Την πλήρη άγνοια για τον τρόπο διανομής των ατομικών τεστ (self test) κορονοϊού δήλωσε ο πρόεδρος του Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Φαρμακοποιών Αττικής, Ανδρέας Γαλανόπουλος.

Επίσης, τόνισε ότι μόνο δυο self test κυκλοφορούν στην αγορά εκ των οποίων το ένα είναι της Siemens και το άλλο αμερικανικής εταιρείας.

Για το πρώτο είπε ότι το self test της Siemens εγκρίθηκε μεν από τις αρχές της Γερμανίας στις 24 Φεβρουαρίου – και με την έγκριση αυτή μπορεί να κυκλοφορήσει και σε άλλες αγορές της Ευρώπης – αλλά δεν έχει λάβει πιστοποίηση σύμφωνα με την οδηγία 98/79 / ΕΚ όπως αναφέρει η γνωμοδότηση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) στις 17 Μαρτίου.

Επέκρινε την επιλογή της κυβέρνησης να γίνει η διανομή τους στους πολίτες μέσω των φαρμακείων ενώ επεσήμανε ότι δεν έχουν και ως Προμηθευτικός Συνεταιρισμός καμιά ενημέρωση από το υπουργείο Υγείας για το πως θα γίνεται η διανομή και με βάση ποια κριτήρια ανά φαρμακείο.

Προ ημερών, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργό Άκης Σκέρτσος ανακοίνωσε τη διενέργεια 10.000.000 δωρεάν self test το μήνα από τους πολίτες στις 19 Μαρτίου προκαλώντας πλήθος αντιδράσεων από τους επιστημονικούς φορείς τόσο για την αποτελεσματικότητά τους όσο και για τη διαδικασία.

Σημειώνεται ότι στην «ατομική ευθύνη» των πολιτών έριξε και την καταγραφή των κρουσμάτων η κυβέρνηση, καθώς όπως ξεκαθαρίστηκε σε όλους τους τόνους είναι εθελοντική και όχι υποχρεωτική η δήλωση αποτελεσμάτων των self test.

«Ατομική ευθύνη» απο την κυβέρνηση και για την καταγραφή κρουσμάτων: Δεν είναι υποχρεωμένος να δηλώνει κάποιος αν είναι θετικός στον Covid

Έτσι, αν κάποιος είναι θετικός δεν υποχρεούται να το δηλώσει για να καταγραφεί στα ημερήσια κρούσματα του ΕΟΔΥ και να ξεκινήσει ιχνηλάτηση στις επαφές του αντίστοιχα. «Εμείς πιστεύουμε πάρα πολύ στην ατομική ευθύνη και στο ότι ο κάθε συμπολίτης μας καλό θα ήταν να το δηλώσει» υποστήριξε ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης.

Την ίδια ώρα, ολοένα και περισσότερο αποδεικνύεται η προχειρότητα και η επικινδυνότητα των αποφάσεων της κυβέρνησης αναφορικά με την παροχή «δωρεάν τεστ» στον γενικό πληθυσμό, τα οποία μάλιστα θα μπορούν να κάνουν μόνοι τους οι πολίτες, με την Ελληνική Εταιρεία Ιατρικής Βιοπαθολογίας / Εργαστηριακής Ιατρικής να εξηγεί όχι μόνο πως είναι λάθος μία τέτοια διαδικασία, αλλά εγκυμονεί και σοβαρούς κινδύνους για τον πληθυσμό.

Όπως τονίζουν, θα πρέπει η κυβέρνηση να φροντίσει η δωρεάν διάθεση αυτών των τεστ να γίνει μέσω επισήμων δομών, όπως τα κέντρα υγείας, οι ΤΟΜΥ, τα ΠΕΔΥ και τα βιοπαθολογικά εργαστήρια, ώστε οι έλεγχοι αυτοί να γίνονται όπως πρέπει, τηρώντας όλους τους κανόνες ασφαλείας, και έπειτα να μπορούν να δηλωθούν τα αποτελέσματα στο Εθνικό Μητρώο Covid για την επιτήρηση και τον έλεγχο της πανδημίας.

«Λάθος και επικίνδυνη» η διαδικασία των self tests της κυβέρνησης για τους Μικροβιολόγους

O καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, αναφερόμενος την «εθελοντική» καταγραφή των αποτελεσμάτων των self-test, όπου οι πολίτες δε θα είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν αν βγαίνουν θετικοί, υπογράμμισε την ανάγκη να φτιαχτεί ένα πλαίσιο όπου ο καθένας θα προσπαθεί να κοινοποιήσει το αποτέλεσμα των self-test του.

«Είναι πολύ σημαντικό από τα χείλη του πρωθυπουργού, απ’ τα πιο επίσημα χείλη, να γίνει καθαρό ότι δεν πρόκειται να υπάρξει κανένας εργαζόμενος που θα επηρεαστεί αρνητικά επειδή θα δηλώσει στη δουλειά του ότι βγήκε θετικός» δήλωσε.

Δ. Σαρηγιάννης: Να πει ο πρωθυπουργός ότι δε θα έχουν επιπτώσεις εργαζόμενοι που θα δηλώσουν θετικοί στον ιό

Μιλώντας στο tvxs.gr, ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού συλλόγου Αθηνών, Κώστας Λουράντος έθεσε προς την κυβέρνηση τα εξής ερωτήματα:

  • Μέσω ποιας διαδικασίας θα γίνεται η προμήθεια των self tests από τα φαρμακεία;
  • Ποιός θα ορίσει τις ποσότητες που θα λάβει το κάθε φαρμακείο; Κι ακόμα, αυτά θα απογράφονται;
  • Σε περίπτωση που το τεστ αποδειχθεί ότι έβγαλε ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα, τί ευθύνη έχει ο φαρμακοποιός;
  • Πού θα πετάει ο πολίτης τα χρησιμοποιημένα τεστ;

Αντίστοιχα, ο Απόστολος Βανταράκης, Καθηγητής Υγιεινής του τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Πατρών, μιλώντας στον 98,4, δήλωσε πως η μέθοδος του self-test, είναι «αμφιβόλου αξιοπιστίας», καθώς «δεν θα μπορεί κανείς να ελέγξει ποιος πολίτης είναι θετικός, ποιος το αναφέρει, ποιος το κρύβει και πως το διαχειρίζεται, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό των ψευδώς αρνητικών τεστ », με αποτέλεσμα να προκαλείται «ανεξέλεγκτη κατάσταση διασποράς στην κοινότητα».

Τι λέει το ECDC

– Τη στιγμή της σύνταξης αυτού του εγγράφου (σ.σ 17 Μαρτίου 2020) υπήρχαν μόνο λίγα RADT διαθέσιμα για αυτοέλεγχο για το COVID-19 και δεν υπήρχε RADT με σήμανση CE για αυτό-έλεγχο που διατέθηκε στην αγορά της ΕΕ σύμφωνα με την οδηγία 98/79 / ΕΚ .

– Τα self test θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον έλεγχο της νόσου με την έγκαιρη αναγνώριση και απομόνωση περιπτώσεων. Ωστόσο, η μετάθεση της ευθύνης των ελέγχων από τους υγειονομικούς φορείς στους ιδιώτες μπορεί να οδηγήσει σε ελλιπή καταγραφή των κρουσμάτων και να δυσχεράνει την ιχνηλάτηση και την απομόνωση των ύποπτων περιστατικών».

-Θα μπορούσαν να επηρεαστούν οι τρέχοντες δείκτες για την παρακολούθηση της έντασης και της εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19 και μπορεί να είναι δύσκολο να παρακολουθούνται οι τάσεις  με την πάροδο του χρόνου.

-Η αξία των self test εξαρτάται  από την ευαισθησία και την ακρίβεια που έχουν  σε συνδυασμό με τον επιπολασμό της νόσου στον πληθυσμό που δοκιμάστηκε.

-Η ακρίβεια των διαθέσιμων self test είναι υψηλή, όμως όταν χρησιμοποιούνται σε ασυμπτωματικούς ασθενείς και σε περιβάλλον χαμηλού επιπολασμού, το ενδεχόμενο εντοπισμού θετικού κρούσματος είναι χαμηλό.

-Τα self test μπορούν να συμπληρώσουν αλλά όχι να αντικαταστήσουν άλλες μεθόδους δειγματοληψίας όπως τα rapid test και τα μοριακά.

-Οι χώρες που επιθυμούν να εφαρμόσουν self test θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον πληθυσμό που στοχεύουν, καθώς και τον επιπολασμό της νόσου σε αυτόν τον πληθυσμό.

Οι αρχές δημόσιας υγείας πρέπει να διαθέτουν ένα σύστημα για τη συλλογή των αποτελεσμάτων (εφαρμογή για κινητά, cloud πλατφόρμα, ειδική τηλεφωνική γραμμή, ή μέσω εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης κ.λπ.

-Τα αποτελέσματα πρέπει να ενσωματώνονται στο εθνικό σύστημα παρακολούθησης σε ξεχωριστά πεδία δεδομένων από τα εργαστηριακά αποτελέσματα και θα πρέπει να γίνονται άμεσες δευτερεύουσες ενέργειες όπως η επιβεβαίωση σε περίπτωση θετικού κρούσματος.