Η ελληνική μεταπολίτευση ξεκινάει, αδιαμφισβήτητα, στις 14 Ιουλίου 1974 – την επέτειό της τη «γιορτάζουμε» σε λίγες μέρες. Το πότε ολοκληρώνεται παραμένει αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ ιστορικών, πολιτικών επιστημόνων, πολιτικών, αγωνιστών και πολιτών: άλλοι θέτουν ως ορόσημο το 1989, άλλοι τα χρόνια της κρίσης, άλλοι θεωρούν ότι διαρκεί ακόμα. Ωστόσο, ακόμα και εκείνοι που εκτιμούν ότι έχει τελειώσει, αν δεν είναι οπαδοί μιας γραμμικής αντίληψης της ιστορίας, θα συμφωνήσουν, πιστεύω, ότι η δίκη της Χρυσής Αυγής εντάσσεται στη διάρκεια της ελληνικής μεταπολίτευσης. Όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της δίκης –το περιεχόμενο, η πλαισίωσή της από το αντιφασιστικό κίνημα, οι πολιτικές συμμαχίες που δημιούργησε, η μαζική συγκέντρωση την ημέρα της απόφασης, η έκβασή της– παραπέμπουν στη μεταπολίτευση: όχι χρονολογικά, γεγονοτολογικά ή τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Αποτελεί στιγμή της, μια μεγάλη στιγμή της.
Εδώ και λίγες μέρες, από τις 15 Ιουνίου 2022, η δίκη ξεκίνησε σε δεύτερο βαθμό, στο Εφετείο της Αθήνας. Για την ακρίβεια, πασχίζει να ξεκινήσει, καθώς οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, πρωτοστατούντων εκείνων του «Αρχηγού» Νίκου Μιχαλολιάκου, προβάλλουν συνεχή αιτήματα, επιδιώκοντας να παρακωλύσουν με κάθε τρόπο τη διαδικασία. Πέραν αυτού όμως, η δίκη πολύ λίγο συγκέντρωσε την προσοχή των ΜΜΕ και αυτού που ονομάζουμε «κοινή γνώμη» — σα να μην έχει αρχίσει καν. Τα διαδικαστικά τερτίπια των Χρυσαυγιτών και των συνηγόρων τους είναι ένας μόνο, και ο ελάσσων, λόγος. Υπάρχουν δύο βασικότεροι.
Ο πρώτος είναι πάγιος, σοβαρός και δυσάρεστος: η σταθερή αδιαφορία των mainstream ΜΜΕ για τη συγκεκριμένη δίκη, κάτι που είχε φανεί πολύ έντονα και στην πρωτόδικη διαδικασία – και ιδίως στην αρχή της. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους του αντιφασιστικού κινήματος, επίμονη και συγκεκριμένη δράση (με πρωτοβουλίες όπως το Golden Dawn Watch και το Jail Golden Dawn) ώστε το τοπίο της ενημέρωσης να αρχίσει να αλλάζει. Και ήταν η καταλυτική παρουσία των μαζών, το ποτάμι με τις πολλές χιλιάδες ανθρώπους, που πλημμύρισε την Αλεξάνδρας στις 7 Οκτωβρίου 2020, ο καθοριστικός παράγοντας που έφερε τη Δίκη στο επίκεντρο της επικαιρότητας και της δημόσιας προσοχής. Και μπορούμε δυστυχώς να είμαστε σχεδόν βέβαιοι –αυτό φανερώνουν όλες οι ενδείξεις από τις δυο πρώτες συνεδριάσεις– ότι θα απαιτηθεί ανάλογη συστηματική προσπάθεια και τώρα, στα χρόνια του Εφετείου, ώστε η δίκη να μη μείνει στα «ψιλά» των μέσων ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών.
Ο δεύτερος λόγος είναι εξίσου σοβαρός, αλλά πιο ευχάριστος, παρότι ενέχει κινδύνους. Ελάχιστοι ασχολούνται με τη δίκη, γιατί η ΧΑ δεν έχει πια τίποτα από την παλιά της –τρομακτική βέβαια– αίγλη: βρίσκεται εκτός Βουλής, έχει καταδικαστεί ως εγκληματική οργάνωση, τα τοπικά της γραφεία έκλεισαν το ένα μετά το άλλο, δεν παίρνει κρατική χρηματοδότηση, κανένας δεν θέλει πια δημόσια να συναγελάζεται με τους Χρυσαυγίτες. Πού είναι οι παλιοί καλοί καιροί, τότε που μέινστριμ έντυπα φιλοξενούσαν γκλάμουρους ρεπορτάζ για τον γάμο του Παναγιώταρου ή είχαν πρώτη πίστα τον Μιχαλολιάκο, τότε που ιεράρχες και πολιτικοί αγκαλιάζονταν και φωτογραφίζονταν χαρούμενοι μαζί τους, τότε που η ΧΑ ήταν φόβος και τρόμος για ολόκληρες γειτονιές, ειδικά αν ήσουν ή έδειχνες ξένος, μετανάστης, σκουρόχρωμος, μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, «κουμμουνιστής» ή Άλλος.
Το θηρίο δεν έπαψε να είναι θηρίο και να είναι ακόμα επικίνδυνο, αλλά μοιάζει σήμερα ξεδοντιασμένο. Και αυτός είναι σοβαρός λόγος που η δίκη συγκεντρώνει πολύ μικρό ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη αυτή δεν είναι διόλου άσχετη με την ίδια τη δίκη – για την ακρίβεια, οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό σε αυτή: η καταδίκη της ΧΑ ως εγκληματικής οργάνωσης και η φυλάκιση όλου του ηγετικού πυρήνα, με βαριές ποινές, υπήρξε καθοριστική για την απονομιμοποίηση και τον μαρασμό της σε όλα τα επίπεδα: πολιτικό, κοινωνικό, απήχησης, επικινδυνότητας. Θα επαναλάβω κάτι που έχω γράψει σε αυτό το περιοδικό, γιατί το θεωρώ κρίσιμο («7.10.2020. Η καταδίκη: μια στιγμή που διαρκεί, Ζην, τχ. 54, Οκτώβριος 2021):
Η καταδίκη επέφερε αποφασιστικό πλήγμα στην κοινωνική απήχηση και τις συμμαχίες της Χρυσής Αυγής, σε όλα τα επίπεδα: από τους «νοικοκυραίους» μέχρι μεγαλοδημοσιογράφους, επιχειρηματίες ή υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους. Γιατί με καταδικασμένους εγκληματίες δεν θέλουν να έχουν σχέση ούτε οι «νοικοκυραίοι» (που άκουγαν με ικανοποίηση τις ιστορίες για τους χρυσαυγίτες που βοηθούσαν τις γιαγιάδες στα ΑΤΜ, «ξεβρώμιζαν» τον τόπο από τους ξένους ή διαδήλωναν για τα Ίμια) ούτε όμως οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί, οι στρατηγοί και οι ιεράρχες που την ευλογούσαν (που την έβλεπαν ως «εθνικό κεφάλαιο» ή, τερπόμενοι από τη θεωρία των δύο άκρων, τη θεωρούσαν όπλο στον αντισυριζικό αγώνα).
Ο καταλυτικός ρόλος της καταδίκης
Εδώ, όλο το βάρος δεν πέφτει στο «εγκληματίες», αλλά στο «καταδικασμένοι». Και αυτό σχετίζεται με το ότι στην Ελλάδα, ιστορικά, η ακροδεξιά πάντα τρεφόταν πολλαπλώς (ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά, σε επίπεδο προσώπων και μηχανισμών) και αντλούσε ισχύ από τη σχέση της με το κράτος. Η ποινική δίωξη αρχικά και η καταδίκη εν τέλει σηματοδοτούν το κόψιμο του ομφάλιου λώρου και του συνδετικού ιστού της ΧΑ με το κράτος. Όσο το κράτος και το πολιτικό σύστημα ανέχονταν τη ΧΑ τότε πολλοί μπορούσαν να εκδηλώνουν τη συμπάθεια, το ενδιαφέρον ή την έλξη τους· τώρα πια, είναι κομμάτι πιο δύσκολο να τα νιώσει κανείς ή, τουλάχιστον, να τα εκδηλώσει.
Δεν θα επιμείνω, καθώς άλλωστε αυτά έχουν αναπτυχθεί και αναλυθεί αρκετές φορές. Θα πω ένα μόνο για όσους και όσες αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και σχετικισμό τη σημασία της καταδίκης: Ας σκεφτούμε μόνο τι θα γινόταν αν το αποτέλεσμα ήταν αθωωτικό για τον ηγετικό έστω πυρήνα, αν είχαν καταδικαστεί απλώς τα «μικρά ψάρια». Προσωπικά, δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Η δίκη υπήρξε μια κορυφαία διαδικασία, από πολιτικής, νομικής και κινηματικής άποψης, και τώρα που ξαναρχίζει θέλω να συνοψίσω μερικά βασικά της στοιχεία.
Βασικά στοιχεία και συμπεράσματα από τη δίκη
Α. Ένα παλιό κινηματικό σλόγκαν λέει ότι ο φασισμός δεν νικιέται στα δικαστήρια. Έχει ίσως κάποια χρησιμότητα, ενάντια σε μια λεγκαλιστική ή φορμαλιστική προσέγγιση, ωστόσο έχει τα όριά του και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Η δίκη, πάντως, μας έδειξε ότι ο φασισμός και ο ναζισμός νικιέται και στα δικαστήρια. Και η δίκη δεν ήταν απλώς κάτι συμπληρωματικό ή παράπλευρο στο κίνημα· ήταν κάτι απολύτως αναγκαίο, εκ των ων ουκ άνευ. Και αυτό γιατί η ΧΑ δεν είναι μια οποιαδήποτε ακροδεξιά ή φασιστική οργάνωση. Είναι νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση, που οργάνωσε δολοφονικές επιθέσεις, εμπρησμούς, ξυλοδαρμούς και σκορπούσε τον τρόμο. Ενάντια σε μια τέτοια δράση είναι απαραίτητη η δικαιοσύνη, η αστική δικαιοσύνη. Η αστική δικαιοσύνη, γιατί στην κοινωνία που ζούμε δεν υπάρχει άλλη. Είναι λανθασμένη η άποψη ότι εμείς. οι αντιφασίστες και οι αντιφασίστριες, θα μετατραπούμε σε ντετέκτιβ, ανακριτικούς υπαλλήλους, αστυνόμους, διώκτες και τιμωρούς, θα συλλάβουμε τους ναζί και θα αποδώσουμε δικαιοσύνη. Κάτι τέτοιο είναι ολέθριο, όχι μόνο για την αντίληψή μας περί κοινωνίας και δικαιοσύνης, αλλά και κυριολεκτικά, άμεσα, σωματικά για όποιους θα αναλάμβαναν ένα τέτοιο καθήκον.
Β. Η δίκη, όπως είπαμε, έδειξε ότι ο φασισμός και ο ναζισμός μπορούν να νικηθούν στα δικαστήρια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι περιοριζόμαστε σε έναν παθητικό ρόλο παρατηρητών, θύοντας απλώς στη Θέμιδα. Γιατί είναι εξαιρετικά πιθανό –για να μην πω βέβαιο– ότι χωρίς την επίμονη προσπάθεια λίγων στην αρχή και περισσότερων στη συνέχεια, χωρίς τη συστηματική προσπάθεια κάλυψης, τη συστηματική παρουσία μέσα και έξω από τα δικαστήρια, η νίκη αυτή δεν θα είχε επιτευχθεί. Ας μη σκεφτόμαστε μόνο με όρους πίεσης, εκατέρωθεν προς τους δικαστές· ας σκεφτούμε πιο σύνθετα. Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, πόση δύναμη χρειάζεται να πας να καταθέσεις ενάντια στα «θηρία», ειδικά αν έχεις υπάρξει θύμα τους. Και άρα πώς η μαχητική, ευρεία πολιτικά και μαζική κινητοποίηση μπορεί να λειτουργεί, και λειτούργησε, ως ασπίδα ηθική, ψυχολογική και υλική για δεκάδες μάρτυρες. Αν το κλίμα ήταν αλλιώς, αν ο τρόμος και ο «νόμος» της Χρυσής Αυγής επικρατούσε μέσα και έξω στο δικαστήριο, πόσοι άραγε θα έβρισκαν το κουράγιο να πούνε όσα είπαν;
Γ. Συνήθως ταυτίζουμε τη δίκη με το αποτέλεσμά της. Και ασφαλώς η ομόφωνη καταδίκη της ΧΑ ως εγκληματικής οργάνωσης, καθώς και όλου του ηγετικού πυρήνα είναι καταλυτική. Όμως η δίκη είναι κάτι πολύ σύνθετο. Η δικαστική μάχη έχει σημασία, όχι μόνο επειδή οδήγησε στην καταδίκη, αλλά και επειδή στην αίθουσα ξετυλίχτηκε, μέσα από τις καταθέσεις και τα τεκμήρια, το κουβάρι της εγκληματικής δράσης της ΧΑ, τα Τάγματα Εφόδου, οι εντολές, η ιεραρχία της, η δικτύωση και η οργάνωσή της. Όποιοι και όποιες βρέθηκαν εκεί και παρακολούθησαν το ξέρουν καλά. Ας μη θεωρούμε, δηλαδή, ότι (προ)υπήρχε μια αλήθεια «κάπου εκεί έξω», συγκροτημένη από πριν και ατόφια, την οποία προσκόμισαν οι μάρτυρες και οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής, και έπεισαν τους δικαστές. Είναι κάτι πολύ πιο πολύπλοκο, δύσκολο και ενδιαφέρον. Μέσα από τις καταθέσεις πολλών και διαφορετικών προσώπων με διαφορετικό στάτους, άποψη και εμπειρίες, μέσα από την ακτινογραφία και την αξιοποίηση της τεράστιας δικογραφίας που με θαυμαστό τρόπο έκανε η πολιτική αγωγή (ένας τεράστιος όγκος φωτογραφιών, κειμένων, εγγράφων, συνομιλιών, τεκμηρίων πάσης φύσεως) — μέσα από τη διασταύρωση και τη στάθμιση όλων αυτών αναδείχθηκε και συγκροτήθηκε στη δικαστική αίθουσα η φυσιογνωμία της ΧΑ: ένας σκοτεινός πλούτος εγκληματικής δράσης που δεν ξέραμε, που εξέπληξε ακόμα και τους αντιφασίστες.
Δ. Γι’ αυτό τον λόγο ήταν μείζον πρόβλημα, έλλειμμα και πλήγμα, για την ενημέρωση και τη δημοκρατία, η απόφαση να μη μεταδοθεί δημ’οσια η δίκη. Γι’ αυτό οι τα παρατηρητήρια Golden Dawn Watch και Jail Golden Down ήταν πολύτιμα. Μέσα από τις καθημερινές ανταποκρίσεις τους όχι μόνο διασφάλισαν τη δημοσιότητα της δίκης αλλά και πρόσφεραν έγκυρη ενημέρωση, κάνοντας προσιτό όλο αυτό τον πλούτο στοιχείων σε κάθε πολίτη. Και πιστεύω ότι αναλογεί στις δύο αυτές πρωτοβουλίες να επιμεληθούν μια ευσύνοπτη έκδοση Πρακτικών, ανεπίσημων αλλά έγκυρων. Η μαγιά ήδη υπάρχει μέσα από τις καθημερινές καταγραφές τους και θα έχει σπουδαία αξία για τους ερευνητές στο μέλλον – όπως σήμερα μελετάμε τις δίκες της Χούντας αλλά και των «Αθεϊκών» το 1914 (τη δίωξη εναντίον του Αλέξανδρου Δελμούζου και των άλλων δημοτικιστών που πρωτοστάτησαν στο παρθεναγωγείο του Βόλου) μέσα από τα εκδεδομένα πρακτικά τους. Οι αγορεύσεις των συνηγόρων που έχουν εκδοθεί (του Θανάση Καμπαγιάννη και της Χρύσας Παπαδοπούλου από τις εκδόσεις Πόλις, του Κώστα Παπαδάκη από τις εκδόσεις Τόπος), αποτελούν σπουδαία αναγνώσματα και μας κάνουν να αισθανόμαστε ηθική, αξιακή και πολιτική ανάταση, δεν αρκούν όμως και δεν πρέπει να μείνουν μόνες τους.
Ε. Η δίκη της Χρυσής Αυγής λειτούργησε διαπαιδαγωγητικά για έναν ολόκληρο κόσμο του κινήματος. Που έμαθε λ.χ. πώς ο αγώνας μπορεί να δίνεται μέσα και έξω από τα δικαστήρια ταυτόχρονα, και αυτές οι δύο όψεις να προχωράνε μαζί και να μην είναι ανταγωνιστικές. Ή διαπίστωσε ότι οι ναζί, που έμοιαζαν παντοδύναμοι (αν θυμηθούμε τη ζοφερή περίοδο μετά το 2012 που δημοσκοπικά κατέγραφαν διψήφια ποσοστά, αλώνιζαν στις γειτονιές και πάμπολλοι έπιναν νερό στο όνομά τους), δεν ήταν τελικά ανίκητοι. Και πολλά ακόμα. Αλλά και απολύτως συγκεκριμένα και πρακτικά: τα παρατηρητήρια για τη δίκη του Ζαν Κωστόπουλου και του Δημήτρη Λιγνάδη, δύο πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες, γεννήθηκαν με έμπνευση και αφετηρία την παράδοση που δημιούργησε το Golden Dawn Watch.
Και τώρα τι;
H δίκη της ΧΑ στο Εφετείο θα είναι μια διαδικασία μακρά. Είναι δεδομένο από τον όγκο αλλά και τη φύση των υποθέσεων που εκδικάζονται. Ακόμα και με τους καλύτερους όρους, με πυκνές συνεδριάσεις, ο χρονικός ορίζοντας είναι μακρινός, της τάξης των τριών χρόνων. Παρότι και κόπωση υπάρχει και μια αίσθηση εφησυχασμού, καθώς, όπως λέγαμε και στην αρχή το θηρίο μοιάζει ξεδοντιασμένο, ο εφησυχασμός είναι το τελευταίο που πρέπει να επικρατήσει. Γιατί, ακόμα κι αν είμαστε σε πολύ καλύτερες θέσεις από το μακρινό 2015 όταν ξεκινούσε η πρωτόδικη διαδικασία, παρότι υπάρχει η καταδικαστική απόφαση-καταπέλτης, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Πρέπει να κάνουμε ξανά τα ίδια, και ακόμα περισσότερα, μέσα και έξω από το δικαστήριο.
Πρώτα από όλα το οφείλουμε στα θύματα. Στους ανθρώπους που τρομοκράτησε, τσαλαπάτησε, κακοποίησε, δολοφόνησε η ναζιστική συμμορία. Για όλους και όλες αυτούς δεν μπορούμε να εφησυχάσουμε, να αδρανήσουμε, να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους. Μας το υπαγορεύει το δίκιο. Και εδώ η Μάγδα Φύσσα, η σπουδαία γυναίκα που ενσάρκωσε συγκλονιστικά την υπεράσπιση του δίκιου (και όχι την εκδίκηση), τη μετατροπής του πόνου σε αγώνα για το δίκιο αποτελεί μοναδικό παράδειγμα. Και μας δείχνει τον δρόμο,
Έπειτα το τι γίνεται στη δίκη δεν πρέπει να μένει στους τέσσερις τοίχους της δικαστικής αίθουσας. Πρέπει να βγαίνει έξω, να φτάνει στην κοινωνία, να την αφορά. Η φύση της υπόθεσης είναι τέτοια που δεν μπορεί να συρρικνωθεί στους διάδικους. Πρέπει να ανοιχτεί στην κοινωνία, να ενωθεί με τον ευρύτερο αντιφασιστικό αγώνα, τον αγώνα για τη δημοκρατία και την προκοπή του τόπου. Ειδικά στην περίοδο της παρατεταμένης και πολλαπλής κρίσης που ζούμε, μια κρίσης που συνδυάζει την πανδημία, την κλιματική και ενεργειακή κρίση, την οικονομική κρίση και τον πόλεμο, η μάχη ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό, σε όλες τις μορφές του, είναι εκ των ων ουκ άνευ. Για την υπεράσπιση της κοινωνίας, της δημοκρατίας και της ζωής. Και τη μάχη αυτή πρέπει να τη δώσουμε με όλες τις δυνάμεις μας.