
Η έκθεση 117 σελίδων της Human Rights Watch, «Από το Κακό στο Χειρότερο: Η Επιδείνωση της Ελευθερίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα», καταγράφει μέσω συνεντεύξεων, προσωπικών μαρτυριών και ανεξάρτητων ερευνών, το εχθρικό περιβάλλον που αντιμετωπίζουν τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι από τότε που ανέλαβε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2019, συμπεριλαμβανομένης της παρενόχλησης, του εκφοβισμού, των παρακολουθήσεων και των καταχρηστικών αγωγών, που συνολικά συμβάλλουν στην αυτολογοκρισία και επενεργούν ανασταλτικά στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Η Human Rights Watch διαπίστωσε επίσης τη χρήση κρατικών κονδυλίων για την καθοδήγηση της δημοσιογραφικής κάλυψης και τη συντακτική παρέμβαση στα δημόσια μέσα ενημέρωσης, επιδεινώνοντας περαιτέρω αυτό το κλίμα. Οι συνθήκες αυτές υπονομεύουν την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση. Η ελληνική κυβέρνηση, αρνήθηκε πεισματικά τα παραπάνω, αποστέλλοντας μία απάντηση 31 σελίδων στην οποία αμφισβητεί τα ευρήματα της Human Right Watch, κάνοντας λόγο για μία παρωχημένη έρευνα, που δεν αντικατοπτρίζει τις πρόσφατες εξελίξεις και μεταρρυθμίσεις, και βασίζεται σε υποκειμενικές αναλύσεις δημοσιογράφων.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπάθησε να προβάλλει διεθνώς μία εικόνα προοδευτικής και σύγχρονης διακυβέρνησης ικανής να οδηγήσει την Ελλάδα προς ένα καλύτερο μέλλον, προκύπτουν «βάσιμες ανησυχίες», καθώς «οι εγχώριες πολιτικές δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα», μέσω «αντιμεταναστευτικών μέτρων, κατασταλτικών τακτικών αστυνόμευσης» και «προσπάθειες καταστολής κάθε ασκούμενης κριτικής»
«Στους ασκούντες κριτική συγκαταλέγονται δημοσιογράφοι -ιδιαίτερα όσοι εργάζονται σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία-, ακτιβιστές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι δημοσιογράφοι έχουν στοχοποιηθεί με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού (όπως στην υπόθεση υποκλοπών μέσω Predator) αλλά και των φαινομενικά νόμιμων μεθόδων που χρησιμοποιούνται στην πράξη για να παρενοχλούν, να εκφοβίζουν, ακόμη και να φιμώνουν τη διαφωνία και τη δημοσιογραφική έρευνα. Οι εκστρατείες διαδικτυακής παρενόχλησης, οι οποίες συχνά ενορχηστρώνονται ή ενθαρρύνονται από παράγοντες που πρόσκεινται στη κυβέρνηση, συμβάλλουν περαιτέρω σε ένα εχθρικό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους. Οι ενέργειες αυτές, σε συνδυασμό με την αδυναμία της κυβέρνησης να διασφαλίσει τον πλουραλισμό των ΜΜΕ, με τον κυβερνητικό έλεγχο επί των κρατικών μέσων ενημέρωσης και με την αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων και συντακτών, έχουν δυσμενείς συνέπειες για τη δημοκρατία και το δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση στην Ελλάδα», σημειώνεται.
Η έκθεση του Human Rights Watch βασίζεται κυρίως σε προσωπικές συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα μεταξύ Ιουνίου 2022 και Μαρτίου 2025. Διεξήγαγε 34 αναλυτικές συνεντεύξεις με δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, έναν δικηγόρο, έναν εκπρόσωπο συνδικαλιστικού φορέα και μέλη οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και του κράτους δικαίου.
Στους περισσότερους και στις περισσότερες διατηρήθηκε η ανωνυμία τους, ωστόσο η Human Rights Watch έχει στη διάθεσή της τα στοιχεία της ταυτότητάς τους.
Μαρτυρίες δημοσιογράφων
Παρενοχλήσεις δημοσιογράφων από υψηλόβαθμους αξιωματούχους
«Σκέφτομαι πλέον να εγκαταλείψω τη χώρα. Πραγματικά. Απλά δεν βλέπω τον λόγο να υποβάλλω τον εαυτό μου σε τόσο πολύ άγχος. Τα ρεπορτάζ έχουν μεν σημασία, αλλά το επίπεδο της βίας φαίνεται να έχει επιδεινωθεί»
— Freelance ξένη ανταποκρίτρια, Αθήνα, 11 Ιουλίου 2023
Από την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2019, ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, όσοι εργάζονται για μέσα ενημέρωσης που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση και όσοι αναφέρονται σε ευαίσθητα θέματα, έχουν υποστεί παρενοχλήσεις και εκφοβισμό, από παράγοντες που πρόσκεινται στην κυβέρνηση και από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης που διάκεινται ευνοϊκά προς την κυβέρνηση, ή διαδικτυακές απειλές και λεκτική κακοποίηση από ανώνυμους λογαριασμούς.
Εικοσιδύο δημοσιογράφοι που ερωτήθηκαν από την Human Rights Watch δήλωσαν ότι αισθάνονται πως λειτουργούν σε ένα όλο και πιο εχθρικό ή περιοριστικό περιβάλλον.
«Πήραμε συνέντευξη από έξι δημοσιογράφους οι οποίοι ανέφεραν συγκεκριμένες περιπτώσεις παρενόχλησης από υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων δύο από το γραφείο του πρωθυπουργού, σε σχέση με άρθρα που δημοσίευσαν ή σκόπευαν να δημοσιεύσουν, τα οποία ήταν επικριτικά για την κυβέρνηση, τις κυβερνητικές πολιτικές ή τον πρωθυπουργό. Οι δημοσιογράφοι δήλωσαν ότι μετά από την παρενόχληση εκ μέρους κυβερνητικών αξιωματούχων ακολούθησαν εκστρατείες δυσφήμισης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα συστημικά μέσα ενημέρωσης που διάκεινται θετικά προς την κυβέρνηση. Πήραμε συνέντευξη από επτά δημοσιογράφους οι οποίοι δήλωσαν ότι έχουν υποστεί διαδικτυακή παρενόχληση ή παρενοχλήσεις από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, μετά από δημοσιεύματά τους που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση. Κανείς από αυτούς δεν είχε υποβάλει αγωγή ή έγκληση για τη μεταχείριση που υπέστη», ανέφεραν.
Μία freelance δημοσιογράφος που εργάζεται για διεθνή μέσα ενημέρωσης περιέγραψε στη Human Rights Watch με ποιο τρόπο, μετά από άρθρο που δημοσίευσε σε ξένο μέσο και το οποίο ήταν επικριτικό για ορισμένες πολιτικές της κυβέρνησης, η επιθετική απάντηση του υπουργείου, στο οποίο αναφερόταν το άρθρο, κλιμακώθηκε με διαδικτυακή κακοποίηση. Η δημοσιογράφος αρχικά έλαβε απάντηση απευθείας από το υπουργείο, το οποίο διαμαρτυρήθηκε και ισχυρίστηκε, ψευδώς, ότι δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να απαντήσει. Στη συνέχεια οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας στον εκδότη:
Δεν ήταν και τόσο ευχάριστο. Η επιστολή έλεγε ότι δεν τους είχα δώσει την ευκαιρία να συναντηθούμε, ότι δεν τους είχα δώσει αρκετό χρόνο για να σχολιάσουν και ότι απέρριπταν κάποια από τα πράγματα που έγραψα… Ο αρχισυντάκτης μου… απλώς μου είπε να αγνοήσω την επιστολή.
Η δημοσιογράφος ανέφερε ότι ακολούθησαν παρενοχλήσεις στα ελληνικά φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από άτομα που συντάσσονται με τη στάση της κυβέρνησης:
Μου επιτέθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα, ιδίως στο Twitter. Έγραψαν πραγματικά δυσάρεστα σχόλια… Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης τήρησαν πολύ σκληρή στάση απέναντί μου.
Η Ιωάννα Ι., μια άλλη δημοσιογράφος που εργάζεται σε ξένο πρακτορείο, είχε παρόμοια εμπειρία.
Η Ιωάννα είπε στη Human Rights Watch:
Είχα γράψει ένα ρεπορτάζ για κυβερνητικούς αξιωματούχους που παραβίαζαν τους κανόνες για τον κορωνοϊό. Ήταν ένα μικρό ρεπορτάζ, το μέσο μαζικής ενημέρωσης για το οποίο εργάζομαι το ανάρτησε στο Twitter και αμέσως αναδημοσιεύτηκε εκατοντάδες φορές. Μετά από αυτό, ξέσπασε σφοδρή μάχη. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι έλεγαν στους συναδέλφους μου «πρέπει να την ξεφορτωθείτε, είναι κομματικοποιημένη». Επίσης διέρρεαν ιστορίες απευθείας στους συναδέλφους μου στο εξωτερικό για να με παρακάμψουν. Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι έντονο άγχος, φοβούμενη ότι κάποια στιγμή θα κατάφερναν να με απολύσουν.
Είπε επίσης ότι κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης με έναν υψηλόβαθμο αξιωματούχο, εκείνος της είπε: «Είμαστε πολύ ισχυροί και είμαστε εναντίον σου».
Η Ιωάννα ανέφερε ότι η παρενόχληση και ο εκφοβισμός κορυφώθηκαν το καλοκαίρι του 2022, όταν ένας υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος προσπάθησε να την απαξιώσει δημοσίως, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, για το ρεπορτάζ της αναφορικά με τις επιπτώσεις του σκανδάλου των υποκλοπών (λεπτομέρειες για το οποίο παρατίθενται στην επόμενη ενότητα της παρούσας έκθεσης).
Άρχισα να εργάζομαι πάνω σε ένα θέμα για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Αλλά σκόπιμα το καθυστέρησα και αυτολογοκρίθηκα λίγο, επειδή φοβόμουν τις αντιδράσεις. Ξεσπάει το σκάνδαλο [των υποκλοπών], επικρατεί γενικό χάος και το άρθρο μου δημοσιεύεται. Και μετά επικρατεί πάλι χάος. Δέχθηκα τεράστια επίθεση για το άρθρο από τα τρολ, στο διαδίκτυο.
Η Ιωάννα περιέγραψε το υψηλό επίπεδο παρενόχλησης τόσο στο διαδίκτυο όσο και από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης λόγω της κυβερνητικής κριτικής στο έργο της:
Δεν μπορώ καν να περιγράψω τι συνέβη στο Twitter [μετά από το περιστατικό με τον κυβερνητικό αξιωματούχο]. Λάμβανα 5.000-6.000 tweet κάθε μέρα και από αυτά τα 4.000 ήταν προσβολές εναντίον μου… Σταμάτησα να τα διαβάζω γιατί άρχισα να αρρωσταίνω. Έγραφαν τη παλιά μου διεύθυνση και δεν μπορώ καν να περιγράψω τις σεξιστικές προσβολές που δέχτηκα εκεί. Το άλλο πράγμα που συνέβη είναι ότι γνωστοί συντάκτες άρθρων γνώμης [στα συστημικά μέσα ενημέρωσης που είναι φιλοκυβερνητικά] έγραψαν ολόκληρα άρθρα δολοφονίας χαρακτήρα για μένα.
Συνέχισε:
Έχω φρικάρει. Δεν μπορώ να πω ότι αυτολογοκρίνομαι, αλλά πράγματα που κανονικά θα έκανα πιο εύκολα, πλέον τα σκέφτομαι δύο ή τρεις φορές. Μερικές φορές, δεν απολαμβάνω τη δουλειά μου. Πριν από τη δημοσίευση ενός άρθρου, μερικές φορές ελπίζω να μη το δουν πολλοί άνθρωποι. Λέω στον εαυτό μου «ας ελπίσουμε ότι δεν θα το δουν…» Υπάρχει μια αίσθηση ματαιότητας. Δεν έχει νόημα να κάνω αυτή τη δουλειά. Γιατί μένω σε αυτή τη δουλειά που με αρρωσταίνει και δεν κάνω κάτι πιο απλό.
Μία έμπειρη ανταποκρίτρια μιας δυτικοευρωπαϊκής εφημερίδας ανέφερε μια παρόμοια εμπειρία το 2019 και το 2020. Δέχθηκε πιέσεις από την κυβέρνηση για ένα ρεπορτάζ σχετικά με την καταγγελόμενη αθέμιτη σύμπραξη μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του νεοναζιστικού κόμματος Χρυσή Αυγή. Λίγο μετά από τη δημοσίευση του ρεπορτάζ στο διαδίκτυο, έλαβε ένα οργισμένο τηλεφώνημα από έναν υψηλόβαθμο κυβερνητικό αξιωματούχο:
Ο αξιωματούχος μού είπε να κάνω αμέσως αλλαγές στο άρθρο, διαφορετικά ο πρωθυπουργός θα έκανε μήνυση στην εφημερίδα και σε μένα προσωπικά. Αρνήθηκα. Τότε τηλεφώνησε ο αρχισυντάκτης μου και μου είπε: «Κάποιος Έλληνας τηλεφώνησε και παραπονέθηκε για το ρεπορτάζ σου για τη Χρυσή Αυγή. Είσαι σίγουρη ότι ισχύουν τα γεγονότα;» Απάντησα πως ήμουν απολύτως βέβαιη. Μετά από περαιτέρω συζήτηση, ο επιμελητής αποφάσισε να αλλάξει μία λέξη για να καταστήσει το ρεπορτάζ αδιάβλητο από νομική άποψη. Ένας ανώτερος σύμβουλος από το γραφείο του πρωθυπουργού αργότερα μου ζήτησε συγγνώμη, λέγοντας ότι ο συνάδελφός του «έχασε την ψυχραιμία του». Οι απειλές για μήνυση δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Η ανταποκρίτρια δήλωσε στη Human Rights Watch ότι ο κυβερνητικός αξιωματούχος που πρόβαλε αντιρρήσεις για το άρθρο σχετικά με τη Χρυσή Αυγή διαμαρτυρήθηκε επίσης με επιστολές στον αρχισυντάκτη της εφημερίδας για ένα άλλο άρθρο της ίδιας ανταποκρίτριας. Αφορούσε μια πρόσφατη αλλαγή στον φορολογικό κώδικα που επέτρεψε σε περίπου 1.000 Έλληνες κατηγορούμενους για ξέπλυμα χρήματος να αποκτήσουν ξανά πρόσβαση στους δεσμευμένους τραπεζικούς λογαριασμούς και σε άλλα περιουσιακά τους στοιχεία, παρόλο που η εισαγγελική έρευνα βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη. Μετά τον ισχυρισμό του αξιωματούχου ότι η ανταποκρίτρια είχε «παρανοήσει» περί τίνος επρόκειτο, η εφημερίδα ζήτησε ανεξάρτητη νομική γνωμοδότηση σχετικά με την αλλαγή. Η γνωμοδότηση επιβεβαίωσε το ρεπορτάζ της ανταποκρίτριας.
Περιγράφοντας στην Human Rights Watch μία ακόμη αλληλεπίδραση με την κυβέρνηση, η ανταποκρίτρια είπε ότι επί αρκετούς μήνες την παρενοχλούσε ένας προσωπικός σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο οποίος έστελνε έναν καταιγισμό από 20-30 προσβλητικά μηνύματα αναφερόμενος σε άρθρα που δεν του άρεσαν. Αυτά τα παραληρήματα σταμάτησαν μόνο όταν η ανταποκρίτρια έχασε την υπομονή της και είπε στον σύμβουλο «Είσαι νταής» (“You’re a bully”).
Η ανταποκρίτρια ανέφερε στην Human Rights Watch ότι μίλησε με άλλους δημοσιογράφους που εργάζονται στην Αθήνα για ξένα μέσα ενημέρωσης, οι οποίοι δήλωσαν ότι είχαν παρενοχληθεί από υπαλλήλους του γραφείου του πρωθυπουργού, αρμόδιους για τις σχέσεις με τα ξένα μέσα ενημέρωσης, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο κάλυπταν τα ελληνικά θέματα: «Φαινόταν σαν να επρόκειτο για μια οργανωμένη εκστρατεία εκφοβισμού και τρομοκράτησης», δήλωσε η ανταποκρίτρια.
Ένα άλλο περιστατικό που εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την κατάσταση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι η σωματική επίθεση και η παρενόχληση της Ολλανδής δημοσιογράφου Ingeborg Beugel. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει προσωρινά την Ελλάδα, αφού δέχθηκε καταιγισμό απειλών και σωματική επίθεση μετά τις ερωτήσεις που έθεσε στον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη σχετικά με τις καταγγελίες για τις παράνομες επαναπροωθήσεις αιτούντων άσυλο και μεταναστών από την Ελλάδα.
Η Beugel περιέγραψε την εμπειρία της στην Human Rights Watch:
Οι επιθέσεις στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ήταν σαν ένας κυκλώνας. Σου καταστρέφουν την ψυχή. Βιάζουν τη δημοσιογραφία σου, την γυναικεία σου υπόσταση, όλα όσα πρεσβεύεις. Έλαβα απειλές κατά της ζωής μου, οι φίλοι μου έλαβαν ανώνυμα τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα, δέχτηκα απειλές ότι θα βάλουν φόλα στα σκυλιά μου, ότι θα βάλουν φωτιά στο σπίτι μου. Είναι μια πολύ τραυματική εμπειρία. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, είχα εφιάλτες.
Στην απάντησή της προς την Human Rights Watch, η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η έρευνα σχετικά με την παρενόχληση και τον εκφοβισμό των δημοσιογράφων βασίζεται κυρίως σε ανώνυμες μαρτυρίες και υποκειμενικές αφηγήσεις και στερείται συγκεκριμένων λεπτομερειών και επικύρωσης από ανεξάρτητες πηγές προκειμένου να στηρίξει τους ισχυρισμούς περί συστηματικής παρέμβασης. Στην επιστολή υποστηρίζεται ότι η σύνδεση των επιθέσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με την κυβέρνηση είναι αυθαίρετη, καθώς κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν τεκμηριώνει ότι υπήρξε συντονισμένη κυβερνητική εκστρατεία.
Αναφορικά με την επίθεση κατά της Ingeborg Beugel, στην επιστολή διαβεβαιώνεται ότι οι ελληνικές αρχές έχουν καταδικάσει τη βία και έχουν προβεί σε ενέργειες για τη διερεύνηση, καθώς και ότι αυτά τα περιστατικά συχνά οφείλονται σε «περιθωριακές φωνές» και δεν δηλώνουν κρατική ανοχή ή παρέμβαση.
Στην επιστολή της ελληνικής κυβέρνησης αναφέρεται επίσης ότι η δημοσιογράφος «αμφισβήτησε δημόσια κυβερνητικές πολιτικές, γεγονός που εμπίπτει πλήρως στο πλαίσιο της ελευθερίας του Τύπου. Η όποια κριτική δέχθηκε δεν προέρχεται από θεσμικές πηγές αλλά από την κοινωνία. Η ελευθερία του λόγου λειτουργεί αμφίδρομα».
Παρακολουθήσεις δημοσιογράφων
Για πολλούς μήνες ζούσα υπό το καθεστώς φόβου. Με τον φόβο να συναντήσω ανθρώπους, τις πηγές μου, και να τους εκθέσω. Μου πήρε πολύ χρόνο να απεμπλακώ από αυτό που συνέβη και να αρχίσω να κάνω ξανά ρεπορτάζ.
— Σταύρος Μαλιχούδης, ανεξάρτητος δημοσιογράφος, ο οποίος τον Νοέμβριο του 2021 ανακάλυψε ότι η Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ΕΥΠ, τον κατασκόπευε, Αθήνα, 2 Νοεμβρίου 2022.
Η κρατική παρακολούθηση των δημοσιογράφων που απλώς κάνουν τη δουλειά τους -σε φυσικό και ψηφιακό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των «παραδοσιακών» μορφών όπως η υποκλοπή ή νεότερες μορφές με τη χρήση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού- εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την ελευθερία της έκφρασης. Παρεμβαίνει στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και παραβιάζει το απόρρητο των δημοσιογραφικών πηγών, το οποίο προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Μια τέτοιου είδους παρακολούθηση μπορεί επίσης να έχει ανασταλτική επίδραση στη δημοσιογραφία και στον ρόλο της σε μια δημοκρατική κοινωνία, υπονομεύοντας κατά συνέπεια το κράτος δικαίου.
Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από επτά δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων ο Θανάσης Κουκάκης και ο Σταύρος Μαλιχούδης, οι οποίοι είπαν πως είτε έχουν αποδείξεις ότι παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ είτε υποψιάζονται πως τελούσαν υπό παρακολούθηση αλλά δεν μπορούν να το αποδείξουν επίσημα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται τρεις δημοσιογράφοι που πιστεύουν ότι στοχοποιήθηκαν λόγω της έρευνάς τους για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Από τους επτά δημοσιογράφους, ο Θανάσης Κουκάκης είχε αποδείξεις ότι το τηλέφωνό του είχε μολυνθεί με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator.
«Ο Τάσος [Τέλλογλου], η Ελίζα [Τριανταφύλλου] και εμείς [στους Reporters United] τεθήκαμε υπό παρακολούθηση λόγω της έρευνάς μας για το σκάνδαλο των υποκλοπών του Predator», δήλωσε ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, ένας από τους δημοσιογράφους που εργάζονται στο ερευνητικό μέσο Reporters United, στην Human Rights Watch τον Ιούνιο του 2023.
«Χρήζει η επανεξέταση της υπόθεσης και η διεξαγωγή σωστής έρευνας, καθώς αγνοήθηκαν κατάφωρα καθοριστικά αποδεικτικά στοιχεία και παραλείφθηκαν σημαντικές ερευνητικές ενέργειες που θα αποκάλυπταν την αλήθεια», έγραψε ο δικηγόρος του Κουκάκη στην Human Rights Watch.
Στην απάντησή της στην Human Rights Watch, η ελληνική κυβέρνηση τονίζει ότι ο Nόμος 5002/2022 εκσυγχρόνισε τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και βελτιστοποίησε τις λειτουργίες της ΕΥΠ. Στην επιστολή τονίζεται ότι ο νόμος, ο οποίος απαγορεύει την κατοχή ή την εμπορία ορισμένων τύπων τεχνολογίας παρακολούθησης, ποινικοποιεί τη χρήση τέτοιου λογισμικού και υλικού με ποινή έως και 10 έτη, και επιτρέπει σε οποιονδήποτε να λαμβάνει γνώση ότι τέθηκε υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας μετά από την παρέλευση τριών ετών. Σημειώνεται ότι το κοινό ενημερώνεται για τα απαγορευμένα λογισμικά, τον τρόπο λειτουργίας τους και τα μέτρα προστασίας μέσω ανακοινώσεων του Διοικητή της ΕΥΠ που αναρτώνται στον ιστότοπο της Υπηρεσίας.
«Ανησυχούσαμε για τις πηγές μας και για το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Υπήρχε ίσως κάποιος… που ήταν 50/50 να μιλήσει, και ενδεχομένως να άλλαξε γνώμη», δήλωσε ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος από τους Reporters United στην Human Rights Watch. «Για εμάς, τους δημοσιογράφους που ασχολούμαστε με την υπόθεση, ήταν σαφές ότι αυτή η έρευνα στόχευε εμάς τους ίδιους και τις πηγές μας. Το μήνυμα ήταν σαφές ‘όποιος εργάζεται στη δημόσια διοίκηση, να μη μιλάει, να μην γίνεται μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος [whistleblower]’», πρόσθεσε.
«Έχουμε ακούσει ανησυχητικές αναφορές ότι οι δημοσιογράφοι αισθάνονται ανασφαλείς όταν γράφουν για σημαντικά θέματα, ότι η υποτιθέμενη ανεξάρτητη αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δέχεται πιέσεις και ότι η εθνική ασφάλεια χρησιμοποιείται ως γενική δικαιολογία για την κατάχρηση κατασκοπευτικού λογισμικού και την παρακολούθηση», δήλωσε η εισηγήτρια της επιτροπής και τότε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Sophie in ‘t Veld, στο τέλος επίσκεψής της στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2022.
Πολλοί δημοσιογράφοι που ερωτήθηκαν από την Human Rights Watch στο πλαίσιο συνέντευξης, περιέγραψαν πώς άλλαξαν τις μεθόδους εργασίας τους μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών, λόγω του φόβου ότι παρακολουθούνται ή ενδέχεται να παρακολουθούνται, και τόνισαν την ανασταλτική επίδραση που είχε το σκάνδαλο στις πηγές τους.
Ο Φώτης Φ., δημοσιογράφος που εργάζεται για ένα συστημικό διαδικτυακό μέσο και έχει γράψει διάφορα ρεπορτάζ για το σκάνδαλο, δήλωσε στην Human Rights Watch τον Νοέμβριο του 2022:
Φυσικά, έλεγξα το κινητό μου τηλέφωνο [για κατασκοπευτικό λογισμικό] και ευτυχώς δεν είχε μολυνθεί. Αλλά δεν ξέρω αν έχω παρακολουθηθεί ποτέ από την ΕΥΠ μέσω επίσημης άρσης επικοινωνιών… Προσέχω τι λέω στο τηλέφωνο και μιλάω στο σταθερό μόνο με τη μητέρα μου… Το πιο εφιαλτικό σενάριο είναι να εκτεθούν οι πηγές μου, οι οποίες μου μιλούν ανώνυμα και με εμπιστεύονται. Οι πηγές είναι ό,τι πιο ιερό υπάρχει. Και αν ποτέ συμβεί αυτό, σημαίνει επαγγελματικό θάνατο.
Η Ιωάννα Ι., δήλωσε στην Human Rights Watch ότι το θεωρεί δεδομένο πως οι δημοσιογράφοι παρακολουθούνται. «Εμείς [οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι] βρισκόμαστε όλοι σε μια κατάσταση στην οποία θεωρούμε δεδομένο ότι μας παρακολουθούν. Επικρατεί μία γενική τρέλα. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων κρύβω το τηλέφωνό μου. Δεν μιλάω ποτέ από τις κοινές γραμμές. Έχω παρακολουθήσει σεμινάρια προστασίας από παρακολούθηση», δήλωσε στην Human Rights Watch τον Ιούνιο του 2023. «Το σκάνδαλο των υποκλοπών έχει προκαλέσει δυσπιστία σε όλους, και ιδιαίτερα στις πηγές. Είναι τρομακτικό να γνωρίζεις ότι [η κυβέρνηση] μπορεί να γνωρίζει όλες τις πτυχές της ζωής σου».
Η Χριστίνα Χ., δημοσιογράφος που εργάζεται σε δημόσιο μέσο ενημέρωσης, έκανε παρόμοια σχόλια κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στην Human Rights Watch τον Ιούλιο του 2023: «Όλοι οι δημοσιογράφοι θεωρούμε δεδομένο ότι μας παρακολουθούν ή ότι πρόκειται να μας παρακολουθήσουν. Αστειευόμαστε με αυτό, αλλά κρύβει μια αλήθεια».
Μία freelance ξένη ανταποκρίτρια που κάνει ρεπορτάζ για την Ελλάδα, στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Human Rights Watch τον Ιούλιο του 2023, δήλωσε τα εξής: «Με έχει κάνει κάπως πιο παρανοϊκή. Προφανώς, είναι κάτι που το σκέφτομαι συνεχώς. Παίρνω όλες τις προφυλάξεις που μπορώ να πάρω. Μιλάω με τους ανθρώπους στο Signal. Όμως αυτό αυξάνει τα επίπεδα του άγχους. Απλά γνωρίζεις πάντα ότι οι συζητήσεις σου παρακολουθούνται».
Υπό τον έλεγχο του πρωθυπουργικού γραφείου τα δημόσια μέσα ενημέρωσης
Το να έχει κάποιος σαφή θέση υπέρ της κυβέρνησης και να συγκαλύπτει για λογαριασμό της, δεν συνιστά δημοσιογραφία αλλά άσκηση καθηκόντων γραφείου Τύπου της κυβέρνησης.
— Ήλια Η., δημοσιογράφος που εργάζεται σε δημόσιο μέσο ενημέρωσης. Αθήνα, 26 Ιουνίου 2023
Τον Ιούλιο του 2019, αμέσως μετά την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, η ελληνική κυβέρνηση έθεσε τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα της χώρας, την ΕΡΤ, και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπό τον έλεγχο του πρωθυπουργού, μέσω της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία των δημόσιων μέσων ενημέρωσης. Αυτό σημαίνει ότι ο πρωθυπουργός έχει υπέρτατη εξουσία επί των εργασιών και των αποφάσεων της γραμματείας. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά πολιτικοποίησε την εποπτεία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και του μοναδικού πρακτορείου ειδήσεων στην Ελλάδα που υπάγεται στο γραφείο του πρωθυπουργού.
Η Human Rights Watch έγραψε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στην ΕΡΤ τον Δεκέμβριο του 2024. Η ΕΡΤ και το ΑΠΕ-ΜΠΕ, στις απαντήσεις τους προς τη Human Rights Watch, επιβεβαίωσαν την ανεξαρτησία τους. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ υποστήριξε ότι η εποπτεία του από τη Γραμματεία είναι καθαρά διοικητική, περιοριζόμενη στη συμμόρφωση με τη νομοθεσία, ενώ η ΕΡΤ τόνισε ότι η εποπτεία της Γραμματείας είναι διοικητική και δεν αφορά το περιεχόμενο. Ωστόσο, αυτοί οι ισχυρισμοί ανεξαρτησίας δεν είναι πειστικοί. Η ίδια η δομή της Γενικής Γραμματείας, η οποία υπάγεται απευθείας στο γραφείο του Πρωθυπουργού, δημιουργεί εγγενώς έναν δίαυλο δυνητικής πολιτικής επιρροής.
Ο κυβερνητικός έλεγχος του ΑΠΕ-ΜΠΕ, του μοναδικού κρατικού ειδησεογραφικού πρακτορείου στην Ελλάδα, έχει αντίκτυπο στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης και αποδυναμώνει τον πλουραλισμό των μέσων. Τα άρθρα που προέρχονται από το ΑΠΕ-ΜΠΕ αποτελούν σημαντική πηγή πληροφόρησης για τα εμπορικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία πολύ συχνά αναπαράγουν σχεδόν αυτούσιες τις ειδήσεις που προέρχονται από το μοναδικό ελληνικό πρακτορείο ειδήσεων, με τον ίδιο ή παρόμοιο τίτλο και περιεχόμενο.
Η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από δύο δημοσιογράφους που εργάζονται στο πρακτορείο, καθώς και από έναν πρώην υπάλληλο.
Η Ήλια Η., η οποία άρχισε να εργάζεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πριν από την υπαγωγή του στο γραφείο του πρωθυπουργού, δήλωσε ότι πάντα υπήρχε κάποιο επίπεδο πολιτικής παρέμβασης, αλλά ότι «από το 2019 η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο»:
Αυτό που παρατηρώ στο [μέσο στο οποίο εργάζομαι] δεν είναι τόσο η λογοκρισία όσο η ακραία αποσιώπηση. Υπάρχουν ολόκληρα ρεπορτάζ, που είναι σημαντικά και δεν τα καλύπτουμε καθόλου…. Για παράδειγμα, σταματήσαμε να καλύπτουμε διαδηλώσεις, εκτός από πολύ προφανείς περιπτώσεις. Οτιδήποτε αντικρούει την κυβέρνηση ή αντιτίθεται σε αυτή έχει περιοριστεί. Εάν μια ΜΚΟ δημοσιεύσει κάτι που επικρίνει την κυβέρνηση, είτε δεν θα γράψω για αυτό είτε θα δημοσιεύσω κάτι επεξεργασμένο σε μεγάλο βαθμό… Σταματήσαμε να καλύπτουμε κρίσεις.
Η Ήλια Η. ανέφερε ότι τα ρεπορτάζ πάνω στα οποία εργάζονται συχνά υπαγορεύονται από κυβερνητικούς αξιωματούχους: «Μας ζητείται συνεχώς να [κάνουμε ρεπορτάζ] για πράγματα που υπαγορεύονται από τα υπουργεία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου [το 2023], μας ζητήθηκε να [αναφέρουμε] όλα τα θετικά πράγματα που έκανε η κυβέρνηση».
Η Human Rights Watch έχει διαπιστώσει ότι το δικό της έργο για την Ελλάδα δεν καλύπτεται από τα δημόσια μέσα ενημέρωσης τόσο συχνά όσο πριν από το 2019.
Η Χριστίνα Χ., η οποία επίσης εργάζεται για το ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξήγησε στην Human Rights Watch ότι η συντακτική τους πρακτική δίνει προτεραιότητα σε ρεπορτάζ επί των κυβερνητικών απαντήσεων στις επικρίσεις των μη κυβερνητικών ομάδων. Είπε στην Human Rights Watch πως, όταν δημοσιεύεται ένα άρθρο που ασκεί κριτική στην κυβέρνηση από μια μη κυβερνητική ομάδα, συνήθως δεν το καλύπτουν, ή αν το κάνουν, συνήθως καλύπτουν μόνο την απάντηση της κυβέρνησης.
Το [πρακτορείο] λογοκρίνει ακόμη και δελτία τύπου και δηλώσεις από σημαντικούς φορείς, όπως μη κυβερνητικές ομάδες. Ακόμη και συνεντεύξεις τύπου. Ακόμη και ειδήσεις που έχουν κυκλοφορήσει παντού… [Δ]ιστάζουν να τις δημοσιεύσουν στο δικό μας μέσο.
Η Χριστίνα Χ. έχει επίσης παρατηρήσει αυξημένη λογοκρισία από το 2019: «Στην πράξη, τα δημόσια μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζονται ως κυβερνητικά γραφεία τύπου. Αυτό υπήρχε πάντα, σε μικρότερη κλίμακα, αλλά τώρα έχει πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις».
Ο Μιχάλης Μ., δημοσιογράφος που εργάζεται σε μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές πλατφόρμες συστημικών διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης, εξήγησε στην Human Rights Watch ότι το 50% των ειδήσεων που δημοσιεύουν στο διαδίκτυο προέρχονται από το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ανέφερε στην Human Rights Watch ότι συχνά είναι δύσκολο να προχωρήσει κανείς πέρα από όσα γράφει το AΠΕ-ΜΠΕ. «Όποτε καταφέρνω να δημοσιεύσω ένα κείμενο εύστοχο και μη λογοκριμένο, φεύγω χαρούμενος από τη δουλειά. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι πήρα ένα κείμενο από το [ΑΠΕ-ΜΠΕ] και έβαλα τον δικό μου εύστοχο τίτλο».
Παρόμοια σχόλια έκανε στην Human Rights Watch ο Ιάσονας Ι., δημοσιογράφος που εργάζεται σε μία από τις μεγαλύτερες διαδικτυακές πλατφόρμες των συστημικών διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης. Περιέγραψε το ΑΠΕ-ΜΠΕ ως «κυβερνητικό μέσο» που χρησιμοποιείται ως «γραφείο τύπου για την προπαγάνδα της κυβέρνησης».
Το Human Rights Watch σημειώνει ότι η λογοκρισία εντός της ΕΡΤ εκδηλώθηκε κατά την κορύφωση της πανδημίας του Covid, ενώ θυμίζει τις εσωτερικές διαφωνίες τον Ιανουάριο του 2025 όταν οι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο εξέδωσαν ανακοίνωση με την οποία επικρίνουν την «εξαιρετικά υποβαθμισμένη» κάλυψη των μαζικών διαδηλώσεων με αίτημα την απονομή δικαιοσύνης για την εθνική τραγωδία των Τεμπών, που έλαβαν χώρα στις 26 Ιανουαρίου, κάνοντας λόγο για «προμελετημένο έγκλημα κατά της δημοσιογραφίας».
Ως απάντηση στα συγκεκριμένα περιστατικά υποτιθέμενης λογοκρισίας από προηγούμενα έτη, τα οποία εκτίθενται στην παρούσα ενότητα, η ΕΡΤ δήλωσε ότι δεν γνωρίζει καμία επίσημη έρευνα ή έκθεση ελέγχου που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς αυτούς ή να αποδίδει οποιοδήποτε παράπτωμα στην τότε διοίκηση.
Χρήση της Κρατικής Διαφήμισης για τον Επηρεασμό των Μέσων Ενημέρωσης
Στην Ελλάδα υπήρχε πάντα μια στενή σχέση μεταξύ των μέσων ενημέρωσης και της κυβέρνησης, αλλά ποτέ δεν είχαμε τόσο υψηλό επίπεδο παρέμβασης και τόσο καθολική ευθυγράμμιση των μέσων ενημέρωσης με την κυβέρνηση.
— Θανάσης Κουκάκης, δημοσιογράφος που καλύπτει οικονομικές ειδήσεις για διεθνή και τοπικά μέσα ενημέρωσης, Αθήνα, 21 Ιουνίου 2023
Η διανομή κρατικής διαφήμισης σε μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη δυνητική χρήση της ως τρόπου επιρροής των μέσων ενημέρωσης από πλευράς της κυβέρνησης. Χωρίς ισχυρά κριτήρια διαφάνειας και αντικειμενικότητας, σαφείς διαδικασίες και αποτελεσματική εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων, ανεπίσημες πληροφορίες υποδηλώνουν ότι η πιθανή χρήση κρατικών διαφημιστικών κονδυλίων για την υποστήριξη μέσων ενημέρωσης που καλύπτουν ευνοϊκά τα θέματα της κυβέρνησης υπονομεύει την αμερόληπτη ενημέρωση.
Η πρακτική της διοχέτευσης της κρατικής διαφήμισης σε μέσα που ευνοούν την κυβέρνηση αποτελεί σοβαρή απειλή για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και για το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση. Όπως σημειώνει η Human Rights Watch, όταν η κυβέρνηση ανταμείβει επιλεκτικά τα μέσα ενημέρωσης για την ευνοϊκή κάλυψή της από πλευράς τους, δημιουργεί ένα κλίμα αυτολογοκρισίας και υπονομεύει τον ρόλο των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης να θέτουν την εξουσία προ των ευθυνών της. Επιπλέον, στρεβλώνει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης, δίνοντας αθέμιτο πλεονέκτημα στις φιλοκυβερνητικές φωνές και περιορίζοντας τον αριθμό των διαφορετικών απόψεων που διατίθενται στο κοινό. Αυτό τελικά αποδυναμώνει τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης και παρεμποδίζει τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων από τους πολίτες.
Ο Κώστας Βαξεβάνης, δημοσιογράφος και εκδότης του Documento news, δήλωσε στην Human Rights Watch ότι μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη Νέα Δημοκρατία το 2019, κόπηκαν όλα τα είδη κρατικής διαφήμισης στην εφημερίδα. «Ο σκοπός είναι ο οικονομικός στραγγαλισμός», είπε.
Το σκάνδαλο της «Λίστας Πέτσα», που περιγράφεται αμέσως παρακάτω, είναι ένα παράδειγμα των ανησυχιών σχετικά με τη διάθεση δημόσιων πόρων σε μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα.
Στην απάντησή της στην Human Rights Watch, η ελληνική κυβέρνηση υπερασπίστηκε το σύστημα κατανομής της κρατικής διαφήμισης, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία είναι δίκαιη, διαφανής και σύμφωνη με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.Στην επιστολή υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα διαθέτει «ίσως το πιο εξελιγμένο και διαφανές πλαίσιο στον τομέα της κρατικής διαφήμισης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Το 2020 η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε μια εκστρατεία με τίτλο «Μένουμε Σπίτι», ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ, στο πλαίσιο της πανδημίας Covid-19, η οποία περιλάμβανε την παροχή δημόσιων κονδυλίων για διαφήμιση σε κρατικά και ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης σε διάφορες πλατφόρμες, συμπεριλαμβανομένων των έντυπων εκδόσεων, των τηλεοπτικών καναλιών, των ραδιοφωνικών σταθμών, των ιστότοπων και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Η «Λίστα Πέτσα» περιλάμβανε πάνω από 1.200 μέσα ενημέρωσης, από μεγάλες εθνικές εφημερίδες έως μικρές τοπικές ιστοσελίδες. Ωστόσο, υπήρχαν αξιοσημείωτες παραλείψεις, όπως το Documento, ένα γνωστό μέσο ενημέρωσης που είχε ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση, ενώ στον κατάλογο περιλαμβάνονταν ιστότοποι χωρίς περιεχόμενο ή ανύπαρκτοι, ραδιοφωνικοί σταθμοί-φαντάσματα και προσωπικά ιστολόγια. Επιπλέον, ένα δυσανάλογο ποσό χρηματοδότησης διατέθηκε σε φιλοκυβερνητικά μέσα, με ορισμένα από αυτά να λαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ενώ τα αντιπολιτευόμενα μέσα ή όσα ασκούσαν κριτική έλαβαν μόνο μερικές χιλιάδες ευρώ.[216] Σύμφωνα με το ανεξάρτητο μέσο ενημέρωσης The Press Project, τα επικριτικά/αντιπολιτευόμενα μέσα έλαβαν το 1% της συνολικής χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με μια ανάλυση της «Λίστας Πέτσα» από το The Press Project, η κατανομή των κρατικών διαφημιστικών κονδυλίων αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα πιθανής μεροληπτικής αντιμετώπισης στο ελληνικό τοπίο των μέσων ενημέρωσης. Η αριστερή Εφημερίδα των Συντακτών έλαβε μόλις 10.000 ευρώ (συν ΦΠΑ) για την ιστοσελίδα της και 30.000 ευρώ για την έντυπη έκδοσή της. Από την άλλη πλευρά, τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης με σημαντικά χαμηλότερη αναγνωσιμότητα, έλαβαν μεγαλύτερα ποσά. Για παράδειγμα, ο Φιλελεύθερος (συντηρητική εφημερίδα) έλαβε 60.000 ευρώ για την έντυπη έκδοσή του και 120.000 ευρώ για την ιστοσελίδα του, liberal.gr. Πρόκειται για μια εφημερίδα που κυκλοφορεί πλέον μόνο σε εβδομαδιαία βάση, με πολύ χαμηλότερες πωλήσεις από την Εφημερίδα των Συντακτών, η οποία είναι καθημερινή. Την ίδια στιγμή, η ιστοσελίδα της Athens Voice, η οποία έχει παρόμοια εκτιμώμενη επισκεψιμότητα με την Εφημερίδα των Συντακτών, έλαβε 180.000 ευρώ.
Στην απάντησή της στην Human Rights Watch, η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εκστρατεία για τον Covid-19 διεξήχθη νόμιμα και με διαφάνεια. Στην επιστολή της αναφέρει ότι η κατανομή των κονδυλίων βασίστηκε σε αντικειμενικά κριτήρια και ότι η εκστρατεία διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην ενημέρωση των πολιτών και στην προστασία της δημόσιας υγείας. Υποστηρίζει επίσης ότι «η διαφάνεια διασφαλίστηκε μέσω του κοινοβουλευτικού ελέγχου και της εκτεταμένης πληροφόρησης που παρείχαν οι αρμόδιοι φορείς».
Νομικές απειλές – SLAPPs
Στην Ελλάδα, οι δημοσιογράφοι ουσιαστικά δεν προστατεύονται. [Ο]τιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί προσωπική επίθεση… Το σημαντικό είναι να αποφύγεις να σε σύρουν στα δικαστήρια. Επειδή αυτό απαιτεί πόρους και χρόνο και είναι ψυχοφθόρο. Όταν μου έκαναν μήνυση, δεν χάρηκα.
— Άρης Α., δημοσιογράφος, 25 Νοεμβρίου 2022
Οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο συχνά στοχοποιούνται μέσω δήθεν νομικών ενεργειών, συμπεριλαμβανομένων των αγωγών, που αποτελούν τροχοπέδη για την ανεξάρτητη και κριτική δημοσιογραφία.
Υπήρξαν εκτενείς αναφορές από ομάδες που μάχονται για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και από άλλες μη κυβερνητικές ομάδες σχετικά με τις νομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων μέσω SLAPP και άλλων νομικών προκλήσεων από πλευράς πολιτικών, εξαιτίας της εργασίας τους. Οι αγωγές αυτές βασίζονται συχνά σε ισχυρισμούς περί δυσφήμισης ή παραβίασης προσωπικών δεδομένων και χρησιμοποιούνται για να αποτρέψουν τους δημοσιογράφους από το να κάνουν ρεπορτάζ για σημαντικά θέματα, όπως πολιτικά σκάνδαλα, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιβαλλοντικά εγκλήματα και διαφθορά.
Η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από 15 δημοσιογράφους οι οποίοι δήλωσαν ότι κάποια στιγμή στη σταδιοδρομία τους αντιμετώπισαν αγωγή ή νομική απειλή για ρεπορτάζ τους ή απειλήθηκαν με νομικά μέτρα από πολιτικούς ή επιχειρήσεις, ορισμένοι από αυτούς πολλές φορές.
Ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, ανεξάρτητος ερευνητής δημοσιογράφος, που παραχώρησε συνέντευξη στην Human Rights Watch τον Ιούνιο του 2023, δήλωσε ότι έχει αντιμετωπίσει ή αντιμετωπίζει επί του παρόντος μία ποινική αγωγή για δυσφήμιση, τρεις αστικές αγωγές για δυσφήμιση και έχει λάβει οκτώ εξώδικα.
Τα ρεπορτάζ του Χονδρόγιαννου συνέβαλαν καθοριστικά στην αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών στην Ελλάδα. Όμως, εξαιτίας του έργου του ιδίου και των συναδέλφων του, ο δημοσιογράφος αντιμετωπίζει δύο σημαντικές αγωγές δυσφήμισης που άσκησε ο Γρηγόρης Δημητριάδης, ανιψιός του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος ήταν γενικός γραμματέας του γραφείου του Πρωθυπουργού, καθ’ όλη τη διάρκεια του σκανδάλου των υποκλοπών και μέχρι την παραίτησή του τον Αύγουστο του 2022.
Για μένα, το θέμα των SLAPP είναι ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα. Οι αγωγές κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης έχουν υψηλό κόστος τόσο σε χρήμα όσο και σε χρόνο… Οι αγωγές, σε αντίθεση με άλλες επιθέσεις, συνιστούν υπαρξιακό κίνδυνο. Απαιτούν τόσο πολύ χρήμα και χρόνο που γίνονται υπαρξιακή απειλή, είπε ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος.
Ο Φώτης Φ., δημοσιογράφος που εργάζεται σε ένα συστημικό μέσο ενημέρωσης, δήλωσε στην Human Rights Watch πως όταν εργαζόταν σε ένα ερευνητικό ρεπορτάζ και μοιράστηκε τα ευρήματά του με τους αρμόδιους φορείς το 2021 ώστε εκείνοι να τοποθετηθούν, έλαβε μία ανεπίσημη τηλεφωνική κλήση από κυβερνητικό αξιωματούχο που του είπε «πρόσεχε τι θα γράψεις γιατί θα σου κάνουν μήνυση». Είπε ότι έχει λάβει αρκετά εξώδικα για το έργο του, αλλά όχι αγωγή.
Όπως σημειώνει το Human Rights Watch, το Documento, ένα ερευνητικό μέσο ενημέρωσης που έχει επανειλημμένα δημοσιεύσει ρεπορτάζ για περιστατικά αναφερόμενης διαφθοράς και ατασθαλιών από πλευράς της κυβέρνησης καθώς και για ισχυρά συμφέροντα στην Ελλάδα, έχει επανειλημμένα στοχοποιηθεί από δημόσια πρόσωπα λόγω των επικριτικών του ρεπορτάζ. Η στοχοποίηση περιλάμβανε την απαγόρευση της κρατικής διαφήμισης (όπως αναφέρεται στην ενότητα V παραπάνω), αγωγές και προσπάθειες φυλάκισης του εκδότη. Ο γνωστός ερευνητικός δημοσιογράφος και εκδότης του Documento, Κώστας Βαξεβάνης, έχει αντιμετωπίσει πολυάριθμες ποινικές και αστικές αγωγές κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του λόγω των δημοσιευμάτων του ιδίου και του μέσου ενημέρωσής του αναφορικά με τη διαφθορά, πολλές από αυτές από πολιτικούς:
«Μέχρι σήμερα, έχουν ασκηθεί εναντίον μας περίπου 100 αγωγές από δημόσια πρόσωπα. Ο στόχος είναι η ομηρία του μέσου ενημέρωσης και η οικονομική του εξουθένωση… Υπάρχουν αγωγές από τον πρωθυπουργό, τη σύζυγο του πρωθυπουργού, τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης [επί Νέας Δημοκρατίας]. Ποιος δικαστής θα με αθωώσει όταν η αγωγή ασκείται από αυτούς; Επιπλέον, όλα τα [συστημικά] μέσα ενημέρωσης αναπαράγουν ρεπορτάζ που στρέφονται εναντίον μου, άρθρα δολοφονίας χαρακτήρα… Αλλά όταν έρθει η ώρα της αθώωσης κανείς δεν θυμάται να το δημοσιεύσει αυτό».
Στην απάντησή της προς την Human Rights Watch, η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν τίθεται ζήτημα SLAPP στην Ελλάδα, επισημαίνοντας τον μικρό αριθμό αγωγών που στρέφονται κατά δημοσιογράφων και τον μικρό αριθμό των αγωγών που έχουν επιτυχή έκβαση. Η επιστολή υποστηρίζει επίσης ότι ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι αγωγές έχουν επιτυχή έκβαση, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται είναι συνήθως πολύ χαμηλότερες από τις αιτούμενες. Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης επισημαίνει επίσης στατιστικά στοιχεία από το 2022 και το 2023 που δείχνουν έναν μικρό αριθμό αγωγών κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης, με ακόμη λιγότερες από αυτές να έχουν επιτυχή έκβαση, ενώ τα επιδικασθέντα ποσά είναι σημαντικά χαμηλότερα από τα αιτούμενα. Η επιστολή αναφέρεται επίσης σε μια σειρά πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του ζητήματος των SLAPP και στην προστασία των δημοσιογράφων.
Αυτολογοκρισία δημοσιογράφων – Μαρτυρίες δημοσιογράφων συστημικών μέσων
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης που μπορούν να επηρεάσουν το κοινό δεν λένε αυτά που θα έπρεπε, και τα μικρά μέσα ενημέρωσης που λένε αυτά που θα έπρεπε, δεν μπορούν να επηρεάσουν το κοινό.
— Κώστας Κ., δημοσιογράφος που εργάζεται σε συστημικό μέσο ενημέρωσης, Αθήνα, 29 Ιουνίου 2023
Ναι, αυτολογοκρίνομαι. Πάντα σκέφτομαι πώς να πω κάτι για να μην μπλέξω.
— Ντίνα Ντ., δημοσιογράφος που εργάζεται σε συστημικό τηλεοπτικό κανάλι, Αθήνα, 15 Ιουνίου 2023
Όπως αναλύθηκε σε προηγούμενες ενότητες, το τοπίο των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα μοτίβο κρατικής παρέμβασης στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, η οποία λαμβάνει διάφορες μορφές.
Ο κρατικός έλεγχος των δημόσιων μέσων ενημέρωσης και η αναφερόμενη διευκόλυνση της κυριαρχίας ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης που ευθυγραμμίζονται με τις κυβερνητικές πρακτικές υπονομεύει την ανεξαρτησία των ειδησεογραφικών φορέων, ενώ η παρενόχληση και ο εκφοβισμός από δημόσια πρόσωπα, καθώς και οι κρατικές παρακολουθήσεις λειτουργούν ανασταλτικά σε ολόκληρο το τοπίο των μέσων ενημέρωσης.
Επιπλέον, η αδυναμία της κυβέρνησης να θεσπίσει μια ολοκληρωμένη νομοθεσία κατά των SLAPP έχει οδηγήσει σε ένα περιβάλλον όπου ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης συχνά στοχοποιούνται με αγωγές ως αντίποινα, εξαντλώντας τους πόρους τους και αποθαρρύνοντας την κριτική τους δημοσιογραφία. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την επιλεκτική κατανομή της κρατικής διαφήμισης ως εργαλείο για την επιβράβευση των συμμορφούμενων μέσων ενημέρωσης και την τιμωρία εκείνων που τηρούν αντιπολιτευόμενη στάση.
Ορισμένοι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε μέσα ενημέρωσης με ισχυρούς πολιτικούς δεσμούς με την κυβέρνηση δήλωσαν στην Human Rights Watch ότι ασκούν αυτολογοκρισία, αποφεύγοντας προληπτικά να διερευνήσουν ή να καλύψουν ευαίσθητα θέματα για την κυβέρνηση ή για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης για τα οποία εργάζονται, φοβούμενοι τις συνέπειες. Ομοίως, οι διευθυντές σύνταξης που νιώθουν ότι πρέπει να ακολουθούν την εκδοτική γραμμή των ιδιοκτητών του μέσου ενημέρωσης έχουν ενισχύσει την αυτολογοκρισία φιλτράροντας τις ειδήσεις.
Στο σύνολό τους, όλοι αυτοί οι παράγοντες διαιωνίζουν ένα κλίμα εκτεταμένης αυτολογοκρισίας, αποδυναμώνοντας συχνά τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης ως θεματοφυλάκων της δημοκρατίας και περιορίζοντας την ικανότητά τους να θέτουν την εξουσία προ των ευθυνών της και να παρέχουν στο κοινό αντικειμενική και κριτική ενημέρωση.
Δώδεκα δημοσιογράφοι που ερωτήθηκαν από την Human Rights Watch, εκ των οποίων οι 10 εργάζονται σε συστημικά μέσα ενημέρωσης, δήλωσαν ότι αυτολογοκρίνονται ή ότι έχουν αντιμετωπίσει λογοκρισία από τον εργοδότη τους στο πλαίσιο της εργασίας τους. Ένας δημοσιογράφος ανέφερε στην Human Rights Watch ότι η σύμβαση συνεργασίας του με δύο διαφορετικά μέσα ενημέρωσης καταγγέλθηκε ή δεν ανανεώθηκε το 2015 και το 2023, και θεώρησε ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι τα ρεπορτάζ του απέκλιναν από τα καθιερωμένα ή προτιμώμενα αφηγήματα των μέσων ενημέρωσης. Ομοίως, ένας άλλος δημοσιογράφος δήλωσε στην Human Rights Watch ότι αντιμετώπισε επαγγελματικές συνέπειες επειδή δεν ακολούθησε τη γραμμή του μέσου ενημέρωσης στην κάλυψη ενός μεγάλου κυβερνητικού σκανδάλου.
Η Ντίνα Ντ., δημοσιογράφος με 25 και πλέον χρόνια εμπειρίας σε μεγάλο ελληνικό ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι, περιέγραψε στην Human Rights Watch, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τον Ιούνιο του 2023, το ασφυκτικό κλίμα λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας στην καθημερινή της εργασία.[304]
Ό,τι λες στην τηλεόραση ελέγχεται σε τέτοιο βαθμό που δεν έχεις καμία ελευθερία. Ο έλεγχος γίνεται από τους υψηλά ιστάμενους… Η ιεραρχία είναι το γραφείο του πρωθυπουργού, οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης, η διοίκηση, οι αρχισυντάκτες. Τα πάντα ελέγχονται. Τι θα πεις, πώς θα το πεις. Έχω την ικανότητα να λέω στον αέρα ό,τι θέλω προσποιούμενη ότι το έκανα κατά λάθος… Στο κανάλι μας, μας ρωτούν εκ των προτέρων τι σκοπεύουμε να πούμε. Σε [άλλο τηλεοπτικό κανάλι] ζητούν από τους δημοσιογράφους να στείλουν το κείμενό τους πριν βγουν στον αέρα.
Η Ελίνα Ε., η οποία εργάζεται ως δημοσιογράφος επί 20 και πλέον χρόνια, και από το 2018 και εξής σε συστημικό μέσο, περιέγραψε την κατάσταση με παρόμοιο τρόπο στην Human Rights Watch, τον Ιούνιο του 2023:
Όλοι έχουν γνώμη για το τι θα γράψεις. Η νοοτροπία είναι παρωχημένη και εκτός πραγματικότητας. Και βέβαια, δεν πρόκειται για δημοσιογραφία αλλά για δημοσίευση κυβερνητικών δελτίων τύπου. Πολλές φορές, παίρνουμε το κυβερνητικό δελτίο τύπου, αλλάζουμε τον τίτλο και το δημοσιεύουμε. Οι συνεντεύξεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους δεν είναι πραγματικές συνεντεύξεις… Όταν ένα κείμενο ασκεί κριτική, δεν μπορεί να δημοσιευτεί. Θα δημοσιεύαμε, για παράδειγμα, την απάντηση του υπουργού σε ένα επικριτικό δημοσίευμα των New York Times, χωρίς να αναφέρουμε τι είπαν οι New York Times.
Όσον αφορά το σκάνδαλο παρακολουθήσεων Predator, η Ελίνα Ε. περιέγραψε τα εμπόδια που αντιμετώπισε από το μέσο που εργάζεται για να κάνει ρεπορτάζ σχετικά με αυτό:
«Αρχικά, αποκαλύφθηκε η υπόθεση [της παρακολούθησης] του Κουκάκη. Αναρωτηθήκαμε, γιατί τον παρακολουθούν άραγε; Και φυσικά, από δημοσιογραφική άποψη, θέλαμε να γράψουμε κάτι γι’ αυτό. [Ο διευθυντής μου] μας είχε δώσει ρητή εντολή να μην αγγίξουμε το θέμα των παρακολουθήσεων. Θύμωσα πολύ. Ήθελε να θάψει το θέμα μόνο και μόνο για να καλύψει την κυβέρνηση.
Όταν ερωτήθηκε για τις απόψεις της σχετικά με την κάλυψη άλλων θεμάτων, όπως οι επαναπροωθήσεις μεταναστών από τις ελληνικές αρχές, η Ελίνα απάντησε: «Αυτό που παρουσιάζεται στα ελληνικά συστημικά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένου αυτού στο οποίο εργάζομαι, είναι η κυβερνητική ρητορική. Έχουμε γίνει το φερέφωνο της κυβέρνησης».
Όταν ερωτήθηκε για την εμπειρία του σε σχέση με την αυτολογοκρισία, ο Άρης Α., δημοσιογράφος που εργάζεται σε συστημικό μέσο ενημέρωσης, δήλωσε: «Υπάρχουν άγραφοι κανόνες και τους γνωρίζεις. Γνωρίζεις τους περιορισμούς και τα όριά σου. Στην πράξη αυτό μπορείς να το αποκαλέσεις αυτολογοκρισία. Δεν μπαίνεις στον κόπο να προσπαθήσεις να γράψεις κάτι που είναι εκτός αυτών των ορίων. Δεν ακολουθείς αυτόν τον δρόμο… Το θέμα των επαναπροωθήσεων, για παράδειγμα, είναι ένα θέμα που θίγω επιφανειακά».
Η Ιωάννα Ι., δημοσιογράφος που εργάζεται για ξένο μέσο ενημέρωσης, δήλωσε στην Human Rights Watch ότι η σκληρή αντίδραση της κυβέρνησης στα άρθρα της, σε συνδυασμό με τον διαδικτυακό εκφοβισμό και την παρενόχληση, επηρέασε την ικανότητά της να γράφει ελεύθερα: «Άρχισα να εργάζομαι πάνω σε ένα κομμάτι για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Αλλά σκόπιμα το καθυστέρησα και αυτολογοκρίθηκα λίγο, επειδή φοβόμουν τις αντιδράσεις».
Η Ήλια Η., η οποία εργάζεται σε ένα κρατικό μέσο ενημέρωσης, αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα τα τελευταία χρόνια:
Όταν είχα γράψει ένα άρθρο σχετικά με το μεταναστευτικό, χρειάστηκε να διαπραγματευτώ με τον αρχισυντάκτη μου, ο οποίος ήθελε να κόψει ολόκληρα τμήματα από το άρθρο μου, που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση. Είπα ότι αν το άρθρο δημοσιευτεί έτσι, δεν θέλω να το υπογράψω. Υπάρχουν 3 ή 4 φορές στις οποίες τα άρθρα που έχω γράψει δημοσιεύτηκαν χωρίς το όνομά μου επειδή δεν συμφωνούσα με τις αλλαγές. Το έκανα αυτό για να προστατεύσω τον εαυτό μου και τη φήμη μου.
Ο Ηλίας Η., ραδιοφωνικός παραγωγός σε έναν από τους κύριους συστημικούς σταθμούς, δήλωσε ότι είχε μια πιο θετική εμπειρία. Ανέφερε ότι είχε μόνο ένα περιστατικό παρέμβασης τα τελευταία 10 χρόνια και δήλωσε ότι δεν αυτολογοκρίνεται. Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει το έργο του, ωστόσο, υποδηλώνει ότι το κάνει:
Αυτό δεν είναι αυτολογοκρισία. Ξέρεις τα όριά σου, αλλά δεν μου τηλεφώνησε ποτέ κανείς για να μου πει «Μα τι κάνεις;». Μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα, το θέμα είναι με ποιο τρόπο το κάνεις, με ποιο τρόπο προσεγγίζεις το θέμα ώστε να μην υπάρχουν αντιδράσεις.
Ο Φώτης Φ., όπως και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι από τους οποίους πήραμε συνέντευξη, πιστεύει ότι «η αυτολογοκρισία είναι μέρος του παιχνιδιού. Ξεκινά από το γεγονός ότι το περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης είναι προβληματικό. Δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να αλλάξει εύκολα». Ο Φώτης Φ. έδωσε ένα παράδειγμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι για τη διατήρηση της συντακτικής ανεξαρτησίας στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα:
Στην Ελλάδα… πολλοί ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης έχουν παράλληλα και άλλα επιχειρηματικά συμφέροντα και στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ. Ως εκ τούτου, κατανοώ αυτό το περιβάλλον και προσπαθώ να θέσω τα δικά μου όρια και τις δικές μου κόκκινες γραμμές. Υπάρχουν άγραφοι και γραπτοί κανόνες. Έχω δώσει πολλές μάχες για να περάσει ένα ρεπορτάζ από τον αρχισυντάκτη. Προφανώς, πρόκειται για τεράστιο πρόβλημα.
Ο Μιχάλης Μ. είπε:
Δίνουμε καθημερινά μάχη για να μπορέσουμε να αναδείξουμε τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα, να αναδείξουμε την αλήθεια… Προσπαθώ να παρουσιάζω αυτό που πιστεύω ότι είναι η αλήθεια, αλλά με τρόπο προσεκτικό. Και υπάρχουν θέματα που δεν τα αγγίζεις καν γιατί θα χάσεις τη μάχη.
Το εξήγησε αυτό με ένα παράδειγμα από την εποχή που εργαζόταν σε ραδιοφωνικό σταθμό, όπου απαγορευόταν να ασκήσει κριτική σε μια μεγάλη ομάδα μπάσκετ λόγω χορηγίας που είχε λάβει ο σταθμός.
Η εμπειρία του Πέτρου Π., δημοσιογράφου με μακροχρόνια εμπειρία στην κάλυψη μεγάλων εθνικών θεμάτων, μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τους κινδύνους που συνδέονται με την αμφισβήτηση της εξουσίας. Απολύθηκε δύο φορές από γνωστά μέσα ενημέρωσης και οι εμπειρίες του αναδεικνύουν την πίεση που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι όταν τα ρεπορτάζ τους αποκλίνουν από το καθιερωμένο αφήγημα. Ο Πέτρος Π. δήλωσε στην Human Rights Watch ότι η πρώτη του απόλυση, το 2015, έγινε σε ραδιοφωνικό σταθμό αφού άσκησε κριτική για τις οικονομικές πολιτικές. Πιο πρόσφατα, το 2023, καταγγέλθηκε η σύμβασή του με ραδιοφωνικό σταθμό που ανήκε σε σημαντικό επιχειρηματικό παράγοντα και πιστεύει ότι αυτό συνέβη μετά από συζήτηση στον αέρα σχετικά με πιθανή φορολόγηση στον εν λόγω επιχειρηματικό κλάδο. Ο Πέτρος Π. παραχώρησε συνέντευξη για την παρούσα έκθεση τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2023.
Στην απάντησή της προς την Human Rights Watch, η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα ευρήματά μας σχετικά με την αυτολογοκρισία βασίζονται αποκλειστικά σε υποκειμενικές εκτιμήσεις. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο φόβος αντιποίνων δεν τεκμηριώνεται από πραγματικά περιστατικά ή δεδομένα και ότι η ερευνητική δημοσιογραφία στην Ελλάδα παραμένει ενεργή, όπως αποδεικνύεται από πολυάριθμες αποκαλύψεις και αναφορές σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Στην απάντησή της υπογραμμίζει επίσης τις νομοθετικές πρωτοβουλίες που λήφθηκαν για την ενίσχυση των δημοσιογράφων, οι οποίες, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, δηλώνουν την πρόθεσή της να στηρίξει ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει την ελευθερία της έκφρασης και την πολυφωνία.
Συγκεντρωτισμός του μιντιακού τοπίου
Η Human Rights Watch διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα ένα έντονα συγκεντρωτικό μιντιακό τοπίο, όπου κυριαρχούν τα μέσα που ευθυγραμμίζονται με το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, υπονομεύει τον εν λόγω πλουραλισμό. «Η κατάσταση αυτή οφείλεται, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, στις ανεπαρκείς νομικές ασφαλιστικές δικλείδες για την πρόληψη της συγκέντρωσης των ΜΜΕ και στην αθέμιτη πολιτική επιρροή, καθώς επίσης και στην ανεπαρκή εφαρμογή του υφιστάμενου νομικού πλαισίου για τη ρύθμιση των ΜΜΕ, στη διαφάνεια στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους και στον ανταγωνισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης να μπορούν να υπερισχύουν έναντι των αρχών της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, γεγονός το οποίο, όταν συνδυάζεται με στοχευμένες προσπάθειες κυβερνητικών αξιωματούχων να φιμώνουν ανεξάρτητες φωνές, δημιουργεί ένα τοπίο που ευνοεί τη θετική προβολή της κυβέρνησης. Αυτό οδηγεί επιπλέον στην καταστολή της δημοσιογραφίας που ασκεί κριτική και στη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ», αναφέρεται.
«Παρωχημένη η έρευνα, υποκειμενική η κατάταξη της Ελλάδας στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου», λέει η κυβέρνηση
Η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης παρείχε μια απάντηση 31 σελίδων στην οποία περιγράφει την άποψή της και εξετάζει τα ευρήματα που παρουσίασε το Human Rights Watch. «Η απάντηση εγείρει διάφορες γενικές ανησυχίες, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων ότι η έρευνα της Human Rights Watch είναι παρωχημένη, χρονολογείται από το 2022 και δεν αντικατοπτρίζει τις πρόσφατες εξελίξεις και μεταρρυθμίσεις, ότι η έκθεση επικαλείται την κατάταξη της Ελλάδας στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου των «Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα», ο οποίος, σύμφωνα με τις αρχές, δεν είναι αντικειμενικός ή διαφανής, ότι η έκθεση βασίζεται σε ανώνυμες πηγές και υποκειμενικές αφηγήσεις και ότι οι ισχυρισμοί της έκθεσης βασίζονται σε «δηλώσεις» και «εσωτερικά υπομνήματα» που δεν ταυτοποιούνται με τον προσήκοντα τρόπο. Από την πλευρά μας, αποτυπώσαμε την απάντηση της κυβέρνησης καθώς και την αντίδραση της Human Rights Watch σε αυτήν στο σώμα της έκθεσης που ακολουθεί. Η πλήρης απάντηση είναι διαθέσιμη στον ιστότοπό μας.
Η Human Rights Watch δεν αποδέχεται το επιχείρημά ότι η μεθοδολογία είναι ελαττωματική ή βασίζεται σε παρωχημένες ή ανακριβείς πληροφορίες. «Τα ζητήματα που καταγράφονται στην παρούσα έκθεση είναι συστημικά και βαθιά ριζωμένα στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης. Επιπλέον, οι ανησυχίες που εκφράστηκαν από δημοσιογράφους και επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης στο πλαίσιο συνεντεύξεων για την παρούσα έκθεση, η οποία περιλαμβάνει επικαιροποιήσεις έως τον Απρίλιο του 2025, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα ζητήματα εξακολουθούν να υφίστανται παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις ή πρωτοβουλίες. Ο Παγκόσμιος Δείκτης Ελευθερίας του Τύπου, παρά τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης, είναι ένα ευρέως αναγνωρισμένο και έγκριτο εργαλείο για την αξιολόγηση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης, με δημόσια διαθέσιμη μεθοδολογία», αναφέρει στο σχόλιο της η Human Rights Watch».
Οι συστάσεις
Η ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με το Human Rights Watch πρέπει:
- Να αποδεχθεί ότι οφείλει να λάβει αποφασιστικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες που εκφράζονται από πολλές πηγές σχετικά με την πολύπλευρη υπονόμευση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Η επίμονη διάψευση του προβλήματος και η αδυναμία ανάληψης δράσης θα θέσει σε κίνδυνο το κύρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς διακυβεύονται βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Η προστασία των δημοσιογράφων από την παρενόχληση και τον εκφοβισμό, η προάσπιση του δικαιώματος στην πληροφόρηση, η προώθηση του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης και η καλλιέργεια ενός κλίματος που ευνοεί την ανεξάρτητη δημοσιογραφία αποτελούν ουσιώδη βήματα προκειμένου η Ελλάδα να τηρήσει τις δημοκρατικές της δεσμεύσεις και να διασφαλίσει μια ελεύθερη και ανοικτή κοινωνία.
- Να διασφαλιστεί η άμεση παύση οποιασδήποτε εν εξελίξει παρακολούθησης δημοσιογράφων ή οποιωνδήποτε άλλων μέτρων που παραβιάζει το απόρρητο των επικοινωνιών των δημοσιογράφων και να μην υπάρξουν περαιτέρω μέτρα για την παρακολούθηση ή την παραβίαση, με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, του απορρήτου των επικοινωνιών των δημοσιογράφων, έως ότου τεθεί σε εφαρμογή μία κατάλληλη διαδικασία δικαστικού ελέγχου για την αξιολόγηση και την εποπτεία των εν λόγω μέτρων.
- Να αναπτυχθεί και να υλοποιηθεί ένα εθνικό σχέδιο δράσης με δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα, σε διαβούλευση με τους φορείς των μέσων ενημέρωσης και τις ομάδες προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την προώθηση της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα. Το σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, τη θωράκιση των δημοσιογράφων από την παρακολούθηση και την προστασία τους από την παρενόχληση και τον εκφοβισμό, τη μεταρρύθμιση των διαδικασιών ανάθεσης κρατικών διαφημιστικών κονδυλίων, την αντιμετώπιση της κατάχρησης της δυσφήμισης και άλλων αστικών αγωγών (SLAPP) και την αντιμετώπιση της λογοκρισίας και της αυτολογοκρισίας.
- Να καταργηθεί το ποινικό αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης και να επιτραπεί στα πρόσωπα που έχουν υποστεί εσκεμμένα ζημία από κακόβουλα γνωστά ψεύδη να εξασφαλίζουν αστική αποζημίωση. Για όσο χρόνο υφίσταται οποιαδήποτε μορφή ποινικής δυσφήμισης, να δοθεί εκ νέου η διακριτική ευχέρεια στους δικαστές να μην επιβάλουν ποινές σε περιπτώσεις δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με το παλαιό άρθρο 367 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα.
- Να καταργηθεί ο «τυποκτόνος» Νόμος αριθ. 1178/81 και να υπάρξει μεταρρύθμιση των διατάξεων του αστικού δικαίου περί δυσφήμισης ώστε να εισαχθούν επαρκείς εγγυήσεις για την αποτροπή αδικαιολόγητων περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των SLAPP. Οι εγγυήσεις αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν ένα ανώτατο όριο αποζημίωσης για ηθική βλάβη το οποίο θα αξιώνεται σε αστικές αγωγές για δυσφήμηση κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης.
- Να υλοποιηθεί και να εφαρμοστεί η οδηγία της ΕΕ κατά των αγωγών SLAPP για την προστασία των δημοσιογράφων και των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης από τις εξοντωτικές αγωγές και να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητά της με την επέκταση της προστασίας προκειμένου να καλύπτει τις εγχώριες υποθέσεις SLAPP και τις αξιώσεις βάσει του ποινικού και διοικητικού δικαίου, διασφαλίζοντας ισχυρές εγγυήσεις για τους δημοσιογράφους και τους εργαζόμενους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης έναντι των εξοντωτικών αγωγών.
- Να απέχουν έμπρακτα, εκδίδοντας ρητή δημόσια δήλωση ότι οι δημόσιοι αξιωματούχοι και τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης οφείλουν να απέχουν από εκστρατείες συκοφάντησης, παρενόχλησης και εκφοβισμού εις βάρος των ειδησεογραφικών μέσων που ασκούν κριτική, των δημοσιογράφων και των εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης· να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για τη λογοδοσία όσων επιδίδονται σε τέτοιες συμπεριφορές.
- Να διασφαλιστεί ότι οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου διεξάγουν άμεσες, αποτελεσματικές και ανεξάρτητες έρευνες για εγκλήματα κατά δημοσιογράφων. Να παρέχονται οι απαραίτητοι πόροι και το προσωπικό για την εξιχνίαση αυτών των υποθέσεων, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη φύση τους και τον αντίκτυπό τους στη δημόσια σφαίρα.
- Να ληφθεί πρωτοβουλία για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με την κρατική παρακολούθηση:
- Να απαιτείται δικαστική έγκριση για όλες τις εντολές παρακολούθησης, παρέχοντας στους ανεξάρτητους δικαστές την αρμοδιότητα να αξιολογούν την αναγκαιότητα και την αναλογικότητά τους.
- Να καθιερωθούν ειδικά εχέγγυα για τα αιτήματα παρακολούθησης δημοσιογράφων που θα περιλαμβάνουν αυστηρές απαιτήσεις αναφορικά με την αναγκαιότητά τους, προτεραιοποίηση της προστασίας των πηγών και υποχρεώσεις κοινοποίησης μετά την παρακολούθηση.
- Να διασφαλιστεί ότι το γραπτό αίτημα που υποχρεούνται να υποβάλλουν οι εισαγγελείς όταν ζητούν παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας θα περιλαμβάνει τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, που αποδεικνύουν τη νομιμότητα, την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του μέτρου παρακολούθησης σε κάθε περίπτωση, και ότι θα απορρίπτονται τα αιτήματα που βασίζονται αποκλειστικά σε γενικόλογες πληροφορίες ή σε αόριστες αιτιολογίες που κρίνονται απορριπτέες.
- Να θεσμοθετηθεί ένα σαφές και ολοκληρωμένο δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθηση από κυβερνητικούς φορείς, επιτρέποντας στα υπό παρακολούθηση άτομα να ζητούν και να λαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με όποια μέτρα παρακολούθησής τους, συμπεριλαμβανομένης της νομικής βάσης, του σκοπού, της διάρκειας και των δεδομένων που συλλέγονται.
- Να αρθεί η υφιστάμενη τριετής προθεσμία που εμποδίζει τα στοχευμένα άτομα να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθησή τους για λόγους εθνικής ασφάλειας. Να δοθεί εκ νέου η αποκλειστική ευθύνη για τις γνωστοποιήσεις παρακολούθησης στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).
- Να ανακληθεί το διάταγμα κατά το οποίο η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης – ο εποπτεύων φορέας του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα (ΕΡΤ) και του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AΠΕ – MΠΕ) – υπάγεται στο γραφείο του Πρωθυπουργού, ή να εκδοθεί νέο διάταγμα με το οποίο η ΕΡΤ και το AΠΕ – MΠΕ θα αποσπαστούν από τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, ώστε να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία τους.
- Να καθιερωθούν σαφή νομικά και θεσμικά εχέγγυα για την προστασία της συντακτικής ανεξαρτησίας των κρατικών ειδησεογραφικών οργανισμών. Αυτό περιλαμβάνει διαφανείς διαδικασίες διορισμού σε ηγετικές θέσεις και σαφώς καθορισμένες συντακτικές κατευθυντήριες γραμμές.
- Να εξασφαλιστεί πλήρης διαφάνεια της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης, μεταξύ άλλων μέσω ενός τακτικά ενημερωμένου μητρώου ιδιοκτησίας για όλες τις μορφές μέσων ενημέρωσης.
- Σε διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους φορείς των μέσων ενημέρωσης, να αναπτυχθούν μεταρρυθμίσεις με στόχο τη διασφάλιση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας σύμφωνα με τις διατάξεις που περιγράφονται στην Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (EMFA).
- Nα ενισχυθεί ο ρόλος του Συνήγορου του Πολίτη και της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ως ενεργών υπερασπιστών της ελευθερίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, εξουσιοδοτημένων να παρακολουθούν, να ερευνούν, να υποβάλλουν εκθέσεις, να υποστηρίζουν και να συνεργάζονται για τη διασφάλιση της ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα.
- Να προσκληθεί και να διευκολυνθεί η επίσκεψη του ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ για την ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης.
Aκόμη, παραθέτει σειρά συστάσεων για το τι θα έπρεπε να κάνει η Βουλή των Ελλήνων προκειμένου να διερευνηθούν οι καταγγελίες και για να θεσπιστεί ένα νομοθετικό πλαίσιο το οποίο θα διασφαλίζει την προστασία των δημοσιογράφων. Επιπλέον, θυμίζει τις υποχρεώσεις των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των διεθνών οργανισμών, τόσο για την αξιολόγηση του Κράτους Δικαίου στη χώρα, όσο για την εποπτεία της εφαρμογής των συστάσεων.