Κακοκαιρία «Ελπίς»: αναμενόμενη που όμως και πάλι ξεγύμνωσε την αναποτελεσματικότητα του κρατικού χειρισμού, αλλά μέσα σ’ όλα φανέρωσε και την αλληλεγγύη που ξεπηδά σε κάθε κρίση ακόμα περισσότερο. Για όλα αυτά μιλήσαμε στην εκπομπή «Κοινωνία Ώρα Press», έχοντας στην παρέα μας τον Παναγιώτη Αντωνίου, δημοτικό σύμβουλο της Δημοτικής Παρέμβασης «Φυσάει Κόντρα Αγίας Παρασκευής» και τον Ανδρέα Τσαρούχα, έναν εκ των πολλών εγκλωβισμένων στην Αττική Οδό. Ο Αντώνης, μαζί με άλλα μέλη της παρέμβασης, βρέθηκαν στην Αττική Οδό, μοιράζοντας τρόφιμα και νερό σε ανθρώπους πεινασμένους και διψασμένους για περισσότερες από 10 ώρες. Ο Ανδρέας, απεγκλωβίστηκε μετά από 23 ώρες περιπέτειας, την οποία και μας διηγείται.

Παιδιά της Παρέμβασης «Φυσάει Κόντρα» πήγαν στους εγκλωβισμένους της Αττικής Οδού, μοιράζοντας μπισκότα, φρούτα, νερά. «Είδαμε ότι υπάρχει εγκλωβισμένος κόσμος στην έξοδο της Αττικής Οδού στη Δουκίσσης Πλακεντίας. Δεν θέλουμε μόνο να καταγγέλλουμε τι δεν κάνει ο δήμος και η περιφέρεια, αλλά να δείξουμε την αλληλεγγύη μας παρέχοντας βοήθεια όπως μπορούμε» λέει στο TPP ο Παναγιώτης, περιγράφοντας την κατάσταση που αντίκρισε.

«Ήταν Δευτέρα γύρω στις 19:00 – 21:00. Βάλαμε μπότες και είπαμε πάμε περπατώντας να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Βρήκαμε το μοναδικό περίπτερο το οποίο ήταν ανοιχτό κοντά στον σταθμό στην Κάντζα και αποφασίσαμε να πάρουμε με ό,τι χρήματα είχαμε από το σχήμα διάφορα πράγματα. Φανταστήκαμε ότι εφόσον βρίσκονται οι άνθρωποι εκεί από το πρωί χρειάζονται βασικά πράγματα όπως ξηρά τροφή, κάποιο χυμό για να ενυδατωθούν, νερό κλπ. Η πρόσβαση ήταν πολύ δύσκολη, ταυτόχρονα με το χιόνι είχε και πολύ αέρα. Πιστεύαμε ότι θα υπάρχει κάποιος αστυνομικός ή κάποιος υπάλληλος της Αττικής Οδού ο οποίος θα μας πει “όχι, μην μπείτε, είναι επικίνδυνα”. Δεν υπήρχε κανείς. Εκεί καταλάβαμε πόσο αβοήθητοι ήταν και οι άνθρωποι» λέει χαρακτηριστικά.

Άνθρωποι αφημένοι στην τύχη που με τη λίγη μπαταρία που είχε απομείνει μετά από τόσες ώρες εγκλωβισμού στα αυτοκίνητα άκουγαν από τα ραδιόφωνα πως ο κρατικός μηχανισμός λειτουργεί και το κράτος κάνει ό,τι μπορεί. «Το μεγάλο τους παράπονο δεν ήταν ότι υπήρχαν ανάγκες, που υπήρχαν, διότι υπήρχε και μία έγκυος γυναίκα, αλλά ότι δεν υπήρχε επικοινωνία. Ταυτόχρονα άκουγαν κυβερνητικούς αξιωματούχους να λένε μην ανησυχείτε, θα έρθουμε να σας βοηθήσουμε για πάρα πολλή ώρα» τονίζει σχετικά ο Παναγιώτης.

«Όταν φτάσαμε, υπήρχαν σημεία που πατούσες και δεν ήξερες αν θα πατήσει το πόδι σου το έδαφος. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν χαμηλότερα αυτοκίνητα και δυσκολεύονταν να ανοίξουν την πόρτα. Υπήρχαν και άνθρωποι που είχαν κινητικά προβλήματα και απλά ήλπιζαν να μην τελειώσει η βενζίνη και η θέρμανση. Όλοι είχαν την αίσθηση ότι ενώ βρίσκονταν μέσα στην πόλη δεν μπορούσε κανείς να τους φτάσει» περιγράφει, ενώ μέσα στην όλη ειρωνεία, όπως λέει, υπήρχε κι  ένα περιπολικό, το οποίο είχε κολλήσει το ίδιο και προσπαθούσαν να το ξεκολλήσουν.

«Ένας άνθρωπος έδειξε την απόδειξη για να δούμε πόσες ώρες ήταν εκεί, μας ακολούθησε ένας συνάδελφός σας γιατί δεν ήθελε να είναι μόνος και να χαθεί» προσθέτει και μας μιλά για το αίσθημα αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη, «σε μια κατάσταση πολεμική, χωρίς να υπάρχει πόλεμος».

«Όσο ήμασταν εκεί μέλη της Παρέμβασης, μια οικογένεια που έκανε το περπάτημά της παράλληλα της Αττικής Οδού, όταν μας είδε, πήρε το παιδί της και μας βοήθησε και έτσι είδε και το παιδάκι την έμπρακτη αλληλεγγύη» τονίζει και καταλήγει: «Δεν έχουμε την άποψη ότι αυτό που κάναμε έλυσε το πρόβλημα. Διεκδικούμε να λειτουργήσει το κράτος. Εμείς κάναμε το ελάχιστο, ενώ αυτοί που έχουν τα χρήματα και τους υπαλλήλους έκαναν το 0».

Ένα πορτοκάλι, ένα νερό κι ένα διχίλιαρο

«Έφυγα απ’ τη δουλειά με άλλα 3 άτομα. Φύγαμε 11 παρά 10 από Κορωπί, μπήκαμε Αττική Οδό πληρώνοντας. Μετά τον σταθμό της Κάντζας ακινητοποιηθήκαμε, κι εκεί έμεινα 23 ώρες» περιγράφει ο Ανδρέας Τσαρούχας, μιλώντας για την περιπέτεια του εγκλωβισμού του.

«Οι πρώτοι που ήρθαν να βοηθήσουν ήταν στρατός και ΟΠΚΕ 5 παρά 20 το πρωί. Μας έφεραν ένα μπουκαλάκι νερό κι ένα πορτοκάλι και για καλή μας τύχη υπήρχε κι ένα εγκλωβισμένο φορτηγάκι της εταιρείας Στεργίου μοίρασε τα περιεχόμενα του φορτηγού» τονίζει στη συζήτησή μας.

«Επί 17 ώρες δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος. Ρούχα, κασκόλ, σκούφοι, μούσκεμα. Έκανα υπομονή αυτές τις ώρες» λέει και εξηγεί με επιπλέον λεπτομέρειες όσα βίωσε. «Έκανα την ανάγκη μου σε αυτοσχέδια μπουκαλάκια, υπήρχε θέμα, ειδικά για τις γυναίκες, δεν είχαν κάποια κάλυψη».

«Υπήρχε ένα αυτοκινητάκι της Αττικής Οδού εκεί στην άκρη που δε μας ενημέρωνε κι αργά το βράδυ μας είπε το παιδί “μην περιμένετε απόψε, από αύριο βλέπουμε”» υπογραμμίζει.

«Το δικό μου στόμα δεν κλείνει με 2 χιλιάρικα. Η ζωή σου στη χώρα είτε γεννηθείς είτε πεθάνεις τόσο κοστίζει. Είναι απαράδεκτο 18 και 24 ώρες να μην έχεις ενημέρωση από κανέναν. Λίγο ακόμη και δεν ήξερα αν θα έφευγα από εκεί. Το μεγαλύτερο συναίσθημα που επικρατεί είναι οργή. Θυμός».

Θυμίζουμε πως στο αυτοκίνητό του είχε και συναδέλφους. Μια συναδέλφισσα πήγε στον σταθμό Δουκίσσης, αλλά μάταια, δεν γίνονται δρομολόγια. «Γύρισε και μου είπε “αν ήμουν 5 λεπτά ακόμη έξω, δε θα έφτανα στο αμάξι”» αναφέρει, ενώ κι εκείνος μιλά για το κύμα αλληλεγγύης που ξεπήδησε μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη, με εκείνον τον εγκλωβισμένο που μοίραζε πίτα που είχε φτιάξει η μαμά του.

«Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό. Όλοι οι άλλοι είναι εξαφανισμένοι. Κανείς δεν παραιτείται, δεν αναλαμβάνει ευθύνες, γίνονται backstage συμφωνίες κυβέρνησης-ιδιωτικής εταιρείας» καταλήγει.