του Γιώργου Μουργή
Πρόκειται για οκτώ άνδρες και μία γυναίκα, τουρκικής, ολλανδικής και γερμανικής υπηκοότητας, που κατηγορούνται ως μέλη της οργάνωσης DHKP-C (Επαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Κόμμα-Μέτωπο), με βάση το περιλάλητο πλέον άρθρο 187Α ΠΚ του αντιτρομοκρατικού νόμου, χωρίς να υπάρχει κανένα απολύτως ουσιαστικό εύρημα από τις αστυνομικές έρευνες και κανένα σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο που να στοιχειοθετεί κάτι τέτοιο από τα στοιχεία της αντιτρομοκρατικής.
Άλλη μια μυθοπλαστική κατασκευασμένη κατηγορία, ένας μύθος της αντιτρομοκρατικής ο οποίος έχει καταρρεύσει από το ίδιο το ανακριτικό και αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, και όσων επένδυσαν σε αυτά, για να προσφέρουν άλλο ένα δώρο-ανθρωποθυσία στον Ταγίπ Ερντογάν.
Η σύλληψή τους -παρά το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας- έρχεται να προστεθεί στις χιλιάδες συλλήψεις και διώξεις δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, δικηγόρων, δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών αντιπάλων, Κούρδων πολιτών και αριστερών αγωνιστών που έχουν μπει στο στόχαστρο της απολυταρχικής κυβερνητικής μονοκρατορίας του Ερντογάν στην Τουρκία ως κίνηση «καλής θέλησης» προς το ερντογανικό καθεστώς, με αστήριχτες και αβάσιμες κατηγορίες περί προετοιμασίας τρομοκρατικής επίθεσης κατά του Τούρκου προέδρου.
Ας σημειώσουμε πως επιλογή της δικαστικής αίθουσας του Κορυδαλλού δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός μιας και έχει συνδυαστεί και ταυτιστεί με βαριές δίκες της λεγόμενης τρομοκρατίας.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θέλει να καταδείξει τη σοβαρότητα και τη σπουδαιότητα μιας υπόθεσης για την οποία είχε δημιουργήσει στην κυριολεξία σάλο με αυτά τα οποία ανακοινώθηκαν αλλά και με τον τρόπο επέμβασης και σύλληψης από τις διωκτικές αρχές, παρουσιάζοντας τους εννέα συλληφθέντες όχι μόνον ως τρομερούς τρομοκράτες αλλά και ως έτοιμους να δολοφονήσουν τον Ερντογάν στη χώρα μας.
Πράξη που παρουσιάστηκε ότι δήθεν αποτράπηκε μετά την έγκαιρη παρέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας- καταστολής του κράτους.
Το χρονικό της σύλληψης
Οι εννέα Τούρκοι συνελήφθησαν τα ξημερώματα της 28ης Νοεμβρίου 2017 από την Αντιτρομοκρατική, μετά από έφοδο σε δύο σπίτια στον Νέο Κόσμο και σε ένα στην Καλλιθέα, ενώ σε βάρος τους σχηματίστηκε την επόμενη μέρα δικογραφία για κατοχή εκρηκτικών όπως και για άλλα αδικήματα των οποίων ο προσδιορισμός κατέληξε σε ένα βαρύτατο κατηγορητήριο με βάση την αντιτρομοκρατική νομοθεσία.
Οι φερόμενοι ως κατηγορούμενοι δήλωναν τότε αγωνιστές, που μάχονται ενάντια σε ένα φασιστικό καθεστώς, ενώ σύμφωνα με τις δύο εκ των συνηγόρων υπεράσπισής τους, Αλέκα Ζορμπαλά και Ιωάννα Κούρτοβικ, υποστήριζαν πως δεν έχουν καμία σχέση με όσα τους αποδίδονται από τις διωκτικές αρχές, καθώς «είναι πολιτικοί πρόσφυγες που είτε ζητούσαν νόμιμα άσυλο είτε το είχαν ήδη λάβει».
Παράλληλα για τα ευρήματα που εντοπίστηκαν από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία στα διαμερίσματα του Νέου Κόσμου και της Καλλιθέας, επέμειναν ότι πρόκειται για αντικείμενα τα οποία «μπορούν να βρεθούν σε κάθε σπίτι» και τα οποία είναι «ανάξια λόγου».
Αναφορικά, δε, με το πιστόλι που κατασχέθηκε, ισχυρίζονταν ότι όχι μόνο δεν γνώριζαν τίποτα, αλλά και πως μέσα στα διαμερίσματα που συνελήφθησαν «δεν υπήρχε κάποιο όπλο». Το συγκεκριμένο, μάλιστα, όπλο τύπου CZ εντοπίστηκε σε άλλο χώρο έξω από τα δύο διαμερίσματα και χωρίς να έχει δαχτυλικά αποτυπώματα ή άλλο γενετικό υλικό κανενός από τους συλληφθέντες.
Ο τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας, μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1, ανέφερε μεταξύ άλλων «πως η αστυνομία ψάχνει και άλλους χώρους στο κέντρο της Αθήνας» χωρίς όμως ποτέ από τότε να βρεθούν κάποια ενοχοποιητικά ευρήματα ενώ αναφερόμενος στα στοιχεία των ερευνών έλεγε ότι «υπάρχουν κάποια υλικά που μπορούν να δημιουργήσουν εκρηκτικά εμπορικού τύπου, χαμηλής έντασης». Τέλος δήλωνε πως «δεν έχει αποδειχθεί ότι οι προσαχθέντες ανήκουν σε συγκεκριμένη οργάνωση ενώ δεν είναι και καθόλου συνεργάσιμοι».
Αυτό το τελευταίο ίσως να δικαιολογεί και τις εικόνες βάναυσης κακοποίησης των εννέα συλληφθέντων που καταγράφονταν εκείνη την εποχή κατά την προσαγωγή τους στον αρμόδιο εισαγγελέα, όπως και η καταγγελία που διατύπωναν οι δύο συνήγοροι των συλληφθέντων.
Καταγγελία κόλαφος συνολικά για την αστυνομία, την αντιτρομοκρατική το υπουργείο αλλά και την ίδια την κυβέρνηση αφού ανέφεραν μεταξύ άλλων πως:
«Οι 9 οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα 30 ώρες μετά τη σύλληψή τους παρουσιάζοντας σημάδια άγριας κακοποίησης, φέροντας εμφανή τραύματα στο κεφάλι, στο πρόσωπο και στην περιοχή των ματιών, ενώ ο γηραιότερος εξ αυτών έφερε ράμματα στο κεφάλι». Στην καταγγελία τους υπογράμμιζαν επίσης ότι «αυτή την εμφανή κακοποίηση αγνόησαν τόσο η εισαγγελική όσο και η ανακριτική αρχή- παρά τις επισημάνσεις από μέρους τους- θεωρώντας πως αυτό δεν αφορά τις δικαστικές αρχές». Προφανώς, ανακριτής και εισαγγελέας καλύφθηκαν από την εκδοχή και το αστείο επιχείρημα της αστυνομίας ότι «οι εννέα Τούρκοι αυτοτραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια της σύλληψής τους!» και δεν προχώρησαν σε καμία έρευνα για την βάναυση κακοποίηση τους.
Χαρακτηριστικό τέλος στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα την εποχή μετά τη σύλληψη των εννέα Τούρκων η στάση συγκεκριμένων πολιτικών κύκλων και συστημικών ΜΜΕ που για άλλη μια φορά σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, χρησιμοποίησαν την κοινή γραμμή μαύρης προπαγάνδας διογκώνοντας σκόπιμα με ψευδή και κατασκευασμένα στοιχεία τις συγκεκριμένες συλλήψεις, φτάνοντας στο σημείο να προτείνουν με περίσσιο κυνικό πολιτικαντισμό -όπως η Ντόρα Μπακογιάννη- την έκδοση των Τούρκων αγωνιστών με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που κρατούνταν στην Τουρκία.
Η ίδια η Ντόρα Μπακογιάννη δήλωνε ξεκάθαρα σε τηλεοπτική εκπομπή στον ΣΚΑΪ τα «περί ανταλλαγής», ενώ χαρακτήριζε τους συγκεκριμένους ως τους αντίστοιχους «Κουφοντίνες της Τουρκίας» έχοντας αυθαίρετα προδικάσει την δικαστική απόφαση και ετυμηγορία.
Εκδικητική ήταν, τέλος, και η μεταγωγή των εννέα Τούρκων αφού κρίθηκαν προφυλακιστέοι σε 8 διαφορετικές φυλακές σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, θέτοντας τους έτσι σε καθεστώς απομόνωσης, καθώς στερούνται έτσι όχι μόνο κάθε ανθρώπινη επικοινωνία, μιας και μιλάνε μόνο τη γλώσσα τους, αλλά και την επικοινωνία με τις συνηγόρους υπεράσπισης τους.
«Οι δίκες γίνονται με βάση το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και όχι με τις διαρροές από τα ''παπαγαλάκια'' της αντιτρομοκρατικής»
Η δικηγόρος, Αλέκα Ζορμπαλά, μια εκ των συνηγόρων των εννέα Τούρκων απαντώντας στις ερωτήσεις του ΤΡΡ και συγκεκριμένα στο κατά πόσο αυτή η δίωξη με βάση τον αντιτρομοκρατικό νόμο και το 187Α του ΠΚ, ανταποκρίνεται στο αποδεικτικό υλικό που παρουσίασαν οι διωκτικές αρχές στη δικογραφία δήλωσε:
«Οι δίκες γίνονται με βάση το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας – τουλάχιστον σε κράτη που θέλουν να λέγονται ευνομούμενα- και όχι με τις διαρροές από τα ''παπαγαλάκια'' της αντιτρομοκρατικής. Από τη δικογραφία που έχουμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας, δηλαδή στο παρά πέντε πριν την έναρξη τη δίκης, προκύπτει μια τεράστια αντίφαση σε σχέση με αυτά που παρουσίασε η αντιτρομοκρατική υπηρεσία.
Τα στοιχεία που υπάρχουν ως αποδεικτικά λεγόμενα είναι από ανύπαρκτα έως τόσο αδύναμα και κατά την άποψη μας δεν μπορούν να θεμελιώσουν καμιά απολύτως κατηγορία. Οι κατηγορίες περιληπτικά να σας πως είναι η συγκρότηση και ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση και συγκεκριμένα στο DHKP-C. Εδώ χρειάζεται να επισημάνω κάτι πολύ σημαντικό, χωρίς να ξέρω γιατί έγινε, τόσο από πλευράς Εισαγγελίας όσο και από πλευράς των δικαστών του Συμβουλίου Εφετών, που συνέταξαν το παραπεμπτικό βούλευμα, το γεγονός πως οι άνθρωποι αυτοί κατηγορούνται ότι συγκρότησαν την ''τρομοκρατική οργάνωση'' DHKP-C.
Το λιγότερο που μπορώ να το χαρακτηρίσω είναι μόνο ως αστείο, διότι όσοι έχουν μια στοιχειώδη γνώση ξέρουν πολύ καλά πως το DHKP-C είναι μια οργάνωση -και δεν θα μπω στη λογική να την χαρακτηρίσω τρομοκρατική, ή μη- η οποία δρα αποκλειστικά και μόνο στη Τουρκία εδώ και δεκαετίες και αυτό είναι γνωστό είτε στις μυστικές υπηρεσίες είτε στα ''επίσημα ευρωπαϊκά γραφεία''. Το παράδοξο λοιπόν είναι ότι η ελληνική δικαιοσύνη θεωρεί ότι αυτή η οργάνωση συγκροτήθηκε πριν από ενάμιση χρόνο, όταν δηλαδή συνελήφθησαν οι εννέα Τούρκοι στη χώρα μας.
Αυτό το σημείο του παραπεμπτικού βουλεύματος πέρα από θυμηδία μπορεί να προκαλέσει κάποιους βαθύτερους προβληματισμούς για τους λόγους και τα αίτια που έφθασαν στο σημείο δικαστές να μην ελέγξουν απολύτως τίποτα και να παραπέμψουν ανθρώπους στη βάση αυτών των αίολων στοιχείων. Από εκεί και πέρα μετά τις εξ αντικειμένου αμφισβητούμενες κατηγορίες συγκρότησης έρχεται να προστεθεί το γνωστό «πακέτο» της αντιτρομοκρατικής που συνοδεύει τα συγκεκριμένα κατασκευασμένα κατηγορητήρια και διώξεις στη βάση του 187Α.
Ως προς τις επόμενες, δηλαδή, κατηγορίες «πακέτο», όπως τα όπλα ή τις εκρηκτικές ύλες, να σας πω ότι μέσα από την δικογραφία δεν προκύπτει απολύτως τίποτα τέτοιο, μιας και μιλάμε για ευρήματα που θα μπορούσαν να υπάρχουν και να βρεθούν σε οποιοδήποτε σπίτι, σε οποιαδήποτε ελληνική οικογένεια. Αναφέρομαι συγκεκριμένα ως προς τις ουσίες που είναι για παράδειγμα η μαγειρική σόδα, λίπασμα ή γράσο όπως αποδείχθηκαν επίσημα στα εργαστήρια της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και μάλιστα σε ποσότητες οι οποίες είναι αστείες.
Η μεγαλύτερη, δε, ποσότητα ενός κιλού αναφέρεται στο λίπασμα για λουλούδια. Μονό ως αστείο μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως με αυτές τις ουσίες και σε αυτές τις ποσότητες θα μπορούσαν να κατασκευαστούν εκρηκτικά και μάλιστα μεγάλης ισχύος ικανά να βλάψουν κτίρια ή ανθρώπους. Ούτε ο τότε αρμόδιος υπουργός στις ανακοινώσεις του δεν τον ισχυρίστηκε ποτέ, ο οποίος τις χαρακτήριζε -μιας και τέτοιες ήταν- ως ουσίες εμπορίου και θα μπορούσαν να κατασκευάσουν εκρηκτικά χαμηλής έντασης, κοινός ας το πούμε ''στρακαστρούκες''.
Ως προς τον τον περίφημο βαρύ οπλισμό έχουμε να κάνουμε με δυο αεροβόλα όπλα καθώς επίσης αναφέρεται και ένα πιστόλι τύπου CZ το οποίο όμως δεν βρέθηκε σε κανένα από τα τρία σπίτια στα οποία έγιναν οι έρευνες όπου συνελήφθησαν και κατοικούσαν οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι. Αν τώρα αυτό το όπλο βρέθηκε σε κάποιο κήπο ή σε γειτονικό σπίτι εκτός των πολυκατοικιών όπου διέμεναν, αυτό δεν σημαίνει ότι ανήκει σε αυτούς. Ας επισημάνουμε επίσης πως στο συγκεκριμένο όπλο δεν υπάρχουν αποτυπώματα που να βαρύνουν κανέναν κατηγορούμενο τα οποία θα μπορούσαν να τους συνδέσουν με το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο.
Συνεπώς ούτε και αυτό το στοιχείο το οποίο έφεραν ως φοβερό, τρομερό και καταλυτικό για τις κατηγορίες είναι κάτι που μπορεί να σταθεί στη δικογραφία, διότι με την λογική αυτή οποιοδήποτε στοιχείο μπορεί να βρεθεί στα σπίτια των γειτόνων μας μπορεί με τον πιο εύκολο τρόπο να ενοχοποιήσει και εμάς. Τέτοια στοιχεία, δηλαδή, μπορούν να είναι στη διακριτική ευχέρεια της αντιτρομοκρατικής και των διωκτικών αρχών προκειμένου να προσάψουν οποιαδήποτε κατηγορία, χωρίς να υπάρχουν ουσιαστικές αποδείξεις αποτυπωμάτων ή κατοχής αρκεί μόνο η εύρεσή τους σε παρακείμενους χώρους ή σπίτια από τα δικά μας.
Πολιτικά κριτήρια τα οποία ενοχοποιούν το φρόνημα και την ιδεολογία μέσω του δικαστικού συστήματος
Πέρα από τη νομική διάσταση χρειάζεται να δούμε και την πολιτική όψη των κατηγοριών και του τρόπου που λειτουργούν οι διωκτικές αρχές σε σύγκριση με άλλες υποθέσεις. Ενώ στην περίπτωση των εννέα Τούρκων οι διωκτικές αρχές με ανύπαρκτα ευρήματα έως ισχνές αποδείξεις θεμελιώνουν κατηγορίες εντός του βαρύτατου πλαισίου που θέτει ο 187Α που επισύρει αυστηρότατες ποινές, για καταδίκες αντίστοιχων εγκλημάτων υπάρχει μια διαφορετική διάσταση πολιτικού χαρακτήρα και πολιτικής αιτιολογίας σε διώξεις, αν γίνονται ή όπου γίνονται και αφορούν στον τρόπο που αντιμετωπίζεται ο ευρύτερος χώρος της ακροδεξιάς, των νεοφασιστών και των νεοναζί.
Να σας αναφέρω για παράδειγμα τις κατηγορίες για κακουργήματα σε βάρος των 11 συλληφθέντων της νεοναζιστικής ''Combat 18'' οι οποίες εντάχθηκαν στο πλαίσιο της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης και όχι αυτής της τρομοκρατικής, παρά τα αδιάψευστα ευρήματα που κατασχέθηκαν όπως βόμβες μολότοφ, πλήθος κροτίδων, μαχαίρια, σπαθιά και σουγιάδες, ρόπαλα και σιδερογροθιές, κυνηγετικά όπλα, φιαλίδια βουτανίου. μικροποσότητες ναρκωτικών ουσιών αλλά κυρίως πενήντα (50) κιλά νιτρικής αμμωνίας. Ποσότητα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή εκρηκτικής ύλης ικανή να ανατινάξει ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Και όμως όταν και όποτε έχουμε τέτοιες συλλήψεις και τέτοια ευρήματα προερχόμενα από αυτούς τους χώρους ουδέποτε δεν έχουν συνταχθεί δικογραφίες με βάση τον αντιτρομοκρατικό νόμο.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί γίνεται αυτό; Δεν έχει προβληματίσει κανέναν; Νομίζω ότι είναι πασιφανές πως η απάντηση βασίζεται σε πολιτικά κριτήρια τα οποία ενοχοποιούν το φρόνημα και την ιδεολογία. Αν κοιτάξει κανείς στο 187Α την παράγραφο 1, εδάφιο κβ' φρόντισε ο νομοθέτης να χρήσει τρομοκρατικές τις πράξεις ποινικοποιώντας το φρόνημα, επιβάλλοντας ταυτόχρονα και μια αυστηρότερη ποινική τιμωρία.
Έτσι τα δικαστήρια αντί να κρίνουν πράξεις και πραγματικά γεγονότα έχει τη νομική ευχέρεια να κρίνει αντιλήψεις, ιδέες και φρονήματα οπότε λύνονται και οι απορίες γιατί τους μεν τους κατηγορούμε με τον αντιτρομοκρατικό 187Α και τους δε με το 187, διότι πλέον το ξέρουμε όλοι πως οι νεοναζί και οι φασίστες -και όχι μόνο οι χρυσαυγίτες- ήταν και είναι πάντα με το πλευρό του κράτους. Στήριζαν και στηρίζουν τους πολιτικούς θεσμούς του, στηρίζουν το κεφάλαιο και τους οικονομικούς παράγοντες και δεν επιχειρούν σε καμιά περίπτωση να αλλάξουν θεμελιώδεις συνταγματικές και οικονομικές δομές που λειτουργούν σε βάρος του λαού, ως υπηρέτες της κρατικής συστημικής λειτουργίας του δόγματος ''νόμος και τάξη''.
Το δώρο του ΣΥΡΙΖΑ στον Ερντογάν
Αναρωτιέται κανείς, άσχετα πως το εμφανίζει η αντιτρομοκρατική, για ποιο λόγο
επιχειρήθηκε μια τέτοια ενέργεια με μια τόσο σοβαρή επιχείρηση, με παρακολουθήσεις ημερών, θεαματικές επεμβάσεις σε τρία διαφορετικά σπίτια και ταυτόχρονες συλλήψεις εννέα ατόμων;
Το ερώτημα απαντιέται εύκολα μιας και εδώ και αρκετά χρόνια -από την εποχή πρωθυπουργίας Σαμαρά- έχει υπάρξει μια σαφέστατη μεταστροφή στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας και μια οικονομικά έντονη προσέγγιση, κατευθυνόμενη από παράγοντες και των δύο χωρών προκειμένου να αποκατασταθούν οι πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις ούτως ώστε να επωφεληθούν οικονομικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι σε βάρος των δύο λαών.
Όπως δήλωσε και ο Τ. Ερντογάν στην τελευταία του συνάντηση με τον Α.Τσίπρα οι οικονομικές σχέσεις με την Ελλάδα έχουν φτάσει στα 6,5 δισεκατομμύρια δολάρια και ο στόχος τους είναι να φτάσει τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια. Δυστυχώς και αυτή η κυβέρνηση έχοντας καταστρατηγήσει κάθε έννοια Διεθνούς και Εθνικού δικαίου έκανε ακόμα ένα γενναίο δώρο στον Ερντογάν, θυσιάζοντας τους εννέα Τούρκους αγωνιστές στην διπλωματική και πολιτική σκακιέρα των σκοπιμοτήτων».
Το κίνημα αλληλεγγύης ως πλαίσιο προστασίας των αγωνιστών και των δικαιωμάτων
Το ΤΡΡ ζήτησε, επίσης, από τον δικηγόρο Δημήτρη Σαραφιανό, συνήγορο υπεράσπισης στη δίκη των εννέα Τούρκων και τη δική του άποψη:
«Η δίκη που αρχίζει τη Δευτέρα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων στον Κορυδαλλό αφορά Τούρκους αγωνιστές, επαναστάτες οι οποίοι αντιδρούν στη πλήρη καταπάτηση κάθε έννοιας δημοκρατίας στην Τουρκία.
Το καθεστώς στη Τουρκία εδώ και πολλά χρόνια έχει βάλει στο στόχαστρο όλες τις δυνάμεις της αριστεράς και πλέον μετά το πραξικόπημα προσπαθεί να διαμορφώσει ένα μονοκομματικό καθεστώς ευρύτερο το οποίο είναι πραγματικό απολύτως όμοιο με τις ακροδεξιές χούντες που έχουμε γνωρίσει και στην Ελλάδα.
Οι αγωνιστές αυτοί εδώ και χρόνια έχουν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις που δέχονται από τους γκρίζους λύκους μέσα στις γειτονιές της Κωνσταντινούπολης.
Έχουν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις ασφαλείας και καταστολής οι οποίες επιβάλλουν με την καταστολή το ανελεύθερο ερντογανικό καθεστώς.
Έχουν να αντιμετωπίσουν τον πόλεμο στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας που προσπαθούν να εξαφανίσουν κάθε δυνατότητα αυτονομίας και αυτοκαθορισμού των ίδιων των Κούρδων στις περιοχές αυτές.
Τα γεγονότα είναι γνωστά. Όλοι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι τοπικών κοινοτήτων στη νοτιοανατολική Τουρκία έχουν συλληφθεί. Έχουμε ήδη σε εξέλιξη μεγάλες δίκες.
Έχουν συλληφθεί πριν από το πραξικόπημα, τρία χρόνια πριν, οι εκπρόσωποι
συνδικαλιστές των εργατικών σωματείων όπως και τα μέλη της μεγάλης οργάνωσης των δημοσίων υπαλλήλων.
Έχουν συλληφθεί δικηγόροι οι οποίοι μάχονται για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Όλοι αυτοί έχουν συλληφθεί και αφέθηκαν ελεύθεροι για να ξανασυλληφθούν μετά το πραξικόπημα.
Συνελήφθησαν όχι μόνο οι δικηγόροι που ασχολούνταν με τις δίκες αυτές, αλλά και οι δικηγόροι των δικηγόρων, διότι όπως έχει πει ο πρόεδρος της Τουρκίας οποίος υπερασπίζεται ''τρομοκράτες'' είναι και ο ίδιος ''τρομοκράτης''.
Και βεβαίως τρομοκράτης στην Τουρκία χαρακτηρίζεται οποίος είναι αντίθετος στο καθεστώς.
Το γεγονός ότι τόσο η ελληνική κυβέρνηση συνέλαβε αυτούς τους αγωνιστές κατά την περίοδο της επίσκεψης του προέδρου Ερντογάν από την Τουρκία στην Ελλάδα, προσφέροντας τους ουσιαστικά ως θυσία στο πρόεδρο που έρχονταν εδώ, μία κυβέρνηση που εξακολουθεί να επικαλείται, επί ματαίω φυσικά, το όνομα της αριστεράς είναι προφανές ότι διαμορφώνει μία πάρα πολύ κακή παρακαταθήκη για τα δημοκρατικά δικαιώματα στην Ελλάδα.
Το γεγονός ότι οι διωκτικές αρχές βάζουν στο στόχαστρο αυτούς τους ανθρώπους και δεν είναι η πρώτη φορά είναι πραγματικά μία πολύ κακή παρακαταθήκη για τα δικαιώματα όλων όσων αγωνίζονται και στην Ελλάδα.
Πιστεύουμε ότι το μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης που αναπτύσσεται απέναντι σε αυτές τις διώξεις για μία ακόμα φορά -και δεν είναι η πρώτη- να εξασφαλίσει ένα πλαίσιο προστασίας αυτών των αγωνιστών.
Πλαίσιο προστασίας αναγκαίο και απαραίτητο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων όλων μας».