“Διακινητές” και “εμπρηστές”: Από τον πάτο της θάλασσας στις στάχτες της Δαδιάς
«Κατά την τέταρτη μέρα των πυρκαγιών που πλήττουν την περιοχή της Αλεξανδρούπολης, εντοπίστηκε από τον ανωτέρω πληθώρα εμπρηστικών μηχανισμών εντός του αστικού ιστού σε κατοικημένη περιοχή και συγκεκριμένα στην Ν. Χιλή και λίγα μόλις μέτρα από την οικογενειακή επιχείρηση του ανωτέρω, στην οποία διαμένει και η εξαμελής οικογένειά του».
Δηλαδή, την τέταρτη μέρα που καίνε οι φωτιές, σε ένα μέτωπο που έχει κάψει 400.000 στρέμματα και εκτείνεται σε χιλιόμετρα, με πυροσβέστες, αστυνομία και εθελοντές, 13 άτομα ταυτόχρονα και συγκεντρωμένα προσπαθούν να βάλουν φωτιά με εμπρηστικό μηχανισμό (μαζεύουν δηλαδή όπως λέει ο δικηγόρος λάστιχα, αφρολέξ και ξύλα) μέσα στην πόλη, όχι στο δάσος, με σκοπό να προκαλέσουν ένα ακόμη μέτωπο. Οι άνθρωποι αυτοί λέγεται ότι φέρουν μαχαίρια, αλλά ο απαγωγέας τους ισχυρίζεται ότι χωρίς να οπλοφορεί τους έπεισε να αφήσουν τα μαχαίρια και να μπουν στο τρέιλερ του.
Αυτός είναι ο ισχυρισμός που φέρνει τα δεκατρία θύματα απαγωγής ως απολογούμενους την Παρασκευή. Θα μπορούσε κάποιο δικαστήριο να ακούσει αυτούς τους ισχυρισμούς στα σοβαρά; Όταν γίνει η δίκη, θα πάω και θα σας πω. Στο μεταξύ όμως προσέξτε τι θα έχει επιτευχθεί:
Για την κυβέρνηση η δουλειά θα έχει γίνει: οι μέρες της έξαρσης της συζήτησης θα περάσουν με το ακροδεξιό τουίτερ να φωνάζει ότι οι μετανάστες είναι εμπρηστές, ώστε η κυβέρνηση να μη χρειαστεί να απολογηθεί για το ότι τελικά θρηνήσαμε θύματα, και μάλιστα δεκάδες, και όταν πια θα έρθει ο καιρός να φτάσουμε σε δίκη για όλα αυτά, το θέμα θα έχει ξεχαστεί. Σε αυτό χρησιμεύουν οι κορώνες για εμπρησμούς. Όταν έρθει δηλαδή η στιγμή να πει ο δράστης στο δικαστήριο ότι αφόπλισε 13 οπλισμένους εμπρηστές που είχαν μαζευτεί μέσα στην πόλη για να ανάψουν λάστιχα και να ενισχύσουν μια φωτιά που έκαιγε όλον τον νομό, θα είναι πολύ αργά για να θυμηθούμε την υπόθεση.
Αξίζει να σκεφτούμε για λίγο την ιστορία από τη δική τους πλευρά.
Στο «Χρυσό Γάντι» του Φατίχ Ακίν, ένας κατά συρροήν δολοφόνος κρύβει τα πτώματα σε ένα ντουλάπι του σπιτιού του στο Αμβούργο. Η φρικτή αποφορά των πτωμάτων σχολιάζεται διαρκώς στην ταινία από όποιον τον επισκέπτεται, αλλά ο δράστης κατηγορεί τους μετανάστες (Έλληνες, για την ειρωνεία του πράγματος) που μένουν από κάτω του, ότι βρωμάνε αυτά που μαγειρεύουν.
Η λεπτομέρεια που με στοίχειωσε σε αυτή την ταινία για τον φονιά που κατηγορεί μετανάστες είναι ότι το διαμέρισμά του είναι στολισμένο παντού με αυτά τα μικρά πράσινα δεντράκια που βάζουν πολλοί ως «αρωματικά αυτοκινήτου», για να κρύβει τη μυρωδιά των πτωμάτων. Αυτή είναι μια παράλληλη εμμονή του, βάζει τέτοια δεντράκια ακόμα και όταν τυλίγει κομμένα μέλη των γυναικών που έχει δολοφονήσει.
Η κυβέρνησή μας αφήνει μετανάστες να πεθάνουν, με όλη την ευθύνη μιας μακράς και μεθοδευμένης αδιαφορίας για τη ζωή τους, σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση όλων των ακροδεξιών αντιλήψεων που πιέζουν συνεχώς τα όρια από την «ευθύνη δια της παραλείψεως», μέχρι τη δολοφονία. Δεν ξέρω πώς μπορούμε να το πούμε προσεκτικά αυτό, πώς μπορούμε να σταθούμε στα γεγονότα χωρίς να ξεπεράσουμε αυτό που γνωρίζουμε με σιγουριά, αλλά φοβάμαι ότι δεν έχει νόημα να μασάμε άλλο τα λόγια μας. Από την Πύλο μέχρι τη Δαδιά, οι άνθρωποι αυτοί εμφανίζονται ως εισβολείς, ώστε ο κόσμος να μη λυπηθεί για τον θάνατό τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ελληνικό κράτος «δεν ανταποκρίνεται στο καθήκον του να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή», όπως θα έλεγε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το Φαρμακονήσι, αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι όταν αυτό γίνεται συστηματικά και αθροίζονται θάνατοι που φτάνουν σε εκατόμβες νεκρών, οι ευθύνες είναι ασήκωτες, δεν είναι περιστασιακές.
Αυτό συμβαίνει με την εκτεταμένη συνενοχή της κοινωνίας και οργανώνεται με δύο τρόπους.
Ο πρώτος ήταν η «γεωπολιτική» εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού στο κατάπτυστο «Έπος του Έβρου». Το κράτος μας με τα ΜΜΕ του άνοιξε πόλεμο εναντίον κατατρεγμένων, τους οποίους περιέγραφε ως «υβριδική απειλή». Τα θύματα, απροστάτευτοι πρόσφυγες, περιγράφονται ως θύτες, με μια αντιστροφή που δεν αντέχει σε καμία λογική, αλλά κανείς δεν ζητάει λογική. Και, μια που έχουμε ξανά ναζί στη βουλή και δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τις αναλογίες με το Ολοκαύτωμα, ούτε και οι Εβραίοι έφταιγαν. Υπήρχε προπαγανδιστικός μηχανισμός που τους απέδιδε ευθύνες για όλα τα δεινά του κόσμου, αλλά η αλήθεια έχει πολύ μικρή σημασία σε αυτές τις περιπτώσεις. Οπότε οι πρόσφυγες δεν θεωρούνται πρόσφυγες, είναι ξαφνικά εισβολείς, επιτιθέμενοι.
Το δεύτερο βήμα είναι η ανωνυμία. Δεν θα μάθουμε ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν. Δεν θα πουν την ιστορία τους, δεν θα ρωτήσουμε τις μάνες τους, δεν θα στήσουμε συνεργεία για να ρωτήσουμε τους γείτονες πώς ήταν τα παιδιά τους στο σχολείο. Όλα αυτά που γίνονταν για Έλληνες, όταν η Νέα Δημοκρατία είχε φτάσει στο σημείο να διακινεί στο Μάτι κείμενα συγγενών που υποτίθεται ότι μαζί με το πένθος για τον χαμό των παιδιών τους κατηγορούσαν και τον ΣΥΡΙΖΑ παρεμπιπτόντως για το brain drain. Δεν θα συμβεί τίποτα τέτοιο. Θα υπάρξει μια τόσο οργανωμένη θεσμικά και επικοινωνιακά προπαγάνδα εναντίον αυτών των θυμάτων, ώστε ο κόσμος ακόμη και νεκρούς θα τους βρίζει. Χωρίς να ξέρουμε τίποτα. Κάποιοι θα χαθούν στον πάτο της θάλασσας και κάποιοι θα απανθρακωθούν στο δάσος της Δαδιάς, πάντα ανώνυμα.
Οι μετανάστες έχουν χρεωθεί βασικά τρεις κατηγορίες: βίαια εγκλήματα, μεταδοτικές ασθένειες και επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την υγεία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Σε αυτό προστέθηκε πρόσφατα η ανάλυση «οι πρόσφυγες είναι εργαλεία του Ερντογάν σε υβριδικό πόλεμο». Σε όλα αυτά τα πεδία, η αλήθεια είναι αντίστροφή από ό,τι φαντασιώνεται ο ρατσισμός του εθνικού κορμού. Έγραψα μια ανάρτηση για τους νεκρούς της Δαδιάς στα ΜΚΔ. Επειδή ο αλγόριθμος και ο αντιμακεδονισμός μου με προστατεύουν από ακροδεξιές αντιδράσεις, είδα μόνο κάποια σχόλια σε κοινοποιήσεις από φίλους. Έγραφε λοιπόν μια φίλη φίλης: «τόσος ανθελληνισμός πια;». Δεν ρωτούσε εμένα, αλλά νιώθω την ανάγκη να απαντήσω: δεν ταυτίζομαι ποτέ με το κράτος ούτε και με τον εθνικό κορμό. Υπάρχουν όμως και στιγμές που όχι απλώς δεν ταυτίζομαι, αλλά έχει υπαρξιακή σημασία για μένα ότι δεν είμαστε συνένοχοι στα εγκλήματά τους. Με άλλα λόγια, τόσος κι άλλος τόσος ανθελληνισμός, είναι η μόνη μου ελπίδα, όσο η Ελλάδα εγκληματεί εις βάρος των προσφύγων.
Η ανάλυση του Αγκάμπεν για τη “γυμνή ζωή” έχει συνδεθεί εδώ και καιρό σε αναλύσεις με την κατανόηση του προσφυγικού στη χώρα μας. Με τη διαδικασία που εγγυάται πως η κοινή γνώμη δεν θα νιώθει τίποτα, θα αδιαφορεί στην καλύτερη περίπτωση, αν δεν οργανώνει πογκρόμ. Η κυβέρνηση θα παριστάνει την έκπληκτη, θα συλλαμβάνει προφανώς τον φασίστα που τράβηξε και βίντεο με τα κατορθώματά του, αλλά τροφοδοτεί όλη τη ρητορική και τη συνωμοσιολογία που εκτρέφει αυτές τις συμπεριφορές, λέγοντας ότι οι φωτιές μπαίνουν στα σημεία εισόδου των μεταναστών. Όποτε μιλάει ο Στυλιανίδης στην τηλεόραση, θα υπάρξει μια δημοσιογραφική ερώτηση για το αν τις φωτιές τις βάζουν μετανάστες, ώστε να απαντήσει ότι δεν είμαστε και σίγουροι αλλά μάλλον ναι. Σε αυτές τις δηλώσεις προστίθεται τώρα η σύλληψη των θυμάτων απαγωγής.
Έχετε πέσει θύμα απαγωγής; Εγώ όχι. Φαντάζομαι ότι να βρεθείς στην καρότσα του απαγωγέα, προφανώς υπό την απειλή όπλου, δεν θα είναι πολύ ευχάριστο. Αλλά θα είναι κάπως πιο περίεργο να βρεθείς μετά κρατούμενος γιατί ο απαγωγέας σου λέει ότι άναβες φωτιά μέσα στην πόλη την ώρα που γύρω σου καίγονταν τα πάντα.
Το σύνθημα «τι ψηφίσατε ρε μλκες» είναι άστοχο, γιατί προϋποθέτει μια εικόνα ενός λαού που αδικείται ξεγελασμένος. Η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Ο κόσμος γύρω μας είναι συνειδητά συνένοχος στα κρατικά εγκλήματα, είναι πρόθυμος να λερώσει τα χέρια του με αίμα, και αντιμετωπίζει τις ανησυχίες μας με περιφρόνηση. Βρισκόμαστε δηλαδή ήδη σε μια αντιπαράθεση πολύ πιο σκληρή από ό,τι αντιλαμβανόταν η προεκλογική συζήτηση. Η κυβέρνηση ξέρει να στρέφει την ατζέντα εκεί που τη βολεύει, δηλαδή πάντα στην εξέδρα. Ενώ έχουμε να κάνουμε με μια κολοσσιαία (και τώρα πια φονική) διαχειριστική αποτυχία, εμείς θα αναγκαζόμαστε να διατυπώνουμε το αμυντικό αίτημα να μην γίνονται απαγωγές εναντίον μεταναστών! Κάπως έτσι θα πάει, από δική τους πλευρά. Κι εμείς θα χρειαστεί να μπορέσουμε να τα κάνουμε όλα μαζί. Να υπερασπιστούμε αυτές τις ζωές και μαζί να πούμε ό,τι η κυβέρνηση προσπαθεί να μη λέμε.