Όμως ποιοι είναι οι «εμείς»; Και πού κοιμάται η συλλογική συνείδηση, που κάποιοι ποτέ δεν είχαν και άλλοι ποτέ δεν έχασαν;  

Στο Βόλο, μαθεύτηκε ότι ορισμένοι πουλάνε το μπουκαλάκι το νερό πέντε ευρώ σε ανθρώπους που δεν έχουν νερό στο σπίτι τους, όπως κάποιοι ζητούσαν κάποτε από τους θαλασσοδαρμένους πρόσφυγες επίσης πέντε ευρώ για ένα μπουκαλάκι νερό, στη Λέσβο. Στο Βόλο επίσης αναφέρεται σημαντική αλληλεγγύη μεταξύ κάποιων κατοίκων, που φιλοξενούν στα λίγα εναπομείναντα στεγνά σπίτια ανθρώπους που μείνανε ανέστιοι, και που φτυαρίζουν ο ένας τη λάσπη από το σπίτι του άλλου (μεταξύ αυτών και ο Γιάννης Μάγγος, πάντα συγκινητικά παρών). Όμως πριν πέντε χρόνια, ο Ζακ Κωστόπουλος δολοφονήθηκε μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, από τον Χορταριά και το Δημόπουλο που τον κλωτσούσαν στο κεφάλι μέχρι να τον σκοτώσουν, ενώ η πλειοψηφία των όχι και λίγων παριστάμενων απλά κοιτούσαν. Από την άλλη, στο Πήλιο προχτές, Αυστριακοί, Σέρβοι, Γερμανοί και άλλοι τουρίστες αδιαφόρησαν για τις χαμένες διακοπές τους, ανασκουμπώθηκαν και βοηθούσαν τους κατοίκους να ξεθαφτούν από τη λάσπη.  

Ποιοι είναι οι «εμείς» σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις; Στα όποια προαναφερθέντα φωτεινά συμβάντα, πρόκειται για κάποια αίσθηση συλλογικότητας που ξεπηδάει ξάφνου από την καταστροφή ή για μια ακόμα έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης από ανθρώπους που ποτέ δεν έχασαν τη σύνδεσή τους με την κοινότητα και τους συνανθρώπους τους; Πώς η δόμηση μιας κοινωνίας ευνοεί ή αποθαρρύνει την καλλιέργεια συλλογικής συνείδησης και το αίσθημα του «εμείς»; Και πώς αυτό μπορεί να διαρραγεί ακόμα περισσότερο στη μετά τα μνημόνια και ιδίως μετά το 2019 ελληνική κοινωνία και τις νοοτροπίες που της καλλιεργούνται επιμελώς;

Στο Ανν Άρμπορ του Μίσιγκαν, φίλος Αμερικανός και ακραιφνής Δημοκρατικός, που παρακολουθεί όλες τις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου, διηγούνταν προχτές έξαλλος πώς η δημοτική αρχή, για χρόνια υποστηριζόμενη από το Δημοκρατικό Κόμμα, είναι εντελώς διεφθαρμένη. Πώς τακιμιάζει ανερυθρίαστα με εταιρείες ακινήτων για να αλλάζει τους κανονισμούς δόμησης ανά δημοτικό διαμέρισμα, ώστε να επιτραπεί η ανέγερση ψηλών κτηρίων εκεί όπου μέχρι πρότινος απαγορευόταν. Αυτό που τον έβγαλε όμως από τα ρούχα του ήταν η αδιαφορία των συμπολιτών του. Πόρτα πόρτα κίνησε και πήγε σε όλη τη γειτονιά μαζί με έναν ακόμη φίλο, να ζητήσει από τους ανθρώπους ένα email ή ένα τηλέφωνο, ώστε να τους ενημερώνει για τα σχέδια της δημοτικής αρχής να επιτρέψει την οικοδόμηση πολυτελών πολυώροφων κτηρίων στην περιοχή τους, όπου τώρα υπάρχουν αποκλειστικά μονοκατοικίες με κήπους. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού όσοι ανταποκρίθηκαν. Δεν τους νοιάζουν τα κοινά, μουρμούριζε απογοητευμένος, δεν έχουν συλλογική συνείδηση, μόνο με ανάθεση στους πολιτικούς θέλουν να λυθούν τα προβλήματα, και μόνο αν τους πεις ότι κινδυνεύει να πέσει η αξία του σπιτιού τους ίσως κινητοποιηθούν. 

Στα τέλη του 2020, εν μέσω κορονοϊού, λίγο μετά τις αμερικανικές εκλογές και λίγο πριν τα Χριστούγεννα, τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν γίνονταν εξ αποστάσεως και η έρευνα είχε παγώσει. Η διοίκηση του Πανεπιστημίου αποφάσισε τότε να χαρίσει στους καθηγητές και στο προσωπικό μια δωροκάρτα αξίας 50 δολλαρίων για αγορές σε τοπικό κατάστημα της επιλογής τους, ως δείγμα εκτίμησης για την υπομονή και τη συνεργασία τους κατά τη διάρκεια της αναμπουμπούλας (ότι την ίδια περίοδο αποφάσισε αύξηση των φοιτητικών διδάκτρων κατα 2% είναι άλλο θέμα). Συνάδελφος Ελληνίδα σκέφτηκε ότι 50 δολλάρια μάλλον δεν λείπουν από τους καθηγητές που παίρνουν εξαψήφιους ετήσιους μισθούς, και παρακινημένη από ειδήσεις που ανέφεραν ότι στο γειτονικό Ντητρόιτ ολόκληρες περιοχές δοκιμάζονταν σκληρά από την υγειονομκή και οικονομική κρίση, έγραψε ένα email σε όλους τους συναδέλφους στο τμήμα της. Τους προέτρεπε να συγκεντρώσουν τα ποσά των 50 δολλαρίων σε έναν κοινό κορβανά, να προσθέσουν κι άλλα αν ήθελαν, να μαζευτεί ένα ικανό ποσό, και να το δωρίσουν συλλογικά σε κάποια δομή κοινωνικής αλληλεγγύης στο Ντητρόιτ. Άνοιξε ο ασκός του Αιόλου! Η πρόεδρος του Τμήματος της μετέφερε ότι κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν γιατί ζορίστηκαν καθώς ένιωσαν ότι πιέζονται να δώσουν χρήματα ενώ ίσως δε θέλουν. Άλλοι απάντησαν ότι δεν είναι σωστό να τους υπαγορεύει κάποιος τι να κάνουν με τα λεφτά τους, κάποιοι ψέλλισαν ότι μια τέτοια κίνηση θα έπρεπε να αναγνωριστεί ως έξτρα κοινωνική δράση όταν έρθει η ώρα της προαγωγής τους, και κάποιοι άλλοι αντιπρότειναν να δωρίσει ο καθένας μόνος του τα χρήματα, αν θέλει, ατομικά. Η συνάδελφος απάντησε σαστισμένη ότι ο σκοπός ήταν να γίνει μια συλλογική ενέργεια αλληλεγγύης. Μάταια. Το πράγμα δεν προχώρησε, η ιδέα της συλλογικής δράσης φάνηκε στους περισσότερους εντελώς εξωτική, και σε ένα τμήμα που σχεδόν όλοι προσδιορίζονται ως προοδευτικοί Δημοκρατικοί και ευαισθητοποιημένοι πολίτες, μόνο δυο-τρεις έστειλαν στη φίλη μηνύματα στήριξης για την απόπειρά της. 

Την ίδια περίπου εποχή, στο πολλαπλά δοκιμαζόμενο Ντητρόιτ, οι άνθρωποι στις μαύρες και φτωχές συνοικίες τραβούσαν σωλήνες από τα σπίτια τους για να δώσουν νερό σε γείτονες που τους έκοψαν την υδροδότηση επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν παράλογα υπέρογκους λογαριασμούς, όπως είχε διηγηθεί ο Μάικ Σέιν και στην Ανασκόπηση για την ιδιωτικοποίηση του νερού. Στην Υψηλάντη, μια γειτονική μικρή πόλη με ελληνικό όνομα και μη προνομιούχους κατοίκους, υπάρχουν αυτοοργανωμένες ομάδες που μοιράζουν φαγητό σε όσους έχουν ανάγκη και βοηθούν φτωχούς πολίτες που φυλακίζονται για μικροπαραβάσεις (ένα παράδειγμα εδώ). Φυσικά υπάρχουν πάμπολλες τέτοιες περιπτώσεις σε όλη την Αμερική. 

Στην Ελλάδα 2.0 του άκρατου μητσοτακισμού γίνεται λυσσαλέα προσπάθεια σαρωτικής αμερικανοποίησης όλων των θεσμών και των κοινωνικών λειτουργιών (χωρίς βέβαια να περιλαμβάνονται στο μίζερο κακέκτυπο και τα όποια καλά του αμερικανικού συστήματος, π.χ. διαφάνεια στη λειτουργία της κεντρικής διοίκησης, λογοδοσία των κρατικών αξιωματούχων, δημόσιες υπηρεσίες με σεβασμό στον πολίτη και το χρόνο του). Πού χωράει η ανάπτυξη συλλογικής συνείδησης όταν ήδη κυριαρχεί το πρότυπο της ατομικής ευθύνης και η αποθέωση της ρύθμισης μέσω της αγοράς; Όταν διαλύονται τα συλλογικά κεκτημένα και καθιερώνονται ατομικοί όροι επιβίωσης στην εργασιακή αρένα, πώς θα ανθίσει η κοινωνική αλληλεγγύη αντί της αφ’ υψηλού φιλανθρωπίας; Όταν ιδιωτικοποιείται χυδαία η υγεία, καθιερώνεται η εκπαίδευση για τους λίγους και εμπεδώνεται η πεποίθηση ότι όχι μόνο δεν υπάρχει άλλη επιλογή αλλά ότι αυτό που ζούμε είναι και το καλύτερο δυνατό (εξάλλου υπάρχουν και πολύ χειρότερα, π.χ. «στην Αφρική δεν έχουνε να φάνε»), πώς θα επιβιώσει το «εμείς» και ποιούς θα περιλαμβάνει;   

(Το θλιβερό είναι ότι κάποιοι προτάσσουν ένα ελληνικό αντίστοιχο του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος ως απάντηση στον κατήφορο, αλλά ας μη μπούμε σε αυτή τη συζήτηση. Να θυμίσουμε μόνο ότι η υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος για την Προεδρία ήταν αυτή που τοποθέτησε περιφρονητικά το «εμείς» της απέναντι στους «αξιοθρήνητους» ψηφοφόρους του Τραμπ, δείχνοντας ως πού φτάνει η κοινωνική γείωση των «αριστερών» της αμερικάνικης κεντρικής πολιτικής σκηνής.) 

Παρατηρώντας τις γειτονιές του Βόλου, τα χωριά του Πηλίου, τις συνοικίες του Ντητρόιτ και τους δρόμους της Υψηλάντης, σε αντιπαράθεση με άλλες περιοχές του Βόλου, το λόφο του Καπιτωλίου και το μικρό αλλά πλούσιο Ανν Άρμπορ, όσο κι αν η εικόνα είναι μικρή και αποσπασματική, δεν μπορεί παρά να προσέξει κανείς ότι η συλλογική συνείδηση και η αλληλεγγύη ευδοκιμούν εκεί που δεν κυριαρχεί το ταξικό, οικονομικό και πολιτικό προνόμιο. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προτάσσουμε πολιτικές πρακτικές που καλλιεργούν τη συλλογική δράση, τις κοινωνικές ζυμώσεις, τη διεύρυνση και εμβάθυνση του «εμείς», και να μη χάνουμε το πολιτικό μας αισθητήριο. Αυτό ας είναι το «εμείς» μας, κι ας είμαστε λίγοι τον αριθμό.

Η Ελένη Γουργού είναι βιολόγος στο πεδίο των νευροεπιστημών, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών.