των Γεωργίας Κριεμπάρδη και Θάνου Καμήλαλη

Η συζήτηση μαζί του δεν είναι καθόλου τυπική και ξεφεύγει από ένα αυστηρό δημοσιογραφικό πλαίσιο. Δε θα μπορούσε βέβαια να γίνει και αλλιώς, αφού ο Μανώλης Κυπραίος έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί. Ιστορίες που ξεκινούν από την απόφαση του να ασχοληθεί με το επάγγελμα της δημοσιογραφίας, μια επιλογή που έγινε κυρίως από την εσωτερική του ανάγκη για εξερεύνηση του κόσμου, και φτάνουν μέχρι τις πιο επικίνδυνες δημοσιογραφικές αποστολές που έχει καλύψει. Εκεί που η ζωή φλερτάρει με τον θάνατο. Εκεί που η δουλειά γίνεται ρίσκο.

«Στη Νιγηρία, το 2001, πέφτουμε σε ένα μπλοκ ανταρτών, έξω από το Λάγος. Γίνεται κανονική μάχη εκεί και είχαν μπει παιδιά, παιδιά του πολέμου, είχαν κόψει τις σωληνώσεις από τη βενζίνη. Τέλος πάντων, αφού έχει τελειώσει η μάχη, είχε πέσει κόσμος δεξιά και αριστερά, έρχεται ένα από αυτά τα παιδιά και πιάνεται από το πόδι μου, για προστασία. Το πιάνω κι εγώ από το κεφάλι και του χαϊδεύω τα μαλλιά. Έρχεται τότε ένας αξιωματικός, βγάζει το όπλο και το πυροβολεί στο κεφάλι. Τα μυαλά του χύθηκαν πάνω στο παντελόνι μου. Το παντελόνι αυτό το έχω στο σπίτι σε συγκεκριμένη θέση, για να θυμάμαι πάντα τι είναι πόλεμος και πώς οι άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν αγάπη, αλλά παράλληλα μπορούν να προσφέρουν και απίστευτο πόνο». Έτσι ξεκίνησε η συζήτηση με τον δημοσιογράφο να περιγράφει εκείνη τη στιγμή που θυμάται πιο έντονα από τους πολέμους. Κουνώντας νευρικά τα χέρια του, περιγράφει μαγκωμένος πώς μέσα σε ένα δευτερόλεπτο μια ζωή βρέθηκε διαλυμένη πάνω του.

«Όλοι αυτοί που μιλούν για πόλεμο, δεν έχουν ιδέα τι είναι πόλεμος. Δεν είναι τα βιντεοπαιχνίδια» εξηγεί και σχολιάζει πως «πολλοί που φαντάζονται πολέμους, κάτι δήθεν παλικαράκια της Χρυσής Αυγής που μιλούν για πόλεμο, όταν πέσει η πρώτη ριπή θα ψάχνουν τον πρώτο υπόνομο για να κρυφτούν μέσα».

Συνεχίζει να αφηγείται φρικαλέες ιστορίες και η απάντηση στην ερώτηση αν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει ήρθε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. «Συνέχεια» είπε γελώντας. «Το σκεφτόμουν μονίμως ως ένα σταυροδρόμι, σαν τη διασταύρωση στην οποία βρέθηκε ο Ηρακλής. Κι έλεγα όμως ότι δεν πρέπει να σταματήσω, γιατί είναι και το τι προσφέρεις στον συνάνθρωπό σου με τη δουλειά σου. Τι του μεταφέρεις. Δηλαδή όταν έγραφα εγώ ότι “παιδιά ξέρετε στο Κόσοβο, κάνουν και οι Σέρβοι φοβερά πράγματα. Δεν κάνει μόνο ο UCK, κάνουν και οι απέναντι φοβερά πράγματα, σφάζουν τους Αλβανούς. Τότε πήγαν να με φάνε, να με απολύσουν κλπ. Όμως η αλήθεια, κάποιες φορές είναι κοφτερή σαν μαχαίρι» σημειώνει.

H κουβέντα πάει στη δημοσιογραφία σήμερα. Ο Κυπραίος διαφωνεί με την άποψη ότι η μεγάλη κρίση στη δημοσιογραφία ξεκίνησε μαζί με τα μνημονιακά χρόνια, τότε που σχεδόν όλα τα παραδοσιακά ΜΜΕ προπαγάνδιζαν «το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία που πέτυχε να λάβει η Ελλάδα», όπως έλεγε και ο Γιώργος Παπανδρέου. Απλά, τότε, με τη βοήθεια και του διαδικτύου, αρχίσαμε να το βλέπουμε.

«Ξεκίνησε στις αρχές του 2000. Δεν είναι τωρινό φαινόμενο, δεν ήρθε μαζί με την οικονομική κρίση. Απλά τώρα βλέπουμε την κλιμάκωσή της. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα είτε να μεταδίδει ψευδείς ειδήσεις, είτε να επηρεάζει με αρνητικό τρόπο τον κόσμο. Επίσης ένα αρνητικό χαρακτηριστικό που έχουν αρκετοί δημοσιογράφοι που απευθύνονται μαζικά στον κόσμο, είναι πως είναι αμόρφωτοι. Όλο αυτό το μείγμα το βλέπουμε σήμερα, όπου παραδοσιακά μέσα φθίνουν και ο κόσμος περισσότερο στρέφεται στα social media για να ψαρέψει κάποια είδηση, ή στο διαδίκτυο, σε σελίδες που γράφουν καθαρά μυαλά και τίμια. Δεν είναι τυχαία που ανοίγεις μεγάλες, υποτίθεται δημοφιλείς ιστοσελίδες και βλέπεις ακριβώς τα ίδια θέματα, ακριβώς τους ίδιους τίτλους, ακριβώς την ίδια ιεράρχηση. Μόνο το όνομα αλλάζει. Αν αυτό λέγεται δημοσιογραφία, εγώ είμαι ο Φου Μαν Τσου. Κι εγώ όταν ήμουν στις ανταποκρίσεις, υπήρχαν δημοσιογράφοι που βρίσκονταν ανάμεσα στις σφαίρες και άλλοι που έδιναν τις ειδήσεις από τα ξενοδοχεία» σχολιάζει ο δημοσιογράφος.

Όσο για για δύο χρόνια διακυβέρνησης ΝΔ, τονίζει : «Αυτή η κυβέρνηση βασίζεται στο «διαίρει και βασίλευε». Έχουν χωρίσει τον κόσμο στη μέση. Με ό,τι έχουν ασχοληθεί, τα έχουν κάνει χάλια. Και τα πάντα καλύπτονται με ένα πέπλο. Έχει πέσει ένα αόρατο πέπλο πάνω απ’ την κυβέρνηση και την προστατεύει. Είναι η Φάρμα των Ζώων αυτό που ζούμε, πέρα από τα όρια της λογικής. Με πολιτική προστυχιά περνάνε εργασιακό, ασφαλιστικό…»

 Στοά Φιλελλήνων και Ξενοφώντος

«Είναι περίεργο και οξύμωρο που ενώ έχεις καλύψει τόσες αποστολές σε πολέμους και έχεις κινδυνεύσει, χάνεις την ακοή σου από κάλυψη ρεπορτάζ στο κέντρο της Αθήνας» διαπιστώνουμε για να πάρουμε την απάντηση του. «Πράγματι».

Το ημερολόγιο έγραφε 2011 και οι αντιμνημονιακές συγκεντρώσεις και πορείες είχαν φουντώσει τα καλά. Το πλήθος ήταν ετερόκλιτο και βροντοφώναζαν όλοι ενάντια στον κοινό τους εχθρό: τα μνημόνια. Ο Μανώλης Κυπραίος περιγράφει εικόνες που του θύμιζαν την Αγορά στην Αρχαία Αθήνα. Πολίτες με διαφορετικές απόψεις και προερχόμενοι από αντίθετα κομματικά μετερίζια συζητούσαν, διαφωνούσαν και ανέλυαν όσα τους χώριζαν ιδεολογικά, αλλά πάντα κρατώντας επίπεδο. Μετά αγκαλιάζονταν, γελούσαν μαζί και φωναζαν κοινά συνθήματα κατά της επιβολής των μνημονίων και της φτωχοποίησης. «Οι φασίστες απομονώνονταν από το πλήθος» τονίζει χαρακτηριστικά.

Στις διαδηλώσεις, οι συγκρούσεις διαδηλωτών-αστυνομίας ήταν συνήθεις.«Ανάιτιες» και «απρόκλητες» επιθέσεις των αστυνομικών, όπως όταν διέλυσαν τους «Αγανακτισμένους» από την πλατεία Συντάγματος, θα τις χαρακτήριζε κάποιος. «Στοχευμένες» θα έλεγε κάποιος άλλος. Οι φωτορεπόρτερ βρέθηκαν και αυτοί στο στόχαστρο των ΜΑΤ, με τον Κυπραίο, τον Μάριο Λώλο και τη Τατιάνα Μπόλαρη να τραυματίζονται σοβαρά από αστυνομικούς, σε γεγονότα με απόσταση μηνών.

Εκείνη την επίθεση που του στέρησε την ακοή του, δεν την ξεχνά. Ήταν 15 Ιουνίου του 2011. «Είχα διαλέξει αυτήν τη στοά, γιατί ήταν φανερό ότι επρόκειτο να γίνουν επεισόδια. Ήταν η ηρεμία πριν την καταιγίδα κι επειδή έβλεπα ότι θα υπάρχει σύγκρουση, ήθελα να έχω μία οδό διαφυγής, γιατί η στοά αυτή κάνει ένα “γάμα”. Ήμουν εκεί στην αρχή της στοάς, δίπλα ήταν τα κάγκελα του Αβραμόπουλου και κατέβαινε μία διμοιρία». Κι έτσι ξεκίνησαν όλα.

«Ο Διμοιρίτης μου φωνάζει “τι κάνεις εκεί ρε μαλάκα;” Του δείχνω τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα. Τη συνομιλία αυτή τη θυμάμαι ακριβώς, προφανώς είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ποτέ. Μου φωνάζει “καλά αρχίδια είστε κι εσείς” και λέει σε έναν ακριανό ψηλό χοντρο, “γάμησέ τον”. Αυτός μου πετάει χειροβομβίδα κρότου – λάμψης, ενώ απαγορεύεται σε κλειστό χώρο. Εκτοξεύομαι πίσω. Μετά θυμάμαι να με ξυπνούν με χαστούκια και νερό. Προσπαθώ να βρω ποιο νοσοκομείο εφημερεύει και υποθέτω, με τον χαμό που γίνεται ότι θα είναι ο Ευαγγελισμός. Δεν πολυκαταλάβαινα κιόλας τι είχε συμβεί, νόμιζα ότι θα μου περάσει».

«Αρχικά προσπαθούσα να πάω στο ιατρείο του Συντάγματος και ήταν τα ΜΑΤ παρατεταγμένα στην αρχή της Φιλελλήνων. Τους έδειχνα την ταυτότητα με έσπρωχναν με τις ασπίδες και γελούσαν» περιγράφει και θυμάται πως με όσες δυνάμεις είχε αποφάσισε να πάει στον Ευαγγελισμό. Την ώρα που ανέβαινε τη Φιλελλήνων, όπως σημειώνει, ξεκίνησαν οι συγκρούσεις. Έπεσε τότε πάνω στους διαδηλωτές η περίφημη ομάδα «Δέλτα» και οι συγκρούσεις δεν είχαν τελειωμό.

Η δική του ιστορία συνεχίζεται με αβέβαιο τέλος. «Ανά 15-20 λεπτά λιπουθυμούσα. Και ξύπναγα μετά και προχώραγα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα σημείο κοντά στο Ζάππειο, μπροστά σε μία πινακίδα για τους Παραολυμπιακούς Αγώνες που είχε τότε. Μετά ανέβαινα τη βασιλίσσης Σοφίας, προσπαθώ να περάσω από μία διμοιρία και συμβαίνει το ίδιο. Με σπρώχναν με τις ασπίδες και γελάγανε. Πέρασα τελικά μέσα από το Παγκράτι, φτάνω στον Ευαγγελισμό και προσπαθώ να συνεννοηθώ. Μου λένε “δεν εφημερεύουμε”. Εντωμεταξύ ήταν πολύς κόσμος εκεί, με αίματα κλπ. Μου δίνουν ένα χαρτί και μετά με στέλνουν στον Ερυθρό Σταυρό. Αυτό συμβαίνει μεταξύ 3-4 και στον Ερυθρό Σταυρό φτάνω τελικά στις 19:30. Εκεί για καλή μου τύχη ήταν και όλοι οι διευθυντές. Με παραλαμβάνουν, κάνω τις εξετάσεις, έμεινα όσο έμεινα» αφηγείται. «Αυτό που μου έχει μείνει, είναι η στιγμή κατά την οποία μου γράφει ο διευθυντής, ο καλύτερος στην ειδικότητά του που υπάρχει στην Ελλάδα, ότι “δυστυχώς δεν θα ξανακούσετε”» καταλήγει.

Η περιπέτεια για εκείνον και η μάχη για τη ζωή ξεκινούν τώρα. «Από εκεί ξεκινάει ένας γολγοθάς απίστευτος. Έμεινα 7 μήνες στο κρεβάτι, άφησα το μπαστούνι μόλις πριν από 2μιση χρόνια περίπου. Περπατούσα για αρκετό καιρό με ρύζια και ρεβύθια μέσα στα παπούτσια μου, αυτό δεν το ήξερε κανένας. Αυτό είναι μέθοδος για να μάθω να ξαναπερπατάω. Γιατί δεν είναι μόνο το ότι έχω χάσει την ακοή μου. Έχω βλάβη και στο Τρίδυμο Νεύρο και έχουν πληγεί και οι λαβύρινθοι μου. Μου έχουν μείνει ακόμα κουσούρια στο περπάτημα. Έχω κάνει δύο εγχειρήσεις στον εγκέφαλο, ενώ μου έχει δημιουργηθεί και μετατραυματικό σύνδρομο, που το ξέραμε ως “σύνδρομο των βετεράνων”»

«Με όλα αυτά πάλευα μόνος μου, μαζί με κάποιους ανθρώπους που είχαν έρθει να με βοηθήσουν εθελοντικά» συνεχίζει

«Μετά τη δεύτερη επέμβαση, 6 η ώρα το πρωί ήρθε ο αδερφός μου στο σπίτι γιατί είχε ξεκολλήσει το αυτί μου όλο, από το πτερύγιο. Ξύπνησα εκείνο το βράδυ από κάτι ζεστό πάνω μου, ήταν το αίμα που έτρεχε. Ξέροντας από πρώτες βοήθειες, παίρνω μία σακούλα με πάγο, βάζω μέσα στο αυτί μου, καλώ τον αδερφό μου και με πάει στο Ιπποκράτειο, όπου μου το ράβουν ξανά. Βέβαια, όπως μπορείτε να δείτε, μου το έραψαν λίγο στραβά και πετάγεται». Γελάει.

Προτρέπει όποιον θέλει να κατανοήσει τι σημαίνει να είσαι κουφός, να διαβάσει το βιβλίο «Κουφός είσαι ρε; Δεν ακούς;» της Σοφίας Κολοτούρου. «Αυτό το ’’κουφός είσαι ρε’’ δε μπορείτε να φανταστείτε πόσες φορές μου το έχουν πει» ομολογεί ο Μ. Κυπραίος και παραδέχεται πως πλέον δεν τον ενοχλεί. «Την πρώτη φορά που μου το είπαν ήταν σε σούπερ μάρκετ και διαβάζω στα χείλη «κουφός είστε;». Δε με ενοχλεί πια, αλλά εκείνη τη στιγμή με ενόχλησε αφόρητα και ένιωσα πολίτης δεύτερης κατηγορίας. Πλέον το έχω δεχτεί.

«Το καταφύγιο του πολίτη σε μια Δημοκρατία είναι η Δικαιοσύνη»

Τα χρόνια των επεμβάσεων και της προσπάθειας αποκατάστασης περνούσαν, αλλά η δικαίωση από το ελληνικό κράτος δεν έχει έρθει. Έχουν περάσει πλέον περισσότερα από 10 χρόνια από τον τραυματισμό του, αλλά η υπόθεσή του είναι ακόμα ανοιχτή. Πρωτόδικα, τον Μάιο του 2020, το δικαστήριο δικαίωσε τον Κυπραίο, επιδικάζοντας ένα ποσό περίπου 74.000 ευρώ, με τις 115.000 ευρώ που του είχαν δοθεί με προσωρινή διαταγή το 2011, ενώ όλα αυτά τα χρόνια τα ιατρικά έξοδα ήταν σε δυσθεώρητα ύψη.

Το ελληνικό κράτος όμως, αποφάσισε να ασκήσει έφεση, μέσω του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, χρησιμοποιώντας προκλητική επιχειρηματολογία. Στο επίσημο κείμενο της έφεσης, η ελληνική Πολιτεία επικαλείται μάλιστα την «δημοσιονομική κατάσταση της χώρας που έχει επιδεινωθεί» κατά τη διάρκεια των μνημονίων, σημείο που προκαλεί θυμηδία. Άλλωστε η διαδήλωση στην οποία χτυπήθηκε ο δημοσιογράφος ήταν κατά των μνημονίων.

Ακόμα χειρότερο είναι το σημείο όπου η Πολιτεία υποστηρίζει ότι ο Κυπραίος «έχει ανακτήσει την ακοή του». «Στην έφεση αναφέρουν ότι δεν έχω τίποτα και απορούν για ποιον λόγο να με αποζημιώσουν. ’’Δεν έχει τίποτα εμφανισιακά εξωτερικά’’ λένε. Αυτό κι αν είναι ρατσιστικό. Είναι ο απόλυτος ρατσισμός. Πέρα από όσα έχω περάσει, από το μπαστούνι μέχρι που ο κόσμος κοιτάζει περίεργα το κοχλιακό, προσπαθούν με μανία να βρουν από κάπου να πιαστούν» σχολιάζει ο Κυπραίος. «Το κοχλιακό δεν είναι πανάκεια, δεν επαναφέρει την ακοή» λέει και περιγράφει, κουνώντας νευρικά τα χέρια του, την καθημερινότητα του. «Μπορώ να μιλήσω με 2-3 ανθρώπους μόνο σε ήσυχο μέρος, δε μπορώ να δω τηλεόραση και να ακούσω μουσική. Το βράδυ που βγάζω το κοχλιακό μπορώ να συνεννοηθώ μόνο με νοηματική. Πρέπει να έχω συνέχεια ανοιχτά φώτα, γιατί λόγω του προβλήματος στους λαβύρινθους δεν έχω ισορροπία στο σκοτάδι». προσθέτει και συνεχίζει λέγοντας «με κατηγορούν για παράνομο πλουτισμό. Μέσα σε αυτά που έγραψαν στην Έφεση, αναφέρουν νόμους της Γκεστάπω, της Χούντας».

Για να καλύψει τα δικαστικά έξοδα, κατέφυγε στη λύση του crowdfunding, ζητώντας στήριξη από τον κόσμο, καθώς το Δημόσιο φαίνεται αποφασισμένο να φτάσει την υπόθεση μέχρι το Συμβούλιο της Επικρατείας. «Δυστυχώς, μετά από 9 χρόνια συνεχών εξόδων που δεν τα βάζει ο λογισμός σας, ο κουμπαράς μας δεν έχει άλλα χρήματα» είχε γράψει τότε, με τους πολίτες να ανταποκρίνονται και την καμπάνια να ολοκληρώνεται με επιτυχία. «Το καταφύγιο του πολίτη σε μια Δημοκρατία είναι η Δικαιοσύνη» τονίζει. «Είναι πολύ εύκολο να βάλεις μιας ταμπέλα σε μια χώρα και να πεις είμαστε Δημοκρατία. De facto όμως τι γίνεται;» αναρωτιέται.

Προσπαθώντας να απαντήσει στη ντροπιαστική έφεση του Δημοσίου, ο υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, Λευτέρης Οικονόμου τα έριξε στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, υποστηρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει παρέμβαση της κυβέρνησης. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη στην υπόθεση της Marfin, όπου «με εντολή Μητσοτάκη» το Δημόσιο παραιτήθηκε από την αίτηση αναίρεσης της απόφασης του Εφετείου για αποζημίωση των οικογενειών των θυμάτων. «Δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ο εκάστοτε υπουργός για κατάθεση ή απόσυρση της έφεσης. Στην περίπτωση της Marfin η υπόθεση κρίθηκε τελεσίδικα. Στην περίπτωση του Μανώλη Κυπραίου έχει κριθεί μόνο πρωτόδικα, δεν έχει τελεσιδικήσει, εκκρεμεί ακόμα στη δικαιοσύνη, και θα εκδικαστεί τον ερχόμενο Νοέμβριο. Οποιαδήποτε απόπειρα σύνδεσης των δύο υποθέσεων είναι τουλάχιστον ατυχής» υποστήριξε ο Οικονόμου.

Τραγική ειρωνεία εδώ είναι πώς ο νυν Υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, όταν χτυπήθηκε ο δημοσιογράφος, ήταν αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας.

Σε ποινικό επίπεδο πάντως, δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε ποτέ. Ο λόγος; «Δεν μπορεί να γίνει ταυτοπροσωπία των δραστών» όπως αναφέρθηκε τότε. Διατηρώντας το ίδιο ψύχραιμο ύφος, ο Μ. Κυπραίος προσπαθεί να περιγράψει το οξύμωρο της υπόθεσης. «Στο ποινικό επίπεδο η εισαγγελέας, κ. Ράικου έβαλε την υπόθεση στο αρχείο, γιατί δε μπορούσαν –λέει- να προσωποποιήσουν ποιοι ήταν οι δράστες».

Το «παράδοξο» είναι πως όπως λέει στη συνέχεια, στο διοικητικό δικαστήριο οι δράστες προσωποποιήθηκαν. «Το αστικό δικαστήριο έκανε φοβερή δουλειά και εντόπισε τους δράστες. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι, το αστικό δε συνεννοείται με το ποινικό; Γιατί δε ζήτησαν τα στοιχεία από το αστικό; Γιατί δεν έβαλαν εμπειρογνώμονες;» αναρωτιέται.

Σε αυτά τα δέκα χρόνια όμως, ο Κυπραίος δέχθηκε κι άλλες επιθέσεις. «Έχω δεχθεί απόπειρες δολοφονίας, δύο κατεστραμμένα αυτοκίνητα, σβάστικες στην πολυκατοικία, απειλητικά σημειώματα και -πέρσι τον Μάρτιο κατά περίεργο τρόπο ένα μήνα πριν βγει η απόφαση- μπήκαν στο σπίτι μου, μου πήραν τους σκληρούς δίσκους και φεύγοντας κάρφωσαν μια φωτογραφία μου με ένα μαχαίρι στην πόρτα μου» περιγράφει. Η πρώτη απόπειρα σημειώθηκε τον Αύγουστο του 2012 και η άλλη τον Οκτώβριο του 2014. Φοβήθηκε. Όμως έχει μια δική του θεωρία για τον φόβο και την εφαρμόζει. «Ο δημοσιογράφος είναι υποχρεωμένος να βλέπει τον φόβο κατάματα. Όποιος πει ότι δε φοβάται, είναι ψεύτης».

«Προσπάθησαν και οικονομικά και ψυχολογικά να με ξεπαστρέψουν» τονίζει, κάνοντας μία σύνοψη όσων βίωσε. Ξανά, κλείνοντας, η ερώτηση είναι η ίδια, όπως για τα χρόνια των πολεμικών ανταποκρίσεων. Αν σκέφτηκε να παρατήσει, να κλείσει το κεφάλαιο. Τώρα όμως η απάντηση είναι διαφορετική. «Δε μπορώ να τα παρατήσω. Έχω δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό μου. Η δικαίωση έρχεται με το τέλος»