του Θάνου Καμήλαλη
Με διαδικασίες – εξπρές, όπως και η τροπολογία που κατέθεσε η «δεν εκβιαζόμαστε, αλλά» κυβέρνηση, ένα θέμα του ποδοσφαίρου έγινε εθνικό ζήτημα. Η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, ερευνώντας καταγγελία του Ολυμπιακού και έχοντας στη σύνθεσή της μέλη που είχαν επιλεγεί από τον υφυπουργό Αθλητισμού, Λευτέρη Αυγενάκη, βρήκε ζήτημα συνιδιοκτησίας μεταξύ του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης και αποφάσισε την ποινή του υποβιβασμού. Ακολούθησε ένα μικρό χάος, με οργισμένες ανακοινώσεις από ΠΑΟΚ και τοπικούς άρχοντες της Θεσσαλονίκης, η διαγραφή του Θοδωρή Ζαγοράκη από την ευρωομάδα της ΝΔ επειδή αντέδρασε, η κυβερνητική παρέμβαση για αλλαγή του νόμου (είναι που το ποδόσφαιρο είναι αυτοδιοίκητο), η εξαφάνιση του Αυγενάκη και στη συνέχεια η οργή του Ολυμπιακού.
Τελικά, αυτό που θα συμβεί είναι ότι όλοι θα μπορούν να λένε αυτό που τους βολεύει. Οι ομάδες θα αισθάνονται αδικημένες, οι οπαδοί θα φωνάζουν μόνο για τα συμφέροντα της ομάδας του και ενάντια στην απέναντι «παράγκα», η κυβέρνηση προσπαθεί να ζημιωθεί όσο λιγότερο γίνεται πολιτικά και στις σχέσεις της με τους ιδιοκτήτες των ΠΑΕ. Α, και στην ονομαστική ψηφοφορία για την τροπολογία, για την οποία η ΝΔ φαίνεται να ζήτησε αυστηρή κομματική πειθαρχία, έλειπε εντελώς ο Αντώνης Σαμαράς. Μία ωραία ατμόσφαιρα…
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα τεκταινόμενα στο ελληνικό ποδόσφαιρο γίνονται μείζον ζήτημα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Δεν έχει άλλωστε περάσει πολύς καιρός από την είσοδο του Ιβάν Σαββίδη στο γήπεδο με πιστόλι στο παντελόνι και βουλευτές (ένας εκ των συγκυβερνητών, ΑΝΕΛ, τότε) έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν μέχρι και ότι «δεν υπήρξε όπλο». Ούτε φυσικά πρόκειται για «μεμονωμένα περιστατικά». Με το ποδόσφαιρο έχουν ασχοληθεί ολιγάρχες που βρέθηκαν στο επίκεντρο σκανδάλων (π.χ Κοσκωτάς, Βγενόπουλος) και πολλοί ακόμα για τους οποίους υπήρχαν ψίθυροι και «αστικοί μύθοι» ότι εκμεταλλεύονταν την προνομιακή τους θέση για την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων. Στην καλύτερη περίπτωση, έριχναν λεφτά και κέρδιζαν δόξα και «κούπες». Την ίδια ώρα, εδώ και δεκαετίες υπάρχουν ψίθυροι ή κραυγές ή δικαστικές υποθέσεις για στημένα παιχνίδια, από τις φωνές για την «παράγκα του Σωκράτη», μέχρι τις υποθέσεις Coriopolis.
Παράλληλα, κοινός τόπος είναι οι ρυθμίσεις με σκοπό την αποφυγή υποβιβασμού, με το μάτι κυρίως σε μεγάλες ομάδες (και μικρότερες να επωφελούνται). Ενώ, για παράδειγμα, το 1999 υπήρχε νόμος για τη «διαδικασία εκκαθάρισης» που προέβλεπε απαλλαγή από χρέη με ταυτόχρονο υποβιβασμό στην Δ’ Εθνική κατηγορία, μόλις δύο χρόνια μετά, ο Ευάγγελος Βενιζέλος αλλάζει τον νόμο βγάζοντας από την εξίσωση τον υποβιβασμό, σώζοντας τις ΚΑΕ ΠΑΟΚ και Άρη (ο Βενιζέλος εκλεγόταν επί χρόνια στη Θεσσαλονίκη).
Το τελευταίο διάστημα μάλιστα, με πολλές ομάδες σε κάκιστη οικονομική κατάσταση και τις αφαιρέσεις βαθμών να διαδέχονται η μία την άλλη, η κατάσταση εκτραχύνθηκε και πλέον κάθε χρόνο, φτάνουμε σε ένα σημείο που όλοι αναρωτιούνται αν θα τελειώσει το πρωτάθλημα. Είναι η περίοδος που κάθε κυβέρνηση, συνήθως μετά από εκτεταμένα επεισόδια, υπόσχεται «να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο», κλιμάκια των διεθνών ομοσπονδιών επισκέπτονται την Ελλάδα, υπάρχει κίνδυνος να αποβληθούν οι ελληνικές ομάδες από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, τελικά αλλάζουν ελάχιστα και πρόσκαιρα, οπότε πάλι από την αρχή.
Με μία λέξη: βούρκος, μέσα στον οποίον κυλιούνται οι ολιγάρχες που έχουν ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με την κυβέρνηση, η κυβέρνηση επειδή βρίσκεται σε ανοιχτή γραμμή με ολιγάρχες, οι οπαδικοί στρατοί έτοιμοι να κινητοποιηθούν ανά πάσα στιγμή και, δυστυχώς, μία μεγάλη μάζα ατόμων που θα μπορούσε να ψηφίσει μόνο με ποδοσφαιρικό κριτήριο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, μίλησε για κίνδυνο απώλειας της «κοινωνικής συνοχής» και η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, καταθέτοντας την τροπολογία έκανε λόγο για «στάση ευθύνης προς αποφυγή εθνικού διχασμού». Προκλητική δήλωση η πρώτη, τεράστια υπερβολή η δεύτερη. Αλλά: Πόσο μακριά από την αλήθεια; Δηλαδή, πόσο απίθανό είναι, ένας υποβιβασμός του ΠΑΟΚ, με τέτοιες συνθήκες, να κινητοποιήσει μεγάλες συγκεντρώσεις και να επηρεάσει τα (πολύ μεγάλα ποσοστά) της ΝΔ στη Βόρεια Ελλάδα; Και, πόσο απίθανο είναι οι μεγαλύτερες αντικυβερνητικές συγκεντρώσεις να πραγματοποιούνταν για ένα ποδοσφαιρικό ζήτημα και όχι για θέματα Υγείας, Παιδείας, Οικονομίας κλπ.;
Ρητορικά μάλλον τα ερωτήματα και καθόλου ευχάριστη η απάντηση. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Για τον λόγο που συμβαίνουν πολλά ακόμα στην Ελλάδα: Τη διαπλοκή και το κρατικοδίαιτο «επιχειρείν». Το πρώτο δεν θέλει και πολύ μεγάλη εξήγηση: Ολιγάρχες επηρεάζουν κόσμο, ο κόσμος ψηφίζει, οι ολιγάρχες επομένως έχουν δύναμη και διαπραγματεύονται με την κυβέρνηση. Ίδια ακριβώς κατάσταση με το τοπίο των ΜΜΕ. Για του λόγου το αληθές, κάντε μια βόλτα στα μέσα που ελέγχει ο Βαγγέλης Μαρινάκης και αυτά του Ιβάν Σαββίδη για να δείτε πώς παρουσίασαν την υπόθεση. Όλως τυχαίως, με το χρώμα και τη μονομέρεια που εξυπηρετεί τους ιδιοκτήτες τους. Όλως τυχαίως επίσης, την ίδια μέρα με την κυβερνητική ανακοίνωση, βγήκε «αποκάλυψη βόμβα» για τις μειώσεις στο ασφαλιστικό, από τα μέσα του Μαρινάκη.
Το δεύτερο, έχει να κάνει με το ίδιο το προϊόν. Αυτό το θέαμα και αυτή η κατάσταση, μπορεί να κινητοποιεί μεν, δεν πουλάει δε. Είναι, και πάλι όπως τα ΜΜΕ, μία ομάδα από -κατά συντριπτική πλειοψηφία- ζημιογόνες επιχειρήσεις, που βασίζονται στα χρήματα ολιγαρχών και συχνά σε κρατική στήριξη, για να μπορούν οι ιδιοκτήτες μέσω της επιρροής που ασκούν στα πλήθη να εξυπηρετούν παράλληλα άλλα συμφέροντα. Μία κατάσταση που ήταν πάντα έτσι, που οι ίδιοι οι ολιγάρχες δεν έχουν κανένα λόγο να αλλάξουν και καμία σύνθεση του πολιτικού συστήματος μέχρι σήμερα δεν έχει δείξει έμπρακτα, συλλογική πυγμή για να διαλύσει. Για πολλούς που έχουν απαυδήσει με όλα αυτά, συχνά ως λύση αναφέρεται η επιστροφή στον μη καπιταλιστικό, ερασιτεχνικό αθλητισμό. Αλλά υπάρχει και η εμπορική λύση, που προβλέπει ότι Πολιτεία και ποδοσφαιρική κοινωνία, οι φίλαθλοι δηλαδή, θα πρέπει να υποχρεώσουν τους «τρελούς τους προέδρους» να φτιάξουν ένα πρωτάθλημα που θα είναι άθλημα. Μέχρι τότε, απλά θα σοκαριζόμαστε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με χαριστικές ρυθμίσεις σε ΠΑΕ, με την ασυλία των «Προέδρων» και με υποσχέσεις για «αλλαγές», ενώ οι οπαδοί θα μαλώνουν μεταξύ τους για «τότε που σας χάρισαν τα χρέη» και «τι μιλάτε εσείς ρε που τότε σας χάρισαν το πρωτάθλημα».
«Και γιατί τόσες λέξεις για την μπάλα;» θα ρωτήσει κάποιος. Πρώτον, γιατί το ζήτημα είναι σε τέτοιες περιπτώσεις ξεκάθαρα πολιτικό και κοινωνικό. Δεύτερον, γιατί η μπάλα δεν παίζεται στο γήπεδο. Παίζεται σε κλειστές αίθουσες, μεταξύ ισχυρών κέντρων εξουσίας, με σκοπό την εξυπηρέτηση συμφερόντων των λίγων και ισχυρών, με φωτογραφικές ρυθμίσεις, εις βάρος αλλά και με την παράλληλη εξασφάλιση της συναίνεσης των πολλών, με «πυρηνικά» όπλα την προπαγάνδα, τον φανατισμό και το «διαίρει και βασίλευε». Στο τέλος, ή έστω ο καθένας με τη σειρά του, κερδίζουν αυτοί που κερδίζουν πάντα, στις πλάτες ρομαντικών, παραπλανημένων ή φανατικών υποστηρικτών.
Αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι, τότε θα πρέπει να είναι σαφές ότι δεν μιλάμε μόνο για την μπάλα.