• Όπως γράφτηκε και πρόσφατα, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος έξω από την αιτιότητα κράτους και κεφαλαίου. Και ευτυχώς. Πράγματα συμβαίνουν χωρίς άνωθεν σχέδιο. Η ίδια η ύπαρξη της Αριστεράς είναι τεκμήριο αυτού του ισχυρισμού.
  • Δεν υπάρχει πανταχού παρόν και αδιαίρετο μέτωπο κράτους και κεφαλαίου, ούτε καν κράτους και κυβέρνησης. Επίσης, τα συμφέροντα της κυβέρνησης δύνανται να αντιβαίνουν σε αυτά του κεφαλαίου, και το ίδιο το κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από εσωτερικούς ανταγωνισμούς και αντιθέσεις. Η αναλυτική έννοια «Σύστημα» είναι κάτι που ταιριάζει στα τραγούδια του Νότη Σφακιανάκη, και που περισσότερο εκτρέφει απολιτίκ ρεύματα παρά οτιδήποτε άλλο.
  • Είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να διακρίνουμε το δομικό από το περιστασιακό: να καταλαβαίνουμε ποια πράγματα είναι π.χ. στο χέρι της εκάστοτε κυβέρνησης, και για ποια ευθύνεται ένα κοινωνικο-πολιτικό υπόστρωμα το οποίο μπορεί να είναι ως και το ίδιο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
  • Όσο περισσότερες τεχνικές περιπλοκές εμπεριέχει ένα ζήτημα, τόσο πιο σημαντικό καθίσταται το να έχει η πολιτική κριτική επαφή με τις επιστήμες που ασχολούνται με αυτό το ζήτημα. Όχι για να υιοθετεί τον λόγο τους άκριτα, αλλά για να μην εκτίθεται η συνολικότερη αξιοπιστία της με ανακρίβειες.
  • Λέξεις όπως πόλεμος, χούντα, πογκρόμ είναι καλό να κρατιούνται στα μετόπισθεν για να χαρακτηρίσουν συγκεκριμένες καταστάσεις. Αυτές είναι: πόλεμος, χούντα, πογκρόμ αντίστοιχα.

 

Με δεδομένο αυτόν τον προσανατολισμό, τα παρακάτω είναι μερικά από τα κύρια σημεία που θεωρώ πως προσφέρονται για ουσιώδη πολιτική κριτική στην τρέχουσα στιγμή:

  • Όπως επισημαίνει ο εξελικτικός βιολόγος Rob Wallace στο βιβλίο του Big Farms Make Big Flu, οι υπερ-εντατικές συνθήκες παραγωγής που επικρατούν στον αγρο-κτηνοτροφικό τομέα ευνοούν δραματικά την δημιουργία και την εξάπλωση ιών με χαρακτηριστικά σαν τον COVID-19 – συμπεριλαμβανόμενων και των δυνατοτήτων μετάβασης στον άνθρωπο και ραγδαίας εξάπλωσης. Ήταν θέμα χρόνου να αναδυθεί ένας τέτοιος ιός, και κατά μία έννοια είμαστε και τυχεροί που δεν επρόκειτο για κάποιον πιο θανατηφόρο[1].
  • Η υπο-επένδυση και οι περικοπές στα Εθνικά Συστήματα Υγείας (που φυσικά είναι ο κανόνας και στη χώρα μας) σημαίνουν αυξημένους θανάτους σε περίπτωση επιδημίας. Οι περικοπές στις ΜΕΘ, στο προσωπικό, στον εξοπλισμό των νοσοκομείων, σημαίνουν πιο γρήγορο μπλοκάρισμα των ΕΣΥ και κατ’ ευθεία αναλογία αυξημένη θνησιμότητα και του ίδιου του ιού, αλλά και άλλων σοβαρών νόσων και περιστατικών.
  • Ο κόσμος της εργασίας πλήττεται ανισομερώς. Από τη μία πλευρά υπάρχουν όλοι αυτοί που θα συνεχίσουν να δουλεύουν ακόμα πιο εντατικά για να κρατήσουν ζωντανές τις υπηρεσίες Υγείας και την αλυσίδα τροφοδοσίας φαγητών και φαρμάκων. Από την άλλη, όλοι αυτοί που θα απολυθούν ή που θα χάσουν εισοδήματα στα οποία βασίζονται κυριολεκτικά για έναν χρόνο επιβίωσης λόγω π.χ. της κάμψης που θα παρατηρηθεί στον τουρισμό. Ανάμεσα στους δύο υπάρχουν κλάδοι τηλε-εργασίας, με χαρακτηριστικότερο των εκπαιδευτικών, που θα συνεχίσουν να εργάζονται «κανονικά».
  • Το πώς βιώνουν τον εγκλεισμό όσοι μένουν σπίτι είναι ένα βαθιά ταξικό-κοινωνικό ζήτημα. Καμία σχέση δεν έχει η απομόνωση σε δυάρι στα Πατήσια με την απομόνωση σε μεζονέτα στην Ανάβυσσο, και σε μερικές περιπτώσεις (π.χ. αυτών με τα ιδιόκτητα νησιά) δεν θα έπρεπε να μιλάμε καν για εγκλεισμό. Και φυσικά υπάρχει η ενδοοικογενειακή βία, οι άνθρωποι των οποίων η ψυχική υγεία κλονίζεται πολύ περισσότερο σε τέτοιες συνθήκες· αυτοί που μένουν μόνοι τους γιατί δεν έχουν κοντινούς ανθρώπους για να μπουν σε καραντίνα μαζί.

Όχι λιγότερο ταξικό-κοινωνικό είναι το πώς βιώνουν τον εγκλεισμό όσοι δεν έχουν ή δεν μπορούν να είναι στο σπίτι. Οι άστεγοι συνάνθρωποί μας για ένα διάστημα δεν θα μπορούν να βιοπορίζονται από τις φυσικές πωλήσεις του περιοδικού Σχεδία. Οι έγκλειστοι στα κέντρα κράτησης όχι μόνο θα είναι πιο ευάλωτοι στον ιό λόγω αποδυναμωμένου ανοσοποιητικού και λόγω συμφόρησης, αλλά θα τους στερηθεί, πολιτικά και πρακτικά, και το δικαίωμα αίτησης ασύλου. Όσοι βασίζονται για την επιβίωσή τους στην καθημερινή οικονομική ενίσχυση από τους άλλους θα βρεθούν σε ακόμα χειρότερη θέση. Κρατούμενες/οι χάνουν το επισκεπτήριό τους, και ούτω καθεξής.

 

Ιταλοί φυλακισμένοι στο Μιλάνο εξεγείρονται μετά την παύση των οικογενειακών επισκεπτηρίων

 

Σημεία σαν τα παραπάνω υπάρχουν αρκετά ακόμα. Θα δούμε κάποια παρακάτω, και σχεδόν όλα έχουν επισημανθεί από εξαιρετικά σχετικά κείμενα (1, 2 για παράδειγμα). Εύκολα θα συμφωνήσουμε ότι εδώ μιλάμε για πολιτικά δημιουργημένες συνθήκες, καταστάσεις που θα μπορούσαν να είναι και αλλιώς, και άρα καλώς αποτελούν άξονες κριτικής. Όμως δεν αρκεί αυτό. Πέρα από το να βρίσκει τα προβλήματα, η πολιτική κριτική οφείλει να τα βάζει και στη σωστή τους βάση, αλλιώς κινδυνεύει από δύο πράγματα: είτε να υπερ-προσωποποιεί δομικά ζητήματα, καθιστώντας τον εαυτό της ακίνδυνο, είτε να γενικεύει και να φυσικοποιεί συγκεκριμένες καταστάσεις, νομιμοποιώντας έτσι αυτούς που φέρουν συγκεκριμένες ευθύνες.

 

Τι εννοώ: τον τόνο της Αριστεράς τον δίνουν τις τελευταίες μέρες (στα social media, πού αλλού) κατηγορίες που κεντροβαρίζονται στην ανεπάρκεια του ελληνικού ΕΣΥ (έλλειψη εξοπλισμού, προσωπικού, και ΜΕΘ· επίταξη ιδιωτικού τομέα). Για την ανεπάρκεια αυτή φέρεται να ευθύνεται η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και οι παραλλαγές της που κυβέρνησαν την χώρα στα πρόσφατα χρόνια. Κατ’ αρχάς, κάποιες από τις κατηγορίες που αφορούν το εδώ και τώρα (οι συνηθέστερες) είναι ανυπόστατες. Ο ιατρικός εξοπλισμός είναι είδος σε παγκόσμια έλλειψη συμπεριλαμβανομένων και των τεστ, όπως δηλώνουν πάρα πολλές χώρες που αδυνατούν να ακολουθήσουν την πρόσφατη οδηγία του ΠΟΥ (12, και κυρίως 3)· 600 και πλέον νέες προσλήψεις έχουν προκηρυχθεί και δρομολογηθεί (12) κάποιες νέες ΜΕΘ ανοίγουν ήδη· η επίταξη των ιδιωτικών νοσοκομείων έχει επίσης δρομολογηθεί με υπουργική απόφαση. Πέρα από τις λογιστικές και γραφειοκρατικές λεπτομέρειες, δεν βγάζει και νόημα να μην θέλει η κυβέρνηση να περιορίσει τις απώλειες από τον νέο κορονοϊό στο ελάχιστο – και δεν είναι τυχαίο που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακούγεται ούτε από τη γαλαρία τις τελευταίες μέρες. Το άμεσο, τεράστιο πολιτικό όφελος που έχει να αποκομίσει η Νέα Δημοκρατία, είναι ακριβώς εκεί.

 

Υπάρχουν, φυσικά, και τα μεσο-μακροπρόθεσμα προβλήματα του ΕΣΥ. Παραδείγματος χάρη, το ποσό που δίνει το κράτος σε στρατιωτικές δαπάνες και μισθούς αστυνομικών και παπάδων είναι υπέρογκα μεγάλο, και είναι δίκαιο το αίτημα να μετατοπιστεί αυτό το ποσό σε φορείς που έχουν να κάνουν με την Υγεία. Και πάλι όμως, αθροίζοντας κάθε τέτοιον πιθανό παράγοντα, πόσες παραπάνω ΜΕΘ θα μπορούσαν να συντηρηθούν από ένα (φτωχό ή πλούσιο) κράτος; Απειροελάχιστες. Αν θέλουμε να μιλάμε σε πραγματικό επίπεδο, οι κίνδυνοι μιας παγκόσμιας πανδημίας δεν αντιμετωπίζονται σημαντικά με μια ενίσχυση της χρηματοδότησης του ΕΣΥ της τάξης που δύναται να κάνει οποιοδήποτε κράτος. Όλες οι ζωές που θα έσωζαν οι παραπάνω ΜΕΘ θα ήταν βέβαια πολύτιμες, αλλά η διαφορά που θα έκαναν, ειδικά σε μια προοπτική ραγδαίας εξάπλωσης του ιού, θα ήταν μηδαμινή, ακριβώς γιατί το κόστος τους είναι τεράστιο. Η Υγεία δεν θα έπρεπε να είναι προϊόν. Αλλά είναι, είναι για την ακρίβεια από τα πιο ακριβά προϊόντα στον κόσμο, και αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει καμία κυβέρνηση απολύτως. Η αναδιάρθρωση του συστήματος Υγείας σε βαθμό τέτοιο ώστε να μπορεί να κάνει ουσιαστική διαφορά σε τέτοιες και άλλες κρίσεις απαιτεί μια βαθιά, δομική, υπερ-εθνική αλλαγή. Ακούγεται απογοητευτικό, μα έτσι είναι.

Το σκεπτικό αυτό γενικεύεται. Πίσω από τις αναλύσεις της Αριστεράς, συχνά αλλά πολύ περισσότερο τώρα, σκιαγραφείται μια παιδική εικόνα: το κράτος έχει ένα απεριόριστο σακούλι με λεφτά, το οποίο ανοίγει απλόχερα για τους προύχοντες συμμάχους του και κλείνει για τους υποτελείς του. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Τα κράτη έχουν προϋπολογισμούς· αν ένα κράτος θέλει να προσφέρει τα τεράστια κονδύλια που απαιτεί η ουσιαστική ενίσχυση της Υγείας, πρέπει να τα πάρει από κάπου αλλού: από την Παιδεία, το Ασφαλιστικό, και ούτω καθεξής. Τα κράτη δεν μπορούν να αυξάνουν τους προϋπολογισμούς τους εσαεί φορολογώντας τα κέρδη. Με την σημερινή κινητικότητα του κεφαλαίου, τα κράτη είναι συνηθέστερα οι όμηροι των επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να οργώνουν την υδρόγειο ψάχνοντας τον μικρότερο φορολογικό συντελεστή. Το λιγότερο καινούριο πράγμα του κόσμου λέω εδώ: δεν είναι ο Μητσοτάκης· δεν είναι (σίγουρα) ο Τσιόδρας που τον στηρίζει μέχρι και ο ΣΥΡΙΖΑ· δεν είναι η Νέα Δημοκρατία· είναι η παγκόσμια οικονομική διάρθρωση.

ΜΕΘ στην Γουχάν της Κίνας

 

Η κριτική της Αριστεράς δεν χωλαίνει μόνο στο σημείο που τα βάζει με την κυβέρνηση και χάνει το δάσος. Μπορεί τρεις μέρες να αντιστοιχούν σε τρεις μήνες στην παρούσα συγκυρία, αλλά στην πραγματικότητα είναι κοντά οι μέρες που κάποια κομμάτια της Αριστεράς επέμεναν πως ο κορονοϊός είναι μια απλή γρίπη, έως και καλούσαν σε συγκεντρώσεις[2] διάσπασης των περιοριστικών μέτρων, πάρτι και μπαρ, με μεγάλη αίσθηση κοινωνικής ανευθυνότητας. Κι αν οι επίσημοι φορείς ήταν κάπως συγκρατημένοι, τα αριστερά προφίλ στα social media – που ας το παραδεχτούμε πια, δίνουν το πολιτικό στίγμα της εποχής περισσότερο από ανακοινώσεις και προκηρύξεις – βρίσκονταν (έως και βρίσκονται) σε μεγάλη έξαρση. Αν χρειάζεται να το πούμε ακόμα και σήμερα, οι ενδείξεις και οι στρατηγικές περίπου όλων των χωρών[3] του πλανήτη δείχνουν πως η κοινωνική απομάκρυνση είναι όχι ικανό, αλλά αναγκαίο μέτρο για να γλιτώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα στο βραχυπρόθεσμο μέλλον.

Οι φωνές που τίθενται κατά καθαυτών των μέτρων περιορισμού λιγοστεύουν (ευτυχώς) θεαματικά όσο περνούν οι μέρες[4]. Αυτοί που επιμένουν είναι οι πιο μετριοπαθείς, οι οποίοι μιλούν για την στρατιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, μια διαδικασία όντως σε εξέλιξη. Τι σημαίνει αυτό: στη νηφάλια εκδοχή του, δεν σημαίνει ότι υπάρχει εκεί έξω κάποιος Κυβερνήτης, ο οποίος θέλει να είμαστε μέσα για να μας ελέγχει με το Μάτι. Αν υπήρχε κάποιος Κυβερνήτης, αυτός θα μας ήθελε έξω, να παράγουμε και να ξοδεύουμε. Επιτέλους δηλαδή, ο καπιταλισμός και η εξουσία έχουν γνωρίσει εκλεπτύνσεις και εκλεπτύνσεις για να θυμηθούν ξαφνικά, καταμεσής της εκατονταετίας της κινητικότητας, να μας κλείσουν στους τέσσερις τείχους. Οι ανησυχίες για την στρατιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, στο βαθμό που αξίζει να τις αφουγκραστούμε εδώ, εκφράζουν δύο σκεπτικά: πρώτον, αυτό που συμπύκνωσε ο Noah Harari στο πρόσφατο άρθρο του, πως τα προσωρινά μέτρα είναι πολύ σπάνια όντως προσωρινά. Δεύτερον, ότι αφ’ ενός οι κυβερνήσεις αποκτούν μια τεχνογνωσία περιορισμού και καταστολής που θα μπορούν να εφαρμόζουν για καταστάσεις που εύκολα βαφτίζονται «έκτακτης ανάγκης», αφ’ ετέρου οι άνθρωποι συνηθίζουν μια σειρά παραστάσεων όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας, και ενδεχομένως να τις δεχτούν πιο εύκολα στο μέλλον.

Οι κριτικές αυτές είναι ευσταθείς. Όπως βέβαια καταλαβαίνει κανείς, ο προβληματισμός για την στρατιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας δεν σημαίνει βγείτε όλοι έξω, όπως και η κριτική στην ψυχιατρική δεν σημαίνει κλείστεαύριο όλα τα ψυχιατρεία, όπως και η κριτική στην εργασία δεν σημαίνει σταματήστε να δουλεύετε αύριο. Η κριτική δεν είναι βιβλιάριο οδηγιών: είναι κατευθύνσεις για την διαλεκτική υπέρβαση ενός σχήματος από κάποιο άλλο σχήμα· είναι συστατικό μετασχηματισμού της κοινωνίας, όχι αδιάλλακτη ρήξη εδώ και τώρα. Αυτό το τελευταίο είναι η πολεμική. Μένει το ερώτημα του τι να κάνουμε με την στρατιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας, στο οποίο θα αναφερθώ κλείνοντας λίγο παρακάτω.

Κάτι παρόμοιο ισχύει με την παρατήρηση που λέει πως η συντριπτική πλειοψηφία όσων συνεχίζουν να δουλεύουν με φυσική παρουσία και άρα να εκτίθενται στον κίνδυνο είναι είτε εργαζόμενοι της μέσης μισθολογικής κλίμακας (γιατροί-φαρμακοποιοί χωρίς ιδιωτικά ιατρεία), είτε χαμηλόμισθοι(εργάτες σε εργοστάσια παραγωγής τροφίμων, ντελιβεράδες, και τα λοιπά). Για περιπτώσεις μερών που παραμένουν (ή παρέμεναν πριν λίγες μέρες) ανοιχτά χωρίς καμία δικαιολόγηση, όπως αυτό της Teleperformance, η ορθή θέση είναι βέβαια μία και αδιάλλακτη: να εργάζονται οι εργαζόμενοι ασφαλώς και από το σπίτι. Για πολλούς από τους υπόλοιπους κλάδους που παραμένουν ανοιχτοί δεν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο. Με γνώσεις Οικονομικών τρίτης λυκείου γνωρίζουμε ότι, με δεδομένη ζήτηση, η μείωση της προσφοράς ενός αγαθού αυξάνει την τιμή του. Αυτό το αγαθό – είτε πρόκειται για ρύζι, είτε για μπριζόλα, είτε για αντικαρκινικό φάρμακο – οι πρώτοι που δεν θα έχουν να το αγοράσουν δεν θα είναι οι διεθνείς κεφαλαιοκράτες: θα είναι οι φτωχοί. Βεβαίως και μια από τις κυριότερες λειτουργίες των αλυσίδων παραγωγής και τροφοδοσίας απαραίτητων αγαθών είναι να γιγαντώνουν τα κέρδη του κεφαλαίου, και αυτό είναι το βασικό κίνητρο που μένουν ανοιχτές τώρα. Αλλά αυτές οι αλυσίδες έχουν και μια βασικότερη λειτουργία, την οποία δεν μπορεί να την αγνοεί εφηβικά η Αριστερά: να παράγουν και προμηθεύουν τα απαραίτητα αγαθά σε όλους! Δεν είναι και τόσο δύσκολο να το παραδεχτούμε: σε οποιοδήποτε καθεστώς, σε οποιεσδήποτε συνθήκες πανδημίας, κάποιος θα έπρεπε να δουλεύει για να παράγει τα απαραίτητα.

Κλείνοντας, και εντελώς στα σοβαρά, το ερώτημα είναι αυτό που είναι πάντα: τι να κάνουμε. Αρχικά, να ειρηνεύσουμε με το γεγονός πως υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Με το ένα ή με το άλλο καθεστώς ισότητας ή ανισότητας, πανδημίες θα εμφανίζονται κάθε τόσο, όπως συμβαίνει από τα βάθη της ανθρώπινης Ιστορίας. Πιθανότατα, επίσης, για όλες αυτές τις πανδημίες το αρχικό στάδιο αντιμετώπισης θα είναι δυστυχώς το να αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον.

Πέρα όμως από την παραδοχή της έλλειψης παντοδυναμίας μας, υπάρχουν και πράγματα τα οποία μπορούμε να κάνουμε. Μπορούμε κατ’ αρχάς να οργανώσουμε ομάδες αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, που να αφορούν κυρίως αυτούς που πλήττονται περισσότερο (κάποιες τέτοιες έχουν ήδη δρομολογηθεί διαδικτυακά). Μπορούμε να διεκδικήσουμε παύση πληρωμών όσων βρίσκονται σε χειρότερη θέση, και ειδικά προς, π.χ., ιδιοκτήτες ακινήτων με υψηλά εισοδήματα. Και, φυσικά, κανείς μπορεί να απεργήσει, ή τουλάχιστον ακριβώς όσο μπορούσε και πριν.

Από την Εξέγερση της Χολέρας του 1830-31 στη Ρωσία

 

Μπορούμε, ακόμα, όπως πάντα, να συμμετέχουμε στον κοινωνικό διάλογο. Προχθές ο Σωτήρης Τσιόδρας μάς δήλωσε πως οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας είναι απαραίτητοι για την κοινωνική ζωή· πως δεν έχουμε ταυτότητα χωρίς αυτούς. Στο χέρι των κινημάτων είναι να αναδείξουν ότι ταυτότητα δεν έχουμε επίσης χωρίς πολλούς ακόμα: χωρίς τους μετανάστες, τους άστεγους, τους επισφαλώς εργαζόμενους, τους φτωχούς, αυτούς που μένουν δίπλα και πάνω και κάτω μας στις γειτονιές μας.

 

 

 

 

[1] Η ανάλυση του Wallace βάζει ξεκάθαρα επί τάπητος και την εκτεταμένη κρεατοφαγία, για τις ανάγκες της οποίας παράγουν οι βιομηχανίες κρέατος. Αυτό το δύσκολο ζήτημα δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ, αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι η ανάληψη της ατομικής ευθύνης ενδέχεται να έχει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα όταν συμβαίνει στο στάδιο της παραγωγής και όχι της διαχείρισης ενός ιού.

[2] Εξαιρώ από εδώ τα διαβήματα αλληλεγγύης στα ίδια τα θύματα του κορονοϊού, θέμα το οποίο είναι πολύ πολύπλοκο για να αναλυθεί εδώ. Στα θύματα αυτά πάντως συμπεριλαμβάνω και τους μετανάστες στα κέντρα κράτησης, οι οποίοι δύνανται να πληχθούν άμεσα, και πλήττονται ήδη έμμεσα μέσα στη συνθήκη του νέου κορονοϊού.

[3] Περιπτώσεις όπως της Νότιας Κορέας, όπου το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με εκτεταμένους ελέγχους, δεν είναι χαρακτηριστικές. Είναι αστείο να λέμε πως χώρες όπως η Ελλάδα θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο ενώ δεν διαθέτουν στο ελάχιστο το απόθεμα υλικού ή τις βιοτεχνολογικές βιομηχανίες που διαθέτει η Νότια Κορέα.

[4] Δεν αναφέρομαι εδώ στην ολική απαγόρευση κυκλοφορίας, για το όφελος της οποίας δεν έχω αρκετές γνώσεις ώστε να πάρω θέση. Διατηρείται πάντα το ενδεχόμενο να ήταν απλώς μια επικοινωνιακή πιρουέτα στην κατεύθυνση «εσείς φταίτε για ό,τι πάθετε».