Η φράση του τίτλου, ως “Μπορεί να είναι κάθαρμα, αλλά είναι το δικό μας κάθαρμα”, (may be a son of a bitch, but he’s our son of a bitch) αποδίδεται συνήθως στον πρόεδρο Ρούσβελτ των ΗΠΑ, και, πάλι συνήθως, λέγεται ότι ειπώθηκε για τον δικτάτορα της Νικαράγουας, Αναστάζιο Σομόζα. Ομως, και στον καιρό της θεοποίησης της Αστικής Δημοκρατίας, δεν έχουν εκλείψει τα “δικά τους καθάρματα” – γιατί πώς αλλοιώς να εξηγήσει κανείς τη στάση του συστημικού Τύπου της Δύσης έναντι του Μακρόν; Ακόμη περισσότερο, πως να εξηγήσει την στάση των “νομοταγών πολιτών” που συντρέχουν με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ τον αστυνομικό δολοφόνο του 17χρονου Ναέλ; Καποια καθάρματα παραμένουν “δικά τους καθάρματα”.

Στηρίζοντας τον Μακρόν

Αξίζει να ρίξει κανείς μια ματιά στην γαλατική ευγένεια που επέδειξε ο διεθνής συστημικός Τύπος έναντι του Εμμανουέλ Μακρόν και στη στήριξη που παρέχουν οι “νομοταγείς πολίτες” στο δολοφόνο αστυνομικό, στη Γαλλία, στα “δικά τους καθάρματα”. Και δεν μπορεί, βλέποντάς τα, και με δεδομένη την καταστολή και την άρνηση βασικών δικαιωμάτων στους πολίτες, πια, παρά να σκεφτεί κανείς, αν όλα αυτά συνέβαιναν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, από την Ουγγαρία και την Ινδία ως την Τουρκία, πόσες ευθύνες δεν θα έπεφταν κατευθείαν στον, εκλεγμένο, ηγέτη από τα ίδια μέσα. 
Πρώτο πρώτο το Politico, που τα βάζει με αριστερά και δεξιά για χάρη του: “Τα επεισόδια είναι κατ’ ένα τρόπο εναντίον της Γαλλίας” (The riots are in a sense anti-France) και βεβαίως, φταίει η αστυνομική βία, από μόνη της, για όσα συμβαίνουν, από την εποχή των κίτρινων γιλέκων ως σήμερα και έχει βάλει το χεράκι της και “η άκρα αριστερά” που “συντηρεί σχέσεις” με τη νεολαία των κολασμένων. Ακόμη παραπέρα η ακροδεξιά “δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη” των Γάλλων με προέλευση από τις πρώην αποικίες – το τι ακριβώς τους κάνει ο Μακρόν δεν το συζητάει καθόλου. 
Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο και η Ουάσιγκτον Ποστ, που γράφει πως “Τα επεισόδια ανοίγουν δρόμο για την ακροδεξιά” (France’s riots create opening for the far right) – σε τι διαφέρει αυτή η “ακροδεξιά” από το Μακρόν είναι κάτι που και πάλι δεν ενδιαφέρει. Εκείνο που ενδιαφέρει, και καταγράφουν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης είναι η “πρόκληση για το Μακρόν” (challenge for Macron) η δολοφονία του αλγερινής καταγωγής εφήβου Ναέλ Μερζουκ,  κι αυτό γιατί δε φταίει το κράτος, δε φταίει ο Μακρόν, φταίει η αστυνομία, και “δεν έχουν αρκετή εκπαίδευση” (got no training) οι γάλλοι αστυνομικοί. 
Λίγο πιο …ταξική η Γκάρντιαν, κάνει λόγο για σύγκρουση ανάμεσα σε “έχοντες και μη έχοντες” (haves and have -nots) για όσα συμβαίνουν στη Γαλλία, τα οποία και ήρθαν στην επιφάνεια λόγω της δολοφονίας, αλλά και πάλι με το ρατσισμό να καταγράφεται ως πρόβλημα κυρίως στην αστυνομία, και όχι ως συστημικός ή, μακριά από μας, κάτι που εκτρέφουν οι πολιτικές Μακρόν. Από την άλλη, κι η Γκάρντιαν βλέπει ως πρόκληση για τον Μακρόν όσα συνέβησαν – κριτική μηδέν στο πρόσωπό του.
Η κρυφή αγάπη όλων, ως και των ιαπώνων, για τον Μακρόν γίνεται δήλωση έρωτα στη Λε Μοντ, που βλέπει …ενσυναίσθηση, σταθερότητα και υπενθύμιση του ηθικού στη στάση του Γάλλου προέδρου, που λαμβάνει και εύσημα διότι “ξενυχτούσε κάθε βράδυ” – λες και δεν ήταν δική του δουλειά να ξενυχτήσει όπως ξέστρωσε. Πολύ λίγοι υπενθυμίζουν τις ευθύνες των κυβερνήσεων, το άθλιο αντιδημοκρατικό παλμαρέ του Μακρόν, από τα Κίτρινα Γιλέκα ως τις διαδηλώσεις κατά του “αποφασίζομεν και διατάσσομεν” συνταξιοδοτικού νόμου, κι ακόμη λιγότεροι στέκονται στον εκατονταπλασιασμό των ενόπλων επιθέσεων της αστυνομίας κατά άοπλων πολιτών, την τελευταία πενταετία στη Γαλλία. 


Στηρίζοντας την Αστυνομοκρατία

Οι ευθύνες της αστυνομίας είναι δεδομένες, αλλά το εν λευκώ της έχει ήδη δοθεί από τους πολιτικούς, και με την ανοχή της λευκής κοινής γνώμης.
Τα προάστια των κολασμένων, banlieues στη γαλλική, είναι 1.300 σε ολόκληρη τη Γαλλία, με πάνω από πέντε εκατομμύρια κατοίκους, κυρίως νέους, με τους μισούς κάτω των 18 ετών να ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Μετά τις μεγάλες αντιδράσεις του 2005, και πάλι λόγω της αστυνομικής βίας,  όχι μόνον δε λύθηκαν τα συστημικά προβλήματα που είχαν εντοπιστεί, αλλά ενισχύθηκε νομοθετικά ακριβώς η αστυνομική βαρβαρότητα: χαρακτηριστικά, ο “σοσιαλιστής” Ολάντ πέρασε, το 2017, νόμο που επιτρέπει στην αστυνομία να χρησιμοποιεί τα όπλα της όχι μόνο για αυτοάμυνα αλλά και οποτεδήποτε κάποιος αρνείται να ακολουθήσει τις εντολές των αστυνομικών. Ήταν ο ίδιος νόμος που επέτρεπε στους αστυνομικούς να καλύπτουν τα πρόσωπά τους – ώστε να μην έχουν συνέπειες – και που αύξανε τα κονδύλια εξοπλισμού της αστυνομίας κατά 223 εκατομμύρια ευρώ. Ο τότε πρωθυπουργός, Μπερνά Καζνέφ, είχε τονίσει πως το κράτος “όφειλε να λάβει μέτρα ώστε να επιδεικνύεται στην αστυνομία ο σεβασμός που της αξίζει. Μέχρι τότε ο νόμος επέτρεπε στους αστυνομικούς να χρησιμοποιούν τα όπλα τους για αυτοάμυνα, όταν η ζωή άλλου πολίτη ήταν υπό άμεσο κίνδυνο ή όταν τόπος ή συγκέντρωση στην οποία ασκούσαν τα καθήκοντά τους δεχόταν (ένοπλη) επίθεση. Μετά την ψήφιση του νόμου, μπορούν να χρησιμοποιούν τα όπλα τους όταν “μπορεί να διαφύγει κάποιος που αποτελεί κατά την άποψή τους κίνδυνο για άλλους” αλλά και “όταν δεν έχουν άλλο τρόπο να σταματήσουν όχημα του οποίου οι επιβάτες είναι πιθανόν να αποτελούν κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα άλλων”. Ήταν τόσο γενικόλογος ο νόμος που μέχρι και ο ΟΗΕ είχε ζητήσει από τη Γαλλία να τον επανεξετάσει – έκκληση που επαναλήφθηκε και τώρα, χωρίς αποτέλεσμα. 

Η δεξιά πίεζε, την περίοδο που συζητούνταν ο συγκεκριμένος νόμος, για ακόμη περισσότερα κι αυστηρότερα, είναι αλήθεια. Ο Αλαίν Ζυπέ κι ο Νικολά Σαρκοζί μιλούσαν για αδυναμία διακυβέρνησης της χώρας. Οι ακροδεξιοί είχαν βγει στο δρόμο να υποστηρίξουν την περισσότερη αστυνομοκρατία, στο πλευρό και των αστυνομικών, ενώ οι σχετικές δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι πάνω από 80% των γάλλων βλέπει θετικά το έργο της αστυνομίας – ήταν άλλωστε η περίοδος μετά τις επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους στη Γαλλία, το Νοέμβριο του 2015. Ο Ανρί Λεκλέρκ, πρόεδρος της γαλλικής λίγκας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είχε πει χαρακτηριστικά τότε πως “η αστυνομία έχει πια άδεια να σκοτώνει”.
Από τον νόμο αυτό, από το 2017 και μετά, όμως, η ενίσχυση του ρόλου και των εξουσιών της αστυνομίας οδήγησε σε περισσότερες δολοφονίες αθώων, στην πλειονότητά τους σκουρόχρωμων, αραβικής ή αφρικανικής καταγωγής γάλλων. Από το 2017 έχουν πενταπλασιαστεί, ετησίως, οι ένοπλες επιθέσεις αστυνομικών κατά πολιτών σε οχήματα – αυτοκίνητα ή μηχανές. Σύμφωνα με τη Λιμπερασιόν, αυτός ο νόμος βρίσκεται πίσω από τις περισσότερες δολοφονίες πολιτών από την αστυνομία. Οι στατιστικές δείχνουν σε ποιο σημείο η αστυνομία έχει αποχαλινωθεί: τα περιστατικά ανυπακοής οδηγών έχουν αυξηθεί κατά 35% αλλά οι θανάσιμοι πυροβολισμοί κατά οχημάτων από αστυνομικούς έχουν ξεπεράσει το 350%. «Ο νόμος του 2017 βάζει σε μεγαλύτερο κίνδυνο τις ζωές των πολιτών, με υπεύθυνη την αστυνομία», θα πουν οι ερευνητές. 

Η δολοφονία του 17χρονου παιδιού, του Ναέλ, είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Ο αστυνομικός που τον δολοφόνησε διώκεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση και η προανάκριση δείχνει ότι δεν υπήρχε κανένας ρόλος να πυροβολήσει. Η υπερασπιστική του γραμμή, ότι κινδύνευε κι αυτός κι η συνάδελφοί του, διαψεύδεται από το βίντεο των γεγονότων. Ο συγκεκριμένος αστυνομικός έχει επιδείξει ρατσιστική συμπεριφορά και στο παρελθόν. Και όμως, χιλιάδες πολίτες έτρεξαν να καταθέσουν χρήματα υπέρ του, και υπέρ της οικογένειάς του. Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχουν συγκεντρωθεί 1,6 εκατομμύρια ευρώ για την οικογένεια του αστυνομικού, από τα οποία το γαλλικό κράτος θα λάβει το 60%, δηλαδή περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ.
Δε χρειάζεται να αναλύσει κανείς γιατί η συμμετοχή του κράτους στην ενίσχυση του αστυνομικού και της οικογένειάς του, δίνει σαφέστατο μήνυμα και στην δικαιοσύνη και στην κοινωνία.  Μήνυμα που ενισχύθηκε από την παρουσία ακροδεξιών στο πλευρό της αστυνομίας, όλες τις νύχτες των επεισοδίων – δεν είναι λίγοι όσοι τραυματίστηκαν σοβαρά από τα μπαστούνια του μπέιζμπολ των φασιστών σε διάφορες γαλλικές πόλεις. Η αστυνομία χάρηκε πολύ, και κανείς των ενόχων για αυτούς τους τραυματισμούς δεν συνελήφθη. Στο Λοριάν, στα δυτικά της χώρας, αποδείχθηκε μάλιστα ότι πολλοί από όσους κατέβηκαν στο δρόμο προς ενίσχυση της αστυνομίας, ήταν άνδρες εκτός υπηρεσίας του γαλλικού ναυτικού, που η αστυνομία τους άφησε να φύγουν “γιατί τη βοηθούσαν” παρότι “ήταν λίγο άγριοι”.

Ο Σαμουέλ Τυσσώ γράφει πως «ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν και η πρωθυπουργός του, Ελιζαμπέθ Μπορν… ηθελημένα ενίσχυσαν την άκρα δεξιά και τις φασιστικές δυνάμεις εντός των κρατικών δομών και της γαλλικής πολιτικής σκηνής», και συνεχίζει υπενθυμίζοντας όλα όσα γίνονται και ενισχύουν ολοκληρωτικές δομές, αφαιρώντας δικαιώματα από τους πολίτες – κάτι που, αξίζει να αναφέρουμε, ο Μακρόν δεν το κάνει για πρώτη φορά. Τα όρια μεταξύ ακροδεξιάς και μακρονικής δεξιάς δεν είναι καθόλου σαφή πια και, εν ανάγκη, τα συγκοινωνούντα δοχεία επαναλειτουργούν σε αγαστή συνεργασία, με την αστυνομία να παραμένει στο απυρόβλητο. Όταν η ένωση των αστυνομικών χαρακτήρισε “ορδές αγρίων” τους νεαρούς στο δρόμο, και μίλησε για “πόλεμο” η κυβέρνηση δεν βρήκε τίποτα αρνητικό στις δηλώσεις.
Αντιθέτως, Μακρόν και Νταρμανίν, ο υπουργός Εσωτερικών που προέρχεται από την πιο άκρα της άκρας δεξιάς της Γαλλίας, επισκέφθηκαν την αστυνομία και συναντήθηκαν με τους επικεφαλής για να “παράσχουν την πλήρη υποστήριξή τους”. Ποιά αστυνομία; η ελεύθερη να πυροβολεί με μόνο κριτήριο το τι “θεωρεί”, οπλισμένη σαν αστακός, με επιπλέον 45.000 άνδρες στο δρόμο, κατ’ εντολή της κυβέρνησης: η δική τους, καταδική τους και υπό τις εντολές τους αστυνομία.
Σε επίπεδο απόδοσης δικαιοσύνης, μετά τις πάνω από 4.000 συλλήψεις, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι συλληφθέντες – ή οι γονείς τους, αν είναι ανήλικοι- προσετέθησαν, με παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης Ερίκ Ντουπόν – Μορέττι, και αυτές της σύστασης συμμορίας, πρόκληση σε στάση, ένοπλη συμμετοχή σε διαδηλώσεις και, βεβαίως, αντίσταση ή βία κατά της αρχής.
Τα περισσότερα δικαστήρια, αυτόφωρα, στήθηκαν όπως όπως για να δικάσουν ως και 30 διαδηλωτές τη μέρα, με συνοπτικές διαδικασίες. «Οσοι δήλωσαν αθώοι, κρατούνται μέχρι να μπορέσει να διεξαχθεί κανονική δίκη». Η πρωθυπουργός ζήτησε “να επιβληθούν οι αυστηρότερες δυνατές ποινές” και στους δικαζόμενους και σε “όσους γονείς αφήνουν τα παιδιά τους …να βγαίνουν έξω το απόγευμα και να καίνε δημαρχεία και αστυνομικά τμήματα”. Κοινός εχθρός Λεπέν και Μπορν, ο Μελανσόν. Η Λεπέν τον κατηγόρησε ότι «ξεκάθαρα καλεί σε ανυπακοή και βία» και η πρωθυπουργός ανέφερε πως «οι δηλώσεις του δεν ανήκουν στο δημοκρατικό στρατόπεδο». Οσο για τον ακόμη δεξιότερο Ερίκ Ζεμούρ, χαρακτήρισε τον Μελανσόν “επικίνδυνο για τη Γαλλία (…) εκπρόσωπο όσων θέλουν να ισλαμοποιήσουν τη χώρα” – είναι ενδιαφέρον πως η φράση του “κεντρώου” Politico για “ενάντιες στη Γαλλία” διαδηλώσεις βρίσκει ταίρι στην ακρότατη δεξιά…