Το πρωτοσέλιδο της 1ης Ιουνίου της Líberation μας υπενθυμίζει μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας. Σελίδες που βάφτηκαν με αίμα γυναικών και ιστορίες δολοφονιών με έμφυλο χαρακτήρα. Στη Γαλλία το 2020, 90 γυναίκες σκοτώθηκαν από τον πρώην ή τον σύζυγό τους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είχαν καταγγείλει κακοποιητικές συμπεριφορές που δεν ελήφθησαν υπόψιν από τις αρχές.

Chahinez, 31 ετών, μητέρα τριών παιδιών: φωτιά στη μέση του δρόμου , στις 4 Μαΐου στο Mérignac (Gironde). Stéphanie, 22, μητέρα ενός 3χρονου κοριτσιού: σκοτώθηκε επίσης στη μέση του δρόμου, με μαχαιρώματα, στις 24 Μαΐου στο Hayange (Moselle). Αυτά είναι τα πρώτα θύματα γυναικοκτονιών που αναφέρει η Líberation. Και οι δύο είχαν δείξει σημάδια. Ο πρώην σύζυγος της Chahinez είχε ήδη καταδικαστεί για ενδοοικογενειακή βία, αλλά μία συγκεκριμένη νομική διάταξη τον ευνόησε. «Ο θάνατος της νεαρής γυναίκας είναι συλλογική αποτυχία» , παραδέχτηκε η Marlène Schiappa, Υφυπουργός υπεύθυνη για την ιθαγένεια, ενώ αποκαλύφθηκαν τα πρώτα ευρήματα της αποστολής επιθεώρησης που ξεκίνησε η κυβέρνηση, επισημαίνοντας μια σειρά από αποτυχίες και δυσλειτουργίες . Τα τελικά συμπεράσματα αναμένονται στις 10 Ιουνίου.

Από την 1η Ιανουαρίου 2017, κάθε μήνα, η Líberation  αφηγείται τις ιστορίες τους. Ιστορίες στις οποίες εμφανίζονται κοινά σημεία: η επιθυμία για χωρισμό, ο θάνατος στο σπίτι. Και μερικές φορές, καταγγελίες. Στις 12 Μαΐου, στο Amiens, η Claire, 34 ετών, μαχαιρώθηκε. Συνελήφθη μετά από δέκα ημέρες ο σύζυγός της, που είχε ήδη καταδικαστεί για πράξεις παρενόχλησης στην πρώην σύντροφό του. Στο Ντουάι (Βόρεια), μια 33χρονη γυναίκα βρέθηκε νεκρή. Το σώμα της ήταν καλυμμένο με μώλωπες. Ο σύζυγός της τέθηκε υπό κράτηση. «Θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αυτές οι γυναικοκτονίες: όλα τα προειδοποιητικά σημάδια ήταν κόκκινα. Το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να προστατεύσει τις γυναίκες », σημειώνει ο Λεονόρ Γκιουν, της φεμινιστικής συλλογικής #NousToutes.

Μια έκθεση από τη Γενική Επιθεώρηση Δικαιοσύνης, που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2019, έδειξε ήδη πως τα προειδοποιητικά σημάδια των γυναικών πολύ συχνά δε λαμβάνονται υπόψιν. Με βάση τη μελέτη 88 ανθρωποκτονιών συζύγων που κρίθηκαν οριστικά το 2015 και το 2016, τα δύο τρίτα των θυμάτων είχαν υποστεί βία πριν σκοτωθούν. Στο 41% ​​των περιπτώσεων, τις είχαν καταγγείλει ακόμη και στην αστυνομία. Το 80% αυτών των καταγγελιών απορρίφθηκε. Για την Anne-Cécile Mailfert, Πρόεδρο του Ιδρύματος Γυναικών, «βρισκόμαστε ακόμη σε μια κουλτούρα καταστολής, παρά προστασίας, ενώ υπάρχουν συσκευές, όπως το τηλέφωνο σοβαρού κινδύνου ή η εντολή προστασίας, που δεν χρησιμοποιούνται. Ο αριθμός των θέσεων διαμονής έκτακτης ανάγκης πρέπει ακόμη να αυξηθεί. Ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να υποβάλουν καταγγελία, αλλά τότε, πρέπει να είμαστε διπλά επαγρύπνηση, γιατί αυτή η στιγμή μπορεί να αυξήσει τη βία », παροτρύνει.

Η πιο ακραία μορφή βίας κατά των γυναικών έχει όνομα και πρέπει να το λέμε: Γυναικοκτονία

«Η γυναικοκτονία δεν σχέση με αγάπη προφανώς, ούτε υπερβολική, ούτε λίγη. Ούτε έχει να κάνει με την ύπαρξη ή μη της ζήλιας. Είναι η πιο ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας με αποκλειστικό κίνητρο την άσκηση ελέγχου στα σώματα και τις επιλογές των θυμάτων τους. Στην ουσία η γυναίκα σε εκείνο το χρονικό σημείο για τον θύτη έχει παραβιάσει τον ρόλο που ο ίδιος της έχει αποδώσει ως γυναίκα και γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να τιμωρηθεί» είχε εξηγήσει τον Νοέμβρη του 2019, μιλώντας στο TPP η Ιωάννα Στεντούμη, δικηγόρος, που ασχολείται με ζητήματα έμφυλης βίας.

«Γυναικοκτονία είναι η δολοφονία μίας ή περισσότερων γυναικών από έναν άνδρα, επειδή είναι γυναίκες» είναι ο ευσύνοπτος ορισμός που δίνει η Ράσελ το 2012, στο Συμπόσιο του ΟΗΕ για τη Γυναικοκτονία.«Δεν είναι κάτι καινούριο. Η φιλολογία αυτή υπάρχει εδώ και δεκαετίες και στο φεμινιστικό κίνημα και στο γυναικείο κίνημα.» σχολίαζε η Ιωάννα Στεντούμη και προσέθετε ότι «με βάση την επίσημη ορολογία γυναικοκτονία είναι η ανθρωποκτονία γυναικών και κοριτσιών από πρόθεση λόγω του φύλου τους. Δηλαδή επειδή είναι γυναίκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις την γυναικοκτονία την διαπράττει σύντροφος ή πρώην σύντροφος που συνήθως είχε και κάποια κακοποιητική συμπεριφορά προηγουμένως αλλά δεν είναι και όλες οι περιπτώσεις έτσι».

Σύμφωνα με άρθρο στο Κέντρο Γυναικείων Ερευνών και Μελετών, Διοτίμα, κάθε μέρα, σε όλο τον κόσμο, δολοφονούνται 137 γυναίκες, κατά μέσο όρο, από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή από κάποιο μέλος της οικογένειας τους. Από τις 87.000 δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως, το 2017, το 58% διαπράχθηκε από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή μέλη της οικογένειας τους. Τα στοιχεία αυτά βασίζονται στο Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC). Όπως εξηγεί η δικηγόρος, με βάσει το παράδειγμα χωρών στις οποίες έχει αναγνωριστεί ο όρος «γυναικοκτονία», με την υιοθέτηση του όρου μειώνονται.

Στην Ελλάδα όμως, ο όρος άρχισε να ακούγεται ευρέως αρκετά πρόσφατα με δύο τραγικές αφορμές. Τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, στα τέλη του 2018 και αυτήν της Αγγελικής Πέτρου στις αρχές του 2019. Η πρώτη γιατί δεν ενέδωσε στις σεξουαλικές ορέξεις των δολοφόνων της και η δεύτερη, γιατί ο πατέρας της δεν ενέκρινε την ερωτική της σχέση με έναν Αφγανό. Άμεσα, ο όρος συνάντησε έντονο αντίλογο: «Γιατί γυναικοκτονία και όχι ανθρωποκτονία; Είναι σαν να λέτε ότι οι γυναίκες δεν είναι άνθρωποι» είναι το σύνηθες αντεπιχείρημα. «Δεν είχε ανοίξει η σχετική συζήτηση στην Ελλάδα μέχρι αρκετά πρόσφατα. Αυτό συνέβη τελευταία, όταν είχαμε σοβαρά κρούσματα, αρκετά πυκνά. Ο λόγος για τον οποίο στην ουσία θέλουμε να υιοθετηθεί αυτή η ορολογία είναι καταρχάς ότι δεν αντιτίθεται, δεν μπαίνει ως μια εκ διαμέτρου αντίθετη έννοια στην ανθρωποκτονία, δηλαδή η γυναικοκτονία προφανώς είναι ανθρωποκτονία. Είναι μια μορφή ανθρωποκτονίας από πρόθεση λόγω του φύλου του θύματος.

Δειλά δειλά όλο και περισσότερο γνωστοποιείται ο όρος «γυναικοκτονία» και τα χαρακτηριστικά του στην κοινωνία, αν και νομοθετικά -στη χώρα μας- δεν αναγνωρίζεται. Η ανθρωποκτονία από πρόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 299 του Ποινικού Κώδικα τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Ωστόσο, στην πράξη, σε πολλές περιπτώσεις η ποινή αυτή μειώνεται λόγω των ελαφρυντικών περιστάσεων που αναγνωρίζονται από το δικαστήριο. Επομένως, ο δράστης συχνά τιμωρείται με μικρότερη ποινή. Η πλειονότητα των γυναικών στην Ελλάδα σκοτώνονται μέσα στο σπίτι όπως επισημαίνει η Αθηνά Πεγκλίδου στο Δίκτυο COST, Femicade Across Europe. Το ερώτημα είναι γιατί είναι αποδεκτές αναχρονιστικές συμπεριφορές και θεωρούνται ταμπού εκείνες που περιγράφουν μία κατάσταση ως έχει; Γιατί είναι πιο διαδεδομένη η φράση «την σκότωσε γιατί την αγαπούσε» και όχι ο όρος «γυναικοκτονία»; Από την υπόθεση του γυναικοκτόνου Βασίλη Λυμπέρη το 1972 έως σήμερα, έμφυλα κίνητρα οπλίζουν τα χέρια των δραστών και όχι η αγάπη.