Στις 22 Μαρτίου συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από την ημέρα που το πιο ιστορικό μνημείο του Διδυμότειχου, το τέμενος Βαγιαζήτ, καταστράφηκε από τις φλόγες. 

Κτισμένο με λιθοδομή, με σχεδόν τετραγωνική κάτοψη και με μιναρέ, το Τέμενος Βαγιαζήτ, το πρώτο μουσουλμανικό τέμενος σε ευρωπαϊκό έδαφος, ιδρύθηκε το 1420, προς το τέλος της διακυβέρνησης του σουλτάνου Μεχμέτ Α’, του επονομαζόμενου Τσελεμπί, γιου του Βαγιαζήτ του «Κεραυνού» (Yildirim). Το μέγεθος της καταστροφής από τη φωτιά ήταν ανυπολόγιστο, καθώς κάηκε ολοσχερώς η μνημειώδης πυραμιδοειδή ξύλινη στέγη του τεμένους, το μέγεθος και η ποιότητα της οποίας, μαζί με τις πρωτοποριακές για την εποχή τους τεχνικές λύσεις που χρησιμοποιήθηκαν, την καθιστούσαν, σύμφωνα με τους ειδικούς, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία από ξύλο στον κόσμο.

Το ελληνικό τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) με ανακοίνωσή του θυμίζει το ιστορικό των εργασιών αποκατάστασης του μνημείου, πριν και μετά την καταστρεπτική πυρκαγιά, θέτοντας μια σειρά ερωτημάτων προς το υπουργείο Πολιτισμού. 

Καταρχήν, καλεί το Υπουργείο να απαντήσει στο ερώτημα γιατί το έργο αποκατάστασης βασίστηκε σε μελέτες εργολάβου, στο σύστημα μελέτη-κατασκευή και κατά πόσο η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ήταν που έθεσε το μνημείο σε κίνδυνο. Διερωτάται επίσης το γιατί δεν προτιμήθηκαν ήπιες επεμβάσεις αποκατάστασης, αλλά και για τις ευθύνες της επιβλέπουσας αρχής των εργολαβικών εργασιών.

Τον Αύγουστο του 2019 το ΤΡΡ είχε αποκαλύψει το πόρισμα της ΕΔΕ  που είχε ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο του 2018 με την υποβολή της σχετικής Πορισματικής Έκθεσης – κόλαφο για σειρά υπηρεσιακών στελεχών του Υπουργείου Πολιτισμού, τα οποία φέρεται να υπέπεσαν στα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης υπαλληλικού καθήκοντος, της φθοράς λόγω ασυνήθιστης χρήσης ή εγκατάλειψης ή παράνομης χρήσης πράγματος που ανήκει στην υπηρεσία (του μνημείου εν προκειμένω) και της αμελούς ή ατελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού τους καθήκοντος.

Το δημοσίευμά μας είχε προκαλέσει τότε την κατάθεση από το βουλευτή Ροδόπης του ΚΙΝΑΛ, Ιλχάν Αχμέτ, ερώτησης προς την Υπουργό Πολιτισμού Λ. Μενδώνη σχετικά με την πορεία των εργασιών αποκατάστασης, την επιβλέπουσα αρχή που συντονίζει τις εργασίες, τη χρηματοδότηση, τις τεχνικές μεθόδους που έχουν προκριθεί και το χρονοδιάγραμμα του έργου, για το πότε εκτιμάται πως θα είναι επισκέψιμο το μνημείο και για τα μέτρα που «λαμβάνονται ώστε να χυθεί άπλετο φως στις συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέσθηκε η καταστροφή και να υπάρξει η απόδοση ευθυνών για τους υπαίτιους του γεγονότος». Η υπουργός Πολιτισμού απέφυγε να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα, τόσο για την πορεία της διερεύνησης τυχόν ευθυνών υπηρεσιακών στελεχών του Υπουργείου Πολιτισμού για την φωτιά του 2017 όσο και για τον χρόνο αποπεράτωσης των αναστηλωτικών εργασιών και απόδοσης στο κοινό του μνημείου.

Το ελληνικό ICOMOS επαναφέρει τώρα τα ίδια ερωτήματα και επιπλέον, ζητεί για το ζήτημα της ανακατασκευής της στέγης του τεμένους να προκηρυχθεί διεθνές συνέδριο στο Διδυμότειχο, υπό την αιγίδα της UNESCO και του διεθνούς ICOMOS, με πρόσκληση εξειδικευμένων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, ώστε να δοθεί η δυνατότητα ανταλλαγής απόψεων περί της αποκατάστασης του συνόλου του μνημείου.

Αναλυτικά η ανακοίνωση του ελληνικού τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών έχει ως εξής:

Στις 22 Μαρτίου του 2021 συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την πυρκαγιά στο τζαμί Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Οθωμανικής περιόδου (πρώτο μισό του 15ου αιώνα) σε ευρωπαϊκό έδαφος. Τότε καταστράφηκε ολοσχερώς η μνημειώδης πυραμιδοειδής ξύλινη στέγη του, μοναδική ως προς το μέγεθος, το σχεδιασμό και τις κατασκευαστικές μεθόδους εφαρμογής, στοιχεία, που την ενέτασσαν μεταξύ των πλέον αξιόλογων μνημείων από ξύλο στον κόσμο.

Για την αποκατάσταση του τζαμιού και την ανάδειξή του, είχαν καταβληθεί προσπάθειες, επί σειρά ετών, από το Υπ. Πολιτισμού και Αθλητισμού (ΥΠΠΟΑ), με τη σύσταση διεπιστημονικών επιτροπών, ενίοτε με τη συμμετοχή αλλοδαπών ειδικών, που είχαν καταφέρει, αν και με πενιχρά μέσα, την αποτύπωση του μνημείου, την κατανόηση της λειτουργίας του, τη διάγνωση της παθολογίας της στέγης, τη σύνταξη μελετών αποκατάστασης και την έναρξη στερεωτικών επεμβάσεων.

Το 2011, σε μια προσπάθεια επίτευξης «ολιστικής αποκατάστασης», το μνημείο, εντάχθηκε σε προγράμματα του ΕΣΠΑ, με σκοπό να ανακτήσει την «προσβληθείσα» μνημειακότητα του και να αποδοθεί ξανά στο κοινό.

Το 2013, ως φορέας υλοποίησης των εργασιών αποκατάστασης, ανέλαβε η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών  Αρχαιοτήτων, με σκοπό τη διενέργεια εργασιών προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης του τζαμιού, που διήρκησαν μέχρι το 2015 και κόστισαν 450.000Ε (υποέργο 1, με αυτεπιστασία).

Την ίδια περίοδο, η Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, με σκοπό την προστασία της στέγης του μνημείου και τη διενέργεια εργασιών αποκατάστασης, προέκρινε την κατασκευή ενός τεραστίων διαστάσεων εξωτερικού στεγάστρου, καθώς και τη συμπλήρωση των μεταλλικών ικριωμάτων, που ήδη υπήρχαν στο εσωτερικό του τζαμιού (υποέργο 2, με το σύστημα μελέτη-κατασκευή και συμβατικό προϋπολογισμό 952.242,30Ε). Η εκτέλεση των οριστικών αναστηλωτικών εργασιών προβλεπόταν με το έργο «Αποκατάσταση Μιναρέ και στέγης τεμένους Βαγιαζήτ» (υποέργο 3, πάλι με το σύστημα μελέτη-κατασκευή και συμβατικό προϋπολογισμό 3.000.000Ε).

Οι μελέτες των προαναφερόμενων έργων, παρόλο που προβλημάτισαν αρκετούς επιστήμονες, ιδιαίτερα ως προς το μέγεθος της επέμβασης και τη σκοπιμότητα του νέου στεγάστρου, εγκρίθηκαν στο σύνολό τους από τις Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ.

Στη συνέχεια τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά.

Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά από την καταστροφή της 22ας Μαρτίου του 2017, παραμένουν αναπάντητα τα ερωτήματα, όχι μόνον ως προς το τι συνέβη, αλλά και ως προς το αν οι αποφάσεις των αρμόδιων υπηρεσιών για την αποκατάσταση του μνημείου κινήθηκαν προς τη σωστή κατεύθυνση. Διότι άσχετα από το ποιος ευθύνεται για το «μοιραίο» σπινθήρα, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα, ως προς τα αίτια της καταστροφής, που οι απαντήσεις θα πρέπει να αναζητηθούν σε αποφάσεις και πρακτικές του ΥΠΠΟΑ κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρονικών περιόδων.

Πιο συγκεκριμένα πρέπει να διερευνηθεί:

1. Γιατί μετά την ένταξή του κτηρίου στο ΕΣΠΑ και τη διάθεση σημαντικότατων κονδυλίων από το κράτος, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι υπάλληλοι του ΥΠΠΟΑ, αποφάσισαν όχι την ενίσχυση του ήδη συντελούμενου έργου ήπιων επεμβάσεων αποκατάστασης, αλλά την αλλαγή της μεθοδολογίας, μέσω εργολάβου, που ανέλαβε να υλοποιήσει τις δικές του μελέτες;

2. Αν οι προτεινόμενες μελέτες παρέμβασης, καθώς και η μεθοδολογία, που ακολουθήθηκε (π.χ. οι γιγαντιαίων διαστάσεων επεμβάσεις «προστασίας», με «σκληρά» μη συμβατά με το μνημείο υλικά, οι οξυγονοκολλήσεις, τα μπετά) ήταν οι δέουσες και κατά πόσο το μνημείο τελικά κινδύνευε ανά πάσα χρονική στιγμή από αυτές τις ίδιες.

3. Αν οι εργασίες αποκατάστασης του μνημείου με το σύστημα μελέτη-κατασκευή, αποτελούσε τη βέλτιστη πρακτική.

4. Με ποιο τρόπο η αναθέτουσα αρχή, δηλαδή το ΥΠΠΟΑ, μέσω των υπάλληλών του, δηλαδή μέλη της διορισμένης αρμόδιας Επιτροπής Αποκατάστασης του τζαμιού και άλλων υπεύθυνων, ήταν παρούσα και επέβλεπε τις εργασίες του εργολάβου;

Σημειώνεται ότι λίγες μέρες μετά την πυρκαγιά, εντύπωση προκάλεσαν οι δηλώσεις λειτουργών του ΥΠΠΟΑ, που ανακοίνωσαν, χωρίς κανένα ίχνος ευθύνης και ενοχής, ότι θα το «ξαναφτιάξουν»(!), χωρίς προφανώς να συνειδητοποιούν το μέγεθος και το μη αντιστρέψιμο του ολέθριου συμβάντος. Ενώ σε άλλες περιπτώσεις, απομακρύνονται όσοι χειρίστηκαν ατυχώς υποθέσεις, γιατί δεν συνέβη το αυτό στην περίπτωση του τζαμιού Βαγιαζήτ, με αποτέλεσμα να υπάρχουν άτομα που συνεχίζουν να εμπλέκονται και σήμερα στο θέμα;

Προβληματισμοί για το σχεδιασμό της νέας στέγης

Σύμφωνα με τις διεθνώς αποδεκτές αρχές αποκατάστασης μνημείων, μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της μοναδικής αυτής στέγης, δεν είναι δυνατόν πλέον να χρησιμοποιείται ο όρος «αποκατάσταση» (διότι δεν έχει διασωθεί τίποτα από το ιστορικό υλικό για να αποκατασταθεί), παρά μόνο ο όρος «ανακατασκευή». Ούτως ή άλλως η επέμβαση ανακατασκευής της στέγης, θα φέρει τη σφραγίδα της εποχής μας.

Η προστασία, διάσωση και ανάδειξη του μνημείου αυτού, αποτελεί αναμφίβολα ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που πρέπει να αντιμετωπίσει η επιστημονική κοινότητα. Το θέμα της ανακατασκευής θα πρέπει να τεθεί σε δημόσιο διάλογο, ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο της λήψης αποφάσεων και εξεύρεσης λύσεων μόνο από διοικητικούς παράγοντες του ΥΠΠΟΑ, διότι αντίστοιχες εκτιμήσεις στο πρόσφατο παρελθόν, οδήγησαν στην καταστροφή του μνημείου.

Η κατασκευή της νέας στέγης του τζαμιού Βαγιαζήτ, αποτελεί πλέον θέμα «ένταξης νέας κατασκευής σε προϋπάρχον μνημείο» και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως συνθετικό πρόβλημα, λαμβάνοντας υπόψη τα (ευτυχώς) τεκμηριωμένα μορφολογικά στοιχεία, που χαρακτήριζαν το μνημείο.

Συνακολούθως, φρονούμε πως πρέπει να προκηρυχθεί διεθνές συνέδριο στο Διδυμότειχο, υπό την αιγίδα της UNESCO και του διεθνούς ICOMOS, με πρόσκληση εξειδικευμένων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, ώστε να δοθεί η δυνατότητα ανταλλαγής απόψεων περί της αποκατάστασης του συνόλου του μνημείου, πράγμα που θα συμβάλει ποικιλοτρόπως στην ανάπτυξη του διαλόγου και του προβληματισμού για τη σύγχρονη μεθοδολογία και τις απόψεις που διέπουν τις επεμβάσεις προστασίας και ανάδειξης μνημείων.

Εν συνεχεία, πιστεύουμε ότι πρέπει να προκηρυχθεί διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, με θέμα την ανακατασκευή της στέγης του μνημείου. Τα οφέλη από μια τέτοια πρωτοβουλία είναι προφανή και ενδεικτικά αναφέρονται:

-Διαμόρφωση πολιτικής εξωστρέφειας, σε θέματα αποφάσεων προστασίας μνημείων του Ελληνικού Κράτους, ιδιαίτερα μετά από σειρά ατυχών αποφάσεων (μετρό Θεσσαλονίκης, Ακρόπολη Αθηνών, κ.ά.), κατά την τελευταία χρονική περίοδο,

-Ανάδειξη του προβλήματος σχεδιασμού και της μορφολογικής αποκατάστασης-ένταξης της νέας στέγης, με συμμετοχή της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας στην επίλυσή του.

-Ανάδειξη, διεθνώς, της σημασίας που αποδίδει το Ελληνικό Κράτος για τη διάσωση των μνημείων στην επικράτειά του, αδιαφόρως πολιτιστικών και θρησκευτικών καταβολών.

-Ανάδειξη της πόλης του ακριτικού Διδυμοτείχου ως σημείου αναφοράς, σχετικά με την πρότυπη αντιμετώπιση και επίλυση των προβλημάτων, που προέκυψαν από ατυχή καταστροφικά γεγονότα.