Η στάση των διοικήσεων, επικεφαλής των οποίων είναι ο/η Πρόεδρος του ιδρύματος, έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την αμερικανική κοινή γνώμη, όπως αναφέραμε πρόσφατα και εδώ. Στο επίκεντρο της προσοχής βρέθηκαν πρόσφατα η Πρόεδρος του Κολούμπια, Nemat “Minouche” Shafik, η Πρόεδρος του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέττης (ΜΙΤ) Sally Kornbluth, η Πρόεδρος του Χάρβαρντ Claudine Gay, και η Πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια (UPenn) Elizabeth Magill. Πρόκειται για μερικά από τα πιο εμβληματικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ, και όλα τους είναι ιδιωτικά. Μερικά κοινά των επεκεφαλής τους; Εκτός από το ότι είναι ακαδημαϊκοί εγνωσμένης αξίας και όλες γυναίκες (η Claudine Gay είναι επίσης η/ο πρώτη/ος Μαύρη/ος πρόεδρος στην ιστορία του Χάρβαρντ), από τις 7 Οκτωβρίου και το χτύπημα της Χαμάς, βρέθηκαν και οι τέσσερεις κάτω από τρομερή πίεση. Στην πραγματικότητα, κλήθηκαν να διαλέξουν μεταξύ της περίφημης ελευθερίας του λόγου, το καύχημα των αμερικανικών πανεπιστημίων και μια από τις πιο πολύτιμες κατακτήσεις της αμερικανικής κοινωνίας γενικά, και στην αδιατάραχτη ροή χρημάτων από ισχυρούς και καθησυχασμένους δωρητές.
Η Nemat Shafik του νεοϋορκέζικου Κολούμπια (στο οποίο παρεμπιπτόντως διδάσκει πια και η Χίλαρυ Κλίντον!) πήρε ξεκάθαρα μέρος εναντίον των φιλοπαλαιστινιακών φοιτητικών οργανώσεων, όταν, πριν από περίπου ένα μήνα, απαγόρευσε – «ανέστειλε προσωρινά»- τη λειτουργία δυο μεγάλων οργανώσεων με παραρτήματα σε oλόκληρη τη χώρα, τους Students for Justice in Palestine (SJP) και τη Jewish Voice for Peace (JVP). Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο θόρυβο. Δεκάδες καθηγητές κατέβηκαν σε διαμαρτυρία, συντασσόμενοι με τις εκατοντάδες των φοιτητών που βροντοφώναζαν ότι δεν πρόκειται ποτέ να φιμωθούν, και οι οποίοι αντί να σιωπήσουν, συνασπίστηκαν σε μια νέα οργάνωση, την Columbia University Apartheid Divest. Προτάσσοντας τον κίνδυνο του αντισημιτισμού, η διοίκηση του Κολούμπια πέταξε στα σκουπίδια την ελευθερία του λόγου, πέτυχε όμως να κατευνάσει τις ανησυχίες μεγάλων δωρητών, όπως ο Leo Cooperman, που απείλησε ότι θα αποσύρει τη δωρεά του των περίπου 25 εκατομμυρίων δολλαρίων.
Οι άλλες τρεις Πρόεδροι ζύγισαν την κατάσταση διαφορετικά, και στις 5 Δεκεμβρίου βρέθηκαν σχεδόν απολογούμενες μπροστά στην Επιτροπή Εκπαιδευτικών Υποθέσεων του Κογκρέσσου, που ερευνούσε πιθανά κρούσματα αντισημιτισμού σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Οι περιπτώσεις τους σκιαγραφούν την κλιμάκωση μιας επικίνδυνης απόπειρας περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης. Η Sally Kornbluth, επικεφαλής του ΜΙΤ, κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για τους χειρισμούς της αναφορικά με φοιτητικές διαδηλώσεις συμπαράστασης στην Παλαιστίνη. Θεωρήθηκε, όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες δύο, ότι κατέφυγε σε νομικίστικες υπεκφυγές, αφού δεν απάντησε θετικά όταν ρωτήθηκε αν οι φιλοπαλαιστινιακές εκδηλώσεις συνιστούν κάλεσμα υπέρ της γενοκτονίας των Εβραίων και άρα αν θα έπρεπε να καταδικαστούν ως αντισημιτικές. Πλήθος Εβραίων αποφοίτων εξέφρασαν την απέχθεια και τον προβληματισμό τους για τον «αντισημιτισμό που διαπρέπει στο ΜΙΤ». Η καρέκλα της Kornbluth τελικά δεν κινδύνευσε, γιατί το συμβούλιο διοίκησης του πανεπιστημίου έδρασε γρήγορα και εξέδωσε στις 7 Δεκεμβρίου ανακοίνωση με την οποία διεμήνυε σε όλους τους τόνους ότι η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό της παραμένει αταλάντευτη. (Σημειώνεται ότι το ΜΙΤ δεν δέχεται προνομιακά φοιτητές που οι γονείς τους έχουν υπάρξει απόφοιτοί του (legacy admissions), πρακτική που εφαρμόζεται στα περισσότερα ελίτ αμερικανικά ιδρύματα και συσχετίζεται με αυξημένες δωρεές από απόφοιτους.)
Δεν συνέβη το ίδιο με την Claudine Gay, η οποία δέχθηκε σφοδρή κριτική από κορυφαίους δωρητές του Χάρβαρντ, όπως ο Ken Griffin (ο οποίος μόνο στο τρέχον έτος έχει δωρήσει στο φημισμένο ίδρυμα περίπου 300 εκατομμύρια δολλάρια, σύμφωνα με τους New York Times), CEO του επενδυτικού κολοσσού Citadel, και ο Bill Ackman, ένας ακόμη δισεκατομμυριούχος επενδυτής. Oι δωρητές απαίτησαν, από τις πρώτες κιόλας μέρες των ισραηλινών επιδρομών, να αποκηρύξει ανοιχτά η διοίκηση όσους φοιτητές εκδήλωσαν συμπάθεια προς τους Παλαιστίνιους και να χαρακτηρίσει άμεσα τη Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση. Η Gay επικρίθηκε ότι δεν τα έπραξε αυτά αρκετά γρήγορα. Το πράγμα χειροτέρεψε όταν ξέσπασαν τα γνωστά πλέον επεισόδια στο Χάρβαρντ, όπου φοιτητές με φιλοπαλαιστινιακά αισθήματα έπεσαν θύματα απίστευτης στοχοποίησης από παλαιούς αποφοίτους και νυν δωρητές / μεγαλοεργοδότες που ζητούσαν τα ονόματά των πρώτων προκειμένου να μην τους προσλάβουν ποτέ, και με αποκορύφωμα την εμφάνιση στα πέριξ του ιδρύματος ενός καμιονιού που επιδείκνυε φωτογραφίες των εν λόγω φοιτητών. Οι αμφιλεγόμενοι χειρισμοί της Gay δεν άφησαν κανέναν ικανοποιημένο. Στην επιτροπή του Κογκρέσσου, οι απαντήσεις της δεν ικανοποίησαν τους πιο σκληροπυρηνικούς, και έτσι οι πιέσεις από έξαλλους δωρητές για παραίτηση εντάθηκαν. Προς υποστήριξη της Gay υπεγράφησαν ανοιχτές επιστολές από εκατοντάδες καθηγητές του Χάρβαρντ. Το συμβούλιο διοίκησης του ιδρύματος παρενέβη πυροσβεστικά, αν και με κάποια καθυστέρηση, στις 12 Δεκεμβρίου, σώζοντας την αξιοπρέπεια του Πανεπιστημίου. Δέχθηκε μεν ότι η Gay όφειλε να έχει αντιδράσει γρηγορότερα στην αρχή της κρίσης, αλλά τη στήριξε με σαφήνεια, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραίτησης.
Η χειρότερη περίπτωση ήταν αυτή της Elizabeth Magill, της Προέδρου του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια. Ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι η Magill είχε εξοργίσει πολύ κόσμο με την απόφασή της να αγνοήσει τις πιέσεις μεγάλων δωρητών και, επικαλούμενη την ελευθερία του λόγου, να μην ακυρώσει συνέδριο Παλαιστίνιων συγγραφέων, που ήταν από καιρό προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί το Σεπτέμβριο μέσα στην πανεπιστημιούπολη. Η Χαμάς επιτέθηκε δυο βδομάδες αργότερα. Η ανακοίνωση που εξέδωσε η Magill ως απόκριση στο χτύπημα της 7ης Οκτωβρίου θεωρήθηκε χλιαρή και όχι αρκετά φιλοϊσραηλινή από πολλούς, μεταξύ των οποίων οι δωρητές Marc Rowan, επικεφαλής της Apollo Global Management, και ο Ronald S. Lauder, της ομώνυμης εταιρείας καλλυντικών. Οι ενέργειές της χαρακτηρίστηκαν αντισημιτικές, και στο Κογκρέσσο επικρίθηκε ότι απέφυγε να καταδικάσει τις εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τους Παλαιστινίους ως προτροπή σε γενοκτονία των Εβραίων. Η Magill υπέβαλε τελικά την παραίτησή της τέσσερις μέρες μετά την κατάθεσή της στην Επιτροπή. Σε αντίθεση με την Gay και την Kornbluth, δεν έτυχε της υποστήριξης από το αντίστοιχο συμβούλιο διοίκησης, του οποίου ο επικεφαλής, Scott L. Bok, επίσης παραιτήθηκε. Και οι δυο απέδωσαν την απόφασή τους στις έντονες πιέσεις από δωρητές, πολιτικούς και αποφοίτους του ιδρύματος.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων πέρασε πριν λίγες μέρες ένα ψήφισμα που καταδικάζει ως αντισημιτικές τις καταθέσεις των τριών Προέδρων. Σύμφωνα με το σκεπτικό, απέτυχαν να δηλώσουν καθαρά ότι το κάλεσμα σε γενοκτονία των Εβραίων (σ.σ: πράγμα που υποτίθεται προκύπτει από την απαίτηση για ελευθερία της Παλαιστίνης) συνιστά παρενόχληση (harassment) και παραβιάζει τους κώδικες συμπεριφοράς των ιδρυμάτων τους. Το κείμενο υπερψηφίστηκε από βουλευτές και βουλεύτριες και των δύο μεγάλων κομμάτων.
Η στάση αυτή είναι βαθιά προβληματική, δημιουργεί τεράστιο προηγούμενο και αποτελεί βαθύ πλήγμα στην ελευθερία του λόγου. Το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου είναι ένας από τους ισχυρότερους πυλώνες της αμερικανικής δημοκρατίας, ίσως ο μοναδικός που παραμένει τόσο βαθιά ριζωμένος και εμπεδωμένος, και διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα και όλους τους κοινωνικούς θεσμούς. Αποτελεί σχεδόν συστατικό στοιχείο του αμερικανικού πολιτικού φαντασιακού, και συχνά εκδηλώνεται στα πιο αναπάντεχα μέρη. Πρόσφατο παράδειγμα ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Ken Buck, που υπερασπίστηκε την Αμερικανοπαλαιστίνια βουλεύτρια Rashida Tlaib του Δημοκρατικού Κόμματος, για την οποία φηφίστηκε διακομματική επίπληξη (censure) λόγω τοποθέτησής της στο παλαιστινιακό ζήτημα, επικαλούμενος ακριβώς την ελευθερία του λόγου.
Όμως η πιο επικίνδυνη απειλή, αυτή που ως πρότινος σερνόταν κυρίως στα παρασκήνια και πλέον διαβρώνει γρήγορα και ανοιχτά το ισχυρότερο οχυρό της ελεύθερης έκφρασης στις ΗΠΑ, είναι η εξάρτηση των πανεπιστημίων από τους μεγάλους δωρητές. Το Χάρβαρντ κλυδωνίστηκε, το ΜΙΤ βρέθηκε στο στόχαστρο, το Κολούμπια υποκλίθηκε, και το UPenn γονάτισε, όταν μερικοί από τους πλουσιότερους και επιδραστικότερους δωρητές τους απείλησαν να κλείσουν την κάνουλα. Αν οι επιθυμίες του δωρητή δε συμβαδίζουν με τις πολιτικές αξίες και τα ακαδημαϊκά ιδανικά, τόσο το χειρότερο για τις αξίες και τα ιδανικά.
Η εξάρτηση από δωρητές, ιδιώτες ή εταιρείες, αφορά δυστυχώς και τα δημόσια πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Όμως τα ιδιωτικά ιδρύματα δεν έχουν ούτε τη μικρή στήριξη από τις Πολιτείες που λαμβάνουν τα δημόσια, ούτε η λειτουργία τους διέπεται από τους ίδιους κανόνες διαφάνειας και λογοδοσίας. Είναι άραγε αυτό το μέλλον της αμερικανικής ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία παρά τις αγκυλώσεις και τις εξαρτήσεις της έχει υπάρξει νησίδα ελευθερίας της έκφρασης ακόμα και σε ταραγμένες εποχές; Είναι άραγε αυτό το μέλλον που προδιαγράφεται για τα σχεχδιαζόμενα ελληνικά ιδιωτικά πανεπιστήμια που πιθανώς θα βασίζονται σε «ευγενικές» χορηγίες και «ανιδιοτελείς» δωρεές; Και μάλιστα στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας, που δεν διαθέτει τις ασφαλιστικές δικλείδες και την ωριμότητα των αμερικανικών θεσμών;
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι καθηγητές και ερευνητές των αμερικανικών ιδρυμάτων αντέδρασαν στη μετατροπή των πανεπιστημίων σε υπάκουες εταιρείες. Σε κάποιες άλλες, όχι. Αυτό δυστυχώς δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη, από τη στιγμή που τα αμερικανικά πανεπιστήμια είναι αυτό που ονομάζεται career-oriented, δηλαδή οι άνθρωποι που τα στελεχώνουν κινούνται κυρίως με βάση την προώθηση της καριέρας τους. Είναι δύσκολο να εκφραστεί κάποιος ενάντια στο χέρι που τον ταϊζει ή μάλλον στο χέρι που του εξασφαλίζει τα μέσα για πρωτοπόρα και ακριβή έρευνα.
Η λογοκρισία από την κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς μπορεί να έχει πολιτικό κόστος και μπορεί να αντιμετωπιστεί πολιτικά. Σε κάθε περίπτωση, μια κυβέρνηση μπορεί να επικαλεστεί μια νομιμοποίηση από τους εκλογείς της. Η λογοκρισία από τους χορηγούς και δωρητές είναι συχνά υπόθεση ενός ατόμου, που επιθυμεί το χρηματοδοτούμενο από αυτόν/ήν ίδρυμα να πράττει σύμφωνα με τις επιθυμίες του/της, και δεν υφίσταται κανένα θεσμικό ή δημοκρατικό έλεγχο. Η νομιμοποίηση που μπορεί να επικαλεστεί ο δωρητής είναι απλά το δικαίωμά του να κάνει με τα λεφτά του ό,τι θέλει. Αυτό το «ό,τι» περιλαμβάνει όσα του επιτρέπουμε και μάλλον δεν αφορά μόνο τα πανεπιστήμιά μας.