Του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, Διευθυντή του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας
μέρος του αφιερώματος του TPP στη δίκη της Χρυσής Αυγής
Η ιστορική σημασία της απόφασης του δικαστηρίου ήταν, από την μία, αποτέλεσμα της συγκινητικής, συλλογικής δουλειάς της πολιτικής αγωγής σε νομικό επίπεδο και της άοκνης και θαρραλέας ερευνητικής δημοσιογραφίας που μέσα από συστηματική έρευνα χρόνων συνέδεσε τα κομμάτια ενός πολύπλοκου παζλ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, αυτό που όλοι γνωρίζαμε για την εγκληματική φύση της Χρυσής Αυγής, να μπορεί να αντιστοιχηθεί με το νομικό οπλοστάσιο και να σταθεί στέρεα απέναντι στη νομική κρίση της έδρας.
Δίπλα στο νομικό μέτωπο, από την άλλη, αναπτύχθηκε όμως και ένα υποδειγματικό κίνημα υπέρ της απόδοσης δικαιοσύνης, το οποίο διαπέρασε ετερόκλιτα ακροατήρια μέσα σε συνθήκες πανδημίας και κατάφερε να ρίξει τα φώτα στην αναμενόμενη ετυμηγορία, πολύ πριν την τελευταία βδομάδα που κινητοποιήθηκαν τα ΜΜΕ. Αυτό ήταν το ουσιαστικό «δημοκρατικό τείχος», που δεν χτίστηκε πάνω σε θεμέλια κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά πάνω στο βαθύτερο πολιτικό επίδικο: την απόδοση δικαιοσύνης και την κατάδειξη του εγκληματικού ρόλου της Χρυσής Αυγής (ναι, είναι βαθιά πολιτικό αυτό το επίδικο και σίγουρα δεν είναι το μόνο). Η συγκρότηση ενός τέτοιου κινήματος με ένα αίτημα που δεν αποτελεί πλατφόρμα ιδεολογικής συμφωνίας, που να θέτει προϋποθέσεις και να αποκλείει, αλλά επικεντρώνει στον στόχο είναι δείγμα ωριμότητας.
Είναι μυωπικό κάτι τέτοιο; Είναι αφελές; Είναι απολίτικο; Κατά την άποψή μου είναι ακριβώς το αντίθετο από τους παραπάνω επιθετικούς προσδιορισμούς. Γιατί για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για το τί συνέβη τα προηγούμενα χρόνια που η Χρυσή Αυγή είχε βρει τεράστιο χώρο να αναπτύξει την εγκληματική της δράση και ταυτόχρονα να αποτελέσει ισχυρό πόλο μέσα στο πολιτικό σύστημα, προϋπόθεση ήταν η καταδίκη της. Και είναι αυτή η ιστορική απόφαση της 7ης Οκτωβρίου που μας δίνει τον ζωτικό χώρο για αναστοχασμό σχετικά με το τί πραγματικά συνέβη τα προηγούμενα χρόνια. Η συζήτηση που πρέπει να γίνει πλέον θα λάβει χώρα με άλλους όρους, που δεν ήταν αυτονόητοι πριν από εκείνη την Τετάρτη.
Αναμένοντας την κρίση του δικαστηρίου για τον ανασταλτικό χαρακτήρα των ποινών, έχει σημασία να γίνει ένας αναστοχασμός σχετικά με το πώς φτάσαμε ως εδώ, όχι για λόγους ουδέτερης ιστορικής καταγραφής, αλλά από βαθιά ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τον φασισμό ως φαινόμενο που ως σήμερα μπορεί να εμφανιζόταν με την εικόνα του χρυσαυγητισμού, όμως μπορεί να αλλάζει μορφές και να συνεχίζει να δηλητηριάζει την ελληνική κοινωνία.
Παρακάτω θα παραθέσω κάποιες σκέψεις:
- Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν έλαβε χώρα σε κενό αέρος, αλλά σε συνθήκες όπου επί δεκαετίες είχε διαμορφωθεί ένα υπόστρωμα ρατσισμού, μισαλλοδοξίας και φόβου του «άλλου» στην ελληνική κοινωνία. Η αναγωγή των μεταναστών/ριών σε αποδιοπομπαίο τράγο για προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας ήταν το απαραίτητο καύσιμο για την ανάδυση του φασισμού. Η απόδοση «ταυτοτήτων» και ο χαρακτηρισμός με βάση αυτές των «υπαιτίων» για τα δεινά της Ελλάδας, δημιούργησε ένα κλίμα τοξικότητας στην κοινωνία που έγινε κυρίαρχο στο δημόσιο λόγο, από τα καφενεία και τις πλατείες μέχρι τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Αυτή την τοξικότητα την βλέπουμε σήμερα εν έτει 2020 αναβαθμισμένη, και όχι αποδυναμωμένη, τη στιγμή που στους πρόσφυγες αποδίδονται οι ρόλοι των «μη συμβατικών όπλων του Ερντογάν» ενώ για όσους/ες υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους τους αποδίδονται κατηγορίες «πέμπτης φάλαγγας» και «μαλακού υπογαστρίου στην χώρα μας. Όσο συνεχίζει και υπάρχει αυτή η κυριαρχία στο δημόσιο λόγο, όπου αυτοί/ες που είναι διαφορετικοί/ες από τον εαυτό μας όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, θα υπάρχει και η πρώτη ύλη του φασισμού και η κινητήριος δύναμη του επόμενου φορέα που θα θέλει να παίξει τον ρόλο της Χρυσής Αυγής.
- Όμως ο φασισμός ως φαινόμενο δεν είναι ζήτημα μόνο ή κυρίως identity politics. Χωρίς τη διαμόρφωση συνθηκών φτωχοποίησης και κοινωνικής περιθωριοποίησης πλατιών στρωμάτων της κοινωνίας δυσκολεύεται να βρει γόνιμο έδαφος. Η οικονομική και κοινωνική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, το κοινωνικό σοκ των πολιτικών που ακολουθήθηκαν και η κοινωνική κατάρρευση παρείχε άπλετο χώρο στην ανάδυση της Χρυσής Αυγής. Αυτό το γνωρίζουμε καλά στις γειτονιές της Αθήνας και των υπόλοιπων αστικών κέντρων, όπου η Χρυσή Αυγή οικειοποιήθηκε τις αξίες της αλληλεγγύης και έριξε γέφυρες στα κοινωνικά στρώματα που έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Τα ρήγματα που δημιούργησε η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η Χρυσή Αυγή θέλησε να τα γεμίσει με «αλληλεγγύη μόνο για Έλληνες, με τους δικούς της όρους και το δικό της πρόσημο. Αρκεί κάποιος/α να παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση» της Ανζελίκ Κουρούνη, για να διαπιστώσει το πώς οι υλικές επιπτώσεις της κρίσης έδωσαν ζωτικό χώρο στην ενίσχυση του φασισμού. Άλλωστε η ιστορική εμπειρία της Γερμανίας του μεσοπολέμου και του τί ακολούθησε μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, είναι τρανό παράδειγμα.
- Η Χρυσή Αυγή όμως αντλούσε δύναμη τη δύναμη της και από την εγκληματική της δράση στα πεζοδρόμια όπου τραμπούκιζε, ξυλοκοπούσε, μαχαίρωνε και τρομοκρατούσε μέσω των Ταγμάτων Εφόδου όσους δεν της ήταν αρεστοί. Το κομμάτι της βίας, εγγενές στη ναζιστική της ιδεολογία, αποτελούσε τρόπο στρατολόγησης από την μία ανθρώπων που αναζητούσαν τη «δύναμη» και την «αναγνώριση» μέσα από την αγέλη, ενώ από την άλλη της φιλοτεχνούσε την εικόνα των «τιμωρών» απέναντι σε όσους θεωρούνταν υπεύθυνοι για τα δεινά της κοινωνίας. Χωρίς την κάλυψη των εγκλημάτων αυτών από τις αστυνομικές αρχές και χωρίς την ανοχή από τη δικαιοσύνη, μέχρι και τη δολοφονία του Π. Φύσσα, δεν θα μπορούσε η Χρυσή Αυγή να αξιοποιήσει αυτό το πεδίο. Το «συστημικό» δέσιμο της εγκληματικής οργάνωσης με θεσμούς της ελληνικής πολιτείας και η αμεριμνησία των τελευταίων αποτέλεσε το κρίσιμο συστατικό για τα πογκρόμ της Χρυσής Αυγής. «Περάστε ένα βράδυ κυνηγώντας τους υπαίτιους για τα δεινά μας, βγάλτε τα απωθημένα σας πάνω τους, χωρίς να διατρέχετε κανέναν κίνδυνο από την αστυνομία και τη δικαιοσύνη ,και το επόμενο πρωί γυρίστε, κύριοι, στη δουλειά σας και τη ζωή σας, σαν να μην συμβαίνει τίποτα». Αυτό θα μπορούσε να είναι το διαφημιστικό μότο της οργάνωσης, που της το πρόσφερε απλόχερα η ελληνική πολιτεία για χρόνια. Αν δεν σπάσει αυτός ο δεσμός μεταξύ της ακροδεξιάς με τους θεσμούς της ελληνικής πολιτείας, η καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης θα είναι απλά μία σελίδα στο μακρύ βιβλίου της φασιστικής βίας στην χώρα μας. Τώρα είναι η ώρα να σπάσει το απόστημα, τώρα είναι η ώρα να βάλουμε το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων.
- Πρόσφατα έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Πόλις, το βιβλίο «Βερολίνο 1933: Η στάση του διεθνούς τύπου απέναντι στον Χίτλερ». Οποιαδήποτε ομοιότητα με την στάση των ελληνικών ΜΜΕ την περίοδο της ανόδου της Χρυσής Αυγής δεν είναι τυχαία. Η κανονικοποίηση της Χρυσής Αυγής μέσω life-style αφιερωμάτων στα ελληνικά μίντια και η ταυτόχρονη υπονοούμενη κατανόηση των εγκληματικών ενεργειών της οργάνωσης πάνω στο αφήγημα της «εισβολής λαθρομεταναστών» ήταν ένα σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα. Αν υπάρχει λόγος να θεωρούμε τη δημοσιογραφία λειτούργημα σήμερα, θα ήταν σημαντικό όσοι/ες επιτελούν το ρόλο αυτό, να αποφεύγουν συγκυριακές και ευκαιριακές αποτυπώσεις των φαινομένων και να έχουν στοιχειώδη επίγνωση του φασισμού ως κοινωνικό φαινόμενο με ιστορικό παρλεθόν, παρόν και ενδεχομένως μέλλον, αν ακολουθήσουν τις πρακτικές των περασμένων πρόσφατων χρόνων.
Αναμένοντας την λήξη της δίκης, τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Από την μία η ανακούφιση για την απόφαση της έδρας στις 7 Οκτωβρίου, από την άλλη οι πληγές και η οργή για τα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια και έχουν χαραχτεί με τρόπο ανεξίτηλο στην μνήμη μας. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να ξεχάσουμε τί συνέβη στην Ελλάδα στα χρόνια της ανόδου της Χρυσής Αυγής. Η ιστορία δεν μπορεί να ξαναγραφτεί, είναι πολύ πρόσφατες οι μνήμες και παρά τις διαφορετικές αναλύσεις, οι ευθύνες είναι δεδομένες. Στα πολλαπλά συναισθήματα που προκάλεσε η 7η Οκτωβρίου πρέπει να προστεθεί και ένα άλλο: Το άγχος. Αυτό το άγχος που προκαλείται από την ανάγκη εγρήγορσης για να ξεριζώσουμε τον φασισμό από κάθε πτυχή της ελληνικής κοινωνίας, ένα άγχος προωθητικό και απελευθερωτικό. Να μάθουμε από τα διδάγματα, τα λάθη και τις παραλείψεις για να μην ξαναβιώσουμε αυτόν τον εφιάλτη.