Η εμπλοκή όσον αφορά στην απόδοση του νέου φόρου ανέκυψε ξαφνικά χθες όταν κατά τη διάρκεια σύσκεψης της διακομματικής επιτροπής, η οποία πραγματοποιήθηκε υπό τον υφυπουργό Οικονομικών, Γ. Μαυραγάνη, και με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των κομμάτων που μετέχουν στην κυβέρνηση, παρουσιάστηκε μελέτη από την οποία προκύπτουν τα εξής:
 
* Το 74% των ιδιοκτητών – φορολογουμένων έχει ακίνητα αντικειμενικής αξίας μέχρι 100.000 ευρώ.
 
* Το 16% των ιδιοκτητών έχει ακίνητα από 100.000 έως 200.000 ευρώ.
 
* Το 10% των ιδιοκτητών έχει ακίνητα πάνω από 200.000 ευρώ και άνω.
 
* Το νέο μέτρο, με βάση τους υπολογισμούς των υπηρεσιών του υπουργείου, θα αποφέρει 500 εκατ. ευρώ από τη φορολόγηση των αγροτεμαχίων.
 
* Και άλλα 500 εκατ. ευρώ από τα ακίνητα που κατέχουν τα νομικά πρόσωπα, τα οποία με βάση την ισχύουσα φορολογία καταβάλλουν φόρους ύψους 280 εκατ. ευρώ.
 
Ως εκ τούτου, το συνολικό ποσό που θα έμπαινε στα δημόσια ταμεία από την εφαρμογή του νέου φόρου υπολογίζεται μόνο σε 1 δισ. ευρώ, από αγροτεμάχια και νομικά πρόσωπα, την ώρα που από την αντικατάσταση του ΦΑΠ και του ειδικού τέλους το υπουργείο Οικονομικών κάνει υπολογισμούς για την είσπραξη τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ.
 
Διαφωνία
 
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι την πλήρη κατάργηση του αφορολογήτου ορίου πρότειναν υπηρεσιακοί παράγοντες, προκειμένου να βγει ο τελικός «λογαριασμός», όμως με την εισήγησή τους διαφώνησε ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ ο οποίος αντέδρασε μάλιστα έντονα και αντιπρότεινε να ισχύσει αφορολόγητο όριο 150.000 ευρώ για την πρώτη κύρια κατοικία, έτσι ώστε να μην επιβαρυνθούν οι μικροϊδιοκτήτες ακινήτων.
 
Η πλήρης άλλωστε κατάργηση του αφορολογήτου ορίου, σύμφωνα με τους εκπροσώπους των κομμάτων, θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, διότι, αφενός πιστοποιεί για μια ακόμη φορά τις αδυναμίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την ανικανότητα του υπουργείου να διευρύνει με δίκαιο τρόπο τη φορολογική βάση, θα την «πληρώσουν» και οι ιδιοκτήτες ενός μικρού ακινήτου που βρίσκεται στις λεγόμενες «φθηνές» περιοχές, αφού ο νέος φόρος θα επιβάλλεται από το πρώτο τετραγωνικό μέτρο.
 
Σε κάθε περίπτωση, είτε μείωσης του αφορολογήτου είτε κατάργησής του, προκειμένου να αποφευχθούν αντιδράσεις και προσφυγές ενδεχομένως στα δικαστήρια που θα δημιουργούσαν νέα προβλήματα στις εισπράξεις του Δημοσίου, παράγοντες του υπουργείου που μετείχαν στη σύσκεψη πρότειναν ως εναλλακτική πρόταση το αφορολόγητο να προσδιορίζεται από συνδυασμό κριτηρίων, μεταξύ των οποίων θα είναι τα τ.μ. του ακινήτου, αλλά και η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας.
 
Τρόποι υπό εξέταση
 
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, πάντως, εξετάζει όλους τους εναλλακτικούς τρόπους διεύρυνσης της φορολογικής βάσης των ακινήτων με ό,τι αυτό φυσικά συνεπάγεται για τους ιδιοκτήτες, λόγος για τον οποίο δεν έχει αποκλειστεί -προς το παρόν τουλάχιστον- να επιβληθεί ακόμη και στην κατοχή ακινήτων, χωρίς μάλιστα να εξετάζεται εάν αποφέρουν εισόδημα ή ιδιοχρησιμοποιούνται.
 
Σε κάθε περίπτωση βέβαια πρέπει να θεωρείται δεδομένη η επιβολή του νέου φόρου και στις εκτός σχεδίου και οικισμού εκτάσεις, δηλαδή στα αγροτεμάχια τα οποία θα επιβαρύνονται εφόσον δεν ανήκουν σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.
 
Υπάρχει, ωστόσο, σκέψη να μην εξαιρεθούν ούτε οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, όμως να ισχύσουν συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια όσον αφορά στον τρόπο φορολόγησής τους, όπως να εφαρμοστεί σχετική κλίμακα ανάλογα με τον αριθμό των στρεμμάτων που καλλιεργούν.
 
Στόχος της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών είναι να εξαιρεθούν οι αγρότες οι οποίοι καλλιεργούν μικρές εκτάσεις.
 
Εκτός όμως από το νέο φόρο επί των ακινήτων, που θα αντικαταστήσει το ΦΑΠ και το «χαράτσι» μέσω της ΔΕΗ, το οικονομικό επιτελείο εν όψει των γενικότερων αλλαγών που σχεδιάζονται στη φορολογία κεφαλαίου μελετά νέα κλίμακα για μεταβιβάσεις ακινήτων, κατάργηση της έκπτωσης από το φόρο εισοδήματος των τόκων στεγαστικών δανείων, μείωση των αφορολογήτων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, αλλά και μείωση του αφορολογήτου για γονικές παροχές και κληρονομιές.
 
Οι ανατροπές στη φορολόγηση των ακινήτων θα είναι, όπως άλλωστε και στη φορολογία εισοδήματος, σημαντικές, ενώ θα περιληφθούν στο δεύτερο φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο θα κατατεθεί στη Βουλή αμέσως μετά το σχέδιο νόμου που θα αφορά στην κατάργηση του ΚΒΣ και το νέο ποινολόγιο.