του Θάνου Καμήλαλη

Η Ακρίτα λέει απλά και καλογραμμένα, πώς δεν μπορείς να λες ότι κάνεις δημοσιογραφία με βάση το «το λένε γείτονες» και πώς ένα κίτρινο θέμα προσπαθεί να συγκαλύψει τεράστιες και εγκληματικές ευθύνες στη διαχείριση της πανδημίας. Πράγματα που πολλοί στον κόσμο του διαδικτύου και συγκεκριμένων μέσων ενημέρωσης τα θεωρούν αυτονότητα, αλλά σίγουρα πολλοί αναγνώστες των «Νέων» όχι. Τουλάχιστον όχι με βάση το περιεχόμενο που τους προσφέρει η εφημερίδα.

Συζητιέται πολύ, σήμερα Σάββατο, το αν ο κόψιμο ενός τέτοιου άρθρου είναι «γκάφα», μία άτσαλη προσπάθεια να προστατευθεί το ζήτημα της «βίλας Τσίπρα» αλλά και το πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Σίγουρα είναι διαπιστευτήριο στην εξουσία, σίγουρα επίσης το άρθρο θα διαβαστεί από περισσότερους σήμερα. Ένα ζήτημα όμως είναι από ποιους. Γιατί ναι, στα κοινωνικά δίκτυα γίνεται χαμός, αλλά ποτέ μην αμελείτε τον κόσμο που ακόμα θεωρεί την τηλεόραση ή τις εφημερίδες ως μόνη και μόνη αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης. Εξάλλου, η σημερινή Νέα Δημοκρατία μάλλον δεν απευθύνεται σε «δήθεν ευαίσθητους» στη λογοκρισία, όπως μας είπε και για την αστυνομική βία και για θέματα Πολιτισμού. Επίσης, δεν γνωρίζουμε ακόμα τη συνέχεια.

Για να προστατευθούν επομένως οι δήθεν «αποκαλύψεις» πρέπει το «echo chamber» μέσα στο οποίο μιλάει μόνο ή κυριαρχικά η κυβέρνηση, να γίνει ακόμα στενότερο. Σε συνθήκες μικρών και μεγάλων κρίσεων αυτά συμβαίνουν, όπως συνέβαιναν πριν δέκα χρόνια, τότε που εξαιρετικοί δημοσιογράφοι απολύονταν από μεγάλα ΜΜΕ γιατί προωθούσαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την οικονομική κρίση, το ελληνικό χρέος και τα μνημόνια. Αντίθετα ο Πρετεντέρης που έχει ομολογήσει ότι απέκρυπτε την αλήθεια για τη μη βιωσιμότητα του χρέους έχει ακόμα «περίοπτη» θέση στη «σοβαρή δημοσιογραφία». Η όπως συνέβη συνολικά και ντροπιαστικά την εβδομάδα του δημοψηφίσματος, με τους χρόνους κάλυψης του «Ναι» και του «Όχι», τότε που όπως όλοι καταλάβαμε από την κάλπη, «όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι με το ΝΑΙ».

Τα ίδια έχουμε και τώρα, ίσως σκληρότερα, παρά το γεγονός ότι η ενημέρωση γενικότερα είναι ακόμα λιγότερο και πιο δύσκολα ελεγχόμενη από ό,τι πριν δέκα χρόνια. Εδώ και ενάμιση χρόνο παλεύουμε με τέτοια δωμάτια, τα κλειστά συστήματα όπου φτάνει μόνο η κυβερνητική ρητορική και που πάρα πολύ συχνά μοιάζουν να υψώνουν αδιαπέραστο τείχος προς οποιαδήποτε ενοχλητική είδηση. Παλεύουμε όχι από αντιπολιτευτική «γραμμή», αλλά από δημοσιογραφική δεοντολογία, από το δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε πολίτη στην ενημέρωση, που συχνά υφαρπάζεται έμμεσα. Τείχος που ορθώνεται ακόμα και στην ίδια την αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας (πόσο μάλλον στα μικρότερα κόμματα), όπως αποδείχτηκε στην αναφορά του ΕΣΡ για το 2019, προ πανδημίας και εκατομμυρίων σε ΜΜΕ δηλαδή.

Τότε που αν σου έλεγαν ότι θα έχουμε 100 νεκρούς τη μέρα και τα κανάλια δεν θα το είχαν θέμα, θα θεωρούσες τον συνομιλητή σου υπερβολικό ή τρελό. Και για πιθανούς «ναιμεναλλάκηδες», έχει προφανώς τεράστια διαφορά να δημοσιεύεις κριτικά μία ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, από το να μη δημοσιεύεις καθόλου τον Τσίπρα, τον Κουτσούμπα, τον Βαρουφάκη κλπ. Όπως έχει διαφορά μία εφημερίδα με πολιτικό χρώμα, είτε δεξιό είτε αριστερό, είτε υποστηρικτικό στην εκάστοτε κυβέρνηση είτε όχι, από μία εφημερίδα με «γραμμή», μία εφημερίδα που φιμώνει μία προσπάθεια αντίθετης άποψης εντός των σελίδων της και ένα οποιοδήποτε ΜΜΕ που διαπλέκεται με το κράτος.

Ο ρόλος βέβαια αυτού του τείχους, του δωματίου, είναι διπλός. Κρατάει εσώκλειστους τους μέσα στη μονοφωνία και παράλληλα κρατάει απ’ έξω τους έξω. Έχουμε φτάσει στο σημείο όταν αυτό το τείχος σπάει εκ των έσω, όπως όταν το Βήμα έβγαλε το θέμα του ΕΟΔΥ και το «κοκτέιλ κυβερνητικών λαθών» της κυβέρνησης, ή όταν η Ράνια Τζήμα εξέθεσε τον Άδωνη Γεωργιάδη στο Μega, να έχουμε επιφωνήματα ενθουσιασμού, επειδή ο Τύπος απλώς κάνει τη δουλειά του. Έχουμε φτάσει επίσης στο σημείο τα social media, με βοήθεια από ελάχιστα ΜΜΕ και vice versa να σημειώνουν νίκες στην πολιτική επικοινωνία και σκακιέρα. Και τέλος, έχουμε φτάσει στο σημείο μία αντίθετη άποψη, μία κριτική ή μία δημοσιογραφική άποψη να ισοπεδώνεται εξαρχής από το κυβερνητικό στρατόπεδο ως «εντάξει ΣΥΡΙΖαίοι»,ή «κομμούνια» ή «λαϊκισμός», ή σκέτο «ψέματα».

Ένα στιγμιότυπο ενός διαλόγου της βουλευτή της ΝΔ, Σοφίας Βούλτεψη με τον Δημήτρη Οικονόμου του ΣΚΑΙ είναι ενδεικτικός: Ο Οικονόμου «τόλμησε» να σχολιάσει την εμμονή της ΝΔ στην ατομική ευθύνη και η Βούλτεψη του απάντησε «έγινες ΣΥΡΙΖΑ παιδί μου μέσα στο καλοκαίρι; Τι έπαθες;». Το ίδιο συμβαίνει με εκπροσώπους φορέων που καταγγέλλουν σοβαρά ζητήματα: Φιλοκυβερνητικοί έχουν επιτεθεί σε νοσοκομειακούς γιατρούς που καταγγέλλουν τις τραγικές αμέλειες με μόνο επιχείρημα το «είναι ΑΝΤΑΡΣΥΑ», ενώ η γραμμή για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όταν κατήγγειλε ως αντισυνταγματική την απαγόρευση συναθροίσεων άνω των 3 ατόμων, ήταν πως «είναι κάτι σαν το ΠΑΜΕ».

Οι λίστες Πέτσα εντάσσονται σε όλη αυτήν την προσπάθεια, ο νόμος Πέτσα θα βοηθήσει στη «θωράκιση», οι συνεχείς κυβερνητικές ανακοινώσεις μέτρων και οι σχεδόν ολοκληρωτικά ελεγχόμενες ενημερώσεις για την πανδημία επίσης. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να φαίνεται πολύ συχνά ότι υπάρχουν δύο παράλληλες πραγματικότητες.

Κάθε φορά που η κυβέρνηση φωνάζει «ΦΕΙΚ ΝΙΟΥΖ» αλά Τραμπ για ένα γεγονός, όταν η Κεραμέως λέει ότι η τηλεκπαίδευση δουλεύει μία χαρά ή όταν ο Χρυσοχοϊδης πουλάει τρέλα ότι «οι γειτονιές χειροκροτούν τους αστυνομικούς», στην πραγματικότητα δεν απευθύνονται σε μία μεγάλη μερίδα του κοινού, στους κατοίκους της μίας πραγματικότητας, αλλά μόνο σε αυτούς της «δικής τους». Στο κάτω κάτω, η μία πραγματικότητα δεν έχει καν σημασία για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας παίζει περισσότερο άμυνα προσπαθώντας να μειώσει τις ευθύνες της και να προστατεύσει με κάθε τρόπο το πολιτικό της κεφάλαιο. Την ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να μην χάσει ψήφους, από το σχεδόν αδύνατο πια σενάριο να κερδίσει σήμερα επιπλέον υποστήριξη από το κέντρο και πιο πέρα.

Για το δεύτερο, είναι φανερό πλέον ότι στρέφεται πιο δεξιά της, πουλώντας πατριωτισμό και βία κατά της αριστεράς, στέλνοντας και συμβολικά μηνύματα (στρατός και Παναγία πάνω στη Βουλή, συλλήψεις δικηγόρων Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής κ.α.). Μαζί φυσικά με τα κύματα διορισμών στα Σώματα Ασφαλείας, τις αδιαφανείς προσλήψεις με παράκαμψη του ΑΣΕΠ, στους μετακλητούς, την εξυπηρέτηση συμφερόντων και στα γραφεία επικοινωνίας.

Να το πούμε ωμά: Ζούμε σε μία μάχη για το δικαίωμα στην ενημέρωση. Συχνά στην αλήθεια, αλλά υπάρχουν και οι αρκετές φορές που η «αλήθεια» είναι κάτι υποκειμενικό για τον καθέναν μας. Στην ενημέρωση όμως σίγουρα. Στο δικαίωμα κάθε πολίτη να έχει λάβει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες όταν ετοιμάζεται να λάβει μία πολιτική απόφαση, από το να αρθρώσει πολιτικό λόγο, να κατέβει σε μία διαμαρτυρία, να ψηφίσει. Να γνωρίζει, να γνωρίζει τι συμβαίνει γύρω του και μετά να μπορεί να αποφασίσει μόνος του, ελεύθερος για το τι θέλει και τι πρέπει να κάνει. Ίσως κερδίσουμε, είναι πολλές και πρόσφατες οι φορές που η προπαγάνδα αντί των γεγονότων δεν βρήκε ευήκοα ώτα. Ίσως χάσουμε. Αλλά οφείλουμε να προσπαθήσουμε.