του Θάνου Καμήλαλη
Την Παρασκευή 3 Ιουνίου, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών συζητήθηκε η αίτηση του φωτορεπόρτερ, Μάριου Λώλου, για αποζημίωση από το ελληνικό κράτος για τη δολοφονική βία που δέχθηκε τον Απρίλιο του 2012 από αστυνομικό των ΜΑΤ, σύμφωνα με αδιάσειστα στοιχεία. Τα σχετικά υπομνήματα κατατέθηκαν την Τετάρτη, 8 Ιουνίου ενώ τα συμπληρωματικά πρόκειται να κατατεθούν την ερχόμενη Τρίτη και μέσα στους επόμενους μήνες, θα ανακοινωθεί η πρωτόδικη απόφαση. Σε μία υπόθεση που είχε προκαλέσει και διεθνείς αναφορές και αντιδράσεις, μία υπόθεση εμβληματική για τη διαχρονική αστυνομική βία στην Ελλάδα, το ελληνικό κράτος διαχρονικά, υπό οποιαδήποτε κυβέρνηση αρνείται την ευθύνη, προσπαθώντας να αποφύγει ακόμα και την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στον φωτορεπόρτερ.
«Eίναι 5 Απριλίου 2012, η επόμενη μέρα μετά την αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα στο Σύνταγμα. Έχουνε μαζευτεί αλληλέγγυοι στην κάτω πλευρά της Πλατείας. Κόσμος που δεν είναι οργανωμένος και φυσικά καμία σχέση δεν έχει με μολότοφ με πέτρες κλπ. Κάποια στιγμή -πήγαν να ανέβουν στην πάνω πλευρά και οι αστυνομικοί τους χτύπησαν με χημικά και γκλοπ. Όχι εκτεταμένα, αλλά και έριξαν φυσουνιές και χρήση γκλοπ έγινε. Στην πάνω πλευρά της Πλατείας έχουμε μείνει μόνο δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ. Έρχονται λοιπόν τα ΜΑΤ και μας παίρνουνε τσουβάλι, μας λένε να φύγουμε. Στις ερωτήσεις γιατί πρέπει να προχωρήσουμε μας λένε πως είναι εντολή από το κέντρο της ΓΑΔΑ. Κάποια στιγμή μας κατεβάζουνε στον δρόμο μπροστά στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια, όπου πέφτουμε σε μία άλλη διμοιρία, που μας σταματάει και μας γυρίζει πάλι πίσω» εξιστορεί στο ΤPP ο Μαριος Λώλος.
«Βγαίνουμε στην Πανεπιστημίου, όπου εκεί εμφανίζεται η εν λόγω διμοιρία, που φωνάζει “έλα για να τελειώνουμε”, ξεκινούν τα σπρωξίδια με τις ασπίδες και τις κλωτσιές. Δημοσιογράφοι που κάνουν αστυνομικό ρεπορτάζ, τρώγανε κλωτσιές» συνεχίζει.
«Εκεί λοιπόν, στην αρχή της Πανεπιστημίου, μπροστά στο ξενοδοχείο, καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει κανένα πεδίο συνεννόησης και γυρίζω την πλάτη να φύγω. Είναι και τα σκαλιά του μετρό εκεί, σκέφτηκαν μην με σπρώξουν και φύγω κάτω. Κάνω λίγα βήματα και ξαφνικά νιώθω έναν τρομερό πόνο στο κεφάλι. Παραπατάω, πέφτω πάνω στον συνάδερφο τον Αχιλλέα Ζαβαλή. Δεν χάνω τις αισθήσεις μου. Εγώ εκείνη την ώρα νομίζω ότι έχω απλά ένα καρούμπαλο. Γυρνάω πίσω, διαμαρτύρομαι, λέω διάφορα “γαλλικά”. Η διμοιρία αυτή εξαφανίζεται στα Λουλουδάδικα, γιατί προφανώς την εξαφάνισαν.
Συνειδητοποιώ ότι έχω χάσει την αφή από το αριστερό μου χέρι, γιατί έχω πάρει ένα τσιγάρο να καπνίσω από τα νεύρα μου και μου πέφτει από το χέρι χωρίς να το καταλάβω. Το λέω σε έναν συνάδερφο, με προτρέπει να πάω για εξετάσεις. Έτσι πήγα στην Κεντρική Κλινική στη Ναυαρίνου. Με τα πόδια. Κι εκεί διαπιστώθηκε ότι έχει σπάσει το κρανίο μου , ενάμιση εκατοστό και μπαίνω για χειρουργείο. Μου βάζουν δύο πλάκες τιτάνιο και οκτώ βίδες στο κεφάλι».
Το ανάποδο γκλομπ, η μόνιμη βλάβη και ο δράστης που δεν βρέθηκε ποτέ
Μάλιστα, όπως σημειώνει, «το χτύπημα με το γκλομπ έγινε με την ανάποδη λαβή. Δηλαδή, τι εννοώ. Αν το πιάσεις ανάποδα το γκλοπ, η λαβή του, έχει βάρος. Κι επειδή είναι από καουτσούκ, αν πας να χτυπήσεις, δημιουργείται ταλάντωση και όλη αυτή η δύναμη πέφτει πάνω στο κεφάλι. Είναι δολοφονικό χτύπημα δηλαδή. Όπου και να σε βρει αστυνομικός, αν σε χτυπήσει με ανάποδο γκλοπ, είναι δολοφονικό χτύπημα».
Η πρωτη ανακοίνωση της Κέντρικής Κλινικής αναφέρει πως ο Μ.Λώλος εισήχθη στο νοσοκομείο ««με κρανιοεγκεφαλική κάκωση από πλήξη με γκλομπ, (κάταγμα-εμπίεσμα κρανίου), το οποίο χρήζει χειρουργικής παρέμβασης». Η επίθεση κατά του φωτορεπόρτερ που ήταν τότε και Πρόεδρος της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας, προκαλεί σάλο και δημοσιεύματα διεθνώς.
Υπουργός Προστασίας του Πολίτη τότε, είναι ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, σε μία από τις πολλές του θητείες, καθεμία εκ των οποίων έχει σημαδευτεί με ακραία περιστατικά αστυνομικής βίας. Ο υπουργός εξαγγέλλει «άμεση δικαστική και διοικητική διερεύνηση». «Καταδικάζω κάθε περιστατικό αυθαίρετης βίας, από όπου και αν προέρχεται. Οι συνθήκες τραυματισμού του κ. Λώλου διερευνώνται μέσα από κατεπείγουσα δικαστική έρευνα, για την οποία ζητήθηκε η παρουσία εισαγγελικού λειτουργού, ούτως ώστε, να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για το αδιάβλητό της. Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη και υπηρεσιακή έρευνα, ούτως ώστε άμεσα να διερευνηθούν τα αίτια και να πέσει άπλετο φως στις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το περιστατικό αυτό» δηλώνει.
Καμία από αυτές τις έρευνες δεν βγάζει αποτέλεσμα και αρκετά χρόνια μετά, γνωστοποιούνται στον Μ.Λώλο τα αποτελέσματα της ΕΔΕ, ενώ το ποινικό περνάει στο αρχείο. «Όσο τον βρήκαμε εμείς, άλλο τόσο τον βρήκαν κι αυτοί» σχολιάζει. «Μιλάμε για 23 αστυνομικούς της διμοιρίας, συν τον διμοιρίτη. Δηλαδή δεν είναι καμιά πυρηνική φυσική να βρεις ποιος με χτύπησε».
Σε κάθε σημείο της έρευνας, η ΕΛ.ΑΣ προσπαθούσε να υποστηρίξει πως δεν αποδεικνύεται ότι ο φωτορεπόρτερ χτυπήθηκε από αστυνομικό. Αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται μέσα από πολλά βίντεο, φωτογραφίες, αλλά και καταθέσεις δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ που βρίσκονταν στο σημείο, που αποδεικνύουν ότι σε εκείνο το σημείο βρίσκονταν μόνο οι άνθρωποι που προσπαθούσαν να κάνουν τη δουλειάς τους και οι αστυνομικοί που τους έσπρωχναν με τις ασπίδες και τους κλωτσούσαν.
«Διαβάζοντας τη δικογραφία, φαίνεται ότι λένε ατελείωτα ψέματα. Γράφουν ότι “ήμασταν μπλεγμένοι με διαδηλωτές” και διάφορα τέτοια. Το ότι είναι ψέματα αυτά δεν το λέω μόνο εγώ, το καταθέτουν και δύο αστυνομικοί συντάκτες, του Star και της ΕΡΤ, οι οποίοι και αυτοί δάρθηκαν. Λένε ξεκάθαρα στις καταθέσεις τους ότι είμασταν μόνο φωτορεπόρτερ, δημοσιογράφοι, μία ηλικιωμένη κυρία και μία διασώστρια» τονίζει ο Μ.Λώλος.
«Στην ΕΔΕ, υπάρχει η κατάθεση του συναδέρφου που ήταν δίπλα μου και έπεσα στα χέρια του, του Αχιλλέα Ζαβαλή, ο οποίος καταθέτει πως είδε “τον δεύτερο από δεξιά, ένα μεγαλόσωμο αστυνομικό” να σηκώνει το γκλοπ και να με χτυπάει στο κεφάλι. Τον έψαξε και ο Ανακριτής και ο αστυνομικός που έκανε την ΕΔΕ και φυσικά η απάντηση της διμοιρίας ήταν πως δεν ξέρουν ποιος ήταν, “είμασταν μπλεγμένοι ” κλπ. Η ΕΔΕ δεν ξέρω πότε ολοκληρώθηκε, μας κοινοποιήθηκε μετά από χρόνια. Και μάλιστα, παρασκηνιακά μετά από χρόνια, δημοσιογράφοι που κάνουν αστυνομικό ρεπορτάζ μου μετέφεραν ότι ο αστυνομικός που με χτύπησε, “αυτοκτόνησε”. Εγώ αυτό φυσικά το ζήτησα σε έγγραφο, δηλαδή να γράψουν ότι πρώτον ναι, με χτύπησε αστυνομικός των ΜΑΤ και δευτερευόντως ότι δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Αυτό δεν συνέβη ποτέ».
Η δυνατότητα να επανέλθεις μετά από μία εγχείρηση είναι συγκεκριμένη. Η αφή στο αριστερό μου χέρι δεν έχει φτιάξει. Έχω περιορισμένη αφή στο αριστερό μου χέρι. Μπορεί να δουλεύω κανονικά, να είμαι ενεργός, αλλά μου έχει μείνει μόνιμη βλάβη από την επίθεση.
«Το ελληνικό κράτος, για άλλη μία φορά κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του»
Συνήγοροι του σε όλη αυτήν την προσπάθεια για δικαιοσύνη είναι οι Ζωή και Νίκος Κωνσταντόπουλος. «Είναι μια υπόθεση που έχει απασχολήσει το πανελλήνιο και είναι γνωστή στο πανελλήνιο. Όταν έγινε η δολοφονική επίθεση κατά του Μάριου Λώλου η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου, ως γεγονός δολοφονικής αστυνομικής βίας» τονίζει στο TPP η Ζωή Κωνσταντοπούλου.
«Έχει στοιχειοθετηθεί ως αδιαμφισβήτητο γεγονός το ότι ο Μάριος Λώλος έπεσε θύμα δολοφονικής αστυνομικής βίας. Χτυπήθηκε στο κεφάλι από γκλοπ αστυνομικού. Λόγω της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης αυτής, που ήταν εξαιρετικά σοβαρή, ο Μάριος χειρουργήθηκε. Έχασε κομμάτι της αφής του που δεν το ανέκτησε ποτέ και με βάση τις δηλώσεις των γιατρών θα μπορούσε να έχει χάσει και τη ζωή του. Ήταν ζήτημα κάποιων χιλιοστών το ότι γλύτωσε» προσθέτει.
«Το εντυπωσιακό είναι ότι απέναντι σε αυτό το γεγονός αδιαμφισβήτητης αστυνομικής βίας, το ελληνικό κράτος, για άλλη μία φορά κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, παριστάνει ότι δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα και προσέρχεται στη δίκη αυτή λέγοντας πως “δεν αποδείχθηκε ποιος τον χτύπησε, ούτε βρέθηκε ο αστυνομικός, ούτε ξέρουμε αν ήταν αστυνομικός”. Και με αυτό το επιχείρημα ζητάει να μην αποζημιωθεί ο Μάριος. Αντί το Υπουργείο, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη, να πει ότι πάρα το ότι δεν βρέθηκε ο δράστης, είναι γνωστό τοις πάσοι πως ήταν αστυνομικός, έρχεται και κρύβεται πίσω από τη στάση της αστυνομίας, λέγοντας πως δεν αναλαμβάνει την ευθύνη η Πολιτεία».
Σχολιάζοντας το γεγονός ότι έχει περάσει πλέον πάνω από μία δεκαετία, η Ζωή Κωνσταντοπούλου εξηγεί πως «ο Μάριος έκανε την αγωγή του το 2017, περιμένοντας πρώτα να προχωρήσει το ποινικό κομμάτι. Το ποινικό δεν προχώρησε, στην ανάκριση είπαν ότι δεν βρέθηκε ο δράστης και η υπόθεση μπήκε στο “αγνώστων δραστών”. Μετά τον εμπαιγμό, έκανε την αγωγή το 2017 και η υπόθεση προσδιορίστηκε να εκδικαστεί μέσα στον Covid, οπότε λόγω της πανδημίας πήρε κάποιες αναβολές που ήταν δικαιολογημένες λόγω πανδημίας. Είναι τραγική η 10ετία, αλλά το πιο τραγικό είναι ότι μετά από μία δεκαετία βρισκόμαστε χωρίς δράστη».
Σημειώνει επίσης πως η άρνηση της Πολιτείας να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στον φωτορεπόρτερ, είναι διαχρονική, υπό οποιαδήποτε πολιτική ηγεσία. Όπως αναφέρει συγκεκριμένα, και το 2018 και την επί ΣΥΡΙΖΑ ηγεσία της ΓΑΔΑ, και επί Χρυχοδοϊδη και ΝΔ στη συνέχεια και σήμερα, επί Τάκη Θεοδωρικάκου, η άρνηση της Πολιτείας είναι ίδια και σταθερή.
Ως προς το αίτημα για αποζημίωση, αναφέρει ότι «ζητάμε 100.000 ευρώ, ένα ποσό μάλλον συμβολικό σε σχέση με αυτά που υπέστη ο Μάριος κι απέναντι σε ένα τέτοιο αίτημα το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να πει ότι “αποζημιώνω, δεν το πάω σε αντιδικία”», ενώ τονίζει ότι «η στοχοποίηση του Μάριου Λώλου δεν ήταν καθόλου τυχαία».
«Πρόκειται για μία εμβληματική προσωπικότητα, γνωστή και στην αστυνομία, γιατί είναι ένας μαχόμενος φωτορεπόρτερ, που έχει απαθανατίσει ιστορικές στιγμές και δεν έχει σταματήσει να κάνει το καθήκον του, να αποτυπώνει την πραγματικότητα, όσο κι αν η πραγματικότητα βάζει σε δύσκολη θέση τις εξουσίες. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει ενεργότατη συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα και τις κοινωνικές διεκδικήσεις. Την ημέρα εκείνη βρισκόταν στο Σύνταγμα με δέκα ακόμα συναδέρφους του, φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφους, καλύπτοντας την πορεία μνήμης και διαμαρτυρίας, μετά την αυτοκτονία του φαρμακοποιού Δημήτρη Χριστούλα, μπροστά στη Βουλή. Οι αστυνομικές δυνάμεις πήραν εντολή να εκκαθαρίσουν εκείνη τη μέρα την Πλατεία και στο πλαίσιο αυτή της εντολής επιτέθηκαν και στους παριστάμενους δημοσιογράφους και φωτογράφους. Και επιτέθηκαν στον Μάριο Λώλο, που είχε σηκώσει την κάμερα του, για να φαίνεται το επάγγελμά του, που ούτως ή άλλως ήταν γνωστό.
Είναι συνεπώς μία πράξη δολοφονικής αστυνομικής βίας αλλά και μία πράξη φασιστικής άσκησης της βίας, για να μην αποτυπώσει ο φωτογραφικός φακός τη δράση της αστυνομίας. Και για να περάσει το μήνυμα στους ευσυνείδητους φωτορεπόρτερ ότι αν καταγράφουν τη δράση της αστυνομίας, κινδυνεύουν να χάσουν και τη ζωή τους. Πρέπει αυτή η υπόθεση να αναδειχθεί και ως μία υπόθεση βίας απέναντι στη δημοσιογραφία και το φωτορεπορτάζ, απέναντι στους φωτορεπόρτερ είναι οι πιο αξιόπιστοι μάρτυρες του τι συμβαίνει. Η απάντηση της κοινωνίας πρέπει να είναι της στήριξης στον Μάριο Λώλου, γιατί μέσω της επίθεσης σε αυτόν, στοχοποιήθηκε στο δικαίωμα της κοινωνίας να γνωρίζει τι συμβαίνει, μέσα από τον φωτογραφικό φακό».
«Όταν συνέβαιναν αυτά, είχα την αίσθηση ότι παίζω σε ταινία. Ότι δεν τα ζω»
Η επίθεση κατά του τότε Προέδρου της Ε.Φ.Ε. είναι μία μόνο από τις εμβληματικές υποθέσεις αστυνομικής βίας κατά δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ εκείνη την περίοδο. Τον Οκτώβριο του 2011, αστυνομικός των ΜΑΤ επιτέθηκε στη φωτορεπόρτερ, Τατιάνα Μπόλαρη. Η στιγμή του χτυπήματος καταγράφηκε σε εικόνα, ο αστυνομικός καταδικάστηκε μεν, σε ποινή χάδι δε, 8 μηνών με αναστολή για απλή σωματική βλάβη, ενώ αθωώθηκε για παράβαση καθήκοντος.
Tον Ιούνιο του 2011, μια κρότου λάμψης που πέφτει σε κλειστό χώρο, κοντά στον δημοσιογράφο Μανώλη Κυπραίο, του στερεί την ακοή του, αναγκάζοντάς τον σε έναν Γολγοθά. Η υπόθεσή του μοιάζει πολύ με αυτήν του Μάριου Λώλου. Μπήκε στο αρχείο ως προς το ποινικό κομμάτι, από την εισαγγελέα Ράικου και χρειάστηκε μία δεκαετία περίπου για να δικαιωθεί αρχικά ο δημοσιογράφος στο αίτημά του για αποζημίωση. Πρόσκαιρη δικαίωση, γιατί το ελληνικό κράτος φρόντισε να ασκήσει έφεση.
Δεν είναι φυσικά οι μόνες περιπτώσεις. Η βία κατά δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ που καλύπτουν διαδηλώσεις είναι ένα από τα βασικά ζητήματα για τα οποία επικρίνεται διεθνώς η Ελλάδα, με τις ντροπιαστικές για τη χώρας μας εκθέσεις για την ελευθερία του Τύπου.
«Για παράδειγμα, σε κάθε διαδήλωση που είχε ή είναι πιθανόν να έχει ένταση, τότε για την απεργία πείνας του Κουφοντίνα, εμείς τρώγαμε ξύλο συνέχεια. Εγώ έχω φάει φυσουνιά με χημικό στα μούτρα ενώ δεν γινόταν τίποτα. Έχω δει αστυνομικό να πηγαίνει να χτυπάει τον πρώτο φωτορεπόρτερ, μετά να επιτίθεται σε δεύτερο και μετά σε τρίτο,, σαν να παίζει βιντεοπαιχνίδι. Και σου λέω τα τελευταία» σχολιάζει ο φωτορεπόρτερ και εστιάζει στο πάγιο αίτημα των Ενώσεων «να έχουν εμφανή διακριτικά οι αστυνομικοί και οι ΕΔΕ να βγάζουν αποτέλεσμα». Η στοιχειώδης αυτή πράξη λογοδοσίας και ελέγχου θα μπορούσε να προστατεύσει τους πολίτες, είτε αυτούς που κινητοποιούνται, είτε αυτούς που κάνουν τη δουλειάς τους, από το να βρεθούν ξαφνικά πρωταγωνιστές σε ένα εφιαλτικό «σενάριο ταινίας»:
«Όταν συνέβαιναν αυτά τότε, είχα την αίσθηση ότι παίζω σε ταινία. Ότι δεν τα ζω. Φανταστείτε πως είναι να βλέπει την αξονική ο νευροχειρουργός στην Κεντρική Κλινική και να μου εξηγεί ότι εδώ έχει σπάσει το κρανίο, εδώ είναι κομμάτια μικρά από το κρανίο μου κλπ. Τον είχα ρωτήσει τότε, τι θα συμβεί αν δεν κάνω την εγχείρηση και μου απάντησε “στην καλύτερη θα είσαι επιληπτικός, στη χειρότερη μπορεί να πεθάνεις αύριο μεθαύριο” Το μόνο θετικό μέσα σε όλα αυτά, μέσα σε όλη αυτήν τη καφρίλα, ήταν η αλληλεγγύη του κόσμου σε έναν φωτορεπόρτερ που προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του»