του Θάνου Καμήλαλη
Μολονότι έχουν περάσει πέντε χρόνια, οι αναφορές στο τι συνέβη το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζουν να καθορίζουν ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η Νέα Δημοκρατία και συνολικά το μέτωπο του «Μένουμε Ευρώπη», που εξελίχθηκε σε μέτωπο «αντι – ΣΥΡΙΖΑ» την επόμενη τετραετία, εκφράζουν συνεχώς και αδιαλείπτως μία συγκεκριμένη επιχειρηματολογία για το τι συνέβη εκείνη την κρίσιμη περίοδο. Κατά την άποψή τους, η τότε κυβέρνηση ήταν μία δράκα ανίδεων, ανεύθυνων, δημαγωγών, που με τις ιδεοληψίες τους παραλίγο «να ρίξουν τη χώρα στα βράχια», να την οδηγήσουν στο Grexit και στην απόλυτη οικονομική καταστροφή. Μολονότι αυτό αποφεύχθηκε, ήρθε το τρίτο μνημόνιο (το οποίο θεωρητικά ο Σαμαράς δεν θα έφερνε), Τσίπρας και Βαρουφάκης έκλεισαν τις τράπεζες, επέβαλαν capital controls και η ζημία για την ελληνική οικονομία ήταν 200 δισεκατομμύρια, αλλά και μαζική εκροή καταθέσεων δεκάδων δισ. προς το εξωτερικό. Σίγουρα, μερικά από αυτά ισχύουν: Το τρίτο μνημόνιο όντως ήρθε, οι τράπεζες όντως έκλεισαν, τα capital controls όντως επιβλήθηκαν, η διαπραγμάτευση του 2015 όντως, το καλοκαίρι, είχε φτάσει, ή έφτανε στα όριά της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, τηρεί εδώ και χρόνια μία κάπως μετριοπαθή, αντιφατική, «ντροπαλή» στάση για το τι συνέβη. Πότε μιλάει για ήττα, πότε για συμβιβασμό, πότε για συμφωνία που οδήγησε στην «έξοδο από τα μνημόνια και την κρίση», πότε για «αυταπάτες», και πότε για «έλλειψη εμπειρίας». Ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει μιλήσει ποτέ ξεκάθαρα για το τι συνέβη και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει υπερασπιστεί ποτέ τον υπουργό Οικονομικών εκείνης της περιόδου. Δεν έχει υιοθετήσει προφανώς τους χαρακτηρισμούς και τις επιθέσεις της ΝΔ, αλλά υπάρχει, εδώ και χρόνια, ρητά ή άρρητα, μία προσπάθεια να εμφανιστεί ο πρώην ΥΠΟΙΚ ως αποδιοπομπαίος τράγος, λες κι ενεργούσε χωρίς την συγκατάθεση του Πρωθυπουργού του (και λες κι αυτό είναι τιμητικό για τον τότε Πρωθυπουργό). Τελευταίο και ξεκάθαρο κρούσμα είναι ο «απολογισμός» της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: «Δεν δικαιούμαστε να μην αποδώσουμε ιδιάζουσα ευθύνη στον τότε Υπουργό Οικονομικών» αναφέρουν οι συγγραφείς.
Την ίδια στιγμή, στην κοινωνία υπάρχουν δύο αφηγήματα για τις σχέσεις Ελλάδας – δανειστών/τρόικας, ειδικά εκείνη την περίοδο. Για τους μεν, οι δανειστές είναι οι «εταίροι» μας, οι ρεαλιστές τεχνοκράτες που ασχολούνται με ψυχρούς αριθμούς, με τις «απαραίτητες μεταρρυθμίσεις», χωρίς ιδεοληψίες και επιδεικνύουν αλληλεγγύη για τη διάσωση της οικονομίας μιας χώρας (αλληλεγγύη που ίσως η χώρα να μην αξίζει με την συμπεριφορά της). Για τους δε, οι δανειστές έχουν δολοφονήσει οικονομικά μία ολόκληρη χώρα, μετατρέποντας την σε αποικία χρέους, σε προτεκτοράτο, με συνταγές μάλιστα που γνώριζαν ότι δεν έβγαιναν, προς όφελος των ευρωπαϊκών τραπεζών, της επικράτησης της λιτότητας πανευρωπαϊκά και της επιβίωσης της Ευρωζώνης με τη σημερινή, καθόλα αντιδημοκρατική της μορφή. Το εντυπωσιακό είναι ότι και για τις δύο πλευρές, το πρώτο εξάμηνο του 2015 αποτελεί την πιο σαφή απόδειξη των όσων υποστηρίζουν.
Κάπου μέσα σε όλα αυτά λοιπόν, εμφανίζεται ο τότε υπουργός Οικονομικών και λέει στη Βουλή: «Μία που ακόμα αναφέρεστε όλοι στο 2015, θέλετε επιτέλους να μιλάμε με στοιχεία και ντοκουμέντα και να ενημερώσουμε όλοι μαζί τους πολίτες γι αυτά;». Ο τότε υπουργός Οικονομικών παρουσίασε έναν φάκελο με τις ηχογραφήσεις των Eurogroup στα οποία συμμετείχε, μαζί με μία απόφαση του Αρείου Πάγου από το 2014, στην οποία αναφέρεται ότι τέτοια πρακτική επιτρέπεται για πρόσωπα που δουν στο πλαίσιο και κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, τα οποία υπόκεινται σε δημόσιο έλεγχο και κριτική. Το Eurogroup είναι η ομάδα όπου συμμετέχουν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, το κορυφαίο όργανο άσκησης της οικονομικής πολιτικής της ένωσης, ένα όργανο όπου δεν τηρούνται πρακτικά των συνεδριάσεων και νομίζω μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ένας υπουργός Οικονομικών συμμετέχει εκεί κατά τα καθήκοντα του και ότι στη συνέχεια οι επιλογές οι δικές του και τις κυβέρνησής του θα γίνουν αντικείμενο δημοσίου ελέγχου και κριτικής.
Γράφω για τον Βαρουφάκη με την ιδιότητα του πρώην ΥΠΟΙΚ γιατί δεν έχει σημασία το πρόσωπο, αλλά η θέση. Ο Βαρουφάκης είναι εδώ και χρόνια μία πολωτική φυσιογνωμία και δέχεται σφοδρή κριτική και από δεξιά και από αριστερά. Για τους «Μένουμε Ευρώπη» είναι το απόλυτο κακό, νάρκισσο τον ανεβάζουν, ανίδεο τον κατεβάζουν. Μαζί με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, είναι δύο πολιτικά πρόσωπα που έχουν στοχοποιηθεί μαζικά, εμμονικά και χυδαία από τα συστημικά ΜΜΕ. Από την άλλη, η επιμονή του στον ευρωπαϊσμό, την Ε.Ε. που αλλάζει από μέσα, η δημόσια έκθεσή του αλλά και κυρίως η επί χρόνια σφοδρή αντίθεσή του στο Grexit (από την οποία, αν και δεν το παραδέχεται, έχει μετακινηθεί μετά το 2015) τον έχουν κάνει κόκκινο πανί για μία μερίδα της Αριστεράς. Η εκλογική επιτυχία του ΜέΡΑ25 ήταν ένα μήνυμα ότι για πολλούς, «κάτι έκανε σωστά» αλλά είναι λογικό παράλληλα να εντείνει τα πάθη.
Εδώ όμως, δεν έχει σημασία τι λέει ο Βαρουφάκης, τι γράφει στο βιβλίο του, τι εικόνα έδωσε ο Γαβράς στην ταινία του, αλλά τι αποκαλύπτουν οι ηχογραφήσεις που έχει στην κατοχή του ο πρώην υπουργός Οικονομικών, από το διάστημα της εξαιρετικά κρίσιμης θητείας του. Μίας θητείας που ήρθε σε μία χρονική περίοδο που καθόρισε και καθορίζει σήμερα την πορεία της χώρας και οι οποία καταδυναστεύεται από μύθους, είτε από τη μία πλευρά είτε από την άλλη. Δεν είναι λοιπόν μία κουβέντα για το «ποιος έχει δίκιο», η κριτική στο «γιατί όχι νωρίτερα» είναι σοβαρή, αλλά το μείζον είναι η ανάγκη διαφάνειας και δημοκρατίας να μάθουμε όσα περισσότερα γίνεται για εκείνη την περίοδο.
Σε αυτό το αίτημα όμως, ο Πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, είπε ένα ξερό, αδικαιολόγητο, απαράδεκτο «όχι». Γιατί μπορεί μεν ο Πρόεδρος της Βουλής (που ως Πρόεδρος δεν έχει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται ως βουλευτής της ΝΔ) να διάνθισε το «όχι» του με μία δήλωση, αλλά αυτή είναι ξεκάθαρα πολιτική και όχι θεσμική, ουσιαστική. Ο Τασούλας υποστήριξε για παράδειγμα ότι οι ηχογραφήσεις αφορούν την «κρυφή μαγνητοφώνηση πρακτικών κορυφαίων συλλογικών οργάνων της ΕΕ». Δεν είναι «μαγνητοφώνηση πρακτικών» γιατί, να το ξαναπούμε, δεν υπάρχουν πρακτικά. Είχε το δικαίωμα να κρίνει, ως Πρόεδρος, το πώς θα χειριστεί τις ηχογραφήσεις. Μπορούσε, για παράδειγμα, να τις κοινοποιήσει μόνο στους πολιτικούς αρχηγούς. Έσπευσε, τέλος, μέσα στον πανικό του, να μιλήσει για κάποια «ευθύνη» του Βαρουφάκη, χωρίς να συγκεκριμενοποιήσει ποια είναι αυτή: «Δεν αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου, ούτε τη Βουλή, ως αχθοφόρο ή βαστάζο των ευθυνών του κ. Βαρουφάκη, εν προκειμένου…». Καμία αναφορά ή διάθεση διαβούλευσης για τον χειρισμό ενός τόσο ευαίσθητου θέματος, καμία επίκληση στον κανονισμό, στην Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, τίποτα. «Αποφασίζω ότι η ελληνική Βουλή δεν πρέπει να ξέρει» και τελειώσαμε. Εντάξει, δεν είναι ότι δεν τα έχουμε ξαναδεί αυτά, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ με το τρίτο μνημόνιο για παράδειγμα το μάθαμε με αποκάλυψη του TPP μέσω της ολλανδικής Βουλής, από την Ελλάδα δεν πέρασε ποτέ. Αλλά είναι πάντα ένα όνειδος όταν η Βουλή δρα ενάντια στο δικαίωμα του πολίτη να ξέρει, στο δημόσιο συμφέρον, πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Αν κάποιος/α πιστεύει ότι η επίκληση στο «δημόσιο συμφέρον» είναι υπερβολή, να θυμίσουμε ότι για το υπέρ του δημοσίου συμφέροντος έχουν κριθεί δικαστικά οι ουρανοξύστες του Λάτση στο Ελληνικό και οι δραστηριότητες της Eldorado στην Χαλκιδική
Βέβαια, το πώς ενήργησε ο Τασούλας φαίνεται ότι δεν θα έχει αντίκτυπο στο αν οι ηχογραφήσεις θα δοθούν στη δημοσιότητα. Το ΜέΡΑ25 δεσμεύθηκε ότι «μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου θα δώσει πρόσβαση σε όλους και όλες». Και μέσα από ατέλειωτες, υποθέτω για πολλή διάρκεια «βαρετές», συνομιλίες υπουργών Οικονομικών σε ένα κλειστό δωμάτιο και σε συνδυασμό φυσικά με μία αναδρομή στο 2015, τι συνέβαινε πριν, κατά τη διάρκεια, μετά, μέσα από όλη αυτή τη σύγκρουση για τους δανειστές, τα μνημόνια, τον ΣΥΡΙΖΑ κλπ, το ερώτημα θα είναι πολύ απλό αλλά συνάμα εξαιρετικά ουσιώδες:
Ποιος έλεγε «τσου»;
Ποια πλευρά δηλαδή λάμβανε μέρος σε όλες αυτές τις συναντήσεις, τις «συζητήσεις», τις συνεντεύξεις Τύπου, σε όλο το πολιτικό και οικονομικό θρίλερ εκείνου του εξαμήνου, χωρίς πρόταση και χωρίς καμία διάθεση για λύση. Οι δανειστές, μεγάλα διεθνή ΜΜΕ διέρρεαν και υποστηρίζουν ακόμα ότι τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καμία πρόταση, ότι ο Βαρουφάκης έκανε διαλέξεις και κούραζε τους συναδέρφους του και πολλά ακόμα. Αυτό στη συνέχεια, με την αρωγή των ΝΔ – ΚΙΝΑΛ – Ποταμιού, οδήγησε στην υπόθεση ότι η κυβέρνηση «οδηγούσε τη χώρα στα βράχια», στο «φέρτε συμφωνία να ναι και ό,τι να ναι», μέχρι και στη συνωμοσιολογία ότι «όλα ήταν ένα σχέδιο των Τσίπρα – Βαρουφάκη για να οδηγηθούμε στη δραχμή». Ο Βαρουφάκης από την πλευρά του επιμένει ότι «αντίθετα με την προπαγάνδα τους, στην πραγματικότητα οι Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ, Ντράγκι, Λαγκάρντ και Σια προσέρχονταν στα Eurogroup χωρίς ούτε μια παράγραφο προτάσεων, αρνούμενοι μάλιστα πεισματικά ακόμα και να διαβάσουν τις δικές μας προτάσεις – τις οποίες μου απαγόρευαν να μοιράσω στους συναδέλφους μου». Μόνο ένας από τους δύο μπορεί να έχει δίκιο. Ο άλλος, απλά κωλυσιεργούσε λέγοντας «τσου».
Μετά από όταν αποδειχθεί αυτό, το «τσου», όλα απαντώνται. Το ποιος έκλεισε τις ελληνικές τράπεζες, η κυβέρνηση Τσίπρα ή ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι (και μάλιστα με μία αμφιλεγόμενη απόρρητη ιδιωτική γνωμοδότηση); Το ποια πλευρά επέβαλε capital controls. Το ποια πλευρά ζήμιωσε την οικονομία, ποια πλευρά είναι υπεύθυνη για το τρίτο μνημόνιο και το βασικότερο ποια πλευρά, οδήγησε μία χώρα της Ευρωζώνης «στα βράχια», για να πετύχει τους σκοπούς της και να ικανοποιήσει τις ιδεοληψίες της.
Δεν έχει λοιπόν καμία σημασία αν πιστεύει κανείς ότι ο Βαρουφάκης είναι ένας εγωπαθής φαφλατάς, αν τον θεωρεί τον αναμορφωτή ηγέτη της Ευρώπης και κορυφαίο οικονομολόγο, αν τον κατακρίνει ως ένα ακόμα ανάχωμα, πιόνι του καπιταλιστικού συστήματος και οτιδήποτε στο ενδιάμεσο. Όπως δεν έχει και το «εντάξει αυτά τα ξέραμε» η το ειρωνικό «πέφτω από τα σύννεφα». Σημασία έχει, οι συζητήσεις που καθόρισαν, πίσω από κλειστές πόρτες, μία πολύ κρίσιμη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της χώρας, να γίνουν δημόσιες και να κάνουν στη συνέχεια τον κόπο οι πολίτες να ρίξουν μια ματιά, μπας και κάποια στιγμή γίνει κεντρικά καμιά σοβαρή κουβέντα με στοιχεία και όχι μυθεύματα, φωνές και ιδεοληψίες.