείνει αλλά 10 χρόνια σε κατάστημα κράτησης. Αν δεν αθωώσετε παρακαλούμε να βάλετε μια ποινή που να αντιστοιχεί», ολοκλήρωσε.

Ένοχος, αλλά «μόνο» 8 χρόνια φυλάκισης

Το δικαστήριο διέκοψε, επιστρέφοντας, αποφάνθηκε την ενοχή του Μοχάμαντ Χάναντ για απλή μεταφορά υπηκόων τρίτων χωρών κατά την οποία επήλθε θάνατος. Οι δικηγόροι ζήτησαν την αναγνώριση ελαφρυντικών με την εισαγγελέα να απορρίπτει το ένα προτείνοντας μία ποινή 8 ετών ανά θανόντα και 5 ετών ανά μεταφερόμενο άτομο, πράγμα που σημαίνει 140 έτη κάθειρξης. Η πρόεδρος διέκοψε για να συζητήσουν την αναγνώριση των ελαφρυντικών, ενώ στη συνέχεια αποφάνθηκε την αναγνώριση και δεύτερου ελαφρυντικού. Οι δικηγόροι ζήτησαν η αναγνώριση των ελαφρυντικών να γίνει πράξη, με μείωση της ποινής.

Το δικαστήριο διέκοψε ξανά, και αποφάνθηκε φυλάκιση 8 ετών. Ο Χάναντ, έχοντας εκτίσει ήδη δύο έτη φυλάκισης στα οποία εργαζόταν, και δεδομένου ότι εκτιτέα είναι τα 2/5, είναι ελεύθερος. Εκτός φυλακής, και έτοιμος να αρχίσει τη ζωή που πάντα ονειρευόταν μαζί με την οικογένειά του. Όμως, με το ποινικό του μητρώο λερωμένο, και με τη σφραγίδα του διακινητή στην πλάτη του.

«Και γιατί δεν έμεινε στη Σομαλία;»

Μια μέρα πριν τη δίκη, συναντήσαμε τον θείο και τον ξάδερφο του Μοχάμαντ. Και τους ευχαριστούμε γι’ αυτή τη συζήτηση. Δεν είναι εύκολο να ανοίγεις την ψυχή σου για κάτι που σε τραυματίζει. Περιέγραψαν λεπτομερώς πώς ένας άνθρωπος φεύγει από τον τόπο του με βάρκα την ελπίδα. Οι ίδιοι έφυγαν από τη Σομαλία το 2007, υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες. Τότε μπορούσες από το μέρος που μένεις να κάνεις αίτηση ασύλου και να φύγεις.

Η Σομαλία βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο από το 1991, με τους Ταλιμπάν και τις εσωτερικές έχθρες να σκορπούν αίμα και να αφήνουν το ημερολόγιο κολλημένο χρόνια πίσω. Aλ Κάιντα, Ταλιμπάν, ISIS…

Στη Σομαλία τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ανύπαρκτα. Τα παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο. Δεν υπάρχουν σχολεία. Περισσότερο από το 98% των γυναικών υποβάλλονται σε κλειτοριδεκτομή. Αν μια γυναίκα βιαστεί, ντροπιάζει την οικογένειά της…Καμία ασφάλεια, καμία εξασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος. Ζεις με το ρίσκο πάντα.

Περιέγραψαν τον Μοχάμαντ. Ήσυχο παιδί, με μεγάλη καρδιά. Κινδύνευε εκεί. Είχε γίνει στόχος τρομοκρατών (διασυνοριακές επιθέσεις στη Σαμπάχ), όταν εκείνοι του ζήτησαν να δουλέψει γι’ αυτούς, κι αυτός αρνήθηκε. Τον πυροβόλησαν στο πόδι.

Ο πατέρας του δολοφονήθηκε. Σύμφωνα με το έθιμο, επιβάλλεται η μητέρα να παντρευτεί τον αδελφό του συζύγου αφού δεν βρίσκεται ο ίδιος πλέον στη ζωή. Ο Μοχάμαντ δεν ήθελε αυτό το μέλλον για τη μητέρα του. Δεν το επέτρεψε. Άλλωστε, και ο ίδιος είχε υποχρεωθεί να παντρευτεί μία γυναίκα με την οποία δεν υπήρξε ποτέ ερωτευμένος, επειδή του το επέβαλε η οικογένειά του, ενώ στη συνέχεια παντρεύτηκε εκείνη που αγάπησε και απέκτησε τρία παιδιά. Ο Μοχάμαντ πάτησε πόδι και οι συνέπειες ήταν να κινδυνεύει η ίδια του η ζωή από τον θείο του. Ανοιχτά μέτωπα με ευθείες απειλές για τη ζωή του από παντού. Ονειρευόταν ένα καλύτερο μέλλον, τουλάχιστον για τα παιδιά του.

Οι άνθρωποι εκεί πιστεύουν σ’ αυτό που οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες περηφανεύονται, την ωραία Ευρώπη. Όμως η Ευρώπη αυτή τους θαλασσοπνίγει. Αν ήταν Ουκρανοί, όπως μας είπαν, η Ευρώπη θα είχε την αγκαλιά της ανοιχτή -όπως κι έκανε. Στην περίπτωση τους, η αγκαλιά αυτή δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει επειδή είναι οι «ξένοι», οι μαύροι. Όπως εκτίμησε ο Μοχάμαντ -ξάδερφος του ελεύθερου πια Μοχάμαντ-, όλο αυτό σε βάρος -τους όταν κυνηγούν ένα καλύτερο μέλλον-, συμβαίνει ακριβώς για να μην έρχονται στην Ευρώπη. Το μήνυμα είναι σαφές: αν προσπαθήσετε να έρθετε, δείτε τι θα πάθετε, θα φυλακιστείτε και θα σαπίσετε στο κελί. Το ίδιο και για τους Σύρους, Αφγανούς, Αιγύπτιους και λαούς της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής.